Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι σύγχρονων Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίοι σύγχρονων Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Ο γέροντας Πορφύριος και το λαϊκό τραγούδι: "Μην μου ζητάς να σ' αγαπώ"...


       Κάποτε ο γέροντας και άγιος Πορφύριος μας διηγήθηκε ένα περιστατικό με μία γυναίκα, η οποία του είχε παραπονεθεί ότι ο άνδρας της δεν της δίνει και πολλή σημασία, δεν την αγαπάει και τα παρόμοια. 
      Αφού την συμβούλεψε πως δεν πρέπει να ζητάμε την αγάπη των άλλων, πως πρέπει εμείς πρώτα ν’ αγαπάμε και να μην αγωνιούμε για την αγάπη των άλλων, ακούει την επόμενη μέρα καθώς έκανε βόλτα στο μπαλκόνι του ησυχαστηρίου, από το μαγνητόφωνο μιας παρέας που βρισκόταν πιο κάτω το εξής τραγούδι:

«Μην μου ζητάς να σ’ αγαπώ, η αγάπη δεν ζητιέται. Μέσα στα φύλλα της καρδιάς ριζώνει και γεννιέται».

      Τότε σκέφτηκε την γυναίκα που είχε πάει την προηγούμενη μέρα και της τηλεφώνησε να της το πει.

Πολλές φορές ψάχνουμε να λύσουμε τα πνευματικά μας προβλήματα με βαριές θεολογίες, κι όμως ένα απλό λαϊκό τραγούδι μπορεί να δώσει μία απάντηση…

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Δεν μας ωφελούν τα μοναστήρια όταν...


Έλεγε ο άγιος Πορφύριος πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, σε ποια Μοναστήρια πηγαίνουμε και να επιλέγουμε μόνο εκείνα που έχουν Πραγματική Πνευματική Ζωή!

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Το τελευταίο ταξίδι του αγίου Πορφυρίου προς το Άγιο Όρος!!! (συγκλονιστική μαρτυρία)


«Επισκεπτόμουν το Αγιον Όρος από παιδί πολύ συχνά και το γεγονός που θα σας περιγράψω δεν μπορώ να το τοποθετήσω άριστα στον
χρόνο. Ήταν μάλλον μετά το 1990, η δε περίοδος του χρόνου ήταν μάλλον Φθινόπωρο και ταξίδευα μόνος μου για τα Κατουνάκια, για τον παπα–Εφραίμ και τους Δανιηλαίους. Οι προσκυνητές ήσαν λίγοι. Το καΐκι που έκανε την διαδρομή Δάφνη–Λαύρα ήταν δεμένο στον ένα και μοναδικό τότε Αρσανά και το κουμαντάριζε ο δούλος του Θεού Ιορδάνης με την οικογένειά του. Άνθρωπος ευλαβής, πεισματάρης με την θάλασσα, γνώστης των καιρών και κυρίως των μικρών ιδιοτροπιών των πατέρων. Εκείνη την ημέρα ήταν νοτιάς, η θάλασσα είχε δυσκολία, ο Ιορδάνης είχε ακυρώσει το δρομολόγιο για την Λαύρα και φώναζε σε όλους μας, «τελευταίος σταθμός Αγία Άννα». Η αλήθεια ήταν ότι δεν με βόλευε, αλλά σκέφτηκα να μπω στο καΐκι και να κατέβω Αγία Άννα και να ανεβώ στο κάθετο καρδερίμι και μετά παράλληλα με την ακτή να περπατήσω με τα πόδια για τα Κατουνάκια. Ήμουν νέος και είχα τότε αντοχές για αυτές τις διαδρομές.
»Όταν μπήκα και κάθισα στον πάγκο, έσκυψα και είδα στον πάτο του καϊκιού ένα κουβάρι, ένα μπόγο, μια κουβέρτα από την οποία πρόβαλε ένα καλογερικό σκουφί πλεκτό. Κατάλαβα ότι κάποιος ασθενής γεροντάκος καλόγερος ταξίδευε μαζί μας. Δίπλα του στεκόταν ένας άλλος σεμνός καλόγερος, φορώντας τα συνήθη ρούχα των μοναχών, ο οποίος και τον διακονούσε. Ήταν όμως σκοτάδι εκεί μέσα και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν. Μαζί μας μπήκαν και καμμιά δεκαριά άλλοι προσκυνητές και κάνα δυο μοναχοί. Ο Ιορδάνης έκανε τον σταυρό του και άρχισε να μανουβράρη την βάρκα του, για να φύγουμε από το λιμανάκι της Δάφνης και να προχωρήσουμε προς τα νότια. Συνέχισε να φωνάζη και να λέη «το καράβι θα πάη μέχρι την Αγία Άννα και εκεί θα κατεβήτε όλοι· έχει φουρτούνα και καιρό και δεν θα σας πνίξω εγώ».
»Αφού ανοιχτήκαμε λίγο και πήραμε παραλία–παραλία τον δρόμο με σκαμπανεβάσματα από τα κύματα, καθήμενοι ακούνητοι στους πάγκους μας, διότι ήταν αδύνατον να μετακινηθούμε από την θάλασσα, τότε ο Ιορδάνης άφησε την λαγουδέρα, δηλαδή το καράβι πήγαινε μόνο του, κατέβηκε την μικρή σκάλα προς τα ύφαλα του καϊκιού, πήρε τον μπόγο στα δυό του στιβαρά χέρια και τον έφερε στο φως και τον έβαλε πάνω στην σκεπή της μηχανής και τότε, μέσα από αυτή την κουβέρτα, πρόβαλε το κεφαλάκι του γέροντος Πορφυρίου. Ο Ιορδάνης με στοργή μητρική τον τακτοποίησε μαζί με τον πατέρα Φώτιο, που ήταν ο μοναχός που τον συνόδευε, αλλά του είπε με αυτόν τον δωρικό τρόπο της ομιλίας του: «Γέρω–Πορφύρη, μην σκεφτής να πας πέρα από την Αγία Άννα, Καυσοκαλύβια το καΐκι μου δεν πηγαίνει, να σε πνίξω δεν θέλω, να με πνίξης δεν θέλεις, λοιπόν κατεβαίνεις στην Αγία Άννα, μένεις σε κάποιο Κελλί κοντά στην παραλία και, όταν φτειάξη ο καιρός αύριο– μεθαύριο, σε πάω στα Καυσοκαλύβια».
»Ο Γέροντας δεν είπε τίποτα, αλλά η χαρά ολονών μας που συνταξιδεύαμε με αυτόν τον θησαυρό ήτανε ανομολόγητη. Κούναγε η βάρκα τόσο πολύ που με δυσκολία πήραμε την ευχή του, και βλέπαμε αυτό το κεφαλάκι να ξεπροβάλλη και με ένα ιλαρό βλέμμα να κοιτάζη εμάς και την θάλασσα. Περάσαμε τον Αρσανά της Σιμωνόπετρας και πορευόμασταν προς την Γρηγορίου. Εκεί έπιασε λιμάνι το καΐκι για να κατέβουν τρεις–τέσσερις προσκυνητές, αλλά το καΐκι το έφερε κοντά στο μουράγιο ο γέρω–Συμεών, που με ένα άγκιστρο σαν σάρισα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έπιασε την κουπαστή και την έσυρε στο μουράγιο. Μόλις είδε τον γέροντα Πορφύριο, φωνάζει: «Ρε, Πορφύριε, εσύ είσαι;».
Ανεβαίνει μία μικρή ανηφόρα και χτυπά το καμπανάκι για να ακούσουν οι γέροντες και φώναζε: «Ο Πορφύρης, ο Πορφύρης· ελάτε να τον
χαιρετήσετε και να πάρετε την ευχή του· ο Πορφύρης μπαίνει μέσα».
»Ποδοβολητά ακούστηκαν και ξεπρόβαλαν καμμιά σαρανταριά νέοι μοναχοί να τρέχουν στο καρδερίμι να πάρουν την ευχή του Γέροντα. Ο Ιορδάνης φοβούμενος τον καιρό και να μην αναποδογυρίση η βάρκα με τόσους που ερχόντουσαν να χαιρετήσουν, έβαζε την τάξη. Ο Γέροντας με προσήνεια και οφθαλμό χαρούμενο, τους χαιρετούσε όλους και ασπαζόταν όλων το χέρι. Τα ίδια γίνανε και στην Διονυσίου. Στην Αγίου Παύλου είχε τόσο θάλασσα που δεν μπορούσε να πιάση, στην Νέα Σκήτη, το κολωνάκι του Αγίου Όρους όπως λένε, είχαν κατέβει πατέρες στην παραλία ειδοποιημένοι πιθανά τηλεφωνικά από την Γρηγορίου. Τα ίδια και εδώ, ένα πανηγύρι αγάπης.
»Η θάλασσα μάνιαζε χειρότερα όσο προχωρούσαμε στις άκρες του Αγίου Όρους. Στην Αγία Άννα μπήκε στο λιμανάκι του Αρσανά ο Ιορδάνης και είπε, «τέρμα, κατεβαίνετε όλοι εδώ». Τι να κάνουμε; Βγήκαμε από την βάρκα. Ο γέρων Πορφύριος ακούνητος. Ο Ιορδάνης ασφάλισε καλά την βάρκα στο μουράγιο, πήρε ξανά τον Γέροντα αγκαλιά και τον έβγαλε έξω. Ο Γέρων έλεγε, «θα πάμε, Ιορδάνη, θα καλυτερέψη ο καιρός».
Ο Ιορδάνης απάντησε: «Τόσα χρόνια εγώ δεν είδα σε τέτοια φουρτούνα να καλυτερεύη· παπά, εσύ την δουλειά σου την ξέρεις και εγώ την δικιά μου», ακούμπησε τον Γέροντα σε ένα πεζούλι, αφού του έστρωσε τρεις–τέσσερις κουρελούδες, και του είπε πως θα ειδοποιούσε κάποιο σπίτι της παραλίας να τον φιλοξενήση. Εγώ δεν έφευγα· ρωτάω τον πατέρα Φώτιο: «Να πάω με τα πόδια ή να μείνω μαζί σας και να γλυτώσω τόσο κόπο;». Ο πατήρ Φώτιος μου είπε: «Εμείς πάντως θα πάμε, αφού το λέη ο Γέροντας, εσύ κάνε όπως θέλεις». Περίμενα κανένα μισάωρο, ο καιρός χειροτέρευε, αλλά και ο Γέροντας δεν έφευγε από το πεζούλι. Είχαν έρθει και πατέρες από τα γύρω Κελλιά, του φτιάξανε και φασκόμηλο και κουβέντιαζαν μια χαρά, περιμένοντας να φτιάξη ο καιρός. Η νεανική μου ανυπομονησία είχε φτάσει στα όριά της.
Πλησίασα τον γέροντα Πορφύριο και τον ρώτησα:
– Πάτερ Πορφύριε, να μείνω μαζί σας, θα πάμε σήμερα ή να φύγω με τα πόδια να πάω στον πάτερ Εφραίμ; Και μου αποκρίθηκε:
– Κάτσε, ευλογημένε, εμείς πάντως θα πάμε.
– Γέροντα, ο καιρός χειροτερεύει, ο Ιορδάνης σκούζει, εσύ έχεις κάπου να πας, εγώ είμαι κοσμικός· πού θα πάω άμα νυχτώση;
– Εσύ, Βαγγέλη μου, μου είπε, έχεις δυο που σε βασανίζουν· το ένα είναι ότι τρως από τα αυτιά σου (εννοούσε ότι μου αρέσουν οι έπαινοι να τους ακούω) και το άλλο βιάζεσαι. Κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός, εμείς πάντως θα πάμε.
»Αφού είδα και απόειδα, πήρα τα ποδαράκια μου, ανέβηκα τα τόσα σκαλοπάτια της Αγίας Άννης και πήρα τον γκρεμό–γκρεμό παράλληλα με την θάλασσα για τους Δανιηλαίους· και τότε είδα το θαύμα! Το καΐκι του Ιορδάνη να ταξιδεύη στο γυαλό, πίσω από το καϊκι κύματα
μανιασμένα, μπροστά από το καϊκι θάλασσα λάδι, σαν να κόβης βούτυρο με μαχαίρι, ο ουρανός ενώ ήταν καταχνιά είχε ανοίξει και δέσμες φωτός σαν προβολείς σκέπαζαν το καϊκι προς την διαδρομή του. Καμμιά δεκαριά δελφίνια ήσαν δίπλα στην βάρκα, ο δε γερω–Πορφύριος καθόταν στην άκρη της βάρκας, είχε το χέρι μέσα στο νερό και χάϊδευε τις μουσούδες των δελφινιών, τα οποία χοροπηδούσαν γύρω–γύρω.
Τότε μέσα μου αναφώνησα, «τούτος είναι άγιος». Πράγματι φτάσανε στα Καυσοκαλύβια και ο Γέροντας ανέβηκε στο Κελλί του και από τότε πια δεν ξαναβγήκε· ακόμη και τα κόκκαλά του χάθηκαν για να μην τον τρέφουν τα αυτιά του.»

Μαρτυρία π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, Ιατρού

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Ένας σύγχρονος άγιος! - π. Ιάκωβος Μπαλοδήμος


     Ο π. Ιάκωβος γεννήθηκε το 1870 στην πονεμένη και αλύτρωτη  Βόρειο  Ήπειρο, στο χωριό Βοδίνο του Αργυροκάστρου. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ευάγγελος Μπαλοδήμος. Οι γονείς του, άνθρωποι ευσεβείς και φτωχοί, τον μεγάλωσαν με φόβο θεού χωρίς να μπορέσουν όμως να του προσφέρουν κοσμική μόρφωση.
     Σε ηλικία 15 ετών μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάσθηκε ως μικροπωλητής. Εκεί γνώρισε το θέλημα του Θεού από  τον Κωνσταντίνο Καλλίνικο, έναν  υπέροχο κήρυκα του ευαγγελίου, στα κηρύγματα του οποίου βρήκε ότι ποθούσε η άδολη ψυχή του. Στη ζωή του τον βοήθησε ένας έμπειρος πνευματικός, ο οποίος τον συνέδεσε με άλλους έξι εργατικούς νέους που ασκούσαν ο καθένας  το επάγγελμά του αλλά ζούσαν μαζί κοινοβιακώς και αγωνίζονταν για τον πνευματικό τους καταρτισμό, με νηστείες, ακολουθίες και προσευχές.
      Στη νεανική του ηλικία  ταλαιπωρήθηκε από  έντονο και συνεχή πονόδοντο. Ένας γνωστός του καταστηματάρχης του συνέστησε να προσευχηθεί  στον άγιο Αντύπα. Βρήκε την εικόνα του  την κρέμασε στο προσκέφαλο και έκανε την προσευχή του. σε λίγες μέρες το θαύμα έγινε και ο πόνος σταμάτησε οριστικά. από  τότε και για 65 χρόνια μέχρι τον θάνατό του δεν ξαναπόνεσε από  τα δόντια του, ωστόσο  δεν παρέλειψε ποτέ καθημερινά να ψάλλει το απολυτίκιο του αγίου, αλλά και να λειτουργεί από  ευγνωμοσύνη στις 11 Απριλίου στην εορτή του αγίου Αντύπα.
     Με τους φίλους του μετέβη  στό Άγιον Όρος  όπου εκάρησαν μοναχοί. Ο π. Ιάκωβος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε εκεί 3 χρόνια. Κινούμενος ωστόσο από  αγάπη και πόνο  για τη δυστυχισμένη  ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βόρειο Ήπειρο, επέστρεψε εκεί και ορίστηκε εφημέριος  σε 1 χωριό διπλανό από  το δικό του, την Πέπελη, μένοντας στη Ιερά Μονή της Παναγιάς στην τοποθεσία Ζωνάρια. εργάσθηκε για πολλά χρόνια εκεί προσπαθώντας να γνωρίσει στούς συγχωριανούς του το θέλημα του Θεού.
Ιδιαίτερα έντονη  ήταν και η εθνική του δράση, εξαιτίας της οποίας κινδύνευσε πολλές φορές  από  τους Τουρκαλβανούς  με τον Θεό να επεμβαίνει θαυματουργικά διασώζοντας τον. Την περίοδο εκείνη οι Τουρκαλβανοί πίεζαν τους Έλληνες να δηλώσουν αλβανική υπηκοότητα για να αλλοιώσουν  εθνολογικά τη Βόρειο Ήπειρο. Ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος έδωσε εντολή στους ιερείς  να στηρίξουν το ελληνικό και χριστιανικό  στοιχείο. Οι Τούρκοι για να τους τρομοκρατήσουν αποφάσισαν να εκτελέσουν 2 ιερείς , τον π. Ιάκωβο και 1 άλλον και έστειλαν απόσπασμα να τον συλλάβει. Ο π Ιάκωβος, ανύποπτος, κατέβαινε από  την Πέπελη  όπου ήταν  εφημέριος (που ήταν όπως είπαμε χωριό διπλανό στο Βοδίνο όπου καταγόταν). Στο δρόμο συναντά το απόσπασμα, το οποίο τον ρώτησε από  ποιο χωριό είναι. Αυτός  απονήρευτα τους έδειξε το χωριό της καταγωγής του, το Βοδίνο, και όχι το χωριό που υπηρετούσε ως εφημέριος. Αυτοί θεώρησαν ότι δεν είναι ο καταζητούμενος και τον άφησαν να φύγει. Όταν έφτασαν στο χωριό και πληροφορήθηκαν ότι ο π. Ιάκωβος  ήταν εκείνος που συνάντησαν κάθ’ οδόν δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς έχασαν μέσα από  τα χέρια τους τον ιερέα.
     Σε μία δεύτερη περίπτωση  ένοπλοι Αλβανοί περικύκλωσαν το σπίτι του, χωρίς να έχει περιθώριο διαφυγής. Μη έχοντας κάπου να κρυφτεί στο λιτό και μοναδικό δωμάτιο που διέμενε, σκαρφάλωσε στο μαδέρι που στήριζε την σκεπή (το δωμάτιο δεν είχε ταβάνι). Γεμάτος αγωνία αγκάλιασε το μαδέρι και παρέμεινε εκεί σαν κουλουριασμένο φίδι, προσευχόμενος νοερά να μην τον δουν. Οι ένοπλοι μπαίνουν στο σπίτι, ερευνούν παντού, κάθονται για 10 λεπτά τρώγοντας λίγα καρύδια που είχε σε ένα σεντούκι, αλλά ο Θεός τους τυφλώνει  και δεν σηκώνουν τα μάτια τους  για να δουν τον π. Ιάκωβο να κρέμεται σχεδόν λίγα εκατοστά πάνω από  τις κάννες των όπλων τους.
     Μετά από  τις περιπέτειες αυτές και βλέποντας ότι αργά ή γρήγορα θα έπεφτε στα χέρια των Τουρκαλβανών, αναγκάζεται  το 1916 με προτροπή και του Μητροπολίτη να φύγει από  το χωριό του και να πάει στα Ζαγόρια, στο Μονοδένδρι που ανήκε και αυτό τότε στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως. Εγκαταστάθηκε εκεί σε ένα παλιό και έρημο μοναστηράκι του Προφήτου Ηλία. με σκληρή χειρωνακτική δουλειά το ανακαίνισε και έχοντάς το ως ορμητήριο,  εργάστηκε  πάνω από  40 χρόνια για να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων της περιοχής.
     Υπήρξε διακριτικός και φωτισμένος πνευματικός οδηγός  στην περιοχή του Ζαγορίου και των Ιωαννίνων.  Πνευματικά του παιδιά θυμούνται με συγκίνηση τις συμβουλές του στο ζήτημα της καθαρής εξαγόρευσης των αμαρτιών. «Παιδιά μου, έλεγε, να εξομολογήσθε παστρικά. Γιατί τα φίδια που βγαίνουν έξω από  τις τρύπες τους τα σκοτώνουν και τα φίδια που κάθονται μέσα παχαίνουν. Έτσι και τα αμαρτήματα. όταν τα εξομολογηθούμε βγαίνουν από  μέσα μας και εξαλείφονται. Όταν όμως τα κρύβουμε μένουν μέσα μας και μεγαλώνουν.» 
     Ιδιαίτερη σημασία έδινε και στο να γίνεται σωστά το σημείο του Τιμίου Σταυρού για την προστασία των πιστών. Παραστατικά τόνιζε σε μικρούς και μεγάλους. «Να τον κάνετε σωστά! Να, έτσι! Μπάλα, ζωνάρι, πλάτη με πλάτη! (στα αρβανίτικα μπάλα σημαίνει μέτωπο, δηλ. στο μέτωπο, στη μέση και στον δεξιό και αριστερό ώμο.). Τον σταυρό, έλεγε, άμα δεν τον κάνεις σωστά δεν τον σκιάζεται ο σατανάς. Όταν αντί για σταυρό παίζουμε μαντολίνο, ο σατανάς γελάει.!»
     Η ζωή του υπήρξε γεμάτη θαυμαστά περιστατικά που φανέρωναν την αγιότητα και καθαρότητά του. Θα αναφέρουμε ορισμένα από  αυτά που χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη όσων τον γνώρισαν και ωφελήθηκαν από  την αγιασμένη βιοτή του.
      Τον Νοέμβριο του 1940 μετά την επιτυχημένη απόκρουση της ιταλικής επίθεσης στην  πλατεία του χωριού Βίτσα γινόταν γλέντι με τη συμμετοχή όλου του χωριού για τη νίκη του στρατού μας. Ο π. Ιάκωβος που περνούσε από  κει ανέβηκε σε μία πέτρα και τους φώναξε «Παιδιά μου μη χαίρεστε και μη το ρίχνετε έξω. Αντίς για γλέντια χρειάζεται προσευχή και παρακλήσεις στο Θεό. Οι Ιταλοί θα ξαναγυρίσουν στη χώρα μας!»
Στην Κατοχή οι Ιταλοί έχοντας πληροφορίες ότι στο χωριό κρύβονταν αντάρτες,  συγκέντρωσαν αποσπάσματα για να κάψουν το χωριό. Οι χωρικοί μαζί με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ το εγκατέλειψαν  και αναζήτησαν σωτηρία στο βουνό. Ο π. Ιάκωβος αρνήθηκε να φύγει. Θεωρούσε προδοσία να σώσει  τον εαυτό του και να καεί ο οίκος  του Θεού. «Θα καθίσω εδώ είπε, ο Θεός είναι μεγάλος. Αν δεν τα καταφέρω να σώσω την εκκλησία, ας με σκοτώσουν. Πάντως μέσα στην εκκλησία θα με σκοτώσουν». Έμεινε λοιπόν μέσα στην εκκλησία , άναψε όλα τα κεριά , έκαψε μοσχολίβανο πολύ και προσευχήθηκε να φυλάξει ο Θεός το χωριό και την Εκκλησία Του. Όταν ήλθε η ώρα του Εσπερινού κτύπησε την καμπάνα και άρχισε την ακολουθία του. Την καμπάνα όμως την άκουσαν και οι Ιταλοί που βρίσκονταν 2-3 χιλιόμετρα μακριά από  το χωριό. Θεώρησαν ότι στο χωριό υπήρχε σημαντική δύναμη έτοιμη να τους αντιμετωπίσει και ότι η καμπάνα ήταν το σύνθημα για επίθεση και από  άλλες δυνάμεις που πιθανόν κρύβονταν στην χαράδρα. Πανικόβλητοι το έβαλαν στα πόδια και οπισθοχώρησαν, κυριολεκτικά  «μηδενός διώκοντος».!!!
     Η εθνική και θρησκευτική του δράση ενόχλησε όπως ήταν αναμενόμενο τους κομμουνιστές αντάρτες  που τον κατηγόρησαν ως συνεργάτη του εχθρού επειδή δεν φοβήθηκε για να φύγει. Στις απειλές τους να τους ξεκαθαρίσει με ποιους είναι (τους δεξιούς ή τους αριστερούς ), τους απάντησε με παρρησία. «Και εσείς και εκείνοι φευγάτοι είσθε από  τον  Θεόν. Εγώ σας βλέπω και τους 2 σαν σπίτια χαλασμένα. Εκείνοι όμως έχουν τουλάχιστον θεμέλια, εσείς όμως  ούτε θέμελα δεν έχετε» Αυτό τους εξαγρίωσε και ένας τους γέμισε το όπλο του αποφασισμένος να τον σκοτώσει επιτόπου. Τελευταία στιγμή επενέβη κάποιος και τον σταμάτησε λέγοντας «Άφησε τον. Είναι κρίμα να χαλάσεις σφαίρα για αυτόν τον παλιογεροξεκούτη.»
      Ιδιαιτέρως συγκινητικό είναι το περιστατικό όταν ο π Ιάκωβος έσωσε τη ζωή του καπετάν Φωτιά, ενός καπετάνιου των κομμουνιστών που κυνηγήθηκε από  τους συντρόφους του. Ο Γέροντας παρ’ όλο που ο καπετάνιος  τον είχε πολεμήσει παλαιότερα, τον φιλοξένησε στο μοναστήρι του, του έδωσε τροφή υλική και πνευματική, τον νουθέτησε , τον οδήγησε κάτω από  το πετραχήλι,  μετανιωμένο για τα εγκλήματα που διέπραξε και αφού τον έντυσε με γυναικεία ρούχα για να μην αναγνωριστεί, τον έστειλε με συνοδεία για να περάσει τις γραμμές των ανταρτών και να παραδοθεί στις ομάδες του Ζέρβα όπως και έγινε.
      Σε άλλο περιστατικό πηγαίνοντας πεζός από  το Μονοδένδρι στα Ιωάννινα στη θέση Καρυές , 19 χλμ από  την πόλη, έπεσε πάνω σε γερμανική περίπολο που του έκανε  νόημα να σταματήσει. Αυτός  δεν τους πρόσεξε καθώς έκανε την ακολουθία του Εσπερινού και συνέχισε το δρόμο του. Αμέσως δέχθηκε ριπές αυτόματων όπλων από  απόσταση 25 μέτρων χωρίς όμως να κτυπηθεί. Οι Γερμανοί έκπληκτοι τον πλησίασαν και βλέποντας τον σώο και αβλαβή  του επέτρεψαν να συνεχίσει το δρόμο του.!!!!
      Κατά την περίοδο του ανταρτοπολέμου τον Ιανουάριο του 1948,  ο π. Ιάκωβος επέστρεφε μία Κυριακή από  το χωριό Σουδενά όπου είχε λειτουργήσει, στο μοναστήρι του, περίπου 2 ώρες δρόμο. Στην ερημιά εκεί βάδιζε προσευχόμενος νοερά όπως συνήθιζε. Λίγο παραπέρα όμως άνδρες του εθνικού στρατού είχαν ναρκοθετήσει ένα μέρος του δρόμου και ενέδρευαν μήπως περάσει κάποιο αντάρτικο σώμα. Ξαφνικά βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ο π Ιάκωβος και να κατευθύνεται στο ναρκοπέδιο. Βάζουν τις φωνές για να τον προλάβουν αλλά αυτός απορροφημένος στην προσευχή δεν τους άκουσε και πάτησε μία από  τις νάρκες που εξερράγη με δαιμονιώδη κρότο, πετώντας πέτρες και χαλίκια παντού και σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Γεμάτοι αγωνία οι στρατιώτες σπεύδουν στο σημείο της έκρηξης θεωρώντας ότι θα αντικρίσουν διαμελισμένο το σώμα του Γέροντα. Ωστόσο προς μεγάλη τους έκπληξη βλέπουν τον π. Ιάκωβο άσπρο από  τη σκόνη, να τινάζεται χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό. Στην απορία τους, τους  λέει με απλότητα: «Αφήνει ο Θεός να πάθω τίποτα παιδιά μου αφού έλεγα την προσευχή του; Και σας θα σας φυλάξει ο Θεός  και θα γυρίσετε σώοι στα σπίτια σας» . Και αρπάζοντας την ευκαιρία τους πρότεινε  να τους εξομολογήσει και την άλλη μέρα να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων κάτι που δέχτηκαν σχεδόν όλοι. Μόνο ένας λοχίας, δάσκαλος στο επάγγελμα, εκνευρίστηκε βλέποντας τα γεγονότα και προσπαθούσε να αποτρέψει τους φαντάρους από  την εξομολόγηση, κοροϊδεύοντάς τους. Στην παρατήρηση ορισμένων ότι υπήρξαν αψευδείς μάρτυρες  ενός θαύματος με την έκρηξη της νάρκης, τους αποπήρε λέγοντας πως πρόκειται για τυχαίο γεγονός και πως απλώς  τα βλήματα έφυγαν σε άλλη κατεύθυνση. Τους χαρακτήρισε μάλιστα υστερικές γυναικούλες που παρασύρονται από  τον κάθε παπαδάκο. Αυτά έφτασαν στα αυτιά του π. Ιακώβου που λυπημένος προσπάθησε να τον συνετίσει και τον κάλεσε να εξομολογηθεί και να μη βλαστημάει το Θεό. Αυτός τον κύτταξε περιφρονητικά  χωρίς να του δώσει απάντηση και πήρε μερικούς άνδρες στο δάσος για να μαζέψουν ξύλα. Εκεί ωστόσο πάτησε ο ίδιος του νάρκη, η οποία τον τίναξε στον αέρα κάνοντας τον κομμάτια, αυτόν μόνο και κανέναν άλλο! Το γεγονός αυτό όπως ήταν φυσικό συντάραξε  όλο τον λόχο που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της τιμωρίας του άπιστου και βλάσφημου λοχία. Μάλιστα ο ίδιος ο π. Ιάκωβος τέλεσε την επομένη  ημέρα την κηδεία του, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρήσει την ψυχή του.
      Όταν έβλεπες  για πρώτη φορά τον π. Ιάκωβο δεν του έδινες σημασία. Σ' αυτό όμως το ατημέλητο, ταπεινό γεροντάκι υπήρχε πλούσια η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ο νους του φυσικά και αβίαστα στρεφόταν προς τον Θεό με κύρια χαρακτηριστικά του την αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή τέλεση των ακολουθιών και την τακτικότατη Θεία Λειτουργία, την οποία τελούσε μέχρι τα βαθιά γεράματά του με τον ίδιο ζήλο και προσοχή που είχε και στα νιάτα του.
       Το 1955 σε ηλικία 85 ετών τον αξίωσε ο Θεός να προγνωρίσει το τέλος του αδελφού του που μόναζε στο Άγιον Όρος και παρά την ηλικία του έκανε το ταξίδι και  πρόλαβε ζωντανό τον αδελφό του , ο οποίος κοιμήθηκε στην αγκαλιά του.  Αφού τον έθαψε εκεί επέστρεψε στο μοναστήρι του. Την ίδια χρονιά πήγε για εξομολόγηση στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και έγινε δεκτός με πολλή αγάπη   και σεβασμό από  τους Έλληνες της Πόλης.
       Παρά το γεγονός ότι πέρασε από  πολλά βάσανα και κακουχίες και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε  συχνά, έζησε  μέχρι τα 90 του χρόνια. Κοιμήθηκε με οσιακό τρόπο, στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων,  στις 15 Φεβρουαρίου του 1960, διατηρώντας μέχρι τέλους την διαύγεια του πνεύματός του. Είχε αφήσει εντολή να ταφεί στο μοναστήρι του στο Μονοδένδρι και παρά το γεγονός ότι τα Ζαγόρια ήταν αποκλεισμένα τότε από  τα χιόνια, τα πνευματικά του παιδιά βρήκαν μπουλντόζα , άνοιξαν τον δρόμο και έθαψαν το σκήνωμά του στη Μονή του όπως επιθυμούσε. Σήμερα τα οστά του βρίσκονται στο οστεοφυλάκιο του Ι.Ν. Προφήτου Ηλία στη Ζίτσα  Ιωαννίνων.

       Ως ΣΦΕΒΑ θεωρούμε ότι ο π. Ιάκωβος μαζί με τον άλλο ξακουστό πνευματικό γόνο της Δρόπολης τον αείμνηστο Μέγα Υμνογράφο της Εκκλησίας μας π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, αποτελούν τιμή και καύχημα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Πιστεύουμε ότι θα ήταν πρέπον το σκήνωμα του π. Ιακώβου ( αφού προφανώς γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες  μεταξύ των Μητροπόλεων Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου) να μεταφερθεί στον τόπο καταγωγής του,  στο Βοδίνο του Αργυροκάστρου για να αποτελεί πηγή δύναμης, αγιασμού, ευλογίας και παρηγοριάς, στους  δοκιμαζόμενους συμπατριώτες του.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Για μια χούφτα κριθάρι (Αληθινή Ιστορία)

Παναγία των αμαρτωλών η εγγύηση

Τα χρόνια των διωγμών γέννησαν ένα άγνωστο πριν φαινόμενο -  το εμπόριο εικόνων και πολύτιμων εκκλησιαστικών αντικειμένων που προέρχονταν από τις γκρεμισμένες εκκλησίες. Πωλούνταν εικόνες που ανήκαν στις εκκλησίες και οι άνθρωποι δεν κατανοούσαν πως κάνουν εμπόριο όχι με δικά τους αγαθά αλλά με τα αγιασμένα αντικείμενα που ανήκουν στην εκκλησία. Να και μία συζήτηση σχετική.
Κάποια μέρα, μία συνταξιούχος δασκάλα με κάλεσε στο σπίτι της. Έβγαλε από την ντουλάπα μία εικόνα της «Παναγίας των αμαρτωλών η εγγύηση» και με ρώτησε επειδή είχα γνώσεις πάνω στην τέχνη της ζωγραφικής και όχι μόνο…
-         Σε τι τιμή θα μπορούσα να την πουλήσω;
Η εικόνα ήταν παλιά, θαυμάσια και μάντευες πως ήταν από το Σαμορντίνο.
-         Η εικόνα είναι από το Σαμορντίνο; την ρώτησα.
-         Ναι, από το Σαμορντίνο, από το μοναστήρι. Μετά την κατεδάφιση της μονής την φύλαξε η μοναχή Αλεξάνδρα από το Σαμορντίνο. Ήταν πολύ μορφωμένη και όταν ελευθερώθηκε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, έζησε σ’ εμάς στο στάβλο.
-         Ακόμη και το χειμώνα; (σημ. Τον χειμώνα στην Ρωσία δεν επιβιώνεις χωρίς θέρμανση!).
-         Μα δεν μπορούσαμε να την αφήσουμε στο σπίτι. Είχε έρθει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και ήταν εχθρός του λαού. Ο τοπικός γραμματέας του κόμματος φώναζε πως πρέπει να την διώξουμε τελείως. Γιατί όμως να την διώξουμε αφού ήταν εργατική; 
Για μία χούφτα κριθάρι καθάριζε το στάβλο, έσκαβε τον κήπο και φρόντιζε τα ζώα. Μετά το τέλος των εργασιών της η αριστοκράτισσα μοναχή (αυτή ήταν η καταγωγή της) ασχολούνταν με τα παιδιά μας. Παρατηρείτε την προφορά μου; Την ρωσική γλώσσα την έμαθα από αυτήν την αριστοκράτισσα μοναχή.!
-         Πώς πέθανε η μοναχή Αλεξάνδρα;
-         Ήσυχα. Ήταν ετοιμοθάνατη αλλά πέθαινε χαρούμενη. Πριν από τον θάνατό της μας παρακάλεσε να πάμε την εικόνα στην εκκλησία και να τους πούμε να της κάνουν την ακολουθία της ταφής.
-         Εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία στη μοναχή Αλεξάνδρα;
-         Έγινε, δεν έγινε, τι σημασία έχει; Αυτά είναι τυπικά. Πρέπει απλώς να ακολουθούμε τις θείες εντολές. Εγώ ζω σύμφωνα με τις εντολές: ου κλέψεις, ου φονεύσεις.
Τότε άρχισα να κλαίω για την μητερούλα που δούλεψε για τους νέους κυρίους της ζωής για μια χούφτα κριθάρι.
-         Ίσως να είπα κάτι που δεν έπρεπε, τα έχασε η συνομιλήτριά μου, αλλά πιστέψτε με, εγώ σέβομαι την εκκλησία. Όταν πέθανε η πεθερά μου άναψα και κερί. (σημ. εδώ κλαίνε ή γελάνε;!)

Έτσι και η άπιστη νεολαία στις μέρες μας μπαίνει που και που στον ναό από περιέργεια και μερικές φορές ανάβει και κεριά.
Η ψυχή πάντοτε χαίρεται με τις εικόνες και με την παρουσία στο ναό, αλλά η αλήθεια σκιαζόταν από εκείνη τη μικροαστική αλαζονεία: εμείς οι σύγχρονοι μορφωμένοι άνθρωποι, είχαμε βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε πιο πάνω από τους «οπισθοδρομικούς» ιερείς και τις «σκοτεινές» γριές.

Ο Ιβάν Μπούνιν, έγραφε στο βιβλίο του «Καταραμένες Μέρες» περιγράφοντας την πνευματική κατάσταση πριν από την καταστροφή του 1917 στην Ρωσία:

«Στην Εκκλησία έμπαιναν σπάνια, κυρίως σε Κηδείες, ενώ την ώρα της ακολουθίας κάθονταν έξω και κάπνιζαν».

Μελετήστε την ιστορία αυτή, επαναλαμβάνεται.
Και ο δρόμος από τη σκλαβιά προς την ελευθερία είναι γεμάτος αγκάθια.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στην σύγχρονη Ελλάδα που περιφρονεί τον Θεό.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Αγιοκατάταξη του Αγίου Βλασίου του Ακαρνάνα



Χαρμόσυνα χτυπούν οι καμπάνες στην Πάλαιρο Αιτωλοακαρνανίας στο άκουσμα της αγιοκατατατάξεως του Αγίου Βλασίου σήμερα με Απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από το μεσημέρι άρχισαν να συρρέουν οι πιστοί τόσο στο ναό του Αγίου Βλασίου στα Σκλάβαινα όπου μαρτύρησε ο Άγιος και βρίσκεται ο τάφος του, όσο και στον Ι.Ν.Αγίας Παρασκευή στην Πάλαιρο, όπου φυλλάσονται τα ιερά λείψανά του.

Βιογραφία
Ο Άγιος Βλάσιος ήταν ηγούμενος ή εφυσυχάζων επίσκοπος στην Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου που βρίσκονταν στην περιοχή των Σκλαβαίνων – Ζαβέρδας νυν Παλαίρου Αιτωλοακαρνανίας. Ετελειώθει με μαρτυρικό θάνατο από Αγαρηνούς πειρατές μαζί με πέντε συμμοναστες του και πλήθος χριστιανών λαϊκών αντρών γυναικών και παιδιών που αποτελούσαν ποίμνιο του, για την πίστη τους στο Χριστό. Τον αποκεφάλισαν αφού προηγουμένως κάρφωσαν αργά στο σώμα του πέντε καρφιά. Στην συνέχεια οι δήμιοι του προσπάθησαν να κάψουν το σώμα του αλλά αυτό δεν κάηκε. Οι διασωθέντες χριστιανοί που έφτασαν στο σημείο έθαψαν τον Άγιο Βλάσιο χωριστά από τους πέντε συμμαρτυρίσαντες συνασκητές του, τους οποίους ενταφίασαν μαζί σε κοινό τάφο. Τους υπόλοιπους χριστιανούς τους έθαψαν φύρδην μύγδην σε μεγαλύτερο ομαδικό. Το μαρτύριο τους έλαβε χώρα την 19η Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή. Σε πέτρινη επιγραφή που βρέθηκε στο σημείο του τάφου του αναφέρονταν το έτος 1006 μ.Χ. η οποία πιθανώς να προσδιορίζει και τον χρόνο του μαρτυρίου του.

Σιγά σιγά χάνεται και σκεπάζεται από την λήθη του χρόνου το μαρτύριο και η ιστορικότητα του Αγίου Βλασίου και των συν αυτώ αλλά και όλων των γεγονότων τα οποία έλαβαν χώρα. Αγνοείται παντελώς η οντότητα του μεγάλου αυτού αγίου. Μόνο στις διηγήσεις της προφορικής παραδόσεως αναφέρεται η σφαγή που έλαβε χώρα, σε απροσδιόριστο παρελθοντικό χρόνο. Εκείθε και η ονομασία της περιοχής από Κιάφα σε «Σκλάβαινα» (περιοχή που υπέστη σκλαβια- αιχμαλωσία). Χάνεται κάθε ιστορική ή και μορφολογική ένδειξη της ύπαρξης του Αγίου για 900 και πλέον χρόνια. Όλα τα σκέπασε το σκότος της λησμονιάς. Αν και το όλο ιστορικό χάθηκε στα βάθη των αιώνων αν και τίποτα δεν καταμαρτυρούσε για τα γεγονότα των Σκλαβαίνων, αν και ο τόπος είχε αλλάξει ριζικά από μορφολογικής αλλά και πληθυσμιακής πλευράς, το θείο δώρο της Αγάπης του Θεού προς το σύγχρονο άνθρωπο αναδύεται ως θείο φως από το φάσμα των σκοτεινών 900 και πλέον χρόνων. Ευδοκείτε έτσι από το έτος 1915 μ.Χ. και εξής αρχίζουν να συμβαίνουν ανεξήγητα αλλά και θαυμαστά γεγονότα στην περιοχή των Σκλαβαίνων. Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής αρχίζουν να βλέπουν σε όνειρα κάποιον επιβλητικό και ιεροπρεπή ρασοφόρο, ο οποίος να τους έλεγε «Είμαι ο Άγιος Βλάσιος. Να σκάψετε στο σημείο αυτό και να βγάλετε τα λείψανα μου» και τους έδειχνε το συγκεκριμένο τόπο. Σημειωτέων ότι επί του σημείου του τάφου τίποτα δεν δήλωνε την ύπαρξη του. Πάνω από αυτό και εν αγνοία, είχαν κατασκευαστεί ποιμνιοστάσια και στάβλιζαν στο σημείο πρόβατα. Οι κάτοικοι μη μπορώντας να εξηγήσουν το γεγονός των εμφανίσεων αυτών του ιερέα, κατασκεύασαν ένα πέτρινο εικονοστάσι αφιερωμένο στον Άγιο Βλάσιο επίσκοπο Σεβαστείας (βλέπε ίδια ημέρα), στο σημείο που τους έδειχνε ο άγιος. Δεν επιχείρησαν όμως ποτέ να σκάψουν είτε από δυσπιστία είτε από τον φόβο της απογοήτευσης. Οι εμφανίσεις όμως του Αγίου άρχισαν να γίνονται πιο επίμονες και επιτακτικές με αποδέκτες πολλούς περισσότερους κατοίκους της περιοχής. Αλλά και πάλι δεν προχωρούσαν στο έργο της εκταφής του αγνώστου τάφου.

Κατά το έτος 1923 μ.Χ. ο Πανάγαθος Θεός ευδόκησε ώστε να δοξαστεί και επί της γης ο ένδοξος ιερομάρτυρας Του Βλάσιος. Και αυτό με την θαυμαστή δια ζώσης φανέρωση του, στην μακαριστή πλέον γερόντισσα Ευφροσύνη Κατσαρά. Μια απλή γνήσια και ευσεβή πολύτεκνη γυναίκα χήρα η οποία λάτρευε τον Θεό με την ίδια την ζωή της. Ήταν η νύκτα της 23η Αυγούστου του έτος 1923 μ.Χ. κατά την οποία η Ευφροσύνη φρόντιζε την ετοιμοθάνατη κόρη της η οποία έπασχε από τυφοειδή πυρετό. Ξαφνικά εν τω μέσω της νυκτός αφού ακούστηκε δυνατός κρότος άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα της οικίας και εκτυφλωτικό φως εισήλθε εντός αυτής. Από υπερκόσμια αυτή λάμψη περιβάλλονταν κάποιος επιβλητικός ιερέας, ενδεδυμένος άπασα την ιερατική στολή ο οποίος κρατούσε στο χέρι ποιμαντική ράβδο. Τα χαρακτηριστικά του τα διέκρινε με κάθε λεπτομέρεια η γερόντισσα Ευφροσύνη ενώ η κόρης της αντιλαμβάνονταν μόνο την εκτυφλωτική λάμψη. Ο άγιος ιερέας απευθυνόμενος στην Ευφροσύνη της είπε ότι είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να τον ακολούθησε για να της υποδείξει το ακριβές σημείο του τάφου του προκειμένου να ενεργήσει για την εκταφή του. Σαστισμένη η γερόντισσα από το γεγονός που ζούσε προέβελε στον Άγιο τον δισταγμό της λόγω της ασθένειας της κόρης της. Ο Άγιος τότε αφού έβγαλε κάποιον εγκόλπιο σταυρό σταύρωσε την ετοιμοθάνατη κόρη της και της ζήτησε ξανά να τον ακολουθήσει. Όπως κι έγινε. Μέσα στο αποπνικτικό σκοτάδι η Ευφροσύνη ακολούθησε το φωτοβόλο Άγιο Βλάσιο, ο οποίος την οδήγησε στο σημείο που είχαν χτίσει το προσκυνητάρι. Εκεί με την ράβδο που κρατούσε χάραξε ένα κύκλο στο χώμα, υποδυκνείοντας το σημείο που θα ‘πρεπε να σκάψουν για να βγάλουν τα άγια και χαριτόβρυτα λείψανα του. Στην συνέχεια ο Άγιος αφού επέστρεψε την Ευφροσύνη στο σπίτι της εξαφανίστηκε. Εκεί η γερόντισσα βρήκε την κόρη της πολύ καλύτερα και θεραπευμένη.

Από την επομένη ημέρα κιόλας άρχισε τις ενέργειες για να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων. Όλοι όμως την αντιμετώπιζαν με κάποια δυσπιστία και επιφύλαξη. Αρωγός όμως των προσπαθειών της αυτών ήταν ο Άγιος Βλάσιος που την καθοδηγούσε , αλλά και που εμφανίζονταν και σε άλλα άτομα προκειμένου να γίνει αυτή πιστευτή. Πράγματι οι προσπάθειες της απέδωσαν και άρχισαν οι εργασίες της ανακομιδής με πολλές επιφυλάξεις και μεγάλη ένταση.

Την τρίτη ημέρα των εργασιών κι ενώ για πολλοστή φορά ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν η σκαπάνη χτύπησε σε μια πέτρινη πλάκα. Ρίγη συγκίνησης και δέος κατέλαβαν τους παρευρισκομένους. όταν έβγαλαν την επιτάφια πλάκα μια ουράνια ευωδία ξεχύθηκε και απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Όλοι βρίσκονταν επί του τάφου, εντός του οποίου βρίσκονταν τα λείψανα του Αγίου Βλασίου και τα οποία τόσα χρόνια πριν σε ενύπνια τους ζητούσε να βγάλουν από την γη. Εντός του τάφου και επί των ιερών λειψάνων ευρέθηκαν ένας εγκόλπιος βαρύτατος σιδερένιος σταυρός και τα πέντε καρφιά του μαρτυρίου του.

Αφού περισυνέλλεξε η Ευφροσύνη τα ιερά λείψανα σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγίου άρχισε να ενεργεί τα δέοντα για την ανέγερση του ιερού του Ναού και την αγιογράφηση της ιεράς του Εικόνας.

Επίσης, ο Άγιος Βλάσιος έκανε δύο εμφανίσεις, μία σε όραμα στον ευσεβέστατο αείμνηστο Αρχιμ. Αρσένιο Τσαταλιό την 6-12-1978 μ.Χ. και μία άλλη στον ευλαβέστατο μοναχό Παΐσιο τον Αγιορείτη στο Άγιο Όρος το 1980 μ.Χ. (βλέπε εδώ περισσότερες λεπτομέρειες για το γεγονός).

Από την εμφάνιση του Αγίου μέχρι σήμερα άπειρες είναι οι θαυμαστές επεμβάσεις και οι εμφανίσεις του και τα πολλά θαύματα του στα πέρατα της οικουμένης. Ο Θεός χαρίτωσε τον μεγαλομάρτυρα και ιερομάρτυρα Βλάσιο και τους συναθλητές του κι επί της γης, όπως και αυτοί πριν από 900 περίπου χρόνια έδωσαν το πολυτιμότερο ως χοϊκοί την ίδια τους την ζωή. Κέρδισαν όμως μέρος την Ενδόξου Ουράνιας Βασιλείας. Ουράνια Βασιλεία είθε της οποίας δια Πρεσβειών του Αγίου ιερομάρτυρος Βλασίου του Ακαρνάνος και των συν Αυτώ να γίνουμε άπαντες μέτοχοι.



Ἀπολυτίκιον, Κοντάκιον καί Μεγαλυνάριον (ποιήματα Καθηγουμένης Ἰσιδώρας Μοναχῆς Ἁγιεροθεϊτίσσης) ἐκ τοῦ ἱστορικοῦ βιβλίου τοῦ πανοσιολ. ἀρχιμανδρ. Νεκταρίου Ν. Πέττα, δρος Φιλοσοφίας, μέ τίτλο: Ὁ ἅγιος Βλάσιος ὁ ἐν Σκλαβαίνοις καί οἱ σύν αὐτῷ πέντε Ὁσιομάρτυρες, 2011.
Εἰς τήν εὕρεσιν τῶν Ἁγίων Λειψάνων καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων μετά τοῦ Ἁγίου Βλασίου τοῦ ἐν Σκλαβαίνοις, τιμωμένην κατά τήν 7ην Ἰουλίου.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν Σκλαβαίνοις ποιοῦντες, ἑορτήν μεγαλύνωμεν, ὕμνους Ἀκαρνᾶνος Βλασίου, τῶν Λειψάνων τήν εὕρεσιν∙ Ὁσίων τε τῶν Πέντε σύν αὐτῷ, τῶν Παίδων καί τοῦ πλήθους Λαϊκῶν, οὕς τό ξίφος ὠμοτάτων Ἀγαρηνῶν, ὡς στάχυας ἀπέτεμεν. Χαίρετε στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, χαίρετε στῦλοι πίστεως∙ χαίρετε οἱ προέχοντες πιστοῖς, τήν χάριν τῶν ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀκαρνᾶς ὁ Βλάσιος, ἐν τοῖς Σκλαβαίνοις, καί οἱ Πέντε Ὅσιοι, πλῆθος Μαρτύρων τε ὁμοῦ, ξίφει τιμηθέντες προτρέπουσι∙ τούτων τιμῆσαι, λειψάνων τήν εὕρεσιν.

Μεγαλυνάριον.

Σέβω σου τά λείψανα τά σεπτά, τά ἐν τοῖς Σκλαβαίνοις εὑρεθέντα ὦ Ἀκαρνάν, Βλάσιε καί Πέντε Ὁσίων καί τοῦ πλήθους∙ πολλῶν σου συμμαρτύρων οὕς πρέσβεις κέκτημαι.




Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Ένας παράξενος παιδικός τσακωμός... με τον μικρό 5χρονο Γιαννάκη


   Το 1994 ο ηλικίας 5 ετών εγγονός μου αρρώστησε με τα αυτιά του. Μάζεψαν υγρό και πονούσε πολύ. Ιδιαίτερα όταν περνούσε μηχανάκι που έκανε θόρυβο, ή κάτι παρόμοιο, το παιδί τρελαινόταν από τους πόνους και φώναζε σπαρακτικά. Οι γιατροί συνέστησαν δύο επώδυνες εγχειρήσεις, που θα ταλαιπωρούσαν πολύ το παιδί. Μετά από πολλούς δισταγμούς το αποφασίσαμε, γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. Πριν όμως, σκεφτήκαμε να πάμε στο μοναστήρι μαζί με το παιδί. Στον τάφο του γέροντα Αθανάσιου Χαμακιώτη είπαμε στο μικρό:
-              Γιαννάκη, ανέβα πάνω στον τάφο του παππούλη και πες του να σε κάνει καλά.
     Πράγματι, ο μικρός ανέβηκε, ξάπλωσε μόνος του στον τάφο και έλεγε με την παιδική του αφέλεια:
-              Παππούλη, κάνε καλά τα αυτάκια μου.
     Από την ημέρα εκείνη το παιδί συνήλθε. Πήγαμε στο γιατρό να το δει πριν κάνουμε την εγχείρηση. Του έκανε την εξέταση, αλλά δεν βρήκε τίποτα σε κανένα απ’ τα αυτιά του. Απόρησε και μας ρώτησε:
-              Μα τι έγινε, του κάνατε κάποια θεραπεία;
-              Όχι, γιατρέ, αφού θα κάνουμε εγχείρηση, όπως μας είπατε.
-               Το παιδί δεν έχει τίποτα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω!
     Φύγαμε απ’ το γιατρό χαρούμενοι. Ο γέροντας είχε κάνει το θαύμα του. Σε λίγες μέρες πήραμε μία λαμπάδα και ανεβήκαμε στο ησυχαστήριο να ευχαριστήσουμε το γέροντα. Όταν φτάσαμε, πήγαμε κατευθείαν στον τάφο του και είπαμε στο μικρό να ανέβει στον τάφο και να ευχαριστήσει τον παππούλη. Κατά σύμπτωση, εκείνη την ώρα πάνω στον τάφο ήταν κι ένα άλλο παιδάκι συνομήλικο με τον εγγονό μας.
Και τότε άρχισε ένας παράξενος παιδικός τσακωμός. Λέει ο δικός μας:

-              Κατέβα κάτω, ο παππούλης είναι δικός μου, γιατί εμένα μου έκανε καλά τα αυτάκια μου.
Και ο άλλος απάντησε:
-              Όχι! Δικός μου είναι ο παππούλης, γιατί κι εμένα με έκανε καλά!
     Κι εμείς και οι γονείς του άλλου παιδιού παρακολουθούσαμε συγκινημένοι τον παιδικό καβγά, που αποκάλυπτε ταυτόχρονα δύο θαύματα στα μικρά αυτά παιδάκια.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

"Εδώ, στο τάγμα των παρθένων θα την βάλετε, όχι εδώ πίσω που την έχετε"...


    Το ενδιαφέρον του γέροντα για το μοναστήρι και οι θαυμαστές παρεμβολές του ξεφεύγουν από τα ανθρώπινα μέτρα. Το 1970, ετοιμάζονταν στο μοναστήρι για το μνημόσυνο του γέροντα. Η μοναχή Παρασκευή, από τις πρώτες που ξεκίνησαν το ησυχαστήριο, ετοίμαζε το φαγητό για την επόμενη μέρα, που θα φιλοξενούσαν αρχιερείς, ιερείς, φίλους της μονής κλπ. Όμως ξαφνικά η μοναχή πέθανε! Και την άλλη μέρα, αντί για μνημόσυνο, όλοι οι προσκαλεσμένοι βρέθηκαν σε κηδεία. Η θλίψη ήταν μεγάλη για την απώλεια. Κάποιο όμως γεγονός ήλθε να απαλύνει τον πόνο και να ενδυναμώσει την ελπίδα. Μία μοναχή είδε σε όνειρο την κεκοιμημένη μοναχή Παρασκευή, πολύ χαρούμενη.
-        ---    Πώς είσαι αδελφή; Την ρώτησε.
-        ---      Σε πολύ καλό τόπο.
-     ---      Είδες την οσία Πελαγία, την οσία Μακρίνα;
-         --      Αυτές είναι σε άλλη θέση. Εγώ, ευτυχώς που ήταν ο γέροντας.
-        ---     Πού είναι ο γέροντας;
-        ---       Κοντά στο θρόνο του Θεού! Όταν με είδε, κατέβηκε, με υποδέχτηκε, με πήρε και με σύστησε. Είπε πολλά για μένα και κατέληξε:
-         
     --- Εδώ, στο τάγμα των παρθένων θα την βάλετε, όχι εδώ πίσω που την έχετε.
   Κάποιοι σαν να αντέδρασαν…
-         ---     Μα γι’ αυτή τη θέση άλλοι αγωνίστηκαν πολύ, είπαν.
-        ----       Όχι! Αυτή είναι αγωνίστρια, είναι η πρώτη αδελφή του μοναστηριού μου. Είναι πνευματικό μου παιδί και παρακαλώ να μπει  εδώ!
Μεγάλη η παρρησία του γέροντα!

Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

μερακλής "τσοπάνος"...


«Ο λαός πιστεύει αλλά θέλει και μερακλή τσοπάνο». π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης

«Η ψυχή του ανθρώπου διψάει το Θεό, θέλει να πιστέψει αλλά χρειάζεται ο κατάλληλος άνθρωπος». 
π.  Αθανάσιος Χαμακιώτης

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Γερόντισσα Σοφία – Η ασκήτρια της Κλεισούρας και η ιαματική μανδήλα της.



Στον βίο της νεοφανούς Οσίας, αναπτύσσεται και το κεφάλαιο: «Ενδυμασία και συμπεριφορά.

Τα ρούχα της οσίας Σοφίας πάμφτωχα. Εσωτερικά ρούχα ή εσώρουχα δεν είχε. Καμία φορά το καταχείμωνο έριχνε στην πλάτη της μία τρύπια κουβέρτα ή κανένα ποντικοφαγωμένο σάλι. Πάντα ήταν ξυπόλυτη. Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια,, τρύπια και παλιά, και κάτι παλιοπαντόφλες ή παλιοπάπουτσα. Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δέντρα και τρύπωνε μέσα σ΄ αυτά, σαν ποντίκι. Τύχαινε όμως να αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να ξυπνήσει, για να μην καεί ζωντανή. Τότε τα παλιόρουχά της έμεναν για μέρες καμένα, ώσπου να βρεθεί κάποιο καλύτερο. Βλέποντάς την οι προσκυνητές με τα παλιόρουχα μέσα στα κρύα και την υγρασία, της πήγαιναν άλλα, καινούργια και ζεστά. Αλλά αυτή η μακαρία με το ένα χέρι τα δεχόταν και με το άλλο τα σκόρπιζε στους φτωχούς. Καινούργιο ρούχο δεν φόρεσε ούτε κράτησε ποτέ δεύτερη αλλαξιά.
Στο κεφάλι είχε πάντα μαύρη μαντήλα. Τα μαλλιά της, από τον Πόντο ακόμα ούτε τα έλουσε ούτε τα χτένισε και είχαν γίνει σκληρά σαν την ουρά του αλόγου. Από το κεφάλι της έβγαινε ευωδία. Μία φορά προσπάθησε να τα ελευθερώσει κάπως μπροστά στα μάτια, αλλά χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα του μοναστηριού. Αντί όμως για άλλη μυρωδιά, έστω ανθρώπινη, το κεφάλι της έβγαζε ευωδία».


Μια πιστή κυρία, γνωστή της οσίας Σοφίας, που διαμένει στην Πτολεμαΐδα, και είναι πραγματικά άνθρωπος του Θεού, η μπαμπο-Κύτσα (τηλ. 2463022109) κατέχει ως κειμήλιο στο κελί της αυτό το ξύλινο κουτί. Μέσα σε αυτό περικλείονται τα μαντήλια από δύο Γερόντισσες. Δεξιά, η θαυματουργή μανδήλα της οσίας Σοφίας της Μονής Κλεισούρας, ενώ αριστερά, της αείμνηστης πρεσβυτέρας Ανθής Πεττα.