Ο γέροντας δεν
είχε κλείσει μάτι
την προηγούμενη νύχτα, όμως παράλληλα
δεν αισθανόταν κουρασμένος. Είχε ήδη
καταστρώσει το σχέδιό
του εκείνη την ημέρα, παραμονή των
Χριστουγέννων. Η μοναξιά
τον είχε διαλύσει, τώρα μάλιστα
που είχε ήδη
χάσει προ πολλού
την γυναίκα του
και η κόρη
του τον είχε
ξεγράψει, αφού με
την ελάχιστη σύνταξη
που έπαιρνε δεν
μπορούσε να της
αγοράσει αυτοκίνητο.
Λοιπόν εκείνα τα
Χριστούγεννα θα τα
περνούσε στο νοσοκομείο, όμως εκεί
θα είχε παρέα. Στην
αρχή θα έσπαγε
μερικά πιάτα και μετά
θα χτυπούσε λίγο
το κεφάλι του
στον τοίχο και θα
έβαζε τις φωνές
οπότε κάποιος θα καλούσε το ασθενοφόρο και
θα τον πήγαινε στο
νοσοκομείο.
Προχώρησε λοιπόν το
σχέδιο, έσπασε μερικά πιάτα, όμως
ξαφνικά ένας νεαρός
μπήκε στο σπίτι
τον άρπαξε και
του είπε: Γέρο μην κουνιέσαι και
τηλεφώνησε στην αστυνομία. Δεν έχω
λεφτά παιδί μου, μα
καλά γιατί θέλεις
να καλέσω την αστυνομία; Ξέρεις παππού
ο πατέρας μας εγκατέλειψε
και η μάνα
μου είναι του
δρόμου, έφυγα λοιπόν
από το σπίτι
και είπα να
κλέψω για να με συλλάβουν και να πάω
στη φυλακή. Εκεί όμως
θα έχω επιτέλους
παρέα.
Ο γέρος συγκινήθηκε
και είπε στο
νεαρό. Και εγώ παιδί
μου υποφέρω από
την αφόρητη μοναξιά, θα με χτυπήσεις
λίγο στο κεφάλι
στον τοίχο και
θα καλέσουμε την
αστυνομία Και το
ασθενοφόρο. Μετά από λίγη ώρα
κάτω από το σπίτι
του παππού σταματούσαν
ένα ασθενοφόρο και ένα
περιπολικό. Οι δύο «φίλοι»
ευχήθηκαν καλά Χριστούγεννα
και επιβιβάστηκαν στα
δύο αυτοκίνητα.
(π.
Χαραλάμπους Παπαδοπούλου: «Ο Θεός
ο Κινέζος και
η μοναξιά» σ.81-86)