ΑΠΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Β΄*
Κείμενο Α΄
Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου
πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο
Ἀρ. πρωτ. 1203 τῆς 26ης Αὐγούστου 1992
«Εἰς ἀπάντησιν πρὸς σχετικὰ τηλεγράφημα καὶ γράμμα τῆς Ὑμετέρας
λίαν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν
τῇ καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὁδήγησε τὴν Ἱερὰν
Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’ οὓς οἶδε αὕτη λόγους εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι
προτινὸς ἐκ τῶν τὰ πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου
κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἳνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ
καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ
τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ
παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήποτε δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν.
Ἐν τῷ πνεύματι ἀκριβῶς τούτῳ εἴχομεν ἀποστείλει πρότριτα καὶ
τοὺς δύο ἀδελφοὺς Ἱερώτατον Μητροπολίτην Περγάμου κύριον Ἰωάννην καὶ τὸν
Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Σκοπέλου κύριον Vsevolod κατόπιν τῆς γενομένης ἐπισκέψεως
εἰς ἡμᾶς τοῦ ἐν λόγῳ καθαιρεθέντος, ἐπὶ τῷ σκοπῷ ὅπως ἐκ τοῦ σύνεγγυς
πληροφορηθῶμεν τὰ διατρέξαντα ἐκ πρώτης χειρὸς καὶ πρὸς ἀποφυγὴν πάσης ἐν
προκειμένῳ παρερμηνείας. Ὡς ἐκ τούτου ὀφείλομεν νὰ παρατηρήσωμεν, ὅτι ἐλυπήθημεν
μεγάλως διὰ τὴν οὐχὶ φιλάδελφον ὑποδοχὴν τῶν ἐν λόγῳ ἀντιπροσώπων ἡμῶν, πρᾶγμα ὅπερ
ἀσφαλῶς ὀφείλεται εἰς τὴν πλήρην παρεξήγησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν»
[1].
Κείμενο Β΄
Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου
πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο
Ἀρ. πρωτ. 282 τῆς 7ης Ἀπριλίου 1997
«Κομισάμενοι προσοχῇ τῇ δεούσῃ ἀνέγνωμεν ἐν συνεδρίᾳ τῆς περὶ
ἡμᾶς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τό ἀπὸ στ΄ Μαρτίου ἐ.ἒ. ἀριθμ. Πρωτ. 749, γράμμα τῆς
Ὑμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος, ἀνακοινουμένης τῇ
καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τὴν κανονικὴν ἀπόφασιν τῆς ὑφ’
Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τῆς ἐπιβολῆς τῆς ποινῆς τοῦ ἀναθέματος τοῖς
Filaret (Mikhail Denisenko) καὶ
Gleb Yakunin, καθὼς καὶ τῆς ἀπὸ ἱερωσύνης
καθαιρέσεως καὶ τῆς ἐπαναγωγῆς εἰς τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν τοῖς Valentin Rusantsov,
Adrian Starina καὶ Iosafat Shibaev.
Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνακοινωσάμεθα ταύτην
τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν
ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων»
[2].
α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στὶς 11.6.1992 ὁ Φιλάρετος (Denisenko) καθαιρέθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο
τοῦ Πατιαρχείου Μόσχας, διότι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ὑπάγεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας
[3].
Ὁ καθαιρεθείς Φιλάρετος κάνοντας χρήση τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς προσέφυγε ἤ, κατὰ
κυριολεξία, προσέτρεξε, ἐπισκέφθηκε προσωπικά τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀμέσως
μετὰ τὴν καθαίρεσή του καὶ Αὐτὸ ἐξετάζοντας μὲ αὐξημένο αἴσθημα εὐθύνης καὶ μὲ τὴ
δέουσα σοβαρότητα τὴν ἒκκλητο προσφυγὴ του ἀπέστειλε ἀντιπροσωπεία στὴ Μόσχα ἀποτελούμενη
ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα) καὶ τὸν οὐκρανικῆς καταγωγῆς Ἐπίσκοπο
Σκοπέλου Vsevolod (Maidansky, +12/2007) «ἐπὶ σκοπῷ ὅπως ἐκ τοῦ σύνεγγυς πληροφορηθῶσι
τὰ διατρέξαντα ἐκ πρώτης χειρὸς καὶ πρὸς ἀποφυγὴν πάσης ἐν προκειμένῳ παρερμηνείας»
(κείμενο Α΄). Ἡ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τῆς ἀνωτέρῳ ἐκκλήτου προσφυγῆς
τοῦ καθαιρεθέντος Φιλαρέτου ἦταν ἀπορριπτικὴ μὲ τὴ σαφή δήλωση ὅτι «ἡ Ἁγία μας Μεγάλη
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν (…) ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα
τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τὰ συνοδικῶς ἀποφασισθέντα
περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήποτε δυσχέρειαν εἰς
τὴν καθ’
Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν» (κείμενο
Α΄).
Ὃπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀνωτέρω ἀλληλογραφία Μόσχας- Κωνσταντινουπόλεως
τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀντέδρασε στὴν ὑπόθεση τῆς καθαιρέσεως τοῦ Φιλαρέτου
μὲ τὴ δέουσα σοβαρότητα γιὰ ἕνα τόσο κρίσιμο ζήτημα, μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα ὥστε
νὰ μὴν συντηρεῖται ἡ ἐπιζήμια γιὰ ὅλες τὶς πλευρὲς ἐκκρεμότητα καὶ κυρίως μὲ ἀπόλυτη
συνέπεια στὴν μακραίωνη παράδοσή Του. Μέσα σέ 76 ἡμέρες (καθαίρεση 11.6.1992 –
Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόρριψη τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς καὶ ἀποδοχὴ τῆς
καθαιρέσεως 26.8.1999) τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο “ἔκλεισε” ἀπὸ κανονικῆς πλευρᾶς
τὴν ὑπόθεση.
Ὁ Φιλάρετος ὅμως δὲν ὑπολόγισε τίποτα: οὔτε τὴν καθαίρεση ἀπὸ
τὴ Μόσχα, οὔτε τὴν ἀπόρριψη τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς του καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς
καθαιρέσεώς του ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, οὔτε τὴν ἀποδοχὴ τῆς καταδίκης
του ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ προχώρησε σὲ σοβαρότατα ἐκκλησιαστικὰ ἐγκλήματα
(καίτοι καθηρημένος προέβη σὲ δεκάδες χειροτονίες, συνέστησε σχισματικὴ Σύνοδο,
αὐτοχρίσθηκε Πατριάρχης, κοινωνοῦσε μὲ σχισματικοὺς ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἔπηξε
θυσιαστήρια ἐν Οὐκρανίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ κ.ο.κ.) προκαλῶντας σχίσμα καὶ σκανδαλισμὸ
τοῦ Λαοῦ. Συνεπῶς, ἡ κατ’ αὐτοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Μόσχας τοῦ 1992 κατέστη ἔτι πλέον ἀνέκκλητη σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες 4ο Ἀντιοχείας,
22ο Ἀποστολικό, 37ο Καρθαγένης (κατὰ τὸ Πηδάλιο) λόγῳ τῆς ἐπιγενομένης ἐπὶ
δεκαετίες ἀντικανονικῆς καὶ προκλητικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Φιλαρέτου
[4].
Ἔτσι, ἡ ἁρμόδια Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή, δηλ. τὸ Πατριαρχεῖο τῆς
Μόσχας, τὸ 1997 προχώρησε σὲ ἀφορισμὸ καὶ ἀναθεματισμό του καὶ ἐνημέρωσε τὶς λοιπὲς
τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἀποδέχθηκε
καὶ πάλι τὸν ἀναθεματισμὸ τοῦ Φιλαρέτου καὶ μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 282/7.4.1997
Πατριαρχικὸ Γράμμα ἐνημερώνει τὸν Πατριάρχη Μόσχας: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω
ἀποφάσεως, ἀνακοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν
μετὰ τῶν εἰρημένων» (βλ. κείμενο Β΄).
β. «Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα»
Σύμφωνα μὲ ἀρτιφανείς ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ποὺ
διατυπώνονται στὸ κείμενό Του μὲ τίτλο «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς
Οὐκρανίας, Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα», Σεπτέμβριος 2018
[5]:
«Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον οὐδέποτε παρεχώρησε τὴν Μητρόπολιν Κιέβου, διὰ νὰ
ἀποτελῇ κανονικὸν ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας» (σ. 12).
Μάλιστα, ἑρμηνεύοντας τὴν Πατριαρχικὴ καὶ
Συνοδικὴ Πράξη
τοῦ 1686 τοῦ Πατριάρχου
Διονυσίου Δ΄ σημειώνει ὅτι
“τὸ νόημα τῆς
«ὑπαγωγῆς» τῆς Μητροπόλεως Κιέβου εἰς τὸν Πατριάρχην Μόσχας συνίστατο, κατ' οὐσίαν,
μόνον εἰς τὴν ἄδειαν τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου
Κιέβου” (σ. 7) καὶ “δὲν πρόκειται περὶ πλήρους ἐκχωρήσεως τῆς ἐπαρχίας
Κιέβου εἰς τὸν Πατριάρχην Μόσχας” (σ. 8).
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἰσχυρίζεται ὅτι μὲ τὴν Πατριαρχικὴ
Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ (1686) παραχωρήθηκε στὴν Ἐκκλησία
τῆς Ρωσίας ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τό δικαίωμα ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τοῦ
Μητροπολίτου Κιέβου καὶ τίποτα περισσότερο. Ὅπως συμβαίνει συχνὰ καὶ σήμερα, ὅπου
ὁ κυριάρχης ἀρχιερέας δίνει τὴν ἄδεια σὲ ἄλλον ἀρχιερέα νὰ χειροτονήσει κληρικό
του. «Πρόκειται, δηλαδή, περί ἐπ' ἀδείᾳ
τοῦ κυριάρχου ἀρχιερέως παραχωρήσεως τοῦ δικαιώματος τῆς χειροτονίας ἀρχιερέως ὑπαγομένου
εἰς τήν δικαιοδοσίαν του πρός ἄλλον ἀρχιερέα» (σελ. 9-10). Εἶναι
προφανὲς ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ δικαίωμα κρίσεως τοῦ κληρικοῦ τὸ ἔχει ὁ
κυριάρχης ἐπίσκοπος καὶ ὄχι ὁ χειροτονήσας αὐτὸν.
Ἐπίσης, ἄξιο ἐπισημάνσεως εἶναι ὅτι δὲν ὑφίσταται Πατριαρχικὴ
Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ποὺ νὰ ἐκχωρεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὸ
δικαίωμα νὰ κρίνει τοὺς ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας!
γ. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἀς προσπαθήσουμε, λοιπόν, νὰ ἀπαντήσουμε στὰ ἁπλὰ ἐρωτήματα
ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Γράμματα ἐν συνδιασμῷ πρὸς τὴν
ἔκδοση «Ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, Ὁμιλοῦν τὰ
κείμενα»:
1. Νομιμοποιεῖται κανονικῶς Σύνοδος μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας νὰ
δικάσει τοὺς ἐπισκόπους πού ὑπάγονται σὲ ἄλλη Ἐκκλησία; Ἂν συμβεῖ αὐτό, εἶναι ἀποδεκτὴ
τέτοια καταδικαστικὴ ἀπόφαση;
2. Βάσει ποίας κανονικῆς διατάξεως ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ
Σύνοδος τῆς Μόσχας νὰ δικάζει ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας; Μὲ ποιὰ Πατριαρχικὴ
Πράξη χορηγήθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὸ δικαίωμα κρίσεως (jus jurandi) τῶν
ἐπισκόπων τῆς Οὐκρανίας;
3. Σὲ ποιὰ κανονικὴ διάταξη στηρίζεται ὁ ἐγκρατὴς περὶ τὸ
Κανονικὸ Δίκαιο Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης γιὰ νὰ γράψει σὲ ἐπίσημο Πατριαρχικὸ
Γράμμα «Ἡ Ἁγία μας Μεγάλη Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν (…) ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας
τῆς Ρωσσίας [σ.σ. νά δικάζει τούς ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας]»
(κείμενο Α΄);
4. Ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει
κανονικὴ διάταξη βάσει τῆς ὁποίας δικαιοῦται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας νὰ δικάζει
τοὺς ἐπισκόπους ἄλλης Ἐκκλησίας, πῶς τόσο ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ περὶ
Αὐτὸν Ἱερὰ Πατριαρχικὴ Σύνοδος ὅσο καὶ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπὶ 26
χρόνια ἀναγνωρίζουν ὡς κανονικὴ τὴν καθαίρεση (1992) καὶ τὸν ἀναθεματισμὸ
(1997) τοῦ Φιλαρέτου Denisenko πού ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ρωσίας;
5. Σὲ ποιὰ κανονικὴ διάταξη βασίζεται ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης ὅταν γράφει σὲ ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Γράμματα «Ἡ Ἁγία μας Μεγάλη Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, (…) ἀποδέχεται
τὰ συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ [σ.σ. δηλ. τὴν
καθαίρεση τοῦ Φιλαρέτου ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς
Μόσχας], μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήποτε δυσχέρειαν εἰς τὴν
καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν» (κείμενο Α΄) καί «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως,
ἀνακοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα
αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων»
(κείμενο Β΄).
6. Ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ μὲ τὴν Πράξη τοῦ 1686
χορήγησε στὴ Μόσχα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο το δικαίωμα ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τοῦ
Μητροπολίτου Κιέβου καὶ τίποτα περισσότερο (κατά τό «Ὁμιλοῦν τὰ κείμενα»,
βλ. πιό πάνω), ποιὸς ἔδωσε, τελικά, στήν
Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τὸ δικαίωμα νὰ δικάζει τοὺς ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας,
δικαίωμα πού τοῦ ἀναγνωρίζουν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες;
Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ὑπάρχει Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου ποὺ νὰ ἐκχωρεῖ στὸν Μόσχα τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει τοὺς ἐπισκόπους της Οὐκρανίας,
διότι, ἁπλούστατα, δὲν χρειάζεται τέτοια Πράξη, ἢ ὀρθότερα, δὲν νομιμοποιεῖται
κανεὶς νὰ ἐκδώσει τέτοια Πράξη!
Γιατί δὲν χρειάζεται;
Διότι ἡ πανορθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση (καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου μέχρι τὸ 2018) θεωροῦσε καὶ θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπάγεται
κανονικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον οὐσιώδη στοιχεῖα ποὺ
συνιστοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑπαγωγὴ εἶναι καὶ ἡ δυνατότητα κρίσεως τῶν ἐπισκόπων.
Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος
στὰ ἀνωτέρω Πατριαρχικά Γράμματα ἐκφράζοντας
τὴν πανορθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀναγνωρίζει
στὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας τὰ δύο θεμελιώδη δικαιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπαγωγῆς:
τὸ δίκαιο χειροτονιῶν (jus ordinandi) καὶ τὸ δίκαιο κρίσεως τῶν ἐπισκόπων (jus
jurandi), τὰ ὁποῖα συνιστοῦν καί ταυτόχρονα ἀποδεικνύουν τὴν πληρότητα τῆς ὑπαγωγῆς
τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπὸ τὸν Πατράρχη Μόσχας καὶ, συνεπῶς, τὴ μὴ ἐξάρτησή της
ἀπὸ τὸν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τόσο στὴν ἐπίσημη
ὁμιλία Του ἐνώπιον τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ στὸ Κίεβο τὸ 2008, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει
1020 χρόνων ἀπὸ τῆς Βαπτίσεως τῶν Ρώς (988 μΧ), ὅσο καὶ στὰ ἐπίσημα Πατριαρχικὰ
Γράμματα πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας μὲ τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζει τὴν καθαίρεση καὶ τὸν
ἀφορισμὸ τοῦ Φιλαρέτου ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας παραδέχεται
ρητῶς καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἐπιφύλαξη ὅτι ἡ Μητρόπολη Κιέβου καὶ, κατ’ ἐπέκταση,
ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. καὶ ἑξῆς ὑπάγεται κανονικῶς
στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἀσκεῖ ἐπ’
αὐτῆς τὴν πληρότητα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας.
π.
Αν. Γκοτσοπούλου,
Συμβολὴ στὸν
διάλογο γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο, Θεσσαλονίκη 2019, σ.
11-40.
«Ἐφόσον, λοιπόν, λάβει
χώρα ἡ ἔμπρακτη ἀμφισβήτηση τῆς ἐπιβληθείσης ποινῆς, αὐτός ποὺ τὴν ἀμφισβήτησε ὑφίσταται
τὶς προβλεπόμενες κανονικὲς συνέπειες, οἱ ὁποῖες συνίστανται στὴν τιμωρία του
διὰ τῆς ἐπιβολῆς συγκεκριμένης ποινῆς, ἡ ὁποία δύναται νὰ εἶναι ἀφορισμὸς (βλ.
10ο, 12ο τῶν Ἀποστόλων, 9ο Καρθαγένης) ἢ
καθαίρεση (βλ. 11ο τῶν Ἀποστόλων, 1ο τῆς Ἀντιοχείας)»,
ΑΝ. ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ, «Κανονικὴ προσέγγιση τῶν ἀποφάσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
σὲ σχέση μὲ τὸ ἔκκλητο»: στὸ https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/27051-kanoniki-proseggisi-ton-apofaseon-tou-oikoumenikou-patriarxeiou-se-sxesi-me-to-ekklito