Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Μαρτυρίες για τον π. Νικόλαο Πέττα


Μαρτυρίες Μοναχῆς Ἀκακίας, ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος, στό Μάτι τῆς Ἀττικῆς. Ἡ συνέντευξη δόθηκε τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 2015 καί κατεγράφη ἀπό τήν καθηγήτρια κ. Θεώνη Ἀ. Τασσοπούλου ἀπό τήν Ἀγγλία.
Πρώτη Μαρτυρία:
 Μοναχή  Ἀκακία: Πέρσι, στίς 26 Νοεμβρίου 2014, στήν ἑορτή τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ, ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως δέν βρίσκαμε ἱερέα, γιά νά μᾶς τελέσει Θ. Λειτουργία. Νωρίς τό πρωί ἐμφανίσθηκε ἀπό τό πουθενά ὁ γνωστός στήν Μονή μας π. Νεκτάριος Πέττας. Ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἴχαμε καμμία φυλλάδα, γιά νά τοῦ δώσουμε γιά τόν ὅσιο Σοφιανό. Ὁ π. Νεκτάριος παρ’ ὅλο πού λειτουργοῦσε ἐκείνη τήν στιγμή, ἔδειξε τήν μεγάλη του στενοχώρια, διότι, ὅταν τό 2009 εἶχε τυπώσει τήν Ἀκολουθία, μας εἶχε δώσει ὡς εὐλογία τρία κιβώτια μέ τόν βίο καί τήν πανηγυρική Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ, ἀλλά συνέχισε τήν Λειτουργία. Στενοχωρήθηκε πολύ, ὅπως καί ἐμεῖς στενοχωρηθήκαμε πολύ, ἀλλά καί ἡ ἴδια πάρα πολύ στενοχωρήθηκα σάν νά ἔφταιγα ἐγώ, γιατί καί στά χέρια μου ἦλθε αὐτή ἡ φυλλάδα καί τήν ἔδωσα, γιά νά γίνει γνωστός ὁ ὅσιος Σοφιανός. Συνέχισε ὁ π. Νεκτάριος τήν Λειτουργία καί σέ κάποια στιγμή, καθώς διάβαζε εὐχές τῆς μετουσίωσης στήν Ἁγία Τράπεζα σκυμμένος καί ἐγώ ἤμουν ἀφοσιωμένη, τήν ἴδια στιγμή στά τελούμενα, στήν Ἁγία Τράπεζα, δίπλα δεξιά του, βλέπω ἕναν ἱερέα νά στέκεται ἀμίλητος, νά τόν κοιτάζει καί νά ἀκούει τίς εὐχές. Ποτέ μου δέν ἔχω δεῖ κάτι ἀποκαλυπτικό καί ἀναρωτιόμουν ποίος ἄραγε νά εἶναι, ἀφοῦ δέν ἔχουμε ἱερέα ἄλλο ἐδῶ; Κάνω τόν σταυρό μου, τά χάνω,  τόν κοιτάζω ἐντατικά καί προσεκτικά ἀκόμα πιό πολύ, φεύγει τό βλέμμα μου ἀπό τόν π. Νεκτάριο, προσέχω τόν ἱερέα τόν ἄλλο, τόν προσέχω, τόν προσέχω καλά. Ἔμεινε τυπωμένη ἡ μορφή του πρίν ἀκόμη τόν χάσω, γιατί ἔσβηνε... λίγο, λίγο, λίγο, ἔσβηνε, χάθηκε, χωρίς νά φύγει, χωρίς κἄν νά κινηθεῖ. 
Ἀμέσως σκέφθηκα ὅτι θά ἦταν ὁ ἅγιος Σοφιανός, πού ἑόρταζε καί ἔχουμε καί τήν λειψανοθήκη του στό Παρεκκλήσιο αὐτό, πού βρίσκεται στό κτήριο, ὅπου εἶναι τά κελλιά μας, τῆς Παναγίας μας, «Ρόδον τό ἀμάραντον». Δέν εἶμαι βεβαίως ἐγώ ἄξια νά δῶ τόν γιο Σοφιανό, ἀλλά ἦλθε στήν στιγμή πού ἤμουν τόσο στενοχωρημένη καί στενοχωρημένος καί ὁ π. Νεκτάριος, πού εἶπα πώς ὁ γιος Σοφιανός παρουσιάσθηκε, πού δέν εἴχαμε τήν φυλλάδα του, γιά νά λειτουργήσει ὁ π. Νεκτάριος, γιατί χρειαζόταν τό βιβλίο, ὥστε νά συνεχίσει  τήν Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Σοφιανοῦ. Σκέφτηκα λοιπόν πώς ὁ γιος Σοφιανός βρέθηκε μπροστά του, γιά νά συλλειτουργήσει μαζί του.  Αἰσθάνθηκα πώς δέν εἶμαι ἄξια νά τόν δῶ, ἀλλά μου πέρασε καί ἐμένα ἡ στενοχώρια μέ τήν σκέψη αὐτή.  Ὅλο αὐτό τό διάστημα, ὁ χρόνος, γιατί τώρα πλησιάζει νά ἔλθει χρόνος, ἔμεινα μέ αὐτή τήν σκέψη.  Δίσταζα νά τό πῶ σέ κανέναν, οὔτε στήν γερόντισσά μας Μοναχή Μαρία δέν εἶπα ὅ,τι εἶδα, γιατί δέν εἶμαι ἄξια.  Τό ξαναλέω, στόν ὕπνο μου ἔχω δεῖ πολλά ὄνειρα, ἀλλά νά δῶ ὅραμα ποτέ. Δέν ἔχω δεῖ καί δέν ἤθελα νά τό πῶ καί, ὅσες φορές τό ἔχω σκεφτεῖ,  κάνω τόν Σταυρό μου καί λέω νά μέ συγχωρέσει ὁ Θεός γιά αὐτό πού εἶδα. Δέν τό εἶχα πεῖ. 
Καί ξαφνικά σήμερα, 1η Ὀκτωβρίου 2015, μοῦ φέρατε, καλή μου κυρία Θεώνη, ἀπό τήν Ἀγγλία στά χέρια μου τό βιβλίο τοῦ ἁγιορείτου Γέροντος π. Μαξίμου τοῦ Ἰβηρίτου, πού ἔχει τίτλο: «Νέαι ἡγιασμέναι μορφαί εἰς τόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. π. Νικόλαος Πέττας (1941-4.1.2000) καί ἡ πρεσβυτέρα του Ἀνθή (1943-6.12.2012) » ( http://www.pnikolaos.gr ). Ὅπως τό ἀνοίγω ἀπό τήν πίσω πλευρά στήν σελίδα 89, πέφτει τό μάτι μου κατευθεῖαν ἕνα ἀσπρόμαυρο πορτρέτο, ὅπου ἀναγράφεται «Ὁ Δίκαιος Σημειοφόρος Ἱερεύς Νικόλαος Πέττας», πού μου φάνηκε σάν νά εἶναι ἁγιογραφία ὄχι φωτογραφία. Ἐκείνη τήν στιγμή στέκομαι καί λέω: «Κάπου τόν ἔχω δεῖ. Ποῦ ὅμως τόν ἔχω δεῖ!». Θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Σοφιανός! Πῶς γίνεται αὐτό;  Εἶπα: «Τί παράσταση εἶναι αὐτή;». Καί, ὅταν μοῦ εἴπατε ὅτι τήν ἔχουν ζωγραφίσει στό Ἅγιο Ὅρος, δέν μπορῶ νά τό πιστέψω. Συγκινημένη, τόση ὥρα τήν κοίταζα καί τήν κοίταζα καί δέν σᾶς ἔλεγα τίποτα. Μπορεῖ νά μέ βλέπατε. Τήν προσκύνησα σάν ἅγιο πνευματικό καί σκέφτηκα ὅτι αὐτή ἡ φωτογραφία, ἄν τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο ἁγιοκαταταχθεῖ, αὐτή νά βάλουν, αὐτή τήν φωτογραφία νά κρατήσουν ὡς πρότυπο.
Θεώνη: Δηλαδή τόν εἴχατε δεῖ νά συλλειτουργεῖ μέ τόν γιό του τόν π. Νεκτάριο, καί νομίσατε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Σοφιανός;
Μοναχή Ἀκακία: Ναι, γιατί ἐκείνη τήν στιγμή χάθηκε ἡ φυλλάδα καί πῆρα τήν στενοχώρια, γιατί ὁ π. Νεκτάριος δέν εἶχε νά συνεχίσει τήν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Σοφιανοῦ καί εἶπα  πώς ἦλθε στήν Λειτουργία ὁ ἅγιος Σοφιανός. Δέν ἤμουν ἄξια, ἀλλά ἦταν ἄξιος ὁ π. Νεκτάριος καί ἦλθε. Ὄχι ὅτι ἐγώ εἶμαι ἄξια νά  δῶ τόν ἅγιο Σοφιανό καί δέν τόν μελέτησα ποτέ.  Δέν μοῦ εἶχε περάσει ὅμως ἀπό τήν σκέψη μου. Συνεχῶς μοῦ ἐρχόταν αὐτή ἡ σκέψη πάντα, ὅταν θυμόμουν τόν π. Νεκτάριο, ὅτι ἦταν κοντά τοῦ ὁ ἅγιος Σοφιανός. Τώρα κατάλαβα ὅτι δέν ἤμουν βεβαίως ἄξια νά δῶ τόν ἅγιο Σοφιανό, ἀλλά τόν πατέρα τοῦ π. Νεκταρίου, σάν νά τοῦ ἔλεγε: «Μήν στενοχωριέσαι, εἶμαι ἐγώ κοντά σου καί συλλειτουργῶ, ἀφοῦ δέν ἔχεις τήν φυλλάδα». Δέν εἶναι ἔτσι;
Θεώνη: Πεῖτε μου ἄλλη μία φορά ἀδελφή, πώς σᾶς λένε, ἀπό ποιό μοναστήρι εἶστε καί ποιά εἶναι ἡ Ἡγουμένη σας.
Μοναχή Ἀκακία:  Ἀκακία,  ἀπό τήν . Μονή Ἁγίας Τριάδας Λύρειου, Ραφήνα,  Μάτι –ἔχουμε δύο διευθύνσεις-  Νέο Βουτσᾶ,  Μάτι τ.κ.: 190 09 Ἀττικῆς.
Θεώνη:  Καί τήν Ἡγουμένη σας, ποῦ μας ἔδωσε πρίν ἀπό λίγο τήν ἄδεια νά πάρουμε αὐτή τήν συνέντευξη, πῶς τήν λένε;
 Μοναχή Ἀκακία: Καθηγουμένη γερόντισσα Μαρία Καλεμῆ.
Μοναχή Ἀκακία: Ἐγώ συνήθως δέν μιλάω, δέν μπορῶ νά μιλάω, εἶμαι 89 ἐτῶν.
Θεώνη:  Σοβαρά;
Μοναχή Ἀκακία: Ναί!
Θεώνη:  Ἀδελφή, ἄν ποτέ ἐκδοθεῖ βιβλίο γιά τόν π. Νικόλαο ἤ ἄν γίνει κάποιο συνέδριο ἤ γραφεῖ κάποιο ἄρθρο σέ περιοδικό ἤ ἐφημερίδα, σᾶς πειράζει αὐτά, ποῦ μοῦ εἴπατε, νά τά γράψουμε;
Μοναχή. Ἀκακία:  Δέν μέ πειράζει ἐμένα, ἀλλά θέλω νά πῶ ὅτι δέν τά ἔχω πεῖ σωστά καί καλά [δείχνει τό στόμα της, ὑποδηλώνοντας ὅτι ἔχει πρόβλημα στήν ὁμιλία], δέν τά λέω σωστά καί καλά νά τά διορθώσετε!
Θεώνη: Μιά χαρά τά εἴπατε. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.

Δεύτερη Μαρτυρία:
Θεώνη:  Μιλῆστε γιά αὐτά πού ξέρετε, γιά αὐτά πού βλέπετε.
Μοναχή Ἀκακία: Μιλάω μέ σεβασμό καί ἐκτίμηση πρός τόν π. Νεκτάριο. Τό ξέρουμε πώς οἱ γονεῖς του εἶναι ἅγιοι. Τώρα πιό πολύ τό ξέρουμε. Δέν μπορῶ νά πιστέψω τό βιβλίο νά ἔλθει  στά χέρια μου ἀπό τήν Ἀγγλία μέ τέτοιο τρόπο, νά ἔλθετε νά μοῦ τό φέρετε καί νά σᾶς γνωρίσω προσωπικά. Δέν μποροῦσα νά τά φανταστῶ ὅλα αὐτά. Θέλω νά σᾶς πῶ καί κάτι ἄλλο.  Σᾶς τό εἶπε ὁ π. Νεκτάριος;
Θεώνη: Ὄχι, διότι δέν μιλάει γιά τούς γονεῖς του. Περιμένω ἀπό ἐσᾶς νά μοῦ τό πεῖτε.
Μοναχή Ἀκακία: Εἶναι ἁπλό, ἀλλά γιά ἐμένα πολύ σημαντικό. Μοῦ τηλεφωνεῖ μιά μέρα τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ὁ π. Νεκτάριος ὅτι εἶναι βιαστικός καί πολύ κουρασμένος καί θά ἔλθει γιά μισή ὥρα μόνο ἀπό τό σπίτι τῶν ἀδελφῶν του στήν Ἀττική νά μέ δεῖ, γιατί ἔχει μαστόρους καί φτιάνουν τήν ἱστορική κατοικία καί τό Ἀσκητήριο τοῦ Παπουλάκου στόν Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων. Ἐπειδή εἶχε ἐργάτες, μοῦ ζήτησε μέ λεπτότητα νά τοῦ ἑτοιμάσω μερικά τρόφιμα γιά τούς μαστόρους.  Ἐκείνη τήν ὥρα ἐγώ σκέφτηκα ὅτι ἔχουμε στήν ἀποθήκη  τήν ἀδελφή Θεοδότη πού φροντίζει γιά αὐτά. Τῆς τηλεφωνῶ καί τῆς λέω πώς χρειάζεται ὁ π. Νεκτάριος ὁρισμένα τρόφιμα γιά τούς μαστόρους. Μοῦ λέει: «Σάν τί;». Τῆς λέω «Τυριά, μακαρόνια, ὅ,τι νομίζετε, ἐσεῖς ξέρετε, οἱ μαστόροι θέλουν τό πρωινό τους, τό μεσημεριανό τους, ἐσεῖς ξέρετε».  Μοῦ λέει: «Ξέρω τί θέλουν, ἀλλά δέν ἔχω αὐτή τήν στιγμή, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει τίποτα, δέν ἔχουμε τίποτα, γιά νά δώσουμε οὔτε ὄσπρια καί δέν ἔχουμε κρεατοφάγους». Δέν εἴχαμε πολλά πράγματα, γιατί ἐμεῖς δέν ἀγοράζουμε. Ὅ,τι μᾶς φέρνει ὁ κόσμος. Καί αὐτή τήν στιγμή δέν ἔχει φέρει. Τέλος πάντων στενοχωρήθηκα πολύ καί εἶπα: «Κάντε ὅ,τι μπορέσετε» καί μοῦ εἶπε: «Θά κάνω ὅ,τι μπορέσω, θά πάω νά δῶ τί μπορῶ νά βρῶ».
Ἐκείνη τήν  στιγμή, καθώς ἀφήνω τό τηλέφωνο,  ὅπως ἤμουν καθισμένη στό τραπέζι, πιάνω τό κεφάλι μου κλείνω τά μάτια μου καί ἀμέσως σκέφτηκα τούς γονεῖς του. Σκέφτηκα ἀμέσως τήν μανούλα του,  σάν μανούλα του, σάν Ἀνθή, ὄχι σάν ἁγία καί τῆς λέω: «Ἁγία μου πρεσβυτέρα Ἀνθή, ἔρχεται κουρασμένος ὁ γιό σου, ὁ ἱερέας. Ἐσύ εἶσαι μάνα, ἐσύ βοήθησε τήν ἀδελφή Ἐφραιμία νά βρεῖ κάτι, βοήθησέ την,  βοήθησέ την». Ἐκείνη τήν ὥρα λοιπόν, σάν νά ἦταν ἐκεῖ, σάν νά μιλοῦσε μέ ἄνθρωπο, ἔκλεισα τά μάτια μου, νά μοῦ ἀπαντήσει, καί μόνη μου ψιθυρίζω, δέν μποροῦσα νά κρατηθῶ, χωρίς νά τό καταλάβω λέω: «Καί μές στά ντουλάπια κάτι θά βρεῖς».  Εἶπα μόνη μου: «Καί στά ντουλάπια κάτι θά βρεῖς!». Τό ψιθύρισα καί ἀμέσως τό ξανασκεφτόμουνα: «Τί ψιθύρισα μόνη μου;». Σκέφτηκα: «Δέν εἶναι ὅτι τό ψιθύρισα, μέ φώτισε ἡ πρεσβυτέρα νά σκεφτῶ». Κοιτάζω τό ντουλάπι κάτι νά βρῶ καί τί νά βρῶ στό ντουλάπι; Ἀνοίγω τό ντουλάπι, ὅπου βάζω τό γάλα μου, νά δῶ, ἀλλά δέν ἦταν τίποτα, ἐκτός ἀπό ἕναν καφέ, πού μου φέρνουν καμιά φορά καί τόν ἀφήνω, ἕνα πακέτο ζάχαρη καί μία κομπόστα. Δέν τήν εἶχα ἀνοίξει, ἐπειδή ἦταν μεγάλη,  γιά νά μήν τήν ἀνοίξω μόνο γιά μένα. Ἔτσι βρῆκα αὐτά τά τρία πράγματα μέσα στό ντουλάπι. Τίποτα ἄλλο δέν εἶχα μέσα στό ντουλάπι καί εἶπα νά τά βάλω σέ μία σακουλίτσα. Εἶπα λοιπόν ὅτι, ἀφοῦ τά σκέφτηκα, ἀφοῦ μοῦ ὁδήγησε τήν σκέψη ἡ μανούλα του, θά τοῦ πῶ ὅτι θά τά βάλω σάν κέρασμα στούς μαστόρους του, θά τοῦ πῶ ὅτι εἶναι ἀπό τήν μανούλα του καί θά τοῦ πῶ αὐτό, πού μοῦ συνέβη. Εἶπα λοιπόν: «Δέν κοιτάω καί τά ἄλλα ντουλάπια;». 
Σκέφτηκα  λοιπόν καί ἄλλες δύο, πού ἔχω πολλές δοσάδες μαζί τους –τίς γνωρίζω καλά αὐτές τίς δύο μοναχές- πού καί οἱ δύο τόν ἐκτιμοῦν, γιατί πάντα τίς ἐπισκέπτεται, ὅταν ἔρχεται ἐδώ ὁ π. Νεκτάριος. Τίς ρωτάω: «Μήπως ἔχετε τίποτα μές στό κελλί σας καί ἐσεῖς, γιατί χρειάζεται τρόφιμα ὁ π. Νεκτάριος». Μοῦ ἀπαντάει ἡ μία: «Προχτές τό βράδυ μου ἔφερε μία συγγενής μου κονσέρβες, λίγο ἀπό ὅλα, καί μακαρόνια. Ὅ,τι ἔχω, θά τά βάλω νά τά φέρω». Μοῦ τά φέρνει κάτω. Ὅ,τι εἶχε καί ἡ ἄλλη, μοῦ τά ἔφεραν.  Πολλά πράγματα δέν ἦταν, ἀλλά κονσέρβες, μακαρόνια, κάτι ἦταν ἐπιτέλους. Γεμίζω μία τσάντα καί, ὅπως τά ἑτοιμάζω καί τά ἀφήνω δίπλα, κάθομαι ξανά στήν θέση μου, ἔτσι ζαλισμένη λίγο, κουρασμένη ἀπό τήν συγκίνηση μᾶλλον, πού εἶχα αἰσθανθεῖ. Ξαφνικά χτυπάει ἡ πόρτα. 
Σᾶς εἶχα πεῖ ὅτι περιμένω κάτι φωτογραφίες τοῦ π. Νικολάου καί τῆς πρεσβυτέρας του Ἀνθῆς ἀπό τήν Μαρία Ἀγγελοπούλου ἀπό τήν Γερμανία.
Θεώνη:  Ναί, ναί, ναί.
Μοναχή Ἀκακία: Χτυπάει ἡ πόρτα. Ἤταν μέσον τῆς ἑβδομάδος. Μόνο Δευτέρα καί Παρασκευή ἔχουμε ταχυδρομεῖο ἐδῶ πάνω πού βρισκόμαστε. Ἀνοίγει ἡ πόρτα καί μοῦ φέρνουν τόν φάκελο μέ τίς φωτογραφίες ἐκείνη τήν ὥρα. Μά ἐκείνη τήν ὥρα νά μοῦ φέρουν τόν φάκελο! Εἶχε ἔλθει ἀπό τήν Δευτέρα καί δέν μοῦ τόν εἶχαν δώσει.  Μόλις τά ἔφτιαξα τά τρόφιμα,  μόλις ἑτοίμασα, σάν νά μοῦ λέει: «Ἐδῶ εἶμαι, πραγματικά ἐγώ εἶμαι ἐδῶ». Μά νά μήν περάσει…, ὅπως ἐκάθησα…, δηλαδή ἐρχόταν ἐδῶ πέρα νά μοῦ φέρει τίς φωτογραφίες, πού ἐκπέμπουν φῶς κατά κοινή ὁμολογία πιστῶν, ἐνῶ ἐγώ ἑτοίμαζα τά πράγματα. Δέν εἶναι αὐτό δεῖγμα πώς πραγματικά εἶναι ζωντανοί κοντά μας οἱ ἅγιοι; 
Θεώνη:  Ναί, τό πιστεύω, ναί. Καταλαβαίνω τί ἐννοεῖτε. Δόξα τῷ Θεῷ.
Μοναχή Ἀκακία:  Ὅσο σκέφτομαι πόσο κοντά εἶναι στόν π. Νεκτάριο!  Ἄξιοι εἶναι, ἄξιοι, ἄξιοι καί θαυματουργοί, οἱ γονεῖς του!
Ἐκείνη τήν στιγμή πού τόν εἶδα στήν Ἁγία Τράπεζα ἦταν ἡ ἔκφραση τέτοια, σάν νά τοῦ ἔπαιρνε τήν στενοχώρια, νά τοῦ συμπαραστεκόταν, νά τόν βοηθοῦσε τήν ὥρα ἐκείνη τῆς στενοχώριας του στήν Λειτουργία. Γιά αὐτό δέν μπορῶ νά πιστέψω ὅτι ἐγώ ἡ τόσο ἁμαρτωλή νά δῶ ἅγιο ἄνθρωπο, νά δῶ ὅραμα, πού, τό ξαναλέω, δέν ἔχω ἀκούσει οὔτε ἔχω δεῖ  τό παραμικρό,  τό παραμικρό.
Θεώνη:  Λέτε γιά τότε πού εἴδατε τόν πατέρα του στίς 26 Νοεμβρίου νά συλλειτουργεῖ στήν ἴδια Ἅγια Τράπεζα; 
Μοναχή Ἀκακία:  Ναί, γιά τότε λέω πού ἦταν καί ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Ἀκακίου, γιά τότε.
Θεώνη: Ναί, αὐτό, πού μου εἴχατε πεῖ, ἦταν φοβερό.
Μοναχή Ἀκακία:  Ναί, εἶπα, κοίτα πῶς στάθηκε κοντά του τήν στιγμή τῆς στενοχώριας του, γιατί, σᾶς εἶπα, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ.
Θεώνη:  Ναί, πού ἔλειπε ἡ φυλλάδα τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἑορτασθεῖ, ὅπως ἔπρεπε.
Μοναχή Ἀκακία:  Ναί, πού ἔλειπε ἡ φυλλάδα  καί δέν εἶχε νά Λειτουργήσει τόν γιο Σοφιανό, πού ἦλθε γιά τόν ἅγιο Σοφιανό. Ἤξερε πώς εἶχε ἀφήσει φυλλάδες ἐδῶ  καί ἅγιο Λείψανο,  πώς τά εἶχε ὅλα καί ἐμεῖς νά μήν φροντίσουμε νά κρατήσουμε, ὅπως ἔχουμε τά ἅγια Λείψανα, νά κρατήσουμε καί μία φυλλάδα. Βέβαια ἡ γερόντισσα ἔχει εὐθύνη γιά αὐτά, εἶναι ὅμως πολυάσχολη, δέν ἔχει χρόνο οὔτε γιά λίγη ἀνάπαυση, ἀλλά, ἐπειδή αἰσθάνθηκα ἐγώ τόση εὐθύνη ἐκείνη τήν ὥρα τόν εἶδα τόν π. Νικόλαο.
Θεώνη:  Τόν εἴδατε ὁλοζώντανο, ἔ;
Μοναχή Ἀκακία:  Ναί, πάρα πολύ.
Θεώνη:  Νά λειτουργεῖ μαζί του… 
Μοναχή Ἀκακία:  Σᾶς εἶπα, μοῦ δίνουν τόση δύναμη οἱ Ἅγιοί μας. 
Θεώνη:  Ναί, ὁ Θεός ἀξιώνει τούς ἀνθρώπους.
Μοναχή Ἀκακία: Γιά νά παρουσιαστεῖ σέ ἐμένα, γιά νά δῶ αὐτό τό ὅραμα, νά μοῦ συμβαίνουν ὅλα αὐτά, παρ’ ὅλο πού δέν τούς γνώριζα, δέν τούς ἤξερα, δέν ξέρω τίποτα ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμηση, πού ἔχω στόν π. Νεκτάριο ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού τόν γνώρισα.
Τρίτη Μαρτυρία:
Μοναχή Ἀκακία: Ἐπίσης, κ. Θεώνη νά σᾶς ἀναφέρω καί ἕνα ἄλλο γεγονός, γιά νά δεῖτε πόσο δυνατή εἶναι ἡ πρεσβεία τῆς πρεσβυτέρας Ἀνθῆς. Μετά τήν Διακαινήσιμη Ἑβδομάδα τοῦ 2013 εἶχε ἔλθει ἀπό τά καθήκοντά του στήν Γορτυνία γιά λίγες μέρες στήν Ἀθήνα ὁ π. Νεκτάριος. Ἦταν πολύ ταλαιπωρημένος καί ἡ φωνή του δέν ἔβγαινε. Δυνάμεις νά περπατήσει δέν εἶχε. Ἔφυγε γρήγορα ἀπό τήν Μονή καί ἀνησυχήσαμε οἱ ἀδελφές. Τόν χάσαμε γιά μεγάλο διάστημα καί δέν τόν βρίσκαμε σέ τηλέφωνα, πουθενά. Τηλεφωνούσαμε σέ κοινούς γνωστούς καί οὔτε αὐτοί μποροῦσαν νά τόν βροῦν. Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες ἀγωνίας ἔκανα προσευχή συνέχεια στήν Παναγία μας νά τόν ἔχει γερό. Συγκεκριμένα στό κελλί μου ἔχω τό «Θεομητορικόν Προσευχητάριον», πού ἔχει ἐκδώσει ὁ π. Νεκτάριος καί τό διανέμει ὡς εὐλογία εἰς μνήμην τῆς μητέρας του Ἀνθῆς. Τότε τό ἀνοίγω στήν σελίδα 4, ὅπου σημειώνει ὁ π. Νεκτάριος: «Τό πόνημα αὐτό δίδεται ὡς εὐλογία καί τυπώθηκε ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς Μητρός μου Ἀνθῆς Πρεσβυτέρας, (+ 6/12/2012), ἡ ὁποία ἐπέδειξε τήν εὐλάβειά της σέ ὑπερθετικό βαθμό πρός τήν Κυρία τῶν Οὐρανῶν», καί ἀπευθύνομαι αὐθόρμητα πρός τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή καί τῆς λέω: «Πρεσβυτέρα, ἐσύ, πού πονᾶς τό σπλάχνο σου, τόν π. Νεκτάριο, φανέρωσέ τον μας». Μετά ἀπό ὀχτώ μέρες μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ π. Νεκτάριος καί μᾶς εἶπε ὅτι εἶχε πάει μέ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη του κ. Ἱερεμία στήν Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, διότι νόμιζε ὅτι εἶχε ὑπερκόπωση καί πῆγε, γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ ὅμως στήν Μονή ἀνέβασε γιά πέντε μέρες πυρετό, πάνω ἀπό σαράντα, καί κατέρρευσε. Τότε κλινήρης εἶδε ὅτι βρισκόταν ἀσθενής καί ξαπλωμένος σέ ἕνα κρεβάτι, πού εἶχε ἕνα λευκό σεντόνι, τό ὁποῖο βαστοῦσαν ὁ σιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης καί οἱ γονεῖς του, καί ἔδιναν μάχη, ὥστε νά τόν κρατήσουν στήν ζωή. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδια ἡμέρας ὁ Ἡγούμενος Κύριλλος κάλεσε τό ἀσθενοφόρο ἀπό τό νοσοκομεῖο τοῦ Κόλτσεστερ, ὅπου καί νοσηλεύτηκε ὁ π. Νεκτάριος στήν ἐντατική μονάδα ἀπό βαριά πνευμονία.
Θεώνη:  Ναι, ἀδελφή, ἔζησα ἀπό κοντά αὐτήν τήν δοκιμασία τοῦ π. Νεκταρίου, διότι μένω ἐκεῖ κοντά.
Μοναχή Ἀκακία: Σᾶς εἶπα, ὅταν πῆρα τό Προσευχητάρι καί παρακάλεσα ὀνομαστικῶς τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή, σάν νά ἦταν ζωντανή, ἀμέσως διεκπεραίωσε τό αἴτημά μου. Ἄραγε δέν εἶναι πραγματικά γία Πρεσβυτέρα, πού ἔχει παρρησία!!!