Μια
μέρα ένας γέροντας
κάλεσε τον Θεόδωρο,
τον υποτακτικό του
λέγοντας: Παιδί μου πήγαινε
να φουρνίσεις παξιμάδια
γιατί μας τελείωσαν. Πρόθυμα, αφού τα
ζύμωσε πολύ καλά ξεκίνησε και
στον κοινό φούρνο
της μονής βρήκε
τον φίλο τον
Μάξιμο και μαζί φούρνισαν
και ξεφούρνισαν τα
παξιμάδια του δεύτερου.
Μόλις είχαν
τελειώσει και ήρθε
πια η σειρά του
Θεόδωρου παρουσιάστηκε. Ένας άλλος
μοναχός λέγοντας: σας παρακαλώ
δώστε μου την
σειρά γιατί ο
γέροντάς μου είναι
βαριά άρρωστος. Με τον ίδιο
τρόπο παραχώρησε την
σειρά του σε
άλλα πέντε άτομα.
Πλησίαζε
πια απόγευμα και
επιτέλους έφθασε η
σειρά του
Θεόδωρου να φουρνίσει
τα παξιμάδια του είχε ετοιμάσει
από το πρωί. Ξαφνικά
παρουσιάστηκε ένας πολύ
ηλικιωμένος μοναχός και
ο καλός νέος
Μοναχός του παραχώρησε
και πάλι την
σειρά του βοηθώντας
τον στο έργο
του. Ο ήλιος πια
βασίλευε όταν ο
Θεόδωρος έχοντας πια
τελειώσει την δουλειά
του γύρισε τρέχοντας
στο γέροντά του.
Με
συγχωρείτε γέροντα, άργησα αλλά
από αγάπη εξυπηρετούσα όποιον
ερχόταν. Πάντα έτσι
να κάνεις παιδί μου.
(Θ.Βγόντζα: «τα
παξιμάδια της αγάπης»
σ.253-255)