Ο
Παύλος και η
Αγάθη είναι ζεύγος
εκπαιδευτικών με τρία μικρά
παιδιά και ζουν
ευτυχισμένοι σε μια
επαρχιακή πόλη. Μια μέρα
καθώς έπιναν τον
καφέ τους στο
μπαλκόνι είπε η Αγάθη:
Δεν νομίζεις Παύλο
ότι είμαστε λίγο
κλεισμένοι στον εαυτό
μας; Πού το πας; ρώτησε ο
σύζυγος. Ξέρεις σήμερα διάβασα
ότι από την
ζωή τελικά σου μένουν
όσα έδωσες. Λοιπόν δύο
τετράγωνα πιο κάτω
μένει, έμαθα, μια μοναχική γιαγιά
τι λες να
την επισκεφθούμε; Θα πάμε
αύριο κιόλας είπε
ο Παύλος και
φτάνοντας είδαν μια
ηλικιωμένη γυναίκα στο
κρεβάτι με πολύ
πόνο. Ο Παύλος είδε
ότι ένα κουτί
φαρμάκων ήταν άδειο
και αμέσως έφυγε
και έφερε από
το φαρμακείο καινούργιο κουτί. Την άλλη
μέρα η γιαγιά
όταν πήγε η Αγάθη
ήταν καλύτερα και την
ευχαρίστησε που ήδη
είχε φέρει πίσω
τα σεντόνια που
είχε πλύνει μαζί
με μια τσάντα
με τρόφιμα. Πέρασαν μερικές
μέρες όταν σε
μια επίσκεψη είδαν
ότι η γιαγιά
είχε φύγει, δε
γείτονες τους είπαν
ότι ήταν στο
νοσοκομείο. Όταν έφθασαν και εκεί,
η Σοφία, η γιαγιά
συγκινήθηκε πολύ, και οι
γιατροί που τους ρώτησαν
για την ασθενή,
είπαν ότι περισσότερο
την έβλαπτε το ότι ήταν εντελώς
εγκαταλειμμένη. Η Αγάθη την
ρώτησε αν πιστεύει. Βεβαίως κόρη
μου αλλά είχα
δύο αποβολές. Το
φιλότιμο εκπαιδευτικό ανδρόγυνο
κατάφερε και βρήκε
ένα χριστιανικό γηροκομείο
στο οποίο και
πήγαν την κ. Σοφία όταν
βγήκε από το
νοσοκομείο. Σιγά- σιγά η Αγάθη
έπεισε την γιαγιά
να εξομολογηθεί, η Σοφία
εξομολογήθηκε και κοινώνησε
αρκετές φορές και
τελικά μετά από
τρεις μήνες «έφυγε» για
τον ουρανό.
(Περιοδικό: «Ο
Σωτήρας» στις 4-12-2015)