Ο
θρυλικός γέρος του
Μοριά, ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης (1770-1843) στο μεγάλο
διωγμό κατά της
κλεφτουριάς από τους
Τούρκους στον οποίο
δολοφονήθηκαν οι περίφημοι
κλέφτες Ζαχαριάς και Γιαννιάς το
1803, πρόλαβε και
διέφυγε οικογενειακώς στη
Ζάκυνθο. Εκεί λοιπόν κατατάχθηκε
στον αγγλικό στρατό, μια
και η Αγγλία
κατείχε τότε τα Επτάνησα.
Μια φορά διηγείτο
ο Κολοκοτρώνης έμεινα
μέρες χωρίς να
καπνίσω (ήταν φανατικός καπνιστής). Δεν άντεξα
άλλο και βλέποντας
ότι δεν έχω
καπνό στην καπνοσακούλα, άρχισα να ξύνω
τα υπολείμματα από τον
ξεραμένο καπνό της
πίπας για να
καπνίσω. Τόσο πολύ αγανάκτησα
από την διαδικασία
αυτή που είπα: Όρσε δηλαδή κοίτα
άνθρωπος που θέλει
να ελευθερώσει τον τόπο του
και δεν μπορεί
να ελευθερωθεί από
ένα πάθος του. Πέταξα
λοιπόν με μιας πίπα και
καπνό και δεν ξανακάπνισα ποτέ.
Και ένα σύγχρονο
ανέκδοτο. Δύο φίλοι πήγαν
σε ένα εστιατόριο και παρήγγειλαν
να φάνε. Τα μαχαίρια
που τους έφερε
το γκαρσόνι δεν
έκοβαν καλά και
αυτός τους έφερε
δύο κολοκοτρωνέικους σουγιάδες. Είναι
καλοί; ρώτησε ο ένας
από τους δύο φίλους που ήταν
Άγγλος. Ξουράφι του απάντησε
ο φίλος του,
ο Έλληνας, δηλαδή είναι
πολύ καλοί. Όταν τελείωσαν
του γεύμα τους
ρώτησε κάποιος από
το εστιατόριο τον
Άγγλο: Πώς σου φάνηκε
το γεύμα; Ξουράφι ξουράφι
απάντησε ο Άγγλος!
(Μηνύματα
από το Αθάνατο 1821)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου