Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Πρώτη φορά με τον Γέροντα Παΐσιο



     Η συνέλευση της σχολής τελείωσε όπως πάντα με φασαρίες Με τον κολλητό μου, τον Γιάννη, πάντως βγάλαμε ένα άλλο συμπέρασμα. Ότι η φοιτητική παράταξη της Β Πανελλαδικής, είχε τις ωραιότερες γυναικείες παρουσίες μετά βέβαια, από την ΔΑΠ.
Στην έξοδο φωνάξαμε το γνωστό σύνθημα: «Με Α και ΟΥ και ΔΑΠ-ΝΟΥ-ΔΟΥ-ΦΟΥ-ΚΟΥ».
     Βγαίνοντας στην Πατησίων χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στο Πολυτεχνείο όπου στρίψαμε για τα Εξάρχεια. Στην Πλατεία η «ΜΑΡΟΝΙΤΑ» είχε καταληφθεί από τους Πασπίτες. Η απογοήτευση μάς κατέβαλλε, αλλά  απτόητοι πήγαμε στα δικά μας μέρη. Στην Σόλωνος το GOODY'S ήταν  γεμάτο από Δαπίτες, αλλά δυστυχώς όχι και από Δαπίτισες. Κατεβήκαμε Εμμ. Μπενάκη αλλά πουθενά οι Δαπίτισες. Ένα πουλάκι μας ενημέρωσε ότι ήταν όλες στην «VERONA» στην Αραχόβης. Πήγαμε τρέχοντας. θα πίναμε από δύο μπίρες σίγουρα, και ίσως και ένα σουβλάκι μετά στου «Κάβουρα». Δυστυχώς όμως το rock-club ήταν γεμάτο από Ραλλικούς. Τι γυρεύαμε εμείς οι γνήσιοι λαϊκοί Δεξιοί της Αβερωφικής πτέρυγας, με τα τσιράκια του καπιταλισμού; Τσακωθήκαμε όπως πάντα με τους εσωκομματικούς μας αντιπάλους και αποχωρήσαμε. Περπατώντας και πάλι την Πατησίων, και οδεύοντας για Πλ. Αμερικής, είχαμε αναλύσει όλα τα προβλήματα της διεθνούς πολιτικής σκηνής και ξανά καταλήξαμε στον ίδιο παρονομαστή, ότι δηλαδή η ανόθευτη λαϊκή δεξιά ήταν η μόνη λύση στην επίθεση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας!
Στην συνέχεια αναλύσαμε και ποιο σοβαρά προβλήματα, όπως για το επιθετικό δίδυμο του Παναθηναϊκού Χαραλαμπίδη-Ντόκεν! Συζητήσαμε, συζητήσαμε, συζητήσαμε, και πιάσαμε κουβέντα για αυτά που μας έλεγε ο Χρήστος που είχε επισκεφτεί το Άγιο Όρος. Μας σαγήνευσε η ιδέα να πάμε και εμείς, μιας και σε λίγες ημέρες ήταν Μεγάλη Εβδομάδα.
     Οι ημέρες πέρασαν, τρέξαμε, κλαφτήκαμε, και ω του θαύματος μαζέψαμε 25.000 δρχ. Απίστευτο ποσόν!
     Μεγάλη Τετάρτη ξεκινήσαμε με το τρένο των 23.10 για Θεσσαλονίκη. 500 δρχ. το φοιτητικό εισιτήριο! Ξημερώματα φτάσαμε και πήγαμε στο ΚΤΕΛ. Το πρωινό λεωφορείο των 6 για Ουρανούπολη, χώρεσε και εμάς. Άγνωστα μέρη, κοιτούσαμε σαν πρωτόβγαλτοι, τα πάντα. Ενδιάμεση στάση στην Αρναία. Φάγαμε λουκουμάδες για πρωινό. Μετά από 3 ώρες ταξίδι, φτάσαμε στην Ουρανούπολη. Μπήκαμε σε ένα καΐκι. Το καΐκι βούταγε στην θάλασσα και ξανά έβγαινε σώο! Οι επιβάτες του όλοι άνδρες και το 80% Μοναχοί. Κοιταζόμαστε με τον Γιάννη αμίλητοι. Μιλούσαμε με τα μάτια. Μετά από 2 ώρες φτάσαμε στην Δάφνη. Πάθαμε σοκ με τα λειτουργικά κτίρια που ήταν εκεί, εδώ και αιώνες...
     Μπήκαμε σε ένα παμπάλαιο λεωφορείο που σε κάθε ανηφορική στροφή αγκομαχούσε. Τα πάντα γύρω μας θύμιζαν περασμένους αιώνες και Βυζάντιο. Φτάσαμε Καρυές. Βγάλαμε διαμονητήριο και πήγαμε στο Πρωτάτο να προσκυνήσουμε. Είχαμε μπει σε μία άλλη διάσταση. Πήραμε ένα μονοπάτι για την Μονή Ιβήρων αλλά μετά από μερικά μέτρα χαθήκαμε. Το τοπίο ήταν πρωτοφανή για εμάς. Αγνοήσαμε κάθε κανόνα, και αφεθήκαμε στην φύση. Χαθήκαμε στην ανεμελιά του Παραδείσου. Δίχως να το καταλάβουμε νύχτωσε. Τότε ανησυχήσαμε, καθώς κρυώναμε και πεινάγαμε. Είμαστε με τους πρωινούς λουκουμάδες ακόμα.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν τσακωθήκαμε με τον Γιάννη. Ποιοι εμείς οι δύο, που ανά είκοσι λεπτά τρωγόμαστε για ψύλλου πήδημα! Αίφνης ακούσαμε βήματα και είδαμε έναν μοναχό. Ναι, δεν λάθευαν τα μάτια μας.
«Ευλογείτε» μας είπε.
«Ο Κύριος» απαντήσαμε περήφανα, καθώς είχαμε μάθει τον κώδικα χαιρετισμού του Αγίου Όρους.
     Μας ρώτησε εάν χαθήκαμε, ή αν κάπου πηγαίναμε τέτοια ώρα. Παραδεχτήκαμε ότι είμαστε χαμένοι από το μεσημέρι! Χαμογέλασε και μας είπε ότι καλύτερα να τον ακολουθήσουμε για να μας φιλοξενήσει στο κελί του. Τον ακολουθήσαμε δίχως άλλη ερώτηση. Φτάσαμε μετά από λίγο στο κελί. Ανασάναμε γιατί βρήκαμε ζεστασιά καθώς είχαμε αρχίσει να τρέμουμε από την Αγιορείτικη υγρασία. Ο Γιάννης μου έκανε νόημα για να μην αναφέρω τίποτα για φαγητό. Κούνησα το κεφάλι μου, αλλά πείναγα πολύ.
Καθώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε που θα κοιμηθούμε ο Γέροντας μας έστρωσε το τραπέζι για να φάμε.
«Έχουμε νηστεία αυτήν την εποχή και το φαγητό που θα σας προσφέρω είναι φτωχό, για αυτό να με συγχωρέστε με» είπε.
Χαμογελάσαμε με τον Γιάννη, καθώς μας φάνηκε αφελής ο Γέροντας. «Έχω φακές».
Μωρέ τι φακές μού τσαμπουνάς σκέφτηκα, και λίγο ψωμάκι μας έφτανε τώρα. Ο Γιάννης μουρμούρισε στο αυτί μου. «Ωχ μάγκα μου, την νηστεία δεν την είχαμε σκεφτεί»...
     Στο τραπέζι ο Γέροντας μας είχε βάλει ένα πιάτο φακές ανάλαδες, ένα μπολ ελιές, ένα πιάτο με ντομάτες, χαλβά και παξιμάδια. Έκανε προσευχή και διακριτικά έφυγε. Μωρέ ποια σουβλάκια του «Κάβουρα» και βλακείες. Μέλι ήταν όλα τα φαγητά. Μόνο coca-cola δεν ζητήσαμε για χώνεψη. Ήρθε αργότερα και μας οδήγησε σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχε ένα κρεβατάκι. Κάτω στο πάτωμα είχε βάλει ένα στρώμα με σκεπάσματα.
«Συγχωρέστε με,  αλλά δεν έχω άλλο κρεβάτι» είπε.
     «Μα τι λες Γέροντα» του απαντήσαμε. «Έχει τόση ζεστασιά εδώ.» Κοιμηθήκαμε μέσα σε ένα λεπτό το πολύ. Κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο, σηκώθηκα καθώς ξύπνησα για άγνωστο λόγο. Πήγα στο παράθυρο να θαυμάσω την βραδινή φύση. Η περιέργεια ήταν μεγάλη και κοίταξα στο άλλο δωμάτιο.
     Έμεινα άφωνος και βούρκωσα. Ο Γέροντας κοιμόταν κάτω στο πάτωμα με μία κουβερτούλα καθώς τις άλλες, τις είχε δώσει σε εμάς! Ξύπνησα τον Γιάννη για να του το πω. Καθίσαμε και οι δύο αμίλητοι και προβληματισμένοι από το γεγονός. Δύο παλιόπαιδα επειδή ενθουσιάστηκαν με την φύση, χάθηκαν, και την πλήρωσε ένας συνάνθρωπος τους από τα παιδιαρίσματα τους. Δαγκωθήκαμε και θέλαμε η Γη να μας κατάπινε εκείνη την ώρα. Περιμέναμε να ξημερώσει, αλλά χάσαμε τον Γέροντα μέσα από τα μάτια μας. Τελικά τον ανακαλύψαμε στο εκκλησάκι του, να διαβάζει διάφορους ψαλμούς. Καθίσαμε αρκετή ώρα σε κάποιο στασίδι, χωρίς να βγάζουμε άχνα. Τι περίεργο! Εμείς είχαμε την τελευταία επίσκεψη μας σε εκκλησία, μάλλον από την εποχή που βαπτισθήκαμε! Κι όμως καθόμαστε σε ένα εκκλησάκι τώρα και ακούγαμε για ώρα ένα παππούλη να διαβάζει. Είμαι σίγουρος ακόμα και σήμερα, ότι ο Γέροντας δεν μας πήρε είδηση όσο είμαστε εκεί. Μετά από ώρα ο Γέροντας τελείωσε και μας καλημέρισε. Πήγαμε και πάλι στην τραπεζαρία όπου μας ετοίμασε πρωινό. Σύκα, τσάι, ταχίνι, παξιμάδια. Δεν μας ρώτησε το παραμικρό. Παρατηρούσαμε για ώρα τα κάτασπρα χέρια του παππούλη και το αρχοντικό του ύφος. Κάτι είχε αρχίσει να μας κεντρίζει η παρουσία του. Τι; Δεν ξέρω! Του είπαμε ότι θα φύγουμε για να πάμε επιτέλους στην Μονή Ιβήρων. Μας απάντησε ότι νομίζουμε καλύτερο να κάνουμε. Πάντως το κελί του ήταν για εμάς ανοιχτό για όποτε το χρειαζόμαστε. Ακόμα εάν αντιμετωπίζαμε κάποιο πρόβλημα θα του έκανε χαρά αν μπορούσε να μας εξυπηρετήσει!
     Φύγαμε και πήγαμε στο Μοναστήρι όπου και κάναμε Ανάσταση. Στον γυρισμό για Καρυές καθίσαμε σε  ένα ποταμάκι και χαζολογούσαμε. Μία αδέξια κίνηση στο γεφυράκι και πάει το πορτοφόλι μαζί με την περιουσία μας, που ήταν οι υπόλοιπες 20.000 δραχμές. Μπλουμ στο νερό και πάπαλα... Αν μας έκοβες με μαχαίρι, στάλα αίμα δεν θα βγάζαμε. Τα πάντα μαύρα πλέον. Πως θα γυρίζαμε, τι θα γινόταν; Μαύρες σκέψεις στο μυαλό περνούσαν. Μέσα στην απελπισία μας ακούσαμε βήματα. Γυρνάμε το κεφάλι μας και βλέπουμε από το πουθενά, τον Γέροντα, που μας είχε φιλοξενήσει! Μας ευχήθηκε και μας ρώτησε τι κάνουμε; «Καλά» απαντήσαμε.
Τότε γύρισε και μας είπε ότι θα ήθελε να του κάνουμε μία χάρη. Τον κοιτάξαμε με έκπληξη και ρωτήσαμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για αυτόν!
«Να» μας είπε. «Σαν σήμερα έχασα έναν φίλο μου και θέλω να κάνω ένα ψυχικό. Θέλω να σας δώσω αυτά τα χρήματα να τα κάνετε ότι θέλετε, αρκεί να τον μνημονεύετε όποτε τον θυμόσαστε».
     Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας! Ο Γιάννης σηκώθηκε και του είπε. «Δεν γίνεται παππούλη.»
     «Σας παρακαλώ» απάντησε. «Σας παρακαλώ».
     Μας παρακαλούσαν ξαφνικά να πάρουμε χρήματα, την στιγμή που το πορτοφόλι μας είχε πάρει τον δρόμο για το Αιγαίο Πέλαγος, στην δίνη του ποταμού. Εγώ χαμογέλασα καθώς ήξερα ότι ο Γιάννης θα δεχόταν στο τέλος! Έτσι και έγινε. Φεύγοντας τον ρωτήσαμε τουλάχιστον να μας πει το όνομα του.
«Α, συγνώμη» μας είπε. «Δεν συστήθηκα καθώς είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος ζει χάρη στο Έλεος και την Μεγαλοσύνη του Κυρίου Μας. Παΐσιο με λένε».


Υ.Γ. 1. Ο Γιάννης είναι πλέον ο πατήρ Α. και βρίσκεται σε Σκήτη του Αγίου Όρους.