Η Λυδία
ήταν ψηλή και
όμορφη κοπέλα. Εκείνη την
χρονιά τελείωνε το
Λύκειο και σκοπό
είχε να φύγει
από το χωριό
της για την πόλη. Όνειρό της
να σπουδάσει μουσική
την οποία και
λάτρευε. Τα καλοκαίρια έπαιρνε
ένα σκουπόξυλο και
το έκανε μικρόφωνο
και όλου την άκουγαν
σαν μαγεμένοι. Μέχρι και ο παπάς
του χωριού είπε
στον πατέρα της: Αυτό το
κορίτσι έχει χάρισμα
από τον Θεό είναι αμαρτία να την εμποδίσεις
να εκπληρώσει τα
όνειρά της. Ο πατέρας της
ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος
και έλεγε: Αν θέλεις μείνε
μαζί μου να με βοηθάς
στα κτήματα, εγώ
δεν θα σε στείλω στην πόλη
για να γίνεις
πόρνη.
Λίγες μέρες
αργότερα οι φίλες
ήρθαν και της ανήγγειλαν τα
ευχάριστα: Λυδία έγραψες πολύ
καλά, σίγουρα θα μπεις στη
σχολή που θέλεις. Η κοπέλα
έχασε τον κόσμο. Πώς θα
έφευγε από το σπίτι
και τον βάναυσο
πατέρα της; Εκεί που ήταν ξαπλωμένη είδε
σαν σε όνειρο την
αγαπημένη της μάνα (Την
είχε χάσει νωρίς, λόγω
της κακίας του πατέρα).
«Κάνε παιδί μου αυτό
που λέει η
καρδιά σου» και έφυγε
σαν απαλή οπτασία.
Την
άλλη μέρα η Λυδία
αποφασισμένη πια ετοίμασε
μια μικρή βαλίτσα
και με πολλή
προσοχή άνοιξε σιγά-σιγά
την πόρτα της
κουζίνας. Ήταν πια ελεύθερη, όμως
εκείνη την στιγμή
ένα χέρι την
άρπαξε από τα
μαλλιά και συγχρόνως
ένιωσε ένα μέταλλο να διαπερνά
την ράχη της. Η
μια μαχαιριά διαδεχόταν
την άλλη, αφού ο άκαρδος
πατέρας χτυπούσε αλύπητα
την κόρη του, την
«τραγουδιάρα» όπως υποτιμητικά
την αποκαλούσε. Μετά από λίγο
η Λυδία κειτόταν νεκρή στο
δρόμο της εκπλήρωσης
των ονείρων της.
(Ιερέως Χ. Παπαδοπούλου: «ο Κινέζος
ο Θεός και
η μοναξιά» σ.9-17)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου