ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
"Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες" (Λουκ. ΙΔ΄ 18).
Μία ἰδιαιτέρως κολακευτικὴ πρόσκλησις.
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, - ἐκτὸς
ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων - φίλοι ἀναγνῶσται, ἔχοντας μέσα του τὸν
"στοιχειώδη" ἐγωϊσμό, ἐπιδιώκει καὶ ἀναζητεῖ τὴν διάκριση. Ἐκτὸς τῶν
ἐλαχίστων ἐκείνων ποὺ ἀρέσκονται εἰς τὴν ἀφάνειαν καὶ οἱ ὁποῖοι ... κρύπτονται
ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, οἱ πλεῖστοι ἀναζητοῦν τὴν ... ἐπιφάνειαν καὶ τὴν
διάκρισιν, τὴν κοσμικὴν ἀποδοχὴν καὶ τὴν δόξαν. Θεωροῦν "ὑψίστην
τιμὴν" νὰ προσκαλοῦνται ὑπὸ ἐπωνύμων ἀκόμη καὶ διὰ μίαν χειραψίαν, ἢ νὰ
συμφάγωσι εἰς ἕνα ἐπίσημον γεῦμα ἢ δεῖπνον μετὰ ἐξεχόντων κοσμικῶν προσώπων, ἢ
νὰ φωτογραφηθῶσι μετά τινος τραγουδιστοῦ ἢ ποδοσφαιριστοῦ ἢ ἄλλου τινος.
Κοιμοῦνται καὶ ξυπνοῦν μὲ τὴν φαντασίαν των νὰ ὀργιάζῃ κυριολεκτικῶς,
ἐπιζητοῦντες τὴν δημασίαν ἀποδοχὴν καὶ ἐκτίμησιν καὶ τὴν ἄνοδόν των εἰς
ἀξιοπροσέκτους θέσεις καὶ καθέδρας.
Τοιαύτας θέσεις καὶ παρόμοιον
δεῖπνον ἀλλὰ καὶ ἐξ ἴσου τιμητικὰς προσκλήσεις, ἀκούομεν σήμερον ἐκ τοῦ Ἱεροῦ
Εὐαγγελίου. Θέσεις ἐπισήμων συνδαιτημόνων εἰς πλουσιότατον δεῖπνον, τὰς ὁποίας
ὅμως οἱ τιμητικῶς προσκεκλημένοι ... δὲν ἐτίμησαν καὶ ἀπουσίασαν προκλητικῶς!
Τί συνέβη; Ἦσαν ταπεινοὶ καὶ ἤθελον τὴν ἀπομόνωσιν καὶ ἀφάνειαν; Ἠγάπων τὴν
φυγὴν καὶ τὴν ἡσυχίαν; ... Ὄχι, ἀδελφοί μου! Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνέβαινεν!
Ἀντιθέτως θὰ ἐλέγομεν, - συμφώνως πρὸς τὴν ἔκβασιν τῆς ἀφηγήσεως - ὅτι οἱ
συνδαιτημόνες ἐκεῖνοι, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἄκρατον ἐγωϊσμὸν καὶ ἐπιδεικνύουν
ἀχαρακτήριστον χυδαιότητα καὶ προκλητικότητα, στὴν εὐγένειαν καὶ καλωσύνην τοῦ
καλοῦ καὶ εὐγενοῦς ἐκείνου ἄρχοντος. Ἡ μὲν πρόσκλησις τιμητικὴ καὶ
"ὑψηλή", οἱ δὲ προσκεκλημμένοι, ἀνάξιοι καὶ "χυδαῖοι"!
Ἡ προσβολὴ καὶ ἡ ἀντίδρασις.
Τί, ὅμως, συνέβη; Συμφώνως πρὸς
τὴν ἀφήγησιν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ἔφθασεν ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα τοῦ ἐπισήμου
ἐκείνου Δείπνου, οἱ ἐπίσημοι προσκεκλημένοι δὲν παρουσιάσθησαν ... Ὁ εὐγενὴς
ἄρχων ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς εἶχεν τιμήσει διὰ τὴς προσκλήσεως, ἀπορῶν διὰ τὴν
ἀπουσίαν, στέλλει ὑπηρέτην, "εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι
ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα" (Λουκ. ΙΔ΄ 17). Ἡ ἐπιστροφή, ὅμως, καὶ ἡ
ἐνημέρωσις ποὺ δέχεται ἐκ τοῦ ὑπηρέτου, εἶναι ἀπροσδόκητος. "Καὶ
ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ
ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος
εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με
παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι
ἐλθεῖν" (Λουκ. ΙΔ΄ 18-20). Διὰ σαθρῶν καὶ ἀνυποστάτων δικαιολογιῶν,
ἐπιχειροῦν νὰ ἀποστασιοποιηθοῦν καὶ νὰ αἰτιολογήσουν τὴν ἀπουσίαν τους. Ἄλλος
προεφασίσθη ὅτι θὰ ἐπήγαινε εἰς τὸν ἀγρόν του, ἄλλος, θὰ ἐδοκίμαζε καὶ θὰ
ἤργάζετο μὲ τὰ πέντε ζεύγη βοῶν. Ἄλλος, τέλος, ὅτι ὡς νεόνυμφος, δὲν θὰ ἠδύνατο
νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Δεῖπνον.
Αἱ δικαιολογίαι, ὅμως, αὗται, δὲν
ἐπαρκοῦν καὶ δικαιολογημένως ἐξοργίζουν τὸν ἄρχοντα. Αἰσθάνεται τὴν βαρυτάτην
προσβολήν, βλέπει ὅτι ἡ κοινὴ συνισταμένη τῶν προσκεκλημένων εἶναι ἡ ὑβριστική
των διάθεσις, ἡ τράπεζα εἶναι ἕτοιμη διὰ νὰ δεχθῇ τοὺς συνδαιτημόνας καὶ δὲν
προτίθεται νὰ συνεχίσῃ νὰ παρακαλῇ ... Στέλλει ἀμέσως τὸν ὑπηρέτην του νὰ εὕρη
ἀνθρώπους διατεθειμένους νὰ σεβασθοῦν τὸ Δεῖπνον καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν πρόσκλησίν
του, ὅπως προσέλθουν καὶ συμφάγουν μαζί του. "ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς
πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ
τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε" (Λουκ. ΙΔ΄ 21). Βλέπων δέ, ὅτι "ἔτι
τόπος ἐστί", στέλλει
ἐκ νέου τὸν δοῦλόν του, - "ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ
ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου" (Λουκ. ΙΔ΄ 23) - καὶ
παρακαλεῖ πλέον καὶ ἀναγκάζει καὶ ἀγωνιᾷ διὰ νὰ γεμίσῃ ἡ τράπεζά του. Φαίνεται
σὰν νὰ ἔχῃ "πεισμώσῃ" καὶ διὰ τοῦτο κατακλείεται ἡ συγκεκριμμένη
παραβολή, μὲ τὴν ὀργισμένη διαβεβαίωση τοῦ ἄρχοντος, "Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς
τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου" (Λουκ. ΙΔ΄
24). Εἶναι αὐτονόητον ὅτι δὲν μᾶς ἐκπλήσσει ἡ συμπεριφορὰ τοῦ εὐγενοῦς
ἐκείνου ἄρχοντος, ἀφοῦ εἰς παρομοίας περιπτώσεις καὶ οἱ πλέον πρᾶοι καὶ ἀγαθοί,
ταράσσονται καὶ ὀργίζονται καὶ ἐκδικοῦνται.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς.
Δὲν εἶναι δύσκολον, ἀδελφοί μου
ἀναγνῶσται, νὰ ἀντιληφθοῦμε, τὰ πρόσωπα ἀλλὰ καὶ τὰς μελλούσας καταστάσεις, αἱ
ὁποῖαι "κρύπτονται" ὄπισθεν τῶν περιγραφομένων. Καὶ ἐν πρώτοις, ὁ
εὐγενὴς ἐκεῖνος ἄρχων ὁ προσκαλῶν εἰς τὴν ἑαυτοῦ τράπεζαν καὶ παραθέτων τὸ
πλουσιώτατον Δεῖπνον, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ
προσκαλεῖ εἰς τὸ Οὐράνιον Δεῖπνον Του, τὴν Θείαν Κοινωνίαν, ὅλους ἐκείνους ποὺ
εἶχον τὴν τιμὴν νὰ εἶναι βεβαπτισμένοι εἰς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἴμεθα
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πολλάκις προσβάλλομεν τὴν τιμητικὴν πρόσκλησιν τοῦ Οὐρανίου
Πατρός καὶ ἀδιαφοροῦμεν διὰ τὸ μέγιστον τοῦτο καὶ οὐράνιον Δεῖπνον. Εἴμεθα
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, εἰς τὰς ἐπανειλημμένας ἐκκλήσεις καὶ ὑπενθυμίσεις τοῦ
Χριστοῦ μας, μετερχόμεθα σωρείαν ἀτόπων καὶ ἀνυποστάτων δικαιολογιῶν καὶ κατ'
οὐσίαν περιφρονοῦμεν τὸν Οὐράνιον Οἰκοδεσπότην. Εἴμεθα, τέλος, ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι στρεφόμεθα εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐνέργειαν καὶ ἐργασίαν, προκειμένου νὰ
ἀποστασιοποιηθοῦμεν ἀπὸ τὸ Ὕψιστον Οὐράνιον Δεῖπνον τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τὴν
τράπεζαν ἐκείνην, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος μᾶς καθιστᾷ συσσώμους καὶ συναίμους
τοῦ Ἁγίου Του Σώματος καὶ Αἵματος, ἀλλὰ καὶ μετόχους τῆς Οὐρανίου Βασιλείας
Του.
Οἱ πτωχοὶ καὶ ἀνάπηροι καὶ χωλοὶ
καὶ τυφλοί, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκλήθησαν κατὰ τὴν δευτέραν ἀποστολὴν τοῦ
ὑπηρέτου, εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι τοὺ ὁποίους νομίζομεν "ἀπορριπτέους" τῆς
σωτηρίας καὶ τοὺς ὁποίους ὁ Δεσπότης Χριστός, θὰ καλέσῃ, προκειμένου νὰ
ἐπαισχυνθοῦμε ὅλοι ἡμεῖς οἱ περιφρονηταὶ τῆς Θείας προσκλήσεως. Εἶναι ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι δὲν εὐτύχησαν νὰ διδαχθοῦν τὰ νάματα τῆς Θείας καὶ ἀμωμήτου Πίστεώς
μας καὶ εὑρέθησαν καὶ μὴ θέλοντες μακρὰν τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι, ἀκόμη, ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ὁ Πανοικτίρμων Κύριος, θὰ καλέσῃ καὶ τιμήσῃ,
διότι καὶ ἐκεῖνοι ἤθελον τὴν εὔνοιαν καὶ χάριν τῆς Θείας Ἀγάπης.
Ἀλλὰ καὶ τὸ δεύτερον Δεῖπνον τὸ
ὁποῖον "διακρίνεται" εἰς τὴν ὀργίλην ἀπάντησιν τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως,
εἶναι ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, ἡ ἡτοιμασμένη ἀπὸ καταβολῆς
κόσμου, "τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν". Εἶναι τὸ Δεῖπνον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
ὑπόσχεται ὁ Κύριός μας εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θὰ τιμήσουν καὶ θὰ τιμηθοῦν ἀπὸ
τὴν Θείαν Μετάληψιν καὶ βρῶσιν τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ τοῦ Πανακηράτου Αἵματος
τοῦ Δεσπότου. Εἶναι ἡ αἰωνία παράκλησις
καὶ Θεία ἀνέκφραστος ἠδονὴ τὴν ὁποίαν, εἴθε, νὰ ἀπολαύσωμεν. Ἀμήν.
Ἀρχιμ.
Τιμοθέου Γ. Παπασταύρου
Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν