Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

πατήρ Γεώργιος Παπασταύρου



Εκοιμήθη εν Κυρίω
ο Πρωτοπρεσβύτερος
π. Γεώργιος Παπασταύρου
επί σειρά ετών εφημέριος και προϊστάμενος
του Ιερού Ναού Παντανάσσης Πατρών.

Με συντριβή για τον προσωρινό αποχωρισμό, αλλά και βεβαιότητα για την ανάπαυση της ψυχής του, πληροφορηθήκαμε την αποχώρηση από την ματαία αυτή ζωή του πατρός Γεωργίου Παπασταύρου
 Έφυγε από αυτήν την ζωή ένας άνθρωπος που αγάπησε και υπηρέτησε τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Ένας φιλότιμος εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου που πορεύθηκε στην ζωή του σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, το οποίο έζησε στην πράξη.
Έγινε πατέρας και οδηγός κάθε μιας ψυχής των ενοριτών του και πολλών Πατρινών που προσέτρεχαν στον Ναό της Παντανάσσης για να εξομολογηθούν στον π. Γεώργιο.
Ας έχουμε την ευχή του και ας μεσιτεύει για όλους μας ενώπιον του θρόνου του Θεού. Είθε η Χάρις του Κυρίου μας να παρηγορήσει τα μέλη της οικογενείας του, τα κατά σάρκα παιδιά του, αλλά και τις εκατοντάδες πονεμένες ψυχές των Πατρινών που ορφάνεψαν από τον πνευματικό τους πατέρα, τον συμπαραστάτη, τον δικό τους άνθρωπο.
Για την αγάπη του, τις προσευχές του, και τις πολύτιμες συμβουλές του, τον ευχαριστώ.

Αιωνία του η μνήμη!

Καλό Παράδεισο πατέρα Γεώργιε.  

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Πώς πέθανε ο Αθανάσιος Διάκος!!! (όποιος αντέχει ας το διαβάσει)

   

     Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για το ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
     Ταξινομώντας... αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μάλιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυτές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
     Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα παλιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδομηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω - δυτικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
     Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
     Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.
     Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πονάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως είχαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
     Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
     Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
     Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.
      Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγμή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δείχνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποιημένος.
     Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μισοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.
     Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
     Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολμήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διάκο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επίμονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτερά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
     Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
     Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κόψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
     Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πόδια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την πουκαμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μιλάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συνεχίζουν!...
     Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνεται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
     Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δείχνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέπουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
     Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πετυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
     Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
     Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
     Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
     Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον αναγνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.
     Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτική Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
     Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανατολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξεχωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
     Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σουβλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
     Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώνει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.
     Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.
     Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
     Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνεται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
     Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
     Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
     Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κατεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
     Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
     Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώτο μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψάχνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παππού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρωσαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.

     Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυπτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Έγκυος με καρκίνο...


Ξέρεις Γιώργο, είπε μια μέρα η Αρετή στον άνδρα της, νομίζω ότι είμαι πάλι έγκυος. Τι λες; αναφώνησε με έντονη έκπληξη και χαρά ο σύζυγός της. Οι δύο νεαροί καθηγητές επιβεβαίωσαν με ιατρικές εξετάσεις την εγκυμοσύνη της γυναίκας και έτσι άρχισε η γλυκιά προσμονή της γέννησης του παιδιού που θα ήταν το τρίτο τους.

Ξαφνικά μια μέρα οι φοβεροί πόνοι που ένιωσε η Αρετή και οι σχετικές εξετάσεις έδειξαν τι τρομερό! Μεταστατικό καρκίνο. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη τους, οι γιατροί συνέστησαν έκτρωση για μην κολλήσει και το έμβρυο την κακιά αρρώστια. Πρέπει να κάνεις έκτρωση κόρη μου είπε η μάνα του Γιώργου, είναι αμαρτία, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Προτιμώ να πεθάνει ή να γεννηθεί νεκρό αντέδρασε έντονα η Αρετή, πιστεύω ότι ο Θεός και η Παναγία δεν θα μας αφήσουν.

Ο καιρός περνούσε βαριά και τελικά σους 7 μήνες η Αρετή γέννησε ένα πολύ μικρούλη μπέμπη που σύντομα πήρε πάνω του, οι δε εξετάσεις του ήταν απολύτως καθαρές. Όλοι ήσαν ευτυχισμένοι ακόμη και η ασθενής μάνα κάθε φορά που τον έπαιρνε στην αγκαλιά της. Δύο μήνες αργότερα μια μεγάλη συγκίνηση πλημμύρισε το σπίτι. Οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε η Αρετή βγήκαν όλες καθαρές , οι δε γιατροί έτριβαν κατάπληκτοι τα μάτια τους , μια και ούτε ίχνος καρκίνου δεν υπήρχε στην Αρετή. Ο Παντοδύναμος και πάνσοφος Θεός ήταν Εκείνος που άμειψε τόσο σύντομα την πίστη της ηρωικής μάνας εξαφανίζοντας την τρομερή απειλή της αρρώστιας.


Πηγή: Γ. Ψαλτάκη: «Ήταν θαύμα της Παναγίας» σ.151-153

πάντα επίκαιρος ο Μακρυγιάννης...



..Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας, να μή μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να' ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός, μας έσωσε... Μας έδωσε την νίκη και έχασε τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον Σωτήρα μας!

Ντροπή Έλληνες!

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Θαυμαστά Σημεία του Αγίου Σοφιανού



Ὀνομαζόμαστε Παναγιώτης καί Σταυρούλα Χατζηκωστή. Εἴμαστε παντρεμένοι μέ τρία παιδιά καί κατοικοῦμε στήν Κύπρο, συγκεκριμένα στήν Λευκωσίας. Τόν Νοέμβριο τοῦ 2015 εἴχαμε τήν εὐλογία νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τά θαυμαστά σημεῖα τοῦ μέχρι τότε ἀγνώστου γιά μᾶς ἁγίου Σοφιανοῦ ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου (+ 26-11-1711).
Ὡστόσο τόν ἅγιο Σοφιανό τόν εἴχαμε ἀκούσει ἀπό τόν νονό μου Ἀριστοτέλη Φ.., ὁ ὁποῖος μέ δύο πιστούς ἄλλους λευκωσιάτες, τόν κ. Κωνσταντῖνο Μ.. καί κ. Εὐστάθιο Χ.. τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015 ἐπισκέφτηκαν τήν Πολύτσανη τῆς Βορείου Ἠπείρου, στή σημερινή νότια Ἀλβανία, ὅπου βρίσκεται τό σκήνωμά του καί τό κενοτάφιο. Στό ἱερό προσκύνημα τούς συνόδευε ὁ π. Νεκτάριος Πέττας. Ἐκεῖ στήν Πολύτσανη, ὅπως μᾶς διηγεῖτο ὁ κ. Ἀριστοτέλης καί μᾶς δείχνει καί τό βίντεο, πού τράβηξε, τούς ὑποδέχτηκε ὁ ἀγωνιστής ἐφημέριος π. Εὐθύμιος Καλαμᾶς. Ἐκεῖ τελέσθηκε τελέσθηκε ἡ Ἱ. Παράκληση ἐνώπιον τοῦ Ὁσίου. Μάλιστα γιά νά φθάσουν μέχρι ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος ἔκανε πολλά θαύματα, ἀνοίγοντας τόν δρόμο διάπλατα. Ὁ βαφτισιμιός μου συνεχώς ἔλεγε νά μνημονεύουν τό ὄνομά μου Σταυρούλα γιά νά ἔχει ἡ οἰκογένειά μου ὑγεία. 

Ὡστόσο ἕνα μήνα ἀργότερα, τήν 25η Νοεμβρίου, παραμονήν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, παρευρέθηκα στό Στρόβολο στό σπίτι τοῦ νονού μου, ὅπου βρισκόταν ὁ π. Νεκτάριος, ἐπ’ εὐκαρίᾳ μιᾶς Ἁγιολογικῆς Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κηρυνείας. Ἐτελεῖτο τό μυστήριό του Ἁγίου Εὐχελαίου καί ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἴχαμε τήν εὐλογία νά προσκυνήσουμε τμῆμα τοῦ λειψάνου του ἀπό τό ἀρχιερατικό χέρι τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, τό ὁποῖο κάποτε κατεῖχε ὁ πρώην μητροπολίτης Ἀργυροκάστρου Παντελεήμων.
Τό λείψανο εἶχε πορφυρό χρῶμα καί ἦταν ζεστό καί συνεχῶς πύρωνε! Εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι προσκυνοῦσες τόν ἴδιο τόν Ἅγιο ζωντανό. Κάποιοι προσκυνητές ὁμολόγησαν ὅτι ἔνιωσαν νά προσκυνοῦν σάρκα καί ἄλλοι ἔνιωσαν ἔντονη εὐωδία. Ὁ Ἅγιος ὡς σημειοφόρος ἔδειχνε στόν κάθε ἕνα μας διαφορετικά οὐράνια σημάδια. Σέ μία κυρία μέ τόν γιό της, πού ἀσθενοῦσαν, τούς ἔδειξε μέσα ἀπό φοβερά σημεῖα ὅτι δίνει μάχη νά τούς θεραπεύσει. Ὅλοι ὅμως συγκλονισθήκαμε ἀπό τά θαύματα, πού ὁ Ἅγιος μᾶς ἀξίωσε νά ζήσουμε!
Στήν ὑποδοχή τοῦ τιμίου λειψάνου ὁ π. Νεκτάριος σέ μένα τήν Σταυρούλα, ξαφνικά μου ἔδωσε νά διαβάσω τούς Χαιρετιστήριους Οἴκους τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ. Ἀπό τό περιεχόμενό τους ἔνιωσα σάν νά συστήνομαι καί νά μοῦ ἀποκαλύπτετε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος βῆμα - βῆμα. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε γρήγορα, τά μάτια μου βούρκωναν καί ἱερό δέος μέ κατέλαβε. Στό σημεῖο αὐτό θέλω νά ἀναφέρω ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ἀντιμετώπιζα σοβαρό πρόβλημα ὑγείας, τό ὁποῖο ὁ π. Νεκτάριος εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπό τόν κ. Ἀριστοτέλη τόν Ὀκτώβριο, ὅταν βρίσκονταν στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἀλβανία. Ἀξίζει νά σημειωθεί ὅτι ὁ νονός μου, ὅταν ἐπέστρεψε στήν Κύπρο μέ διαβεβαίωσε ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλά χάρη στόν ἅγιο Σοφιανό, στόν ὁποῖο εἶχαν προσευχηθεῖ μέ πολλή θέρμη γιά τήν ὑγεία μου. Τότε ἦταν καί ἡ πρώτη φορά πληροφορήθηκα γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, παρ’ ὅλο πού ἐδῶ, στήν Κύπρο, τό ὄνομά του εἶναι ἰδιαίτερα διαδεδομένο ὡς κύριο ὄνομα ἤ ἐπώνυμο. 

Συγκλονισμένη, μέ καρδιά συντετριμμένη καί μέ δάκρυα ἀσταμάτητα προσκύνησα τό πυρωμένο λείψανο τοῦ Ἁγίου! Ἡ πύρωση καί ἡ ζεστασιά, πού πήγαζε μέσα ἀπό τό φυλακτό ἦταν ἀνώτερη ἀπό τήν θερμοκρασία, πού ἔχουμε οἱ ἀνθρώπινοι ὀργανισμοί. Ζήτησα μέ σεβασμό ἀπό τόν π. Νεκτάριο νά συναντηθοῦμε τήν ἑπόμενη μέρα στό σπίτι μου, γιά νά εὐλογηθεῖ ἡ οἰκογένειά μου καί γιά νά τόν εὐχαριστήσω θερμά γιά ὅλες τίς Παρακλήσεις, πού ἔκανε, γιά μένα, καί ἀκόμη γιά νά συζητήσω μαζί του κάποιες πνευματικές μου ἀνησυχίες. Ὅμως τό βεβαρημένο πρόγραμμα τοῦ π. Νεκταρίου καί οἱ δικές μου προγραμματισμένες ὑποχρεώσεις ἔδειχναν πώς δέν θά ἦταν ἐφικτή μία συνάντηση. Στεναχωρήθηκα, ἀλλά χαιρέτισα μέ μία κρυφή αἰσιοδοξία τόν π. Νεκτάριο, ὅταν μου εἶπε τήν φράση «Ἄν θελήσει ὁ ὅσιος Σοφιανός θά συναντηθοῦμε!». 
Στίς 26 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ ἤμουν στό χῶρο ἐργασίας μου, δέχθηκα ἕνα ἀπρόσμενο τηλεφώνημα ἀπό τόν κ. Ἀριστοτέλη ὁ ὁποῖος μου ἀνακοίνωσε ὅτι ἀργά τό ἀπόγευμα ὁ π. Νεκτάριος θά ἐπισκεπτόταν τό σπίτι μου φέρνοντας μαζί του τά τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου. Ἡ συγκίνησή μου ἦταν ἀπερίγραπτη! Ἑτοίμασα τά ἀπαραίτητα γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Ἁγίου, φτιάχνοντας ἀνάμεσα σέ ἄλλα καί ἕνα στεφάνι ἀπό λουλούδια, στό ὁποῖο θά ἐτοποθετείτο τοῦ λείψανο τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ. Τά ἄτομα, πού εἰδοποίησα ἦταν πολύ λίγα, ἀλλά ὄχι τυχαῖα, ὅπως διαπίστωσα στή συνέχεια. 

Ἡ ὥρα τῆς ἄφιξης τοῦ Ἁγίου ἔφθασε καί ἡ συγκίνηση ὅλων ἦταν ζωγραφισμένη στά πρόσωπά μας. Ἀφοῦ ἔλαβε ἀπό τήν τοπική ἐκκλησιαστική ἀρχή εὐλογία ὁ π. Νεκτάριος, τελέσαμε τόν Ἁγιασμό καί παράλληλα προσκυνήσαμε τό ἱερό λείψανο, τό ὁποῖο ἔδειχνε περισσότερο πορφυρό ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα, δίνοντας τήν βεβαιότητα ὅτι ζεστό καί ζωντανό αἷμα κυκλοφορεῖ στό χέρι τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἐκ τῶν παρευρισκομένων, ὁ ἀστυνομικός κ. Μιχάλης κράτησε τήν λειψανοθήκη στά χέρια του, προσευχόμενος θερμά στόν Ἅγιο, καί ἔνιωσε τόση ζέστη καί φλόγα νά ἐξέρχεται ἀπό ἐκεῖνο, ὥστε δέν μποροῦσε νά κρατήσει ἄλλο τό ἅγιο λείψανο. Καί εἶπε: «Πάρτε το, διότι πύρωσε σέ μεγάλο βαθμό καί δέν ἔχω τήν δύναμη νά τό κρατήσω ἄλλο. Μέ ἔκαψε!» Τόσο ζωντανός εἶναι ὁ Ἅγιος καί σήμερα, χαρίζοντας σέ ὅλους ἁπλόχερα τήν θεία χάρη του! Ζωντανός ἐν ζωῇ ἀγωνιζόμενος γιά τήν διαφύλαξη τόν χριστιανικῶν μαζῶν τῆς Ἠπείρου ἀπό τούς μουσουλμάνους, ζωντανός καί σήμερα σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Τόσο ἐπίκαιρος εἶναι ὁ ἀγώνας του καί τά θαύματά του! 

Ὅλοι μέ δάκρυα στά μάτια ἀποχαιρετήσαμε τό ἅγιο λείψανο καί προσευχηθήκαμε νά ἀξιωθοῦμε νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Ἱστορικό Οἶκο τοῦ ὁσιοθέντος Χριστοφόρου Παπουλάκου στόν χωρίο Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων, ὅπου φυλάσσεται, γιά νά τό προσκυνήσουμε. Στίς καρδιές μας ὅμως ἔμεινε ἡ πνευματική πύρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα ἀπό τήν πρεσβεία τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, πού ἀπό τότε ἀποτελεῖ πλέον τόν φύλακα Ἅγιό μας. Σέ αὐτόν προστρέχουμε καί παρακαλοῦμε μέ θέρμη καί ταπεινότητα γιά ὅλα ὅσα μας ἀπασχολοῦν, γιά νά ἐνδυναμώσει τήν πίστην μας καί νά μᾶς διαφυλάξει ἀπό τίς σύγχρονες σειρῆνες καί τούς ἐξισλαμισμούς. Ὅπως σημειώνει ὁ ἠπειρώτης λόγιος Ἰωάννης Λαμπρίδης, «οἱ Ὀθωμανοὶ ἐθεώρουν καὶ ἐσέβοντο τὸν Ἐπίσκοπον τοῦτον ὡς Ἅγιον διὰ τε τοὺς χρηστοὺς καὶ ἁγίους αὐτοῦ τρόπους καὶ διὰ τὸ ἑξῆς γεγονός. Ἀπωλέσθη ποτὲ νεανίδος ὀθωμανίδος φέσιον ὑπὸ φλωρίων κεκαλυμμένον, ὅπερ μετὰ πολλὰς ἔρευνας καὶ ἀνακρίσεις ἄνευρεν ὁ ἀρχιερεὺς οὗτος ἐντὸς φωλεᾶς πελαργοῦ. Ἐθεωρήθη δὲ τοῦτο ὡς θαῦμα τοῦ ἁγνοῦ καὶ εὐσεβοῦς τούτου Ἐπισκόπου παρὰ τῶν Ὀθωμανῶν» (βλ. Ἰωαν. Λαμπρίδου, Ἠπειρωτικὰ Μελετήματα, Ἐκδ. ΕΗΜ, Ἰωάννινα 1971, σσ. 15-16, σημ. 1).

Θέλοντας νά κρατήσουμε τήν χάρη τοῦ σημειοφόρου Ἁγίου στό σπίτι μας, δέν εἴχαμε χαλάσει τό στεφάνι, στό ὁποῖο ἀποτέθηκε τό ἅγιο λείψανό του. Καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου μας δόθηκε γιά ἄλλη μία φορά ἁπλόχερα! Τά λουλούδια γιά δεκαπέντε ἡμέρες διατηρήθηκαν ἀπό μόνα τους ἀμάραντα, ὅπως ἀκριβῶς τήν πρώτη ἡμέρα, πού φτιάχθηκε τό στεφάνι! Τηλεφωνήσαμε στόν π. Νεκτάριο, γιά νά τοῦ ποῦμε ὅτι τά λουλούδια παραμένουν ἀμάραντα καί μᾶς εἶπε, ὅταν ἀρχίσουν νά ξεραίνονται, νά τά καπνίσουμε (θυμιατίσουμε) ὡς εὐλογία. Πράγματι τά τοποθετήσαμε στήν ταράτσα ὥστε ἀπό τόν ἥλιο νά ξεραθοῦν, ὅμως τό θαυμαστό σημεῖο ἐπιμένει, δέν ἀποσυντίθενται καί διατηροῦνται σάν νά κοιμοῦνται, διατηρώντας τό χρῶμα τους καί τήν σύνθεσή τους. Τά βάζουμε σέ πλαστικό σακουλάκι καί νά δίνουμε εὐλογία καί στά χέρια πιστῶν εὐωδιάζουν. Μάλιστα δώσαμε καί σέ ἕναν εὐλαβέστατο καί πατερικότατο Πανιερώτατο Ἀρχιερέα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀφαίρεσε τό καπέλο του, ἀσπάστηκε τό ἄνθος καί εἶπε ὅτι πράγματι εἶναι σάν νά εἶναι ζωντανό ἄνθος τριαντάφυλλου σέ νάρκη. Τότε τό ἔβαλε πάνω του ὡς εὐλογία. Πραγματικά ὁ Ὅσιος εἶναι ἕνα ἀπό τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου.
Ὦ ὁλοζώντανε ἅγιε καί ὁμολογητά ἱεράρχα τῆς Ἠπείρου, Σοφιανέ σημειοφόρε! Πόση παρρησία ἔχεις στά οὐράνια στρώματα τοῦ Παραδείσου! Καί πόσο ἁπλόχερά μας χάρισες τά θαύματά σου στόν οἶκο μας καί στό μαρτυρικό νησί μας!  Πρέσβευε στόν Κύριο καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. 

Εὐχή καί στόχος ὅλων μας εἶναι ἡ ἐπανέκδοση τοῦ βιβλίου μέ τόν βίο καί τίς Ἀκολουθίες τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, ὥστε νά μπορέσουν ἀκόμη περισσότεροι χριστιανοί νά τόν γνωρίσουν καί νά ἐπικαλοῦνται μέ πίστη καί εὐλάβεια τόν μεγάλο αὐτόν Ἅγιο τῆς Ὀρθοδοξίας μας!

Ἀπολυτίκιον καί Μεγαλυνάριον τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ, ποιηθέντα ὑπό τοῦ ἀοιδίμου Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Μεγάλου Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεὺς περιφανὴς ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καὶ σοφῶς ἐποίμανας τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διὰ λόγων καὶ ἔργων۰ καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερὸς ποιμὴν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν, μιμητὴς ἐν πᾶσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.

Περισσότερα γιά τόν ἅγιο Σοφιανό βλ.:






Πηγές βίου ἁγίου Σοφιανοῦ:
- Φωτ. Γ. Οἰκονόμου, Ἁγιολόγιον πάντων τῶν ἐν Ἤπειρῳ Ἁγίων, Ἀθῆναι α.χ., σσ. 151-152.
- Μιχ. Γ. Τρίτου, Ἡ Ἐκκλησία στὸ Ἀνατολικὸ Ἰλλυρικὸ καὶ τὴν Ἀλβανία, Ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 108-109.
- Ἐπίσημη Ἰστοσελίδα τοῦ: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»: www.papoulakos.gr.
- Ἀρχιμ. Νεκτάριου Ν. Πέττα, δρ. Φιλοσοφίας & Προέδρου τοῦ: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», Ὁ ὅσιος Σοφιανός ἐπίσκοπος Δρυινουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου ὁ σημειοφόρος (V26-11-1711) καί ἡ Πολύτσανη Πωγωνίου, ἐκδόσεις: Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», 2009.

- Ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 2011 μέ δώδεκα ἄγνωστες ἅγιες μορφές, πού εἶναι ἀφιερωμένο στά 150 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου (+ 18-1-1861), τοῦ ὁποίου τό ὄνομα φέρει τό μή κερδοσκοπικό: Ἰνστιτοῦτο «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος», καθώς καί στά 300 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου (+ 26-11-1711).


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Η μοναξιά που σκοτώνει


      Ο   γέροντας    δεν   είχε  κλείσει  μάτι   την προηγούμενη  νύχτα, όμως  παράλληλα   δεν   αισθανόταν  κουρασμένος. Είχε  ήδη  καταστρώσει   το  σχέδιό   του   εκείνη  την ημέρα, παραμονή   των  Χριστουγέννων. Η μοναξιά   τον   είχε    διαλύσει, τώρα  μάλιστα  που   είχε   ήδη   χάσει  προ  πολλού   την   γυναίκα   του   και  η  κόρη   του    τον   είχε   ξεγράψει,   αφού  με   την   ελάχιστη   σύνταξη  που   έπαιρνε   δεν  μπορούσε  να   της   αγοράσει  αυτοκίνητο.
Λοιπόν   εκείνα  τα  Χριστούγεννα   θα  τα  περνούσε   στο  νοσοκομείο, όμως   εκεί  θα  είχε  παρέα. Στην   αρχή  θα  έσπαγε   μερικά πιάτα   και  μετά  θα   χτυπούσε  λίγο   το  κεφάλι   του    στον  τοίχο  και θα  έβαζε   τις    φωνές  οπότε  κάποιος  θα  καλούσε   το   ασθενοφόρο  και  θα   τον πήγαινε   στο  νοσοκομείο. 
     Προχώρησε  λοιπόν  το   σχέδιο, έσπασε  μερικά πιάτα,  όμως   ξαφνικά   ένας  νεαρός  μπήκε   στο  σπίτι   τον  άρπαξε  και  του   είπε: Γέρο  μην  κουνιέσαι  και   τηλεφώνησε   στην   αστυνομία. Δεν  έχω  λεφτά  παιδί  μου, μα  καλά    γιατί  θέλεις  να καλέσω   την   αστυνομία; Ξέρεις  παππού     ο πατέρας   μας   εγκατέλειψε  και  η  μάνα  μου   είναι   του    δρόμου,   έφυγα  λοιπόν  από   το  σπίτι  και   είπα  να  κλέψω   για  να με συλλάβουν και να  πάω   στη    φυλακή. Εκεί  όμως  θα  έχω   επιτέλους  παρέα. 
     Ο   γέρος    συγκινήθηκε  και   είπε    στο  νεαρό. Και  εγώ  παιδί  μου    υποφέρω  από   την   αφόρητη  μοναξιά, θα με    χτυπήσεις  λίγο    στο  κεφάλι   στον  τοίχο   και  θα  καλέσουμε   την  αστυνομία   Και  το    ασθενοφόρο. Μετά  από λίγη  ώρα  κάτω   από   το  σπίτι του  παππού   σταματούσαν   ένα   ασθενοφόρο  και ένα  περιπολικό. Οι   δύο  «φίλοι»   ευχήθηκαν  καλά   Χριστούγεννα  και  επιβιβάστηκαν   στα   δύο    αυτοκίνητα.


(π. Χαραλάμπους        Παπαδοπούλου: «Ο  Θεός  ο  Κινέζος  και  η  μοναξιά»  σ.81-86)

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Περί... εργασίας



«Ο Έλληνας δεν είναι φτιαγμένος για την εργασία,… απόδειξη ότι τον κουράζει»

(Εργατικό σλόγκαν)

«Ο Έλληνας πλήττει με τη δική του εργασία,... προτιμά την εργασία των άλλων»

(Μαθητικό σλόγκαν)


«Γιατί να κουραζόμαστε να δείξουμε ότι εργαζόμαστε; Μάταιος κόπος» (Φοιτητικό σλόγκαν)

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Η κακιά μάνα... αυτή έφταιγε!


     Κάποια μέρα   ένας   ιερέας  πήγε     σε   μια    φυλακή  για  να    κουβεντιάσει με  ένα  κατάδικο. Πάνω     στη    συζήτηση  ο   τελευταίος   έβρισε   την μάνα   του  την  οποία  και  ήξερε  ο  παπάς. Πάγωσε    ο παπάς   και   είπε   στο    φυλακισμένο: Πώς  μιλάς    έτσι  παιδί  μου   για   την μάνα  που   σε   γέννησε και   ανέθρεψε;
     Ναι πάτερ   με   γέννησε   αλλά  ξέρεις  πώς  με   ανέθρεψε; Το  μόνο  που  ήξερε  να με    ρωτάει  ήταν  αν  έφαγα   καλά,  αν  κοιμήθηκα   καλά  και  αν  θέλω    χρήματα. Ποτέ    δεν  μου  μίλησε  για  πνευματική     ζωή, δεν  μου  έδωσε   διδάγματα    για   το  πώς  θα  ξεφύγω   από   τις  παγίδες   της    ζωής. Και  όταν  έπαψε  να με  «κρατά   από  το   χέρι»   εγώ  «ξεπόρτισα»   και  άοπλος   έπεσα  με   τα μούτρα    στις  παλιοπαρέες. Πες  μου  λοιπόν  πάτερ  ποιος    φταίει; 
     Είχε   δίκιο  ο κατάδικος,   αφού  η  μεγαλύτερη    ευλογία     για   τον  άνθρωπο   είναι να   συναντήσει, έστω  και  μια    φορά  στη    ζωή   του, έναν  άνθρωπο   του  Θεού  που  θα   τον  διδάξει,  πρώτα  με   το  παράδειγμα  και μετά με  το   στόμα  τι   σημαίνει  πορεία  με   τον  Χριστό  και την  ελπίδα   της    αιώνιας    ζωής.


(+Μητρ.Νικοπόλεως  Μελετίου: «Ο  Θεός   επί   γης»   σ.58)