Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Η τέλεια δικτατορία είναι ... (μήπως την ζούμε σήμερα;)


«ἡ τέλεια δικτατορία θά ἔχει τήν ἐμφάνιση δημοκρατίας, ἀλλά βασικά θά εἶναι μία φυλακή χωρίς τείχη, μέσα στήν ὁποῖα οἱ κρατούμενοι δέν θά ὀνειρεύονται κἄν τήν ἀπόδραση, θά εἶναι οὐσιαστικά ἕνα σύστημα σκλαβιᾶς, ὅπου οἱ σκλάβοι, μέσῳ τῆς κατανάλωσης καί τῆς διασκέδασης, θά ἀγαποῦν τή δουλεία τους».

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Κωστής Παλαμάς (προφήτης!...)


Το 1908, που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς το ποίημα αυτό, η πατρίδα είχε, ξανά, φορέσει ζυγούς στον τράχηλό της. Ενας ήταν η ατίμωση του χρέους και του διεθνούς ελέγχου (μια και ο Τρικούπης είχε κηρύξει την Ελλάδα σε πτώχευση το 1893). Ο άλλος -και πιο δυσβάστακτος-, η εσωτερική σήψη. Ο κόσμος, οι ποιότητές του και οι δομές που περιγράφει ο Παλαμάς στο «Γύριζε» ήταν σχεδόν ολόιδια με τα σημερινά. Το μόνο ευχάριστο είναι ότι, από το 1908 και την παρακμή η στρατιωτική ακμή και η εθνική έξαρση των Βαλκανικών Πολέμων απείχαν μόλις τέσσερα έτη. Δεν θέλει άλλους προλόγους. Διαβάστε Παλαμά και να τον σκεφτείτε στα σοβαρά.
Γύριζε
«Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν’ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θάβρη.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Ολυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Οσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι

κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!»

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

είπε ο Ντοστογιέφσκι: "Αν όλος ο κόσμος..."


«Αν όλος ο κόσμος βαδίσει
προς μια κατεύθυνση,
κι ο Χριστός προς την άλλη,
εγώ θα πάω πίσω από τον Χριστό.»

Φ. Ντοστογιέφσκι

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Η μοναξιά που σκοτώνει


      Ο   γέροντας    δεν   είχε  κλείσει  μάτι   την προηγούμενη  νύχτα, όμως  παράλληλα   δεν   αισθανόταν  κουρασμένος. Είχε  ήδη  καταστρώσει   το  σχέδιό   του   εκείνη  την ημέρα, παραμονή   των  Χριστουγέννων. Η μοναξιά   τον   είχε    διαλύσει, τώρα  μάλιστα  που   είχε   ήδη   χάσει  προ  πολλού   την   γυναίκα   του   και  η  κόρη   του    τον   είχε   ξεγράψει,   αφού  με   την   ελάχιστη   σύνταξη  που   έπαιρνε   δεν  μπορούσε  να   της   αγοράσει  αυτοκίνητο.
Λοιπόν   εκείνα  τα  Χριστούγεννα   θα  τα  περνούσε   στο  νοσοκομείο, όμως   εκεί  θα  είχε  παρέα. Στην   αρχή  θα  έσπαγε   μερικά πιάτα   και  μετά  θα   χτυπούσε  λίγο   το  κεφάλι   του    στον  τοίχο  και θα  έβαζε   τις    φωνές  οπότε  κάποιος  θα  καλούσε   το   ασθενοφόρο  και  θα   τον πήγαινε   στο  νοσοκομείο. 
     Προχώρησε  λοιπόν  το   σχέδιο, έσπασε  μερικά πιάτα,  όμως   ξαφνικά   ένας  νεαρός  μπήκε   στο  σπίτι   τον  άρπαξε  και  του   είπε: Γέρο  μην  κουνιέσαι  και   τηλεφώνησε   στην   αστυνομία. Δεν  έχω  λεφτά  παιδί  μου, μα  καλά    γιατί  θέλεις  να καλέσω   την   αστυνομία; Ξέρεις  παππού     ο πατέρας   μας   εγκατέλειψε  και  η  μάνα  μου   είναι   του    δρόμου,   έφυγα  λοιπόν  από   το  σπίτι  και   είπα  να  κλέψω   για  να με συλλάβουν και να  πάω   στη    φυλακή. Εκεί  όμως  θα  έχω   επιτέλους  παρέα. 
     Ο   γέρος    συγκινήθηκε  και   είπε    στο  νεαρό. Και  εγώ  παιδί  μου    υποφέρω  από   την   αφόρητη  μοναξιά, θα με    χτυπήσεις  λίγο    στο  κεφάλι   στον  τοίχο   και  θα  καλέσουμε   την  αστυνομία   Και  το    ασθενοφόρο. Μετά  από λίγη  ώρα  κάτω   από   το  σπίτι του  παππού   σταματούσαν   ένα   ασθενοφόρο  και ένα  περιπολικό. Οι   δύο  «φίλοι»   ευχήθηκαν  καλά   Χριστούγεννα  και  επιβιβάστηκαν   στα   δύο    αυτοκίνητα.


(π. Χαραλάμπους        Παπαδοπούλου: «Ο  Θεός  ο  Κινέζος  και  η  μοναξιά»  σ.81-86)

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

H Δημιουργία του Ρωμιού... (ένα παραμύθι)



Μια μέρα ο Αλλάχ βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό.
Μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε.
Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι. !

«Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα.
Ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.»

Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ' ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν.
Πάλευαν, πάλευαν ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε το κάτω τον άλλον
Μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος!

«Τι θα κάνω τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι. Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι. Τι να κάμω;»

Ολονύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις.. χερούκλες του: «Βρήκα βρήκα» φώναξε.

Έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν.

Άρχισε το πάλεμα.

Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος. Μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος. Μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος. Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν.

Κι ακόμα παλεύουν!
Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του...



Νίκος Καζαντζάκης

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

...μα σοβαρά πιστεύετε ότι είστε απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;...


Γιώργος    Σεφέρης
Ο  παραπάνω  νομπελίστας  ποιητής   υπηρέτησε  κυρίως    στο    διπλωματικό     σώμα. Κάποτε  λοιπόν  που   ήταν  ο   Σεφέρης  πρέσβης    στην  Αγγλία, τον   ρώτησε   υποτιμητικά  κάποιος    επιφανής  ξένος:
Μα   σοβαρά  πιστεύετε   ότι   είστε    απόγονοι   του    Λεωνίδα  και   του   Θεμιστοκλή;
  • Και  ο   Σεφέρης   του    απάντησε:

Όχι    είμαστε   απόγονοι  μόνο   της  μάνας  μας. Που  μας  μίλησε   Ελληνικά, που   προσευχήθηκε   Ελληνικά, που  μας  νανούρισε  με   ιστορίες  για    τα  κατορθώματα   του       Λεωνίδα   και    του   Θεμιστοκλή, και    είδαμε   την     ψυχή   της  να   βουρκώνει   την   Μεγάλη    Παρασκευή, μπροστά     στο  ξόδι    του  νεκρού   Θεανθρώπου.

(Μ.Σπυροπούλου: «5η   εντολή»    σ.82-83)

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Μία μοναξιά που με τρομάζει... (βίντεο)




    Θα σου πω ποια μοναξιά με τρομάζει περισσότερο

εκείνη που την νιώθεις μέσα στο πλήθος...
γιατί κανείς δεν ακούει τα λόγια σου,
δεν μετράει τους παλμούς της καρδιάς σου,
δεν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό σου...
απλά βαδίζει δίπλα σου και πολλές φορές 
σε σπρώχνει για να περάσει...


Γιάννης Ρίτσος



Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

"Υπηρέτρα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


  Την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους. η δεκαοκταέτις κόρη, το Ουρανιώ το Διόμικο, μελαγχροινή νοστιμούλα, εκλείσθη εις την οικίαν της ενωρίς, διότι ήτο μόνη.
  Ο πατήρ της, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γίνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της λέμβου του, περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ' ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη. Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι' ενός τοίχου, εμάλωσε και αυτή μαζύ της δια δύο στρέμματα αγρού, και δεν ωμιλούντο πλέον. Η νεανίς εκάθισε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν, περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον, εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη.
  Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ' έμεινεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας. Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν' αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους Χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν.
  Η καρδία της νέας εκόπηκε μέσα της.
― Πέρασαν τα μεσάνυχτα, είπε, κι' ο πατέρας μου!.
  Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει, και όλοι ητοιμάζοντο δια την εκκλησίαν.
  Η δύστηνος Ουρανιώ δεν άντεσχεν, αλλ' έλαβε την τόλμην να εξέλθη εις τον σκεπαστόν και περίφρακτον υπό σανίδων εξώστην της οικίας, όπου, κρυπτομένη εις το σκότος, προέβαλε δια της θυρίδος την κεφαλήν.
  Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθεί πρώτη και αφύπνιζε δια των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνήση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγός της, Νταραδήμος, είχεν ανάγκην μοχλού δια να σταθή εις τους πόδας του.
  Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ τής του μπαρμπα-Διόμα. Το Ουρανιώ έβλεπε καθαρώς απέναντί της την γυναίκα εκείνην, κρατούσαν φανόν, φωτίζουσα οικτιρμόνως τα σκότη της οδού, δια τους διαβάτας, και τους γείτονας. Διότι το σκότος ήτο βαθύ και ελαφρός άνεμος έπνεεν, όσος ήρκει δια να μεταφέρη εκ των χιονοσκεπών βουνών το ψύχος και τον παγετόν εις τας φλέβας των ανθρώπων. Κατ' εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ, δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση.
  ― Πώς! κι' ο Αργυράκης πάει στην Εκκλησιά;. εψιθύρισεν.
  Ο Αργυράκης της Γαροφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμήται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν είπει άλλοτε, και το λόγιον έμεινε παροιμιώδες: «όποτε πάω στην εκκλησιά, βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαροφαλιά και τώ επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπε. Εφοβείτο μήπως οι γύφτισσες (υπήρχον αντικρύ του οικίσκου των πέντε ή εξ καλύβαι γύφτων νεοφωτίστων), έκαμαν μαγείας εναντίον της. Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, οι μέρες που έρχονται, τώρα τον Άη-Βασίλη κ.τ.λ., εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού ήτις εφούρνιζε με τα παλάμας και επάνιζε με τους μαστούς.
  Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον γιοργούλη του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλά του, και εξήλθεν εις την οδόν.
  Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκη της Γαροφαλιάς.
  ― Τώρα μ' αρέσεις, γείτονα, τω λέγει. μήν είσαι αλιβάνιστος, διότι είναι κατά τα σκοίνια (καταισχύνη). Το φεγγάρι δεν είναι τώρα παν' τσ' Έλληνες (πανσέληνος) να φοβάσαι τον ίσκιο σου την νύχτα. Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.
― Τι να κάμουμε, να σ' ορίσω, γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης.
  Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν.
  ― Δεν ξέρουμε, να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπαρμπα-Διόμα.
- Σωπάτε, είπε, φέρων τον δάκτυλον εις το στόμα ο Αργυράκης, είπαν πώς βούλιαξε.
― Τι; είπεν η σύζυγος του Νταραδήμου.
  Ο Αργυράκης ητοιμάζετο να διηγηθή πώς και πού τα ήκουσεν, αλλά την αυτήν στιγμήν γοερά και σπαρακτική κραυγή ηκούσθη από της σιγηλής οικίας, προς ήν έβλεπον οι τρείς ομιληταί.
  Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ, είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην.
  Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα τρία στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
  Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπαρμπα-Διόμας είχε φορέσει, μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον, το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την τσάκαν του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.
  Μόνη έμεινεν η Ουρανιώ εις την οικίαν, και μόνος ο μπαρμπα-Διόμας επέβαινε της λέμβου του, ναύτης ο αυτός και κυβερνήτης και πρωρεύς. Ναυτίλος από της δωδεκαετούς ηλικίας του, ο μπαρμπα-Διόμας, απέκτησεν αμοιβαδόν σκούνες, γολέττες και βρίκια, ύστερον υπεβιβάσθη εις βρατσέραν, και τέλος έμεινε κύριος της μικράς ταύτης λέμβου, δι' ης εξετέλει βραχείας αλιευτικάς ή πορθμευτικάς εκδρομάς. Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι, ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλασσίας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τώ έμενεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι' ης ηδύνατο ακόμη ν' αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος. Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και τα κύματα:
  ― Πήγα δά και στην Αθήνα, σ' εκείνο το Ιππομαχικό, και μώ 'δωκαν, λέει, δύο σφάκελλα, να τα πάω στο 'Σοκομείο, να παρουσιασθώ στην Πιτροπή• πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι' αυτοί δεν ήξευραν. ύστερα γύρισα στο υπουργείο και μου είπαν, «σύρε στο σπίτι σου, κ' εμείς θα σου στείλωμε τη σύνταξή σου».
  Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι δώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω, λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα, γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι απ' το Ιππομαχικό στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε: και θα βγή η απόφαση». Σηκώνομαι, φεύγω, γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ. Είδες εσύ σύνταξη; (απηυθύνετο προς υποτιθέμενον ακροατήν), άλλο τόσο κι' εγώ. Επήρα κι' εγώ την 'πηρέτρα και πασκίζω να βγάλω το ψωμί μου.
  Πηρέτρα ή Υπηρέτρα ήτο το όνομα της λέμβου, όπερ αυτός τή έδιδε.
  Και παύων να μονολογή, ήρχιζε να τραγωδή διά της τραχείας και μονοτόνου φωνής του:
Βασανισμένο μου κορμί, τυραγνισμένα νειάτα!. και δεν έλεγενάλλον στίχον.
  Καταπλεύσας εις την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν, ο μπαρμπα-Διόμας εφόρτωσεν επί της «Υπηρέτρας» πέντε ή έξ ζεύγη ορνίθων, κοφίνους τινάς ωών και τυρού, δύο ή τρείς ινδιάνους, και άλλα τινά πράγματα, και ητοιμάζετο να λύση τα απόγεια της λέμβου και ν' αποπλεύση. Αλλά την στιγμήν εκείνην προσήλθεν ο κουμπάρος του Σταθαρός, ο ποιμήν του Τσουγκριά, και τον παρεκάλεσε να του κάμη την χάριν να παραλάβη οχληρόν συμπλωτήρα. «υιόν υποζυγίου», ώριμον προς επίσαξιν. όπως κομίση αυτόν προς ένα των πολυαρίθμων κουμπάρων του εις την πολίχνην.
  Ο μπαρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ' αφ' ετέρου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι' αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.
  Ο κουμπάρος-Σταθαρός ευχαριστηθείς, τον εφίλευσεν ολίγα αυγά, μίαν μυζήθραν, και ο μπαρμπα-Διόμας, επιβιβάσας τον πώλον, έλαβε τας κώπας, και έστρεψε την πρώραν προς τον λιμένα.
  Απεμακρύνθη, έκαμε πανιά, και, διανύσας υπέρ το έν μίλιον, απείχεν εξ ίσου σχεδόν του Τσουγκριά και της πολίχνης. Καίτοι βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπαρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν.
  Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του, και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα. και το μαδέρι της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη. Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζηται.Ταχύς ως η αστραπή, ο μπαρμπα-Διόμας, απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον ενόσω εκάθητο εις το πηδάλιον, έγειρε προς το μέρος της σκότας του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να μπαττάρη την λέμβον. Μέγας έγινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα. Όρνιθες, ινδιάνοι, κόφινοι και ο αίτιος της συμφοράς ο πώλος, όλα κατήλθον εις τον πυθμένα. Ομπαρμπα-Διόμας, όστις εκολύμβον ως έγχελυς, είχε κι στήριγμα την ανατραπείσαν «Υπηρέτραν», την οποίαν ημπόδισε του να βυθισθή.
  Περί τας δύο ώρας έμεινεν ούτως ο μπαρμπα-Διόμας επίστομα επί των πλευρών του σκάφους, κρατούμενος διά των χειρών από της τρόπιδος, μη τολμών να στηριχθή όλος επί των σανίδων, διότι η λέμβος θα εβυθίζετο.
  Τέλος, περί την αμφιλύκην, ενόσω υπήρχεν ακόμη αρκετόν φως, όσον έρριπτεν η ανταύγεια των χιονοσκεπών πέριξ ορέων, εφάνη μακρόθεν έν ιστίον.
  Ο μπαρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τώ έμεινεν ακόμη. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς. Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αι φωναί του μπαρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα. Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.
Καθ' όσον όμως επλησίαζεν, ηδύναντο ν' ακουσθώσι και αι φωναί. Διότι το ανατραπέν σκαφίδιον, ωθούμενον υπό των κυμάτων, είχε μετατοπισθή πολλάς δεκάδας οργυιών προς τα νοτιοδυτικά, και ο γέρων ναυαγός συνέβαλε και αυτός εις τούτο διά των χειρών και των ποδών.
  Τέλος το τρεχαντήριον προσήγγισε και απέλυσε την λέμβον. Ο μπαρμπα-Διόμας ήκουσε κώπας πλαταγούσας πλησίον του, αλλά τόσον μόνον ήκουσεν. Ευθύς κατόπιν ελιποθύμησεν.
  Οι δύο κωπηλάται ανέσυραν τον μπαρμπα-Διόμαν παγωμένον και ημιθανή, και τον ανεβίβασαν εις το τρεχαντήριον.
  Αφού του ήλλαξαν τα ενδύματα, δι' εμπνοών και προστρίψεων προσεπάθησαν να τον ανακαλέσουν εις την ζωήν. Ο κυβερνήτης διέταξε να στρέψωσι πρώραν προς τον λιμένα, όπως τον αποδώσωσι νεκρόν ή ζώντα, εις τους οικείους του. Τέλος ο πτωχός ναυαγός ήνοιξε τους οφθαλμούς. Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τώ προσφέρωσι πούντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους.
  ― Όχι πούντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής• κρασί δώστε μου!
  Οι ναύται τώ προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.
  Υπέφωσκεν ήδη η ημέρα των Χριστουγέννων, και η θεία εις μάτην προσεπάθει να παρηγορήση την σφαδάζουσαν υπό άλγους Ουρανιώ. Αλλ' η σύζυγος του Νταραδήμου ελθούσα τότε, ανήγγειλεν, ότι ο μπαρμπα-Διόμας εναυάγησε μεν, αλλ' εσώθη, και ότι έφθασεν υγιής. Ο Αργυράκης και άλλοι τινές αγρόται είχον ίδει, φαίνεται, μακρόθεν την ανατροπήν της λέμβου, και εντεύθεν διεδόθη ότι ο γέρων επνίγη. Αλλ' επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον.
  Ο μπαρμπα-Διόμας, ελθών μετ' ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά, αλλ' υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
  Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς. Ο πατήρ της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τας δύο στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του, δι' ων ηδύνατο ακόμη επί τινα έτη να εργάζηται δι' εαυτόν και δι' αυτήν.