Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Εφημερίδα "ΔΙΨΩ" ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017

Δ Ι Ψ Ω

Από την Ελληνορθόδοξη Κοινωνία Προσώπων «ΔΙΨΩ»

Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2017

Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρη την εφημερίδα "ΔΙΨΩ"

Ουτοπία: Μια βολική δικαιολογία


Αν η κατάσταση του κόσμου δεν ήταν σήμερα τόσο οριακή, όχι μόνον για τον πολιτισμό αλλά και για τη φυσική επιβίωση του ανθρώπου και του πλανήτη ολόκληρου, το ζήτημα της ουτοπίας και ο τρόπος που τη χρησιμοποιεί η ανθρωπότητα θα έπρεπε να προκαλεί θυμηδία με την ανοησία και τις παιδαριώδεις υπεκφυγές μπροστά στο αληθινό νόημά της.
Ακόμη και ο τελευταίος άνθρωπος θεωρεί οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή της νοσηρής κατάστασης της κοινωνίας ουτοπική. Αυτό όμως είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία που πρέπει να πάρει τη θέση που της αρμόζει (το τίποτα, δηλαδή!), αντί να προσδίδει σε όποιον την αναφέρει την αίγλη ενός ανύπαρκτου μελαγχολικού στωικισμού και μιας δήθεν βαθυστόχαστης ανάλυσης.
Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικότερα, ώστε να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι των εννοιών που τόσο εύκολα χρησιμοποιούνται ως αυτονόητες, με συνέπεια να μπερδεύουν ακόμη περισσότερο την κατανόησή μας:
Τι εννοούμε λέγοντας “ουτοπία” πέρα από μια λεκτική ανάλυση φιλολογικού χαρακτήρα; Συνήθως, εννοούμε κάτι το οποίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα ή σε σύντομο χρόνο, επειδή δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Άραγε, η κοινωνική αλλαγή προς το καλύτερο είναι όντως αδύνατη και ποια είναι τα εμπόδιά της; Τα λογικά εμπόδια θα ήταν τα εξής:
1. Ανικανότητα να κατανοήσει κανείς ότι η σημερινή κατάσταση είναι λανθασμένη και ποιο είναι σε αδρές γραμμές το ορθό
Δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια ανικανότητα στον μέσο άνθρωπο της δύσης. Ο καθένας μπορεί να κατανοήσει ότι η διαφθορά, η φτώχεια, η ανεργία, η έλλειψη παιδείας και περίθαλψης δεν είναι κοινωνικά ορθά και ότι το αντίθετο θα ήταν επιθυμητό. Είναι αρκετοί αιώνες τώρα που αυτά τα αιτήματα έχουν περιοδικά διατυπωθεί και τελικά εφαρμοστεί, ώστε να μη θεωρούνται ως κάτι ολότελα νέο και ανεπιθύμητο από τη μάζα των ανθρώπων.
2. Ανικανότητα να επιλέξει κανείς την ορθή κατεύθυνση
Για αρκετούς ανθρώπους αυτό αληθεύει, αλλά, και πάλι, για τον μέσο άνθρωπο είναι δυνατή η εξέταση των διαθέσιμων πληροφοριών για τις εναλλακτικές λύσεις και η επιλογή των κατάλληλων ανθρώπων, επειδή υπάρχουν τα τεχνικά μέσα για την κυκλοφορία της πληροφορίας και την επικοινωνία. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να διαθέσει χρόνο και κόπο για την κατανόηση των συμβαινόντων και να παραμερίσει τα ιδιοτελή συμφέροντά του, για να στηρίξει τους κατάλληλους εκπροσώπους του.
Με τέτοια όμως αδράνεια και αδιαφορία δεν είναι να απορεί κανείς που υπάρχει τόση κραυγαλέα έλλειψη αληθινών εκπροσώπων της λαϊκής βούλησης – γιατί δεν υπάρχει καν λαϊκή βούληση, παρά μια επιθυμία καλοπέρασης.
3. Ανικανότητα να διακρίνει τη σωστή από τη λανθασμένη πληροφορία
Αυτό δεν ισχύει για τον μέσο άνθρωπο, τουλάχιστον της δύσης, απλώς δεν θέλει να διαθέσει τον χρόνο του και να διαταράξει τον εφησυχασμό του με τέτοιες μέριμνες, οι οποίες κανονικά αρμόζουν στον αληθινά ενεργό πολίτη. Εκτός και αν σοβαρά θεωρεί κανείς ενεργό τον πολίτη που κάθε τέσσερα χρόνια ψηφίζει, εναποθέτοντας τυφλά στα χέρια αμφίβολων πολιτικών την ατομική και εθνική τύχη. Βέβαια, το σωστό από το λάθος μπορούν να ξεχωρίσουν μόνον εάν κανείς είναι διατεθειμένος να παραμερίσει τις προκαταλήψεις, τα συμφέροντα που εμποδίζουν την κατανόηση και την έλλειψη οράματος που φυλακίζει τον άνθρωπο στον στενό ιδιοτελή του κύκλο.
Σπανίως η ανικανότητα είναι η αληθινή αιτία της κοινωνικής σήψης. Το σύνηθες αίτιο είναι η έλλειψη βούλησης ή η αντίθετη βούληση, που μπορεί να εκφράζεται ως ηθελημένη άγνοια και αδυναμία. Αυτό όμως δεν καθιστά ουτοπία τη λύση, αλλά αποτελεί ευθέως μία επιλογή για την οποία ο άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος. Και, επειδή όλοι έχουν την ίδια τάση ιδιοτελούς αδράνειας, μπορεί εύκολα να δείξει κανείς ένα αληθινά μεγάλο πλήθος ανθρώπων που δεν κάνουν καμμία προσπάθεια για βελτίωση και να το θεωρήσει ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ατομική του προσπάθεια.
Αλλά η ατομική προσπάθεια κατανόησης του κόσμου και βελτίωσης του εαυτού δεν μπορεί να εμποδίζεται από τη γενική αδράνεια. Το πλήθος ατομικών προσπαθειών θα διευκόλυνε ξαφνικά και την κοινωνική βελτίωση, γιατί η πληθικότητα έχει μεγάλη δύναμη. Όμως μέσα σε μια μαζική άγνοια, ηθελημένη κυρίως, τίποτε δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει προς το καλύτερο.
Η κοινωνική βελτίωση, λοιπόν, δεν είναι ουτοπία, αλλά η άρνηση της ευθύνης για τη βελτίωση αυτή είναι σαφέστατα ηθελημένη επιλογή τρόπου ζωής. Δεν είναι ότι δεν μπορεί αλλά ότι δεν θέλει να κάνει την προσπάθεια, αν και δεν το ομολογεί, γιατί προτιμάει τον εφησυχασμό αντί της λειτουργίας της συνείδησης. Θα επιθυμούσε να ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά όχι και να πληρώσει τέτοιο τίμημα!
Γι αυτό είναι ανεπίτρεπτο να αποκαλούμε “ουτοπία” οποιαδήποτε προσπάθεια για σκέψη και επιλογή έξω από τα συνηθισμένα. Θα ήταν ακριβέστερο αν χρησιμοποιούσε κανείς τη λέξη “επιλεγμένος θάνατος” για μια τέτοια ζωή εφησυχασμού, αντί να αποκαλεί “ουτοπία” ο,τιδήποτε είναι απλά φυσιολογικό και αρμόζον στον μέσο άνθρωπο.
Φυσικά, υπάρχει και μια άλλη λειτουργία της ουτοπίας. Είναι η χρήση που της κάνουν ορισμένοι λεγόμενοι “ιδεαλιστές”, που συλλαμβάνουν ένα όραμα του μέλλοντος μακρινό και προσπαθούν να το περιγράψουν με λεπτομέρειες στο παρόν (ενώ οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για τέτοια σύλληψη λεπτομερειών) και να το εφαρμόσουν σε έναν κόσμο ολότελα ακατάλληλο. Τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το όραμα μιας αδελφωμένης ανθρωπότητας. Αυτό είναι ουτοπικό για το παρόν.
Μερικές φορές εκφράζει ένα είδος εγωισμού, γιατί υπάρχει μία βιασύνη να αρπάξει κανείς μία ιδέα ως δικό του δημιούργημα και να δει τα αποτελέσματα της δράσης του. Άλλοτε αποτελεί την κορύφωση των καλύτερων οραμάτων της ζωής στην οποία προσκολλάται κανείς συναισθηματικά.
Συνήθως, τέτοια οράματα πρέπει να παραμείνουν ως οδοδείκτες για το μέλλον που πρέπει να υπαγορεύουν σταδιακά βήματα προς συνεργασία και υπευθυνότητα. Αλλά οι ίδιοι οι ιδεαλιστές φοβούνται συχνά μια τέτοια αναμονή, γιατί τη θεωρούν υπαναχώρηση από την καθαρότητα της ιδέας, πράγμα που αποτελεί επίσης μία πνευματική φιλοδοξία, γιατί τόσο η καθαρότητα όσο και η εφαρμογή είναι προς το παρόν ανέφικτες.
Έτσι, βλέπουμε αντίθετες λειτουργίες της έννοιας της ουτοπίας: Στη μία χρησιμοποιείται ως δικαιολογία, για να αποφύγει κανείς να πράξει το εφικτό για λόγους ιδιοτέλειας, και στην άλλη, για να δώσει την ψευδαίσθηση του εφικτού στο ανέφικτο για λόγους φιλοδοξίας.
Η ουτοπία υπό την παραπάνω έννοια της υπόμνησης μιας μακρινής δυνατότητας προς την οποία πρέπει να τείνουμε σταδιακά είναι αναγκαία και χρήσιμη, γιατί εξοικειώνει τους ανθρώπους με νεότερες ιδέες και αναδυόμενες ανάγκες και τους προετοιμάζει με τον πρέποντα τρόπο.
Αρκεί να μην περιπέσει κανείς στο ατόπημα να θεωρεί μακρινό το ήδη εφικτό προκαλώντας έτσι οπισθοχώρηση στο παρελθόν ή, αντιθέτως, εφικτό το ανέφικτο προκαλώντας έτσι καταστροφή, χάος και απαξίωση των μεγάλων ιδεών λόγω της πρόωρης και ανώριμης εφαρμογής τους. Σε έναν κόσμο όπου η σκέψη αναπτύσσεται με τέτοια ταχύτητα η ανάγκη για λεπτότερες διακρίσεις των εννοιών προβάλλει πιο αναγκαία από ποτέ και αποτελεί ευθύνη για όλους.

Εμμανουήλ Ρουμελιώτης

Εφημερίδα "ΔΙΨΩ" ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Δ Ι Ψ Ω

Από την Ελληνορθόδοξη Κοινωνία Προσώπων «ΔΙΨΩ»


Ιούλιος 2017

Διαβάστε  ΕΔΩ ολόκληρη την εφημερίδα "ΔΙΨΩ"

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Η σκέψη είναι δύσκολη, γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.


Δεν θα βρεις εύκολα άνθρωπο να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Για αυτό και ξεχωρίζει. Τον καταλαβαίνεις από χιλιόμετρα. Δεν έχει κανενός είδους κόμπλεξ, τα έχει βρει με το «εγώ» του. Χαμογελάει αβίαστα και ξέρει να λέει όχι. Είναι ευγενικός, χωρίς να θέλει να είναι αρεστός σε όλους. Μπορεί να μείνει μόνος του, δεν φοβάται την μοναχικότητα. Διαφέρει επίσης από την ανωτερότητα στον λόγο. Όχι τόσο στον τρόπο χειρισμού, όσο στην ποιότητα αυτού. Δεν θα τον ακούσεις ποτέ να κακολογεί κάποιον, να τον κρίνει, να μιλάει πίσω από την πλάτη του. Το πιο πιθανό είναι πως αν νιώσει την ανάγκη να πει κάτι για κάποιον, θα το πει στον ίδιο. Αν και τις περισσότερες φορές είναι τόσο απασχολημένος με άλλα πράγματα, για να ασχοληθεί τις αδυναμίες των άλλων. Ως επί το πλείστον δεν τον απασχολούν.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν προσωπικότητες που λαμποκοπάνε. Για αυτό σου λέω πως δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι. Ίσως να διαβάζουν πολλά βιβλία ή ίσως να ταξιδεύουν πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανείς δεν μπορεί να τους χαλάσει την ημέρα, επειδή οι ίδιοι δεν το επιτρέπουν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει να σκέφτονται. Να λειτουργούν το μυαλό και όχι απλά να το διαθέτουν. Η σκέψη είναι δύσκολη άλλωστε, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Υπάρχουν και οι άλλοι. Οι κριτές. Εκείνοι που δεν θέλεις να συναντήσεις στο διάβα σου. Εκείνοι που πάντα έχουν έναν κακό λόγο για κάποιον, εκείνοι που κρίνουν τις ζωές των άλλων (τις περισσότερες φορές, χωρίς να ξέρουν). Δεν υπάρχει κάποια δικαιολογία στην συμπεριφορά τους και όμως, είναι μια από τις πιο αποδεκτές συμπεριφορές της κοινωνίας. Το να κρίνεις τους άλλους έχει γίνει μάλιστα μόδα. Είναι το πρώτο πράγμα που κάνουν οι κυρίες στις γειτονιές, οι φίλοι όταν βγουν για καφέ, τα περιοδικά, οι τηλεοράσεις και όχι μόνο. Ο μιμητισμός στα χειρότερά του. Ο άνθρωπος μαθαίνει από την κούνια του, πως είναι ευκολότερο να κρίνει παρά να σκεφτεί. Οπότε αυτό κάνει.

Το εύκολο δεν είναι πάντα και το ενάρετο. Κάποια στιγμή όλοι υποπίπτουμε σε λάθη. Το θέμα είναι πόσο επιτρέπουμε σε αυτά να μας ελέγχουν και πόσο τελικά ελέγχουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Δεν είναι ωραία η ιδέα να είμαστε υποχείρια του κακού μας εαυτού. Αν είναι να είμαστε υποχείρια κάποιου, ας είμαστε του καλού μας εαυτού.

Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αντιστέκονται στο επιβαλλόμενο τόσο η σκέψη θα νικά.
Όσο οι άνθρωποι καταφέρνουν να αποφεύγουν να κρίνουν τους άλλους, τόσο θα φτάνουν πιο κοντά στους ολοκληρωμένους εαυτούς.

Στο ξαναλέω η σκέψη είναι δύσκολη, για αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι κρίνουν.

Εσύ τι κάνεις;

Εμμανουήλ Ρουμελιώτης

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Εβδομαδιαίο  Φυλλάδιο 
«Για τους Γονείς της Ενορίας»
Ιερός Ναός Γενέσιον Τιμίου Προδρόμου Παραλίας Πατρών




Πατήστε πάνω στις φωτογραφίες για να διαβάσετε τα κείμενα.

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Θέλω να μάθω λίγα μουσικά, αλλά...


Στην ίδια Σκήτη της Αγίας Άννας, ό Μοναχός Προκόπιος από την Καλύβα «Είσόδια της Θεοτόκου» είχε μεγάλη επιθυμία να μάθει μουσικά, για να δοξολογεί κι αυτός το Θεό, όπως και οι άλλοι αδελφοί.
Επειδή όμως ήταν λίγο παράφωνος αποφεύγανε οι Πατέρες να τον μάθουν μουσικά.
Ό αδελφός Προκόπιος είχε χάρισμα από το Θεό λάβει να λέει ακατάπαυστα την ευχή το «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλό» και στο αριστερό του χέρι κρατούσε πάντα το κομβοσχοίνι, το όποιο δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Μια μέρα, ήταν πολύ λυπημένος, πού δεν μπορούσε να βρει κανένα για να τον μάθει μουσική και συλλογιζόμενος αυτό το πράγμα, από την πολύ του λύπη, είχε σταματήσει να λέει την ευχή.
Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του ένας σεβάσμιος, αλλά άγνωστος σ' αυτόν γέροντας ό όποιος του είπε: «Αδελφέ Προκόπιε, τι έχεις κι είσαι τόσο λυπημένος; τι σε απασχολεί; Ό Προκόπιος του απάντησε: «τι να έχω γέροντα, να, θέλω κι εγώ να μάθω λίγα μουσικά και δε βρίσκεται κανένας να με μάθει, γιατί μου λένε πώς είμαι λίγο φάλτσος».
Ό ασπρογένης γέροντας τότε του είπε: «Γι' αυτό κάθεσαι και στενοχωριέσαι καημένε, εγώ θα σε μάθω μουσικά και θα σε κάνω να γίνεις ό καλύτερος ψάλτης του Αγίου Όρους, θα κελαηδάς σαν το καλύτερο αηδόνι, αλλά θέλω κι εσύ να μου κάνεις μια χάρι».
«Δηλαδή τι ζητάς από μένα, του είπε ό Προκόπιος, θέλεις να σε πληρώσω; Εγώ ότι θέλεις θα σου δώσω!».
Τότε ό ασπρογένης του είπε: «Ή πληρωμή ή δική μου είναι να πετάξεις από τα χέρια σου αυτό πού λέτε κομποσχοίνι και να πάψεις να λες αυτό πού λέτε ευχή και θα σε μάθω 'γώ, ότι θέλεις».
Ό Μοναχός Προκόπιος άμα άκουσε αυτά κατάλαβε πώς ό φαινόμενος δεν ήταν Μοναχός, άλλα ό παμπόνηρος Δαίμονας, πού ήθελε νά τον κάνει να σταματήσει την προσευχή, και αμέσως έκαμε το σταυρό του και είπε: «Υπάγε οπίσω μου Σατανά παμπόνηρε, δε μου χρειάζονται τα μουσικά σου και οι πονηρές και οι καλοσύνες σου» κι ό Δαίμονας έγινε άφαντος.
Άπ' αυτό μαθαίναμε πόσο ό Διάβολος φοβάται το κομβοσχοίνι, για το οποίο καλά λένε οι Πατέρες ότι είναι το όπλο του χριστιανού κατά του Διαβόλου και την ευχή, ή οποία καίει τον Δαίμονα.
Ενώ τους ψάλτες δεν τους φοβάται τόσο και δεν τους υπολογίζει, γιατί, εύκολα με το ψάλσιμο αφαιρούνται από την προσευχή και πέφτουν στον εγωισμό και την υπερηφάνεια!


* Από το βιβλίο "Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγίας"

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Το χρήμα τα νικά όλα, μα...


Το χρήμα τα νικά όλα μα δεν νικά τη μοναξιά, δεν έχει όπλα να παλέψει απέναντι σε μια ζεστή συντροφιά και να την παγώσει
Το χρήμα όλα τα νικά μα δεν τολμά να αγγίξει την αγάπη δεν έχει τρόπο να σταθεί πλάι σε μια σφιχτή αγκαλιά κι ας αδημονεί να την σπάσει σε κομμάτια.
Το χρήμα όλα τα νικά μα δεν μπορεί να γκρεμίσει τα τείχη της αλήθειας μόνο να τα βάψει με άλλο χρώμα μα η αλήθεια κάποια στιγμή με τον καιρό που θα ξεφτίσει το χρώμα του θα είναι εκεί πάντα έτοιμη να μιλήσει την ιστορία της.
Το χρήμα τα νικά όλα μα κιοτεύει στη λάμψη του ήλιου κάθε πρωί που κανένας χρόνος δεν τη θαμπώνει, κρύβεται στην ευωδιά των λουλουδιών γιατί το χρήμα άρωμα δεν έχει ούτε και θα μπορέσει να αποκτήσει ποτέ!
Το χρήμα τα νικά όλα μα φοβάται την πείνα, την αφήνει να κατατρώει τις σάρκες όσων τους κυριεύει όσων τους θέτει τους κανόνες στην πολιορκημένη τους ψυχή. Και σέρνεται το χρήμα κι αγωνιά μήπως τελειώσει μήπως κάποιος το κλέψει και δίχως αυτό ζωή γι’ αυτούς που το υπηρετούν δεν υπάρχει! Και η πείνα δυναμώνει να φάνε κι άλλο κι άλλο κι από όπου μπορούν, δεν υπάρχει τίποτα γιαυτούς ούτε οικογένεια ούτε φίλοι, αξίες, τίποτα.
Το χρήμα τα νικά όλα μου λες εσύ που μου ζητάς να παλέψω γιαυτό. Εσύ που μου λες πως αν δεν το προσφέρω στους δικούς μου ανθρώπους θα μετανιώσω που θα μείνουν δίχως τίποτα και θα κατηγορηθώ από εκείνους.
Δίχως τίποτα, αλήθεια; Μπήκες στην καρδιά μου και δεν βρήκες τίποτα, άνοιξες την αγκαλιά μου και τη βρήκες άδεια, σε άγγιξε το φιλί μου και δεν σε αλάφρωσε, είδες την ψυχή μου και δεν εμπιστεύτηκες; Δίχως τίποτα, λες;
Πόσο χρόνο σπατάλησα με τα μπρος πίσω μου και τα μήπως έχεις δίκιο μήπως δίχως χρήμα δεν έχω τίποτα να δώσω!
Πόσο πολύ πιέστηκα για να το φέρω κοντά μου γιατί όποιος δεν έχει το χρήμα φίλο δεν μπορεί να παίξει το παιχνίδι του πόσο μάλλον όταν δεν είναι για εκείνον η παρτίδα.
Ως εδώ τα κατάφερες, το τελειώνω εδώ, η μάχη αυτή δεν είναι δική μου! Παίρνω το τίποτα καρδιάς μου, το τίποτα της αγκαλιάς μου, το τίποτα του φιλιού μου, το τίποτα της ψυχής μου κι αποχωρώ.
Η αγάπη δεν αγοράζεται με κανένα χρήμα, η αγάπη δεν γονατίζει σε κανένα βωμό, η αγάπη δεν ξεπουλιέται με κανένα τούβλο παραπάνω και με καμμία δεσμίδα χάρτινης απατηλής ευτυχίας!
Πορεύσου στην δική σου γαλήνη, κράτα τις δικές σου αξίες, συνέχισε τον δικό σου δρόμο εσύ κι όλοι όσοι επιλέγετε να νικάτε με το χρήμα! Αυτός είναι ο δικός σας δρόμος, αυτό είναι το δικό σας «τα πάντα» εγώ κρατώ το δικό μου «τίποτα» και συνεχίζω ήρεμη το δικό μου δρόμο.
Σε ένα τέλος της διαδρομής θα φτάσουμε όλοι, με μια τελευταία αναπνοή θα αποχαιρετίσουμε όλοι!

Κάποιοι θα πουν αντίο κλαίγοντας αγκαλιασμένοι και κάποιοι θα μείνουν σιωπηλοί και μόνοι κλαίγοντας που το χρήμα τους δεν άνοιξε ποτέ την ψυχή του στην αγάπη…

Εμμανουήλ Ρουμελιώτης

Βιασθείτε παιδάκια μου...


Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Γιατί χρειάζεται να κάνουμε βαθύτερες και πιο ουσιαστικές συζητήσεις;


Μπαίνετε στο ασανσέρ με έναν συνάδελφό σας. Καθώς κατεβαίνετε, η σιωπή ανάμεσά σας γίνεται όλο και πιο άβολη. Ξαφνικά, ο συνάδελφός σας πετάει: «Είναι τόσο κρίμα που είμαστε κλεισμένοι σε ένα γραφείο μια τόσο όμορφη μέρα σαν αυτή! Εσείς μουρμουράτε: «Ναι, όντως». Ως εσωστρεφές άτομο, απεχθάνεστε την ψιλοκουβέντα· νιώθετε σαν ο εγκέφαλός σας να μην είναι κυριολεκτικά προγραμματισμένος γι’ αυτή.
Οι εσωστρεφείς άνθρωποι προτιμούν τις βαθύτερες συζητήσεις. Θέλουμε να μάθουμε τι πραγματικά συμβαίνει στο μυαλό σας ή να μιλήσουμε για κάτι ενδιαφέρον που διαβάσατε, ακούσατε ή είδατε, ανάμεσα σε άλλα ουσιαστικά θέματα. Και αποδεικνύεται ότι η βαθιά συζήτηση είναι πραγματικά καλή για εμάς, είτε είστε εσωστρεφείς, είτε εξωστρεφείς ή τίποτα από τα δύο.
Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι κάνουν πιο ουσιαστικές συζητήσεις
Ο ψυχολόγος Matthias Mehl και η ομάδα του αποφάσισαν να μελετήσουν τη σχέση ευτυχίας και βαθιάς συζήτησης. Η έρευνά του, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science, περιελάμβανε φοιτητές που φόρεσαν μια ηλεκτρονική συσκευή ηχογράφησης με ένα μικρόφωνο στον γιακά τους και η οποία κατέγραφε αποσπάσματα των 30 δευτερολέπτων από συζητήσεις κάθε 12.5 λεπτά για τέσσερις μέρες. Και το εγχείρημα πέτυχε, διότι δημιουργήθηκαν «ημερολόγια» συζητήσεων για τον κάθε συμμετέχοντα.
Ύστερα, οι ερευνητές τις κατηγοριοποίησαν ως είτε ψιλοκουβέντες (για τον καιρό, για μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή κλπ.), είτε ως πιο ουσιαστικές συζητήσεις (για φιλοσοφία, για πρόσφατες σοβαρές εξελίξεις κλπ.). Οι ερευνητές ήταν προσεκτικοί, ώστε να μην κατηγοριοποιήσουν αυτόματα συγκεκριμένα θέματα με έναν ορισμένο τρόπο- αν ας πούμε οι ομιλητές ανέλυαν τους χαρακτήρες και τα κίνητρά τους από μια τηλεοπτική σειρά, τότε η συζήτηση θεωρούταν ουσιαστική.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι περίπου το ένα τρίτο των συζητήσεων που έκαναν οι φοιτητές ήταν ουσιαστικό, ενώ το ένα πέμπτο συνίστατο από ψιλοκουβέντα. Κάποιες συζητήσεις δεν ταίριαζαν ακριβώς σε καμία κατηγορία, όπως εκείνες που εστίαζαν σε πρακτικά θέματα, όπως το ποιος θα έβγαζε έξω τα σκουπίδια.
Κάτι άλλο που ερευνήθηκε ήταν το πόσο ευτυχισμένοι ένιωθαν οι συμμετέχοντες, αντλώντας δεδομένα από αναφορές όσον αφορά στην ικανοποίηση που έδειχναν ότι είχαν οι φοιτητές από τη ζωή τους (μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου), όπως επίσης και από πληροφορίες που λάμβαναν από τον περίγυρό τους.
Τα αποτελέσματα; Ο Mehl και η ομάδα του κατέληξαν στο ότι το πιο ευτυχισμένο άτομο στη μελέτη είχε διπλάσιες ουσιαστικές συζητήσεις και μόνο το ένα τρίτο του συνόλου ήταν ψιλοκουβέντα, σε σχέση με το μη ευτυχισμένο άτομο. Σχεδόν κάθε άλλη συζήτηση που έκανε ο ευτυχισμένος συμμετέχων- περίπου το 46% των συζητήσεων της ημέρας- ήταν ουσιαστική. Όσον αφορά στα μη ευτυχισμένα άτομα, μόνο το 22% των συζητήσεών τους ήταν ουσιαστικό.
Η ψιλοκουβέντα ισούται με την έλλειψη ευτυχίας; Ας αναγνωρίσουμε εδώ για λίγο την ομάδα των εσωστρεφών, οι οποίοι το γνώριζαν αυτό καιρό πριν!
Γιατί όμως η ευτυχία συνδέεται με την βαθύτερη συζήτηση;
Εδώ χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, επειδή δεν είναι ξεκάθαρο το αν οι άνθρωποι νιώθουν πιο ευτυχισμένοι, επειδή κάνουν ουσιαστικές συζητήσεις, ή αν οι ήδη ευτυχισμένοι άνθρωποι επιλέγουν συνειδητά τις βαθύτερες αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι σαφές: η ευτυχία και οι ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις πάνε μαζί.
Ο Mehl, σε μια συνέντευξή του στους New York Times, συζήτησε τους λόγους που εκείνος νομίζει ότι οι βαθύτερες συζητήσεις συνδέονται με την ευτυχία. Αρχικά, οι άνθρωποι έχουν την εγγενή τάση να δημιουργούν νόημα στη ζωή τους και οι ουσιαστικές συζητήσεις μας βοηθούν σε αυτό, δήλωσε. Επιπλέον, τα ανθρώπινα όντα -εσωστρεφή ή εξωστρεφή- είμαστε κοινωνικά όντα που έχουμε μια αληθινή ανάγκη να συνδεθούμε με τους άλλους. Οι βαθύτερες συζητήσεις δημιουργούν δεσμούς, ενώ η ψιλοκουβέντα του δρόμου όχι.
Πώς να κάνετε πιο ουσιαστικές συζητήσεις
Δεν θα απαλείψετε ποτέ εντελώς την ψιλοκουβέντα, καθώς αυτή υπάρχει για διάφορους σημαντικούς λόγους: Για παράδειγμα, βοηθά δύο ανθρώπους να σπάσουν τον πάγο. Στο σενάριο του ασανσέρ, αν ο συνάδελφός σας ρωτούσε για τα βαθύτερα μυστικά ή τις βαθύτερες επιθυμίες σας, μάλλον θα νιώθατε ότι προχώρησε πολύ γρήγορα.
Παρομοίως, η ψιλοκουβέντα μας βοηθά να σκεφτούμε άλλα πιο ενδιαφέροντα θέματα για να αναλύσουμε μετά. Αν για παράδειγμα εσείς επιλέγατε να απαντήσετε στον συνάδελφο διαφορετικά, όπως «Σίγουρα είναι κρίμα να είμαστε κλεισμένοι μέσα! Εύχομαι να ήμουν τώρα στην αυλή μου και να προσπαθούσα να πετάξω το νέο μου drone», o συνομιλητής σας μάλλον θα είχε και αρκετές άλλες ερωτήσεις να σας κάνει.
Και πάλι όμως, μπορείτε να μειώσετε αρκετά την ψιλοκουβέντα και να αυξήσετε τις βαθύτερες συζητήσεις. Να κάποιες ερωτήσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτό:
Αντί να πείτε…
• «Πώς είσαι;»
• «Πώς πέρασες το σαββατοκύριακο σου;»
• «Πού μεγάλωσες;»
• «Ποιο είναι το επάγγελμά σου;»
Προσπαθήστε να ρωτάτε…
• «Ποια είναι η ιστορία σου;»
• «Ποια ήταν η καλύτερη σου στιγμή αυτό το σαββατοκύριακο;»
• «Πες μου κάτι ενδιαφέρον για τον τόπο που μεγάλωσες»
• «Τι σε τράβηξε σε αυτό το επάγγελμα;»

Εμμανουήλ Ρουμελιώτης