Το 1908, που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς το ποίημα αυτό, η πατρίδα
είχε, ξανά, φορέσει ζυγούς στον τράχηλό της. Ενας ήταν η ατίμωση του χρέους και
του διεθνούς ελέγχου (μια και ο Τρικούπης είχε κηρύξει την Ελλάδα σε πτώχευση
το 1893). Ο άλλος -και πιο δυσβάστακτος-, η εσωτερική σήψη. Ο κόσμος, οι
ποιότητές του και οι δομές που περιγράφει ο Παλαμάς στο «Γύριζε» ήταν σχεδόν
ολόιδια με τα σημερινά. Το μόνο ευχάριστο είναι ότι, από το 1908 και την
παρακμή η στρατιωτική ακμή και η εθνική έξαρση των Βαλκανικών Πολέμων απείχαν
μόλις τέσσερα έτη. Δεν θέλει άλλους προλόγους. Διαβάστε Παλαμά και να τον
σκεφτείτε στα σοβαρά.
Γύριζε
«Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν’ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θάβρη.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Ολυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Οσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!»