Εγώ ήμουν ένας πάρα πολύ γερός
άνθρωπος. Σας το λέω σαν εξομολόγηση. Ούτε καρδιά είχα, ούτε τίποτα. Δούλευα όλη
την ημέρα. Λειτουργούσα κάθε μέρα. Το βράδυ προσευχόμουνα, πήγαινα στη σπηλιά
του Αγίου Δαβίδ. Και την ημέρα, όταν λειτουργούσα, πώς είναι ένα λιοντάρι,
έτσι ήμουνα! Ούτε πεινούσα, ούτε διψούσα, ούτε κρύωνα, ούτε ζεσταινόμουνα. Αν
ήταν καλοκαίρι τώρα, καύσωνας, έλεγα κάτσε βρε, πάτερ μου, τώρα είναι τρεις η
ώρα το μεσημέρι, σκάει ο τζίτζικας έξω, εσύ τι κάνεις; Εγώ είχα ζήλο. Εκείνη την
ώρα πήγαινα και κουβαλούσα από το βουνό, φυλλόχωμα κ.λ.π., να κάνω τα χωράφια
έξω να τα λιπάνω, να σπείρουμε φασόλια, κ.λ.π. να έχουμε εμείς να τρώμε, να
δίνουμε και στους φτωχούς. Ήταν φτωχοί άνθρωποι και εγώ ήθελα να κάνουμε και
ελεημοσύνη. Μου έλεγαν κάτσε να ξεκουραστείς. Εγώ όμως ούτε κουραζόμουνα, ούτε
ζεσταινόμουνα.
Λοιπόν, τελικώς αυτά που έπαθα,
θα στο πω αυτό το πράγμα, τα έπαθα δυστυχώς, από τους ανθρώπους της Εκκλησίας, όχι από τους
κοσμικούς. Γι’ αυτό έχω και την καρδιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου