Όταν ο Άγιος Παΐσιος ασκήτευε στο κελί του Τιμίου Σταυρού της μονής Ιβήρων
οι μοναχοί του είπαν ότι ένας προσκυνητής τον περίμενε πολλές ώρες, αφού δεν χτυπούσε το καμπανάκι για
να μην τον ενοχλήσει.
Βλέποντας ο όσιος ότι είχε μια λάμψη στο πρόσωπό
του τον έβαλε να διηγηθεί την ιστορία του.
Ήταν φτωχός αχθοφόρος
στον Πειραιά και επειδή είχε ορφανέψει από μικρός αγαπούσε πολύ τον πεθερό του,
που όμως ήταν πολύ βλάσφημος και παρά τις παρακλήσεις του δεν μπορούσε να κόψει αυτό το
πάθος. Μία μέρα γυρίζοντας από την κοπιαστική εργασία του τον βρήκε πεθαμένο και με πολλή ανησυχία για την ψυχή του παρακάλεσε τον Θεό να τον αναστήσει για να μετανοήσει.
Κι τι μεγάλο θαύμα! Ο νεκρός αναστήθηκε και έζησε άλλα
πέντε χρόνια με μετάνοια.
Πάτερ μου, είπε,
στο τέλος ο αχθοφόρος ποιος ήμουν εγώ;
Το μόνο που
θέλω στη ζωή μου είναι
να ευχαριστώ τον Θεό για το καλό
που μου έκαμε.
Ο όσιος Παΐσιος
πολύ ωφελήθηκε από την απλότητα και μεγάλη
ταπείνωση αυτού του αχθοφόρου που ούτε καν του περνούσε η σκέψη ότι χάρη στον ίδιο είχε αναστηθεί ένας νεκρός.
(Βίος Αγίου
Παϊσίου Αγιορείτου της
μονής Σουρωτής σ.267)