Στον
καθημερινό μας λόγο χρησιμοποιούμε φράσεις λαϊκής σοφίας, την προέλευση των
οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. Καθεμιά από αυτές κρύβει μια μικρή
ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές, η οποία αφενός έχει κάτι να μας
διδάξει και αφετέρου απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων
μιας άλλης εποχής.
Στις
περισσότερες των περιπτώσεων η λαϊκή αυτή σοφία έχει τις ρίζες της στην Αρχαία
Ελλάδα και το Βυζάντιο, αποδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη συνέχεια του
Ελληνισμού, αφού τις ίδιες φράσεις χρησιμοποιούμε και σήμερα.
Οι
άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα
διαπιστώνει κανείς ότι στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια
πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.
Γι αυτό
και έχει αξία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον η γνώση της λαϊκής αυτής σοφίας.
Χτύπα ξύλο.
«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της
πεποίθησής τους πως στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν
το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, επειδή
πίστευαν ότι οι νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων.
Αυτή η συνήθεια συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, όταν
ακούμε κάτι το οποίο δεν θέλουμε να μας συμβεί...
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση προέρχεται από το μύθο του
Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχώνται για κάτι και
το υποστηρίζουν αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον
μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες
στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς,
αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των
αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην
άμμο τη λέξη «Ρόδος».
Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του
είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος,
ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την
δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση
μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ
Τα φόρτωσε στον κόκορα।
Οι αρχαίοι αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια,
όπως τα κότσια। (ζάρια),
αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως συμβαίνει και
σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και άρχιζαν τα
στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας, κρεμούσαν
πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα χρήματά
τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα αρχαία
λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα κρέμασε
στον κόκορα », που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία..
Δε μύρισα τα νύχια μου.
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο,
πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται
σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία,
για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα
υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα
είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο
αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη
λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν
έχουμε πληροφορηθεί.
«Μη μου τους κύκλους τάραττε».
Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ.,
μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο
σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης
τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου
προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος. Για αυτό και
τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως
δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε...!!!! Η φράση
όμως έμεινε...
Κοράκιασα από τη δίψα.
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο.
Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι
αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που
θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε
δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον
σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό.
Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα
ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη
που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του
αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα
στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό.Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα
μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με
κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια
συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα
σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν,
ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων.
Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που
κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή.
Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους
κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος
του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και
πέταξε για την πόλη. Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να
μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο
κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το
συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει
να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την
υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους.Οι
άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος
αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα,
κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε.
Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας
τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε
πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει
παραμείνει ως τις μέρες μας...