ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018).
Ὁμολογία
καὶ ἄρνησις τοῦ Θεοῦ.
Πιστεύομεν;
Ἴσως τὸ ἐρώτημα τοῦτο,
θεωρηθῇ ἀπὸ κάποιους χριστιανούς, οὐτοπιστικό˙ πολλοὶ δέ, πιθανὸν νὰ θεωροῦν ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς
τοῦτο εἶναι σχεδὸν αὐτονόητος. Ἐπειδὴ ἴσως εἶναι βαπτισμένοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον
πίστιν, ἐπειδὴ ἐκκλησιάζονται κατὰ καιρούς, ἐπειδή, ἀκόμη καὶ τακτικά, μετέχουν
εἰς τὰ θεῖα Μυστήρια, τέλος, ἐπειδὴ τηροῦν κάποιες ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνονται
ὅτι “πιστεύουν” καὶ καυχῶνται διὰ τοῦτο. Εἶναι, ὅμως ἆραγε, ἔτσι;;;
Θὰ τολμούσαμε νὰ εἴπωμεν,
ὅτι, μακάρι ὁ Κύριος εἰς τὴν κρίσιν Του, νὰ “ἐκινεῖτο” μὲ τὰ κριτήρια ποὺ μόλις
προαναφέραμεν! Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ σωτηρία μας θὰ ἦτο ἁπλουστάτη ὑπόθεσις καὶ οἱ
ἀγῶνες καὶ τὰ αἵματα τόσων ἑκατομμυρίων ἁγίων τῆς Πίστεώς μας, δὲν θὰ ἐχρειάζοντο
διὰ νὰ εὑρίσκονται αὐτοὶ σήμερον, παρὰ τὸν “Θρόνον τῆς χάριτος”. Ὅπως, ὅμως,
καταλαβαίνομεν, δὲν εἶναι τόσον ἁπλῆ ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας μας καὶ εἶναι
βέβαιον, ὅτι ἡ πίστις εἰς τὸν Θεόν, κρίνεται ἀπὸ πολὺ οὐσιαστικότερα κριτήρια,
τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχει ὁρίσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
Εἰς τὴν σημερινὴν
Εὐαγγελικὴν περικοπήν, ὁ Χριστὸς μᾶς “ἔδειξε” τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ τὴ σωτηρία
μας, σύμφωνα μὲ τὸ “πῶς” ὁμολογοῦμε τὸν Θεὸ ποὺ πιστεύουμε. “Πᾶς οὖν ὅστις
ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς·” πρόσθεσε δέ, ἀμέσως, στὴ
συνέχεια, “ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι
αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν
τοῦ πατρός
μου τοῦ ἐν
οὐρανοῖς” (Ματθ. Ι΄ 32-33). Οἱ
Θεῖοι αὐτοὶ λόγοι, δὲν μᾶς ἀφήνουν κανένα περιθώριο, διὰ νὰ θεωροῦμε τόσον ἐπιπόλαια,
τὴν μέλλουσαν σωτηρίαν μας.
Τὶ σημαίνει,
“ὁμολογία”;
Δὲν εἶναι τόσον
δύσκολο νὰ καταλάβωμεν, τί σημαίνει ἡ λέξις “ὁμολογῶ”! Εἶναι, ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη!
Εἶναι, ἡ “πράξη” ποὺ ζητάει ὁ καθένας ἀπὸ τὸν ἄλλον ποὺ τοῦ λέγει ὅτι τὸν ἀγαπᾷ!
Εἶναι, ἐκεῖνο ποὺ ζητᾷ ὁ σύζυγος ἤ, ἡ σύζυγος ἀπὸ τὸ “ἕτερον ἥμισυ” καὶ τὸ ὁποῖον,
σίγουρα, δὲν εἶναι τὰ “γλυκὰ λόγια” καὶ “οἱ παχειὲς ὑποσχέσεις”, ἀλλὰ ἡ
θυσιαστικὴ ἀγάπη ποὺ δείχνεται ἀπὸ τὸν κόπο, τὰ δάκρυα καὶ τὸ αἷμα ποὺ ἴσως ἀπαιτηθῇ
κάποια στιγμή. Εἶναι, ἐκεῖνο ποὺ συνήθως ἐρωτᾷ, ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ τὴν ἀγάπη,
“τί κάνεις γιὰ μένα” καὶ ὄχι ... λόγια!
Αὐτὸ ἀκριβῶς,
σημαίνει “ὁμολογία”. Ὁ Κύριος, γνωρίζοντας, ὡς ὁ Παντογνώστης Θεός, τὶς ἡμέρες
καὶ τὰ χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα, ἡ πίστις εἰς Αὐτὸν πρόκειται νὰ διωχθῇ καὶ νὰ ἀπαξιωθῇ
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς καλεῖ νὰ μὴν ἐντρεπώμεθα διὰ τὴν ἀγάπην μας εἰς Αὐτόν. Νὰ μὴν κρύπτωμεν τὴν προσκόλλησίν μας καὶ ἀφοσίωσίν
μας εἰς Αὐτὸν καὶ νὰ διακηρύττωμεν ἔναντι τοῦ ὅποιουδήποτε τιμήματος, τὴν
λατρείαν μας εἰς τὸ Ἅγιόν Του Πρόσωπον. Ἔχει δὲ κάθε λόγον νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἡμᾶς
αὐτὴν τὴν θυσιαστικὴν ἀγάπην, ἀφοῦ, ὅπως διακηρύττει ὁ μαθητὴς τῆς Ἀγάπης, ὁ θεῖος
Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, “ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς”
(Α΄ Ἰωάν. Δ΄ 19), καὶ θυσιάστηκε ἐκεῖ εἰς τὸν Γολγοθᾶ, διὰ τὰς ἁμαρτίας
ἡμῶν καὶ “ἐξηγόρασεν ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ ἰδίῳ Αὐτοῦ αἵματι”,
ὡς ψάλλομεν κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν Ἀχράντων Παθῶν.
Συνεπῶς, “ὁμολογία”
σημαίνει, θυσία. Μὲ αὐτὸ τὸ κριτήριο, ἐὰν κρίνωμεν τοὺς ἑαυτούς μας, πολὺ
γρήγορα θὰ ἀνακαλέσωμεν ἐκεῖνα ποὺ συνηθίζομεν νὰ ἐπικαλούμεθα, διὰ τήν, τάχα, ἀγάπη
μας πρὸς τὸν Θεόν. Ἂν ρίξωμεν μίαν σύντομον “ματιά” εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, πέραν
τοῦ συγκεκριμμένου χωρίου τὸ ὁποῖον ἐρευνῶμεν, θὰ εὕρωμεν πληθώραν ἀντιστοίχων ἐδαφίων,
εἰς τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος, μᾶς “ἑρμηνεύει” τὴν ἔννοιαν τῆς ἀγάπης εἰς Αὐτόν. Ἐπιλέγομεν
μόνον δύο, τὰ ὁποῖα θεωροῦμεν ὡς καὶ τὰ πλέον ἔντονα καὶ χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ ὁποῖα
δὲν νομίζομεν ὅτι χρειάζονται περαιτέρω ἐξήγησιν. “Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς
τὰς ἐμὰς τηρήσατε,” (Ἰωάν. ΙΔ΄ 15) καί, “Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ
ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·
καὶ ὃς
οὐ λαμβάνει
τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ
ἀκολουθεῖ
ὀπίσω μου, οὐκ
ἔστι μου ἄξιος.” (Ματθ. Ι΄ 37-38).
Ἀλλὰ ἐὰν ἀνατρέξωμεν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ ἱερὰ
συναξάρια, ὅπου καταγράφονται οἱ βιογραφίες τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας, θὰ
διαπιστώσωμεν, ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοί μας, ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἔδειξαν εἰς τὸν
Κύριον, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν θυσιαστικὴν ἀγάπην. Ἔτσι ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ἀλλὰ καὶ ὅπως καὶ ἡμεῖς τὴν ἔχομεν ἀποδεχθεῖ καὶ διὰ τοῦτο τοὺς τιμοῦμε
καὶ τοὺς ἔχομεν σὰν προστάτες καὶ ὑποδείγματα. “ἄλλοι δὲ
ἐτυμπανίσθησαν,
οὐ προσδεξάμενοι
τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ
δεσμῶν καὶ
φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν,
ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις
δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ
ὄρεσι καὶ
σπηλαίοις καὶ
ταῖς ὀπαῖς τῆς
γῆς” (Ἐβρ. ΙΑ΄ 35-38).
“δεῖξόν μοι
τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου” (Ἰακ. Β΄ 18).
Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν
ὅσων εἴπομεν, θεωροῦμεν ἀπαραίτητον νὰ ὑπενθυμίσωμεν τοὺς ἀνωτέρω λόγους τοῦ Ἀδελφοθέου
Ἰακώβου, διὰ τῶν ὁποίων, συντρίβει κάθε προσπάθειαν αὐτοκολακείας μας καὶ αὐταπάτης
μας. Ἡ πίστις μας, εἶναι ὑπόθεσις ... ἔργων καὶ ὄχι λόγων! Θὰ ἐκπλαγοῦμε δέ, ἐὰν
διαβάσωμεν ἀκόμη ἐκτενέστερα τὴν Καθολικὴν αὐτὴν ἐπιστολήν, ἀφοῦ θὰ μᾶς εἴπῃ
λίγο νωρίτερα, “Σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ τὰ
δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι” (Ἰακ. Β΄19). Μία πίστη, περιορισμένη
σὲ κάποιες τυπικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, δὲν εἶναι ... ΠΙΣΤΗ! Μία τέτοια
πίστη, δὲν διαφέρει ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν πίστη αὐτοῦ τοῦ ὀλεθρίου δαίμονος, ὁ ὁποῖος,
ὄχι μόνον πιστεύει, ἀλλὰ καὶ φρίσσει καὶ τρέμει, εἰς τὸ ἄκουσμα καὶ μόνον τοῦ
Παναγίου Ὀνόματος!
Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, ἑπομένως,
σοβαρά! Πιστεύομεν;;;
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ἱεροκῆρυξ
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν