Παρασκευή 22 Μαΐου 2015
Πέμπτη 21 Μαΐου 2015
Τρίτη 19 Μαΐου 2015
Τι είναι το φασκέλωμα;
Λαογραφικώς η λέξη μούντζα σημαίνει τη μουτζούρα (όπως σκότος, σκοτούρα) την ασβόλη δηλαδή την καπνιά, με την οποία μουντζούρωναν τους άλλους, απλώνοντας τα δάκτυλά τους στο καπνισμένο τηγάνι ή τέντζερη. Επομένως εσύ που μουτζώνεις εύχεσαι ο άλλος να μουντζουρωθεί.
Η ευχή λειτουργεί ως
κατάρα! Συνεπώς το φασκέλωμα είναι βουβή κατάρα!
αν μάλιστα, παραδεχτούμε ότι το σχήμα του μουτζώματος
έχει σχέση με το μαγικό πεντάλφα. Ιδού λοιπόν, τι αγνοείς και τι γνωρίζεις, εσύ
ο οποίος μουντζώνεις και τι κάνεις. Καταριέσαι βουβά.
π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος
Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
Σάββατο 16 Μαΐου 2015
Πέμπτη 14 Μαΐου 2015
Παροιμιώδεις φράσεις, οι περισσότερες από την αρχαία Ελληνική Γραμματεία, που (ακόμη) αντιστέκονται στην ισοπέδωση της γλώσσας.
Στον
καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε φράσεις λαϊκής σοφίας, την προέλευση των
οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Καθεμιά από αυτές κρύβει μια μικρή
ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία αφενός έχει κάτι να μας
διδάξει και αφετέρου απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων
μιας άλλης εποχής.
Στις
περισσότερες των περιπτώσεων η λαϊκή αυτή σοφία έχει τις ρίζες της στην Αρχαία
Ελλάδα και το Βυζάντιο, αποδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη συνέχεια του
Ελληνισμού, αφού τις ίδιες φράσεις χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Οι
άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα
διαπιστώνει κανείς ότι στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια
πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.
Γι αυτό
και έχει αξία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον η γνώση της λαϊκής αυτής σοφίας.
Χτύπα ξύλο.
«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της
πεποίθησής τους πως στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν
το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, επειδή
πίστευαν ότι οι νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων.
Αυτή η συνήθεια συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, όταν
ακούμε κάτι το οποίο δεν θέλουμε να μας συμβεί...
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση προέρχεται από το μύθο του
Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχώνται για κάτι και
το υποστηρίζουν αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον
μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες
στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς,
αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των
αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην
άμμο τη λέξη «Ρόδος».
Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του
είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος,
ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την
δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση
μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ
Τα φόρτωσε στον κόκορα।
Οι αρχαίοι αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια,
όπως τα κότσια। (ζάρια),
αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως συμβαίνει και
σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και άρχιζαν τα
στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν
πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά
τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία
λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα κρέμασε
στον κόκορα », που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία..
Δε μύρισα τα νύχια μου.
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο,
πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται
σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία,
για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα
υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα
είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο
αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη
λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν
έχουμε πληροφορηθεί.
«Μη μου τους κύκλους τάραττε».
Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ.,
μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο
σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης
τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου
προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος. Για αυτό και
τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως
δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε...!!!! Η φράση
όμως έμεινε...
Κοράκιασα από τη δίψα.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο.
Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι
αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που
θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε
δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον
σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό.
Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα
ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη
που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του
αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα
στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό.Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα
μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με
κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια
συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα
σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν,
ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων.
Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που
κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή.
Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους
κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος
του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και
πέταξε για την πόλη. Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να
μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο
κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το
συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει
να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την
υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.Οι
άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος
αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα,
κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε.
Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας
τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε
πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει
παραμείνει ως τις μέρες μας...
Τρίτη 12 Μαΐου 2015
Η δύναμη της Θείας λειτουργίας - Ένα φοβερό συναξάρι
Η δύναμη
της Θείας λειτουργίας
Στο χειμερινό παλάτι ενός
πασά ήταν δύο υπηρέτες
ένας Τούρκος και
ο άλλος Έλληνας. Η
γυναίκα του πασά
σύναψε ερωτικό δεσμό
με τον Τούρκο
και για να
απαλλαγεί από τον
Έλληνα που δεν
τον ήθελε στα
πόδια της, πήγε στον
άνδρα της και
συκοφάντησε τον Έλληνα
ότι δήθεν θέλει
να του κάνει
κακό. Ο πασάς έξαλλος
από θυμό διέταξε: Την Κυριακή
στις οχτώ το
πρωί να τον
στείλεις για να
τον αποκεφαλίσουμε και μετά
από μια ώρα
να στείλεις τον
άλλο για να πάρει
σε ένα σακούλι
το κεφάλι του
νεκρού.
Ο χριστιανός
ξεκίνησε αμέριμνος για το
θερινό παλάτι, όμως περνώντας από
μια εκκλησία θυμήθηκε
τα λόγια της
μητέρας του ότι
την Κυριακή πρέπει
να πηγαίνει στην
εκκλησία και αφού
πάρει αντίδωρο από
το χέρι του
παπά να πηγαίνει
στη δουλειά του. Έτσι
και έγινε, ο Έλληνας
πήγε στην εκκλησία
και μετά από
μιάμιση ώρα που
τελείωσε πήγε στο
παλάτι. Εν τω μεταξύ
ο Τούρκος είχε
πάει νωρίτερα και ο
πασάς που δεν
τον ήξερε, αφού δεν
πήγαινε στο χειμερινό παλάτι είχε
ήδη αποκεφαλιστεί και
έτσι όταν ο
Έλληνας πήγε, πήρε στο
σακούλι το κεφάλι
του Τούρκου. Όταν πήγε
στην κυρά του ο
Έλληνας, η τελευταία λιποθύμησε γιατί
ποτέ δεν περίμενε να
έρθουν αντίστροφα τα
πράγματα.
Παρασκευή 8 Μαΐου 2015
Δύο χιλιάδες λεύγες πάνω από την Ρακίτα Πατρών - π. Νικόλαος Πέττας
Τετάρτη, 29 Απριλίου 2015
Ο ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ Π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ, Ο ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ. ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΕΥΓΕΣ ΕΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΑΚΙΤΑ ΠΑΤΡΩΝ.
Νεανίας ὤν, ἔτη ἱκανά ἀπό τῆς σήμερον, ἡ ἡμετέρα ἀναξιότης, εἷς φοιτητής τοῦ πατρός Νικολάου Πέττα, τοῦ νῦν οὐρανοβάμωνος καί ὁ σημειοφόρος πατρονικόλας, δι’ ἑνός παλαιοῦ ford taunus, ἀνέβημεν εἰς ἀπομεμακρυσμένην περιοχήν, σχεδόν εἰς τήν κορυφήν τούς ὄρους Παναχαϊκοῦ (Βοδιά), καλουμένην ὀρεινόν Φράγκα.
Ἐκεῖ εἰς δύσβατον περιοχήν, προικίον τῆς ἀθληφόρου αὐτοῦ πρεσβυτέρας Ἀνθῆς Κατριμπούζα, ὁ μάκαρ ἱερεύς εἶχε στήσει καλύβιόν τι, τουτέστιν ἀσκητήριον, ἔνθα μεσοῦντος τοῦ θέρους, ἠθλεῖτο πνευματικῶς ἐν νηστείᾳ καί προσευχῇ.
Εἰς τόν ἐν λόγῳ τόπον ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἦτο μαγική∙ εἴχομεν τήν αἴσθησιν ὅτι σχεδόν ἠγγίζαμεν τόν οὐρανόν, εἰσελθόντες δέ καί εἰς τήν σμικροτάτην καλύβην, ἄρωμα ἀρρήτου εὐωδίας ἐπλήρωσεν τούς ἡμετέρους ρώθωνας καί ἀνεξήγητον μυστήριον συνεπῆρεν ἡμᾶς, θά ἠδυνάμην νά εἴπω σχεδόν ἁρπαγή εἰς Παραδείσιον χῶρον.
Ἡ εἰκών τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἐν Τριμόρφῳ ἐφωταύγει ἐν μέσῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Ἅγιος Βασίλειος περιστοιχιζόμενος ὑπό πλήθους ἁγίων, -οὗτινος τόν ἅγιον οἶκον διηκόνει ὁ ἀοίδιμος,- σχεδόν ἐμειδία εὔχαρις, ὡσάν νά ἐχαίρετο δι’ αὐτήν ταύτην τήν ἐπίσκεψιν.
Ἐντύπωσιν μεγίστην ὡσαύτως ἐδημιούργησεν εἰς ἠμᾶς τούς πνευματικόπαιδας ἡ δεσπόζουσα ἐν τῷ χώρῳ φωτογραφία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἡμῶν κ.κ. Βαρθολομαίου∙ μάλιστα ὁ φοιτητής Πέτρος, ἕλκων τήν καταγωγήν του ἐκ τῆς ὁμόρου τῶν Θωμαίικων Κοινότητος, αὐθορμήτως τόν ἠρώτησεν ἄν γνωρίζει προσωπικῶς τόν τῆς Οἰκουμένης Πνευματικόν ἡγέτην, ὁ δέ μάκαρ εἶπεν ἔνδακρυς:
- Ἀσφαλῶς καί τόν γνωρίζω λίαν καλῶς, ἄν καί ὁ Ἴδιος δέν μέ γνωρίζει∙ θά ἔλθῃ ὅμως ἡμέρα, κατά τήν ὁποίαν θά μέ ἀναζητήσῃ καί δή ἐν τρόπῳ μοναδικῷ.
Σοί λέγω δέ, ὅταν ἐγώ ἀπέλθω καί ὑμεῖς ἐν τῇ δύσει τοῦ βίου εὑρίσκεσθε, τότε θά ἴδητε τό θαυμαστόν, ἐσύ Πέτρε, ὡς ἠλεκτρονικός ἴσως ἀργήσεις νά καταλάβῃς τοῦτο τό ρῆμα, ἀλλ’ ὁ πνευματικός παῖς μου Χαράλαμπος, ὅτε θά διακονῇ εἰς τήν ἐνορίαν τῆς ἐμῆς πρεσβυτέρας, θά μνημονεύῃ Πατρονικόλα καί αὐτό τό προφητικόν ἡμέτερον ρῆμα.
Καί ὡς ἐδῶ ἀληθῶς ἔφη… Ἔχων προσκυνήσει τάς ἱεράς Εἰκόνας καί κατασπασθεῖ τήν σεπτοτάτην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου δεξιάν, λέγει εἰς ἡμᾶς:
- Οὗτός ἐστιν ὁ Μέγας καί ὁ Θεοπρόβλητος Πνευματικός ἡγέτης, ὁ ἡγέτης τῆς τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Χριστιανῶν, ὁ Ἕλλην Πατήρ τοῦ Γένους ἡμῶν, ὅστις θά δώσῃ τόν ὑπέρ πάντων ἀγῶνα, ὥστε ὁ ἄρραφος καί σχισθείς τό 1054 μ.Χ. Χιτών τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἑνωθῇ καί πάλιν.
Καί τώρα προσευχή… Καί ὄντως ἐπί τρίωρον πρηνής καί μετά δακρύων προσηύχετο, ἡμεῖς δέ καίτοι νεανίαι πράγματι ἐδακρύσαμεν, ὀρῶντες τήν πίστιν σεσαρκωμένην εἰς τό ὅσιον τοῦ πνευματικοῦ μας πρόσωπον.
Μετ’ ὀλίγον ἀφοῦ ἀπεσφόγγισε τούς ὀφθαλμούς, μετέβημεν εἰς ὅμορον πηγήν, ἔνθ’ ὁ μάκαρ ἥπλωσεν μανδήλιον, ἐντός τοῦ ὁποίου εἶχεν ἐλαίας τινάς καί τεμάχιον ἄρτου καί εἶπε εἰς ἡμᾶς:
- Δεῦτε ἀριστήσατε ἐκ τούτου τοῦ κοινοῦ καί ταπεινοῦ βρώματος καί πίετε ὕδωρ ἐκ τῆς πηγῆς κατά βούλησιν…
Παρῆλθον ἔτη πολλά καί ἐκεῖνο τό γεῦμα ἦτο μοναδικόν, εὐλογημένον…
Μετ’ ὀλίγον καί πάλιν ἀνήλθομεν εἰς τό ἀσκητήριον, καί πάλιν ἠκολούθησεν δίωρος προσευχή, ἕως οὗ ἡ ἡμέρα κέκλικεν, ὅποτε ἐπήραμε τό δρόμον τῆς ἐπιστροφῆς διά τό τῶν Πατρέων κλεινόν ἄστυ. Ἦτο μία ἡμέρα εὐλογημένη ἕως τοῦ νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα.
Καί ὁ πανδαμάτωρ χρόνος ἐκύλησεν, ὁ Σημειοφόρος πατήρ Νικόλαος Πέττας ἀπῆλθεν, ἐνῷ ἡμεῖς μεσήλικες ἀναζητῶμεν τήν αὐτοῦ πρεσβείαν εἰς Κύριον Ἰησοῦν, ὁ μέν Πέτρος ὡς ἔφη ὁ Δίκαιος Νικόλαος, ἐν τῷ ἠλεκτρονικῷ ἐργαστηρίω, ἡ δέ ἡμετέρα ἀπειροελαχιστότης, ἐφημέριος , ὡς προεῖδεν ὁ ὅσιος του Θεοῦ ἱερεύς - ἐν Φράγκᾳ, ἐν τῷ χωρίῳ τῆς ἀθληφόρου Ἀνθῆς ἱερέως Νικολάου Πέττα.
Καί ὁ ἀναγινώσκων ἀναγινωσκέτω..
Ἀνηρτήθη ἀπό Delis - Pan. Charalampos
Η επίμονη νοσοκόμα
Τα
παλιότερα χρόνια στα
νοσοκομεία δούλευαν αρκετές
«αφιερωμένες» αδελφές που πρόσφεραν πολλά. Μια από
αυτές, βλέποντας να πλησιάζει
ο θάνατος σε
ένα 86χρονο καρκινοπαθή, τον έπεισε
να εξομολογηθεί στον ιερέα του
νοσοκομείου. Στην πρώτη ερώτηση
του παπά, από πότε
έχει να εξομολογηθεί
ο παππούς απάντησε: 70
χρόνια πάτερ, και για
αυτό φταίει ένας
συνάδελφός σου, που
όταν 16 ετών
πήγα να εξομολογηθώ
μου είπε αν
βλασφημώ και όταν του
είπα ναι, μου είπε, τι
ήρθες τότε να κάνεις
εδώ; Από τότε δεν ξαναπήγα
στην εκκλησία, 70 χρόνια
τώρα και ούτε
είχα σκοπό να
εξομολογηθώ αν αυτή
η αδελφή δεν
μου έλεγε τόσα
πολλά για σένα. Και
το σπουδαιότερο (συνέχισε κλαίγοντας), αν δεν
περίμενα μήπως με
συγχωρήσει ο Θεός
και με αξιώσει
να δω έστω
μια φορά την
μακαρίτισσα την γυναίκα
μου που έχει
πεθάνει ένα χρόνο
και, παρότι μέχρι τον
θάνατό της είχα
και άλλη σπιτωμένη γυναίκα
απέναντι δεν μου
είπε τίποτα!
(Αρχιμ.Σάββα
Δημητρέα: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!
Από τι;»
σ.82-83)
Πέμπτη 7 Μαΐου 2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)