Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Ἡ ζωὴ καὶ πορεία τοῦ Χριστιανοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. - π. Τιμόθεος Παπασταύρου

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΕΚΑΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023) 

«ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους» (Α΄ Κορ. Δ΄ 9) 

Ποῖοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι; 

Ὅλοι γνωρίζουμε τοὺς δώδεκα Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Μαθητὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζουμε, ὅτι ἦσαν οἱ ἐκλεκτοὶ συνοδοιπόροι τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν τριετῆ ἐπίσημον παρουσίαν Αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον πλησίον τῶν ἀνθρώπων. Γνωρίζομεν ἐπίσης, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἐπέλεξαν νὰ ζήσουν κοντὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν, θυσιάζοντες, ἄλλος, τὴν μετὰ τῶν γονέων αὐτοῦ συνοίκησιν καὶ συνεργασίαν, ἄλλος, τήν, μετ’ αὐτῆς ἀκόμη τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων, συμβίωσιν καὶ συγκατοίκησιν, ἄλλος, τέλος, τὴν προσοδοφόρον ἐπαγγελματικὴν αὐτοῦ ἐργασίαν. Πρὸς τούτοις γνωρίζομεν, ὅτι οἱ δώδεκα οὗτοι μαθηταί, ἠκολούθησαν τὸν Κύριον, συμβιβαζόμενοι μὲ τὸν τρόπον ζωῆς τοῦ Διδασκάλου αὐτῶν, μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνωσι, μὴ διαθέτοντες ἀκόμη καὶ τὰς στοιχειώδεις βιωτικὰς ἀνέσεις καὶ γενικῶς, ταλαιπωρούμενοι κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ.

Μετὰ δὲ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψιν τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, διεσκορπίσθησαν εἰς ὅλον τὸν τότε γνωστὸν κόσμον, διὰ νὰ φέρουν «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. ΚΗ΄ 19-20). Ὑπῆρξαν, θὰ ἔλεγε κάποιος, ἐκεῖνοι ποὺ ἠγάπησαν μὲ πάθος τὸν Κύριον – πλὴν τῆς γνωστῆς ἐκείνης δειλίας ποὺ ἐπέδειξαν κατὰ τὰς φρικτὰς ἐκείνας ὥρας τοῦ Πάθους καὶ τοῦ θανάτου Του – καὶ μετὰ αὐταπαρνήσεως ἔζησαν τὸν Θεὸν ἐκ τοῦ πλησίον.

 

Ἡ «ἐπιβράβευσις».

Κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἀφελῆ λογικήν, ἀναμενόμενον θὰ ἦτο, ὁ Κύριος νὰ ἐπιδείξῃ εἰς αὐτοὺς μίαν «εἰδικὴν μεταχείρησιν» καὶ νὰ ἐξομαλύνῃ κάθε ἐμπόδιον ποὺ θὰ ἐπαρουσιάζετο εἰς τήν, πρὸς τὸν κόσμον, πορείαν των. Τοὐναντίον ὅμως˙ ἀκούοντες τὰ λόγια τοῦ Θείου Ἀποστόλου Παύλου εἰς τὴν σημερινὴν ἀποστολικὴν περικοπήν, θὰ ἐνόμιζε κάποιος, ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε ἀκόμη περισσότερον δύσκολον τὸ ἔργον τῶν μαθητῶν Του. Ἀντὶ τῆς ἐξομαλύνσεως τῶν ἐμποδίων, μᾶλλον περισσότερον ἐπικίνδυνον καὶ ὀλισθηρότερον αἰσθάνονται τὸ ἔργον των. «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ... ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ... ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κοριν. Δ΄ 10-13).

Αὐτή, λοιπόν, ἦτο ἡ «ἐπιβράβευσις» διὰ τὰ ὅσα ἔκαναν ἐκεῖνοι διὰ τὸν Χριστόν; Ὁ Κύριος, βεβαίως, τοὺς ἔχει ἤδη προειδοποιήσει καὶ προετοιμάσει διὰ τὰς δυσκολίας τὰς ὁποίας θὰ ἀντιμετώπιζον κατὰ τὰς περιοδείας των εἰς τὸν κόσμον. Γνωρίζουν τὰς συνθήκας μέσῳ τῶν ὁποίων πρέπει νὰ διέλθουν, προκειμένου νὰ διεκπεραιώσουν τὴν ἀποστολήν των. «ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον ... Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου» (Λουκ. ΚΑ΄ 12-17). Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὄντως τοὺς παρρηγορεῖ, εἶναι ὅτι, οἱ λόγοι τοῦ Διδασκάλου των, ἐπαληθεύονται˙ καὶ τοῦτο σημαίνει ὅτι, ὁ Κύριος εἶναι ὄντως ὁ Ἀληθινὸς Θεός.

 

Τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου.

Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον τοὺς ὠθεῖ εἰς τὴν ἐπιμονὴν ἀλλὰ καὶ ὑπομονὴν εἰς τὸ ἔργον των, εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου των. Δὲν τοὺς προειδοποίησε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐβάδισεν τὸν σκληρὸν αὐτὸν δρόμον τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἴδιος. Ὑπέφερεν τόσα, ὅσα ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν δύναται νὰ συλλογισθῇ. Ἐδοκίμασεν τοσούτους καὶ τοιούτους πόνους, ὅσους δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ὑποφέρῃ ὁ οἷοσδήποτε ἄνθρωπος. Ταῦτα δὲ πάντα, ὑπέφερεν ἀναμάρτητος ὢν καὶ ἀπὸ ἀγάπην διὰ τὸν ἄνθρωπον. Μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν συνεπῶς ἐστραμμένην πρὸς τὸν Ἰησοῦν, βαδίζουν ἐπὶ τὰ ἴχνη Του καὶ αἰσθάνονται ὅτι ὁ Κύριος τοὺς ἀκολουθεῖ καὶ παρακολουθεῖ τοὺς ἀγῶνας των καὶ τὰς ἀγωνίας των˙ «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. ΚΗ΄ 20).

 

Ἡ ζωὴ καὶ πορεία τοῦ Χριστιανοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.

Ἀκούεται πολλάκις, καὶ κηρύττεται δυστυχῶς ὑπὸ ἀγνοούντων καὶ ἀφελῶν, ὅτι, δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ζοῦν, εἰ δυνατόν, κατὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιβραβεύει, ἐξασφαλίζων δι’ αὐτοὺς ζωὴν ἀνέσεως καὶ ἄκοπον. Ζωὴν χαρᾶς καὶ διαρκοῦς εὐτυχίας, μακρὰν θλίψεων καὶ ὀδυνῶν καὶ πάσης στεναχωρίας. Κάποιους ἐξ αὐτῶν, τοὺς ἔχομεν ἀκούσει νὰ διαμαρτύρονται, ὅταν συμβαίνουν καὶ εἰς αὐτοὺς κάποιαι θλίψεις καὶ ὀδύναι προερχόμεναι ἐξ ἀσθενειῶν ἢ ἐκ θανάτων, καὶ νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰ δικαιώματά των (sic). Θεωροῦν οἱ τοιοῦτοι - ὡς ὁ πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου - ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ὠφείλει ζωὴν εὐτυχῆ καὶ μακροημέρευσιν. Αἱ ὀδύναι, κατ’ αὐτούς, ὑπάρχουν διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσεβεῖς.

Ἂν ρίψωμεν ὅμως δι’ ὀλίγον τὸ βλέμμα μας, εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας – μηδὲ ἐξαιρουμένης καὶ αὐτῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου – θὰ διαπιστώσωμεν, ὅτι συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον. Οἱ δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι, ὡς καὶ ἐπί τοῦ παρόντος βλέπομεν τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ὑποφέρουν καὶ ὀδυνῶνται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀσεβεῖς. «τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (Ἱερεμ. ΙΒ΄ 1), ἐρωτᾶ τὸν Θεὸν ὁ Προφήτης. Αἰσθάνεται καὶ αὐτὸς νὰ συμβαίνῃ κάποια «ἀδικία». Ὅμως δὲν εἶναι τῆς παρούσης νὰ ἀπαντήσωμεν καὶ διερμηνεύσωμεν τὸ ἐρώτημα τοῦτο. Ἀρκούμεθα καὶ ἐπαναπαυόμεθα εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς διαβεβαιώσεις τοῦ Χριστοῦ μας, «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ΙΣΤ΄ 33).

 

Ὁ ἔπαινος καὶ ἡ δικαίωσις.

Ἡ παροῦσα ζωή, εἶναι ἡ προετοιμασία διὰ τὴν μέλλουσαν. Εἰς τὰς θλίψεις τῆς ζωῆς αὐτῆς, ὁ Κύριος ἐπιφυλάσσει αἰώνιον χαρμονὴν καὶ εὐτυχίαν. Ὁ λόγος τοῦ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιον τῆς γνωστῆς Παραβολῆς εἶναι κάθετος, σαφὴς καὶ κατηγορηματικός˙ «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» (Λουκ. ΙΣΤ΄ 25). Εἰς ἐκεῖνον τὸν ἔπαινον προσδοκῶντες, «τρέχομεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἁγῶνα». Ἀμὴν

 

                                                                                                                            Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου

                                                                                                            Ἱεροκῆρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: