Καὶ βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἑβραιουργιᾶς,
ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστι, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς
θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον.
Καὶ ἐκάθησα καὶ ἔκλαιγα διὰ τὰ νέα παθήματα. Καὶ ἐπῆγα πάλιν εἰς τοὺς
φίλους μου τοὺς Ἁγίους. Ἄναψα τὰ καντήλια καὶ ἐλιβάνισα λιβάνιν καλὸν ἁγιορείτικον.
Καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά μου τοὺς εἶπα· «Δὲν βλέπετε ποὺ θέλουν νὰ κάμουν τὴν
Ἑλλάδα παλιόψαθα; Βοηθῆστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοὶ οἱ μισοέλληνες καὶ ἄθρησκοι,
ὅ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικὸν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τὰ τσογλάνια τοῦ
τρισκατάρατου τοῦ Πάπα. Μὴν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου, αὐτὰ τὰ γκιντὶ πουλημένα
κριγιάτα τῆς τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες, κάνοντας
περισσότερα κακὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας».
Ἕνας δικός μου ἀγωνιστὴς μοῦ ἔφερε καὶ μοῦ διάβασεν ἕνα παλαιὸν
χαρτί, ποὺ ἔγραψεν ὁ κοντομερίτης μου Ἅγιος παπᾶς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὸν ἐκρέμασαν
εἰς ἕνα δέντρον Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καὶ ἐδίδασκεν
Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καὶ Γράμματα.
Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίση, νὰ
φονεύση τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ
μοῦ βγάλη, ἔχω χρέος σὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίση τὸν Χριστόν
μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω».
Τὸ χαρτὶ τοῦ πατέρα Κοσμᾶ ἔβαλα καὶ μοῦ τὸ ἐκαθαρόγραψαν. Καὶ τὸ ἐκράτησα
ὡς Ἅγιον Φυλαχτόν, ποὺ λέγει μεγάλην ἀλήθειαν. Θὰ πῶ νὰ μοῦ γράψουν καλλιγραφικὰ
καὶ τὸν ἄλλον ἀθάνατον λόγον του, «τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε ὡς αἴτιον». Θέλω νὰ τὸ
βλέπω κοντὰ στὰ᾽ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ἀνάξιοι
λέγουν ὅτι, ἂν τὰ φτειάξουμε μὲ τὸν δικέρατον Πάπαν, θὰ ὀλιγοστέψουν οἱ
κίντυνοι, τὰ βάσανα καὶ ἡ φτώχεια μας, τρομάρα τους.