Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

«Ἡ γνωριμία μας μέ ἕνα ταπεινό λευιτικό ζεῦγος ἐκ Πατρῶν»



Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Νεκταρίου Μουλατσιώτη, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος.


Ὁ κόσμος ἄς πορεύεται στόν δρόμο του, εἰς τήν εὐρύχωρον ὁδόν τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ἀπώλειαν (Ματθ. 7,13). Οἱ λίγοι, πού ξεστρατίζουν ἀπ΄ αὐτόν τόν δρόμο, ζοῦν μέν κρυφά ἀπό τόν κόσμο, περιφρονημένοι καί περιπαιγμένοι, μά αὐτοί ἔχουνε τή μακάρια ἐλπίδα, πού εἶναι ἀθανασία πλήρης. Οἱ ἄλλοι εἶναι, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα.
Γιά τόν Χριστιανό δέν ὑπάρχει δραστικώτερο δίδαγμα ἀπό τό νά διαβάζει γιά τήν ζωή ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πρό πάντων ἑνός λευιτικοῦ ζεύγους, πού ἔζησε στόν καιρό μας καί πού ἦταν εὐλαβές, χωρίς νά συντελέσει σ΄ αὐτό μήτε κανένας θόρυβος γι΄ αὐτούς, μήτε κανένα ἐγκώμιο ἀπό ἐπίσημο ἄνθρωπο. Μάλιστα ἐκεῖνοι, πού τούς εὐλαβοῦνται, λέγουν πώς ἀπό κάθε τί, πού ἔκαναν καί πού ἔλεγαν, ἦταν φανερό πώς δέν εἶχαν καμμιά ἰδέα γιά τήν ἁγιωσύνη τους, ἀλλά τά δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες τους δέν ἔλειπαν ἀπό τά μάτια τους, ἐνῶ προσπαθοῦσαν νά βιώνουν κρυμμένοι, ὡς στρουθία μονάζοντα ἐπί δώματος. Ἡ χαρά καί ἡ ζωή τους ἦταν νά λατρεύουν τόν Θεό ἡμέρα καί νύκτα, νά κάνουν Θεῖες Λειτουργίες, Ἀγρυπνίες, Ἐσπερινούς, Παρακλήσεις, Ἁγιασμούς, νοερά προσευχή.
 Σέ δύο τέτοιους ἀνθρώπους θά ἀναφερθῶ, πού συνδέονταν μάλιστα μέ τό μυστήριο τοῦ Γάμου.
Στίς ἀρχές τίς δεκαετίας τοῦ 1990, ὅταν ἱδρυόταν ἡ ἀνδρώα Μονή μας, ἔρχονταν ὡς προσκυνητές ὁ ἀείμνηστος ἱερέας Νικόλαος Πέττας καί ἡ πρεσβυτέρα του Ἀνθή ἀπό τήν Πάτρα.  Ὁ π. Νικόλαος ἦταν ἕνας ἰδιαίτερα μορφωμένος ἄνθρωπος μέ λιπαρά γνώση. Ὡστόσο τό ὅλο παρουσιαστικό του ἦταν ἰδιαίτερα ταπεινό καί ἁπλό. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί ἀναρωτιόμουν πῶς ἕνας ἔγγαμος ἱερέας, μέ πολυμελῆ μάλιστα οἰκογένεια, εἶχε τό φρόνιμα καί τήν συμπεριφορά ἑνός ἀσκητοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀντί νά βρίσκεται στήν ἔρημο,  ἀγωνιζόταν μέσα στόν κόσμο. Στήν συναναστροφή μαζί του ἔνιωθες ὅτι εἶχε πνεῦμα Θεοῦ. Οἱ ἀρετές του ἦταν πολλές καί  οὐσιαστικές, βιωματικές, οὐχί κατ΄ ἐπίφαση. Μέσα ἀπό τόν καθημερινό ἀγώνα ἀπέκτησε τήν δυνατή θέληση, τόν φωτισμένο νοῦ καί τήν ζέση τῆς ἀγάπης, θεία χαρίσματα, τά ὁποῖα κατεῖχε καί ἡ πρεσβυτέρα  Ἀνθή.
Μέ αὐτά τά τρία πνευματικά ὅπλα ἐξόπλισε τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ἱερατικό αὐτό ζεῦγος, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν οἰκογένεια, τό ποίμνιο καί γενικώτερα τόν κόσμο. Βίωναν καί κήρυτταν τό χαρμόσυνο νέο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τήν Εὐαγγελική Αλήθεια καί ζωή, τήν ἐπιστήμη τῆς Μετάνοιας καί τῆς συγχώρησης. Ὅταν μιλούσαν γιά τά Θεῖα, πρόσεχαν νά μή σκέπτονται ὑλικά, ἀλλά πνευματικά. Ἔκαναν λόγο γιά τήν πνευματική δύναμη, τό πνευματικό φῶς καί τήν πνευματική ζεστασιά. Εἶχαν παραδώσει τό «εἶναι» τους στόν Νόμο τοῦ Θείου Λόγου, γιά νά μάθουν ἀπό Αὐτόν. Ἔτσι ὁ Θεῖος Λόγος τούς ἀντάμειψε μέ τίς δωρεές του, ὅπως νά θεραπεύουν πονεμένους, νά τούς παρηγοροῦν, νά τούς ἁγιάζουν καί νά τούς καθοδηγοῦν. Παράλληλα, ὡς ἱερατικό ζεῦγος, διακονούσαν τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ π. Νικόλαος, μετά τίς λατρευτικές Ἀκολουθίες στόν Ναό, συνέχιζε νά ὑμνεῖ καί νά δοξολογεῖ τόν Χριστό κρατώντας μυστικά κομποσκοίνι, ἐνῶ τά γαλανά μάτια του ἀτένιζαν ἄνω τόν ἐπουράνιο Πατέρα.
Ἔμαθαν  μέ τόν Λόγο νά ἀμύνονται ἀπό τά ἐντός καί τά ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας βέλη, γιατί  ὑπάκουαν στόν Χριστό, πού κήρυττε στούς μαθητές Του  νά μήν φοβοῦνται τούς διῶκτες τους.
Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή εἶχαν ἀγάπη πρός τόν συνάθρωπο, ἀκόμη καί πρός αὐτούς, πού εἶχαν παραστρατήσει. Τούς συγκεκριμένους τούς βοηθοῦσαν, ὥστε νά ἐπιστρέψουν εἰς τόν ὀρθό δρόμο. Δέν ὀργίζονταν καί δέν θύμωναν, γιατί πίστευαν  ὅτι ἡ ὀργή ἐνεργεῖ μέ ἐμπάθεια καί ὄχι μέ ὀρθή κρίση καί δικαιοσύνη. Κρατοῦσαν στήν βιωτή τους τόν χρυσό κανόνα: «αὐστηροί μέ τόν ἑαυτό μας, ἐπιεικεῖς μέ τόν πλησίον μας». Ἡ συναναστροφή καί ἡ συζήτηση μαζί τους ἀνάπαυαν τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, διότι ἦταν ζωντανά παραδείγματα τῶν χωρίων ἀπό τούς Μακαριστούς: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται. Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5,8-9).
Ὅταν ἔρχονταν στήν Μονή μας γιά προσκύνημα ὁ π. Νικόλαος μᾶς ἔδινε εὐχές καί θάρρος, ὥστε νά συνεχίσουμε τό ἔργο τῆς ἱδρύσεώς της. Καί αὐτό ὄχι μέ πομπῶδες ὕφος καί πολλά λόγια, ἀλλά μέ τόν ἰδιαίτερο πνευματικό τρόπο πού βίωνε. Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς κατασκευῆς τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς γυναικείας ἀδελφότητας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου-Ἁγίου Φανουρίου, σέ κάθε ἐπίσκεψη, σταύρωνε μέ τόν ξύλινο σταυρό του τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, γεμίζοντάς μας αἰσιοδοξία. Νιώθαμε ὅτι αὐτές τίς στιγμές λουζόμασταν στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρουσία του μᾶς δημιουργοῦσε τήν αἴσθηση τῆς ἐν Χριστῷ γαλήνης καί χαρᾶς. Πολλές φορές, ὅταν περνοῦσα δοκιμασίες ἤ εἶχα διλήμματα πνευματικά, δέν δίσταζα νά τόν συμβουλεύομαι. Οἱ ἀπαντήσεις του ἦταν κανόνας πίστεως, γιατί ἦταν ἁπλές, εἰλικρινεῖς καί φωτισμένες. Ἡ συζήτηση μαζί του μέ ξεκούραζε, μέ εἰρήνευε καί μέ δρόσιζε πνευματικά, ὅπως τό νερό τῆς ἐρημικῆς βρυσούλας τόν διψασμένο ὁδοιπόρο. Μάλιστα μᾶς εἶχε κομίσει μέ τόν τότε λαϊκό γιό του, τόν Νεκτάριο, κάποιες εὐλογίες, πού τίς φυλᾶμε μέ ἰδιαίτερη προσοχή στήν Μονή ὡς πηγή ἁγιασμοῦ. Ἐμεῖς τοῦ εἴχαμε δώσει φυλακτά γιά τό ἱερό Ἀσκητήριό του, τό ἱερό Ταμεῖο, ὅπως τό ὀνομάζουν τά νηπτικά ἔργα τῆς Ἐκκλησίας,  πού διατηροῦσε μαζί μέ τήν πρεσβυτέρα του ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τους. Στήν εὐλαβεστάτη πρεσβυτέρα του, ἡ ὁποία πάντα τόν ἀκολουθοῦσε πιστά, καί στά παιδιά του ἔλεγα μέ διάκριση: «Νά προσέχετε τόν πατέρα Νικόλαο. Δέν εἶναι τυχαῖος καί συνηθισμένος κληρικός. Ὁ Θεός τόν ἔχει χαριτώσει…». Πραγματικά, βάσει μαρτυριῶν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας, ἀρχιμ. Ἰωακείμ Σωτηροπούλου, πού, ὡς λαϊκός,  ὑπῆρξε φοιτητής  τοῦ π. Νικολάου, ὅταν ἐκεῖνος δίδασκε στίς Ἐπαγγελματικές Σχολές Πατρῶν, καί ἄλλων πρώην φοιτητῶν του  ἀπό τήν Ναύπακτο, ὁ π. Νικόλαος συνδύαζε μέ θαυμαστό τρόπο τήν ἀρίστη ἐπιστημονική του κατάρτιση μέ πρωτοπόρες γιά τήν ἐποχή του διδακτικές μεθόδους καί τήν πνευματικότητα, πού εἶχε ἀποκτήσει μέσω τῆς ἀσκήσεως καί τῆς Χάρης, πού εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό.  
Μετά τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ἱερατικοῦ ζεύγους περνοῦμε τακτικά ἀπό τόν τάφο τους, γιά νά τελέσουμε τρισάγιο καί νά λάβουμε τήν εὐχή τους. Ἐντύπωση μᾶς κάνει τό γεγονός, ὅτι στό διάστημα πού τελεῖται ἡ Ἀκολουθία, ἀπό τό πουθενά καί χωρίς νά ἔχουμε κόλλυβα ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, πού νά τά προσελκύσει, πολλά περιστέρια κυκλώνουν τόν τάφο τους. Μᾶς θυμίζουν τήν στιγμή πού ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη και τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίσθηκε ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὄχι γιά νά προσθέσει κάτι στόν Χριστό, ἀλλά γιά νά δείξει αὐτό, πού ὑπάρχει μέσα στόν Χριστό: τήν ἀκακία, τήν καθαρότητα καί τήν ταπεινότητα. Τό ἱερατικό ζεῦγος Πέττα ἀκολούθησε τό Νόμο καί τήν Ὁδό τοῦ Χριστοῦ καί ἴσως αὐτό τό μήνυμα μᾶς δίνουν τά περιστέρια.
Ἀκόμη σέ πολλές φωτογραφίες τοῦ ἱερατικοῦ αὐτοῦ ζεύγους διακρίνεται γύρω ἀπό τίς μορφές τους φῶς, ἐνῶ σέ μία φωτογραφία στόν Ἀσπρόπυργο Ἀττικῆς ἐμφανίσθηκαν ἀνεξίτηλα τρεῖς πύρινες φλόγες, ὅπως κατά τήν Πεντηκοστή, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίσθηκε μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν στούς Ἀποστόλους, δίδοντάς τους δύναμη, φῶς καί ζεστασιά. Ἴσως καί στίς ἡμέρες μας μέ αὐτόν τόν τρόπο τό Ἅγιο Πνεῦμα στέφει τούς ἐκλεκτούς Του. Μάλιστα σέ ἐνυπόγραφες μαρτυρίες, πού ἔχει συγκεντρώσει ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας Μάξιμος ὁ Ἰβηρίτης, ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι χριστιανοί, πού προσεύχονται σέ ὥρα θλίψης, νιώθουν τό σημεῖο τῆς φωτογραφίας, πού εἶναι στό ὕψος τῆς καρδιᾶς τοῦ λευιτικοῦ ζεύγους νά θερμαίνεται. Θαυμαστά δρᾶ τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φωτίζει καί θερμαίνει ἄψυχες φωτογραφίες!
Τί νά πεῖ κανείς καί τί νά γράψει γιά αὐτές τίς μεγάλες, ἀλλά ταπεινές μορφές, πού ἔζησαν στήν ἀφάνεια, ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖον δόξασαν, ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ, τούς ἔφερε στό Φῶς. Οἱ ἴδιοι ἔκαναν αὐτό, πού ἐνδάκρυες προέτρεπαν ἐμᾶς νά κάνουμε: «Νά γνωρίσετε τό θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, πού στάθηκε ἐπάνω ἀπό τούς Ἀποστόλους, γιά νά ἔχετε εἰρήνη καί χαρά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Νά παραδοθεῖτε στόν Θεό. Ὁ Θεός  ἐμφανίσθηκε στήν γῆ καί ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς ἀθάνατης ζωῆς». Αὐτό τό μήνυμα ἀνάπαυε ὄχι μόνο ἐμᾶς, γιατί μᾶς ἔδινε δύναμη νά συνεχίσουμε τό πνευματικό μας ἔργο καί τήν ἵδρυση τῶν ἀδελφοτήτων μας, ἀλλά προβλημάτιζε καί πολλούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν βυθισμένοι στήν ἁμαρτία, στίς πονηριές, στίς μάταιες φροντίδες καί γνώσεις, καί τούς βοηθοῦσε, ὥστε νά ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς καί σκέψης καί νά κάνουν τόν Χριστό κέντρο τῆς ὕπαρξής τους. Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή πραγματικά ἀκολουθοῦσαν τίς Εὐαγγελικές ἐπιταγές, ζοῦσαν μέ δικαιοσύνη καί ὅδευαν μέ τόν σταυρό τοῦ Μαρτυρίου ὑψωμένο στό δεξί τους χέρι, ἐνῶ μέ τό ἄλλο μετροῦσαν κομποσκοίνι. Κυριολεκτικά σκόρπιζαν οὐράνιες σπίθες στό ἐπίγειο σκοτάδι. Ἔτσι ἄλλωστε βρῆκαν τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἀδόκητη ἀπώλεια τῆς θυγατέρας τους Σοφίας.
Μεγάλο καί ψυχοσωτήριο παράδειγμα γιά ὅλους μας εἶναι ἡ ζωή ἑνός τέτοιου σύγχρονου ἱερατικοῦ ζεύγους στό σημερινό πλέον σκοτεινό καιρό τῆς ἁμαρτίας, τῆς ματαιότητας καί τῆς ἀπελπισίας, πού κρύβουν τό λαμπερό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ φιλανθρωπία Του φανερώνει ἀνάμεσά μας κάποιους ἀπεσταλμένους Του, γιά νά μᾶς στερεώσει τήν πίστη μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης.   
Πρός δόξαν Θεοῦ παραθέτω τόν ἐπικήδειο λόγο μου πρός τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή:


Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, σεβαστοί συμπρεσβύτεροι καί ἱερολογιώτατοι διάκονοι, ἀγαπητά τέκνα καί ἐγγόνια τῆς ἀειμνήστου Ἀνθῆς καί λαέ πιστέ!
Εὐχαριστῶ πού συγκεντρωθήκατε σήμερα ἐδῶ, στόν ἐνοριακό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Παραλίας Πατρῶν, γιά νά ἐξοδεύσουμε μία σπάνια καί ἀγαθή προσωπικότητα. Αὐτήν τήν στιγμή τελεῖται ἡ ἐξόδιος μιᾶς ταπεινῆς καί ἐνάρετης πρεσβυτέρας, τῆς Ἀνθῆς Πέττα, τήν ὁποία μαζί μέ τόν σύζυγό της, τόν π. Νικόλαο, γνωρίζαμε ἀπό ἱκανό διάστημα. Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο Πατρῶν κ. Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στήν ταπεινότητά μου νά ἐκφωνήσω λόγο ἐπικήδειο γιά τήν εὐλαβεστάτη καί ἡρωϊκή πρεσβυτέρα.
Ἀπό μικρή ἡλικία ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή διακρίθηκε γιά τίς πολλές καί σπάνιες χριστιανικές ἀρετές της. Ἔζησε σέ χριστιανικό οἰκογενειακό περιβάλλον, ἀφοῦ ἡ μητέρα της Ζωή ἦταν πνευματικό τέκνο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γερβασίου Παρασκευοπούλου. Οἱ κατά Θεόν ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες ἦταν προικισμένη, ἦταν πλούσιες καί οὐσιαστικές καί τήν ὁδήγησαν στήν ἐν Χριστῷ ζωή της. Τί νά εἴπει κανείς γιά τήν ὅλη πορεία τῆς ζωή της, ἡ ὁποία συντασσόταν μέ τίς Εὐαγγελικές ἐπιταγές! Ἐμείς, πού εἴχαμε τήν εὐλογία νά τήν συναστραφοῦμε, τήν θαυμάζαμε για τόν σεβασμό της πρός τόν Χριστό καί τούς διακόνους τῶν μυστηρίων Του, γιά ἐμᾶς δηλαδή τούς κληρικούς.
Μᾶς ἐξέπληττε ὁ σεβασμός καί ἡ ἀφοσίωση, μέ τά ποία ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή διακόνησε τήν Ἐκκλησία. Βέβαια, ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ὁ Θεός τῆς ἔδωσε μεγάλο οὐράνιο δῶρο: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰω. 5,24).
Τί μεγάλο δῶρο δίνει ὁ Χριστός στόν κάθε πιστό, Σεβασμιώτατε ἅγιε Πατρῶν, ὅταν αὐτός ἀκούει καί ὑπηρετεῖ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ,  υπακούει στό θέλημα Του, απαρνείται τό ἴδιο θέλημα καί  ὑποτάσσει τήν θέλησή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στό θέλημα τῆς Ἐκκλησίας! Τότε «ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται» (Ψαλμ. 24,13). Ἡ ψυχή αὐτή, πού ἀκούει καί ὑπακούει -αὐτό σημαίνει τό ρῆμα ἀκούω- δέν ἀκούει μέ τά ὦτα τά σωματικά, ἀλλά πειθαρχεῖ και ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει σέ Αὐτόν.
Ὁ Κύριος εἶπε: «ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω. 5, 28-29).  Αυτό σημαίνει  ὅτι οἱ ψυχές μετά θάνατον κρίνονται καί ὅτι αὐτές τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν, ὑπήκουσαν καί πίστεψαν στόν Χριστόν, εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχονται. Δέν κρίνονται οὔτε κατά τήν διάρκεια τῆς Δευτέρας Παρουσίας οὔτε κατά τήν πρώτη κρίση. Οἱ Ἅγιοι, πού ἄκουσαν καί πίστεψαν τά λόγια του Χριστοῦ, διέρχονται τά τελώνια χωρίς κανένα ἐμπόδιο, διέρχονται τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός τούς τοποθετεί δεξιά Του.
Ὁ Θεός ἀπαλλάσσει τούς ἐκλεκτούς Του ἀπό τήν Κρίση, γιατί «Κρίση» σημαίνει «Δικαστήριο». Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή, δικάζεται στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, κάθε φορά πού ἐξομολογεῖται τά ἀνομήματά του, περνᾶ ἀπό θείο «Δικαστήριο». Ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή, μέ κριτήριο τά ἔργα καί τήν ἁγνή ζωή της, ἄκουγε τήν λέξη «ἀθῴα», καί ἔτσι κέρδισε τήν αἰώνια ζωή. Τοιαύτη τιμή εἶχε ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή Κατριμπούζα - Πέττα καί αὐτό σήμερα χαίρει εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ Θεοῦ μετά τοῦ συζύγου της, τοῦ π. Νικολάου, τοῦ πανθομολογουμένως ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός, πού ὑπηρέτησε πιστά τήν Ἐκκλησία. 
Εὐχαριστῶ τόν Σεβασμιώτατο Πατρῶν, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκανε τήν ἰδιαίτερη τιμή νά ἐκφωνήσω τόν ἐπικήδειο λόγο γιά τήν ἁγία αὐτή ψυχή. Ἐπίσης εὐχαριστῶ ὅλους τούς ἁγίους ἀδελφούς, πού σήμερα παρευρέθησαν ἐδῶ, γιά νά τιμήσουν τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή, μία ἁγία πρεσβυτέρα, μία ἁγία μάνα. Εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά δίνει στά παιδιά της δύναμη ἐξ ὕψους. Θέλω νά γνωρίζουν ὅτι τόσο ἡ παρρησία τοῦ πατρός Νικολάου, ὅσο καί οἱ εὐχές τῆς μητέρας τους θά τούς συνοδεύουν σέ ὅλη τους τήν ζωή. Τό δένδρο κρίνεται ἐκ τῶν καρπῶν αὐτοῦ καί καρποί εἶναι τά παιδιά τους.
Εὐχόμεθα λοιπόν ὁ Πανάγαθος Θεός  διά τῶν προσευχῶν τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων καί ὅλων τῶν ἁγίων ἀδελφῶν νά ἀναπαύει τήν ψυχή της «ἐν χώρᾳ ζώντων». Ἀμήν.


Νά ἔχουμε τίς ἅγιες εὐχές τους καί νά πρεσβεύουν γιά ὅλους μας.