Θέλω να σας διηγηθώ μια πολύ παλιά ιστορία για τον άνθρωπο που δεν
πίστευε στην αγάπη. Ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος σαν εμάς, αλλά αυτό που τον
έκανε ξεχωριστό ήταν ο τρόπος σκέψης του: θεωρούσε ότι δεν υπάρχει αγάπη.
Φυσικά, είχε προσπαθήσει πολύ να τη βρει και είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία
παρατηρώντας τους γύρω του. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του
αναζητώντας την αγάπη, για να διαπιστώσει, τελικά, ότι δεν υπάρχει.
Όπου κι αν πήγαινε, λοιπόν, έλεγε σε όλους ότι η αγάπη δεν είναι
παρά μια επινόηση των ποιητών, μια εφεύρεση των θρησκειών για να χειραγωγούν τα
αδύναμα μυαλά των ανθρώπων, να τους ελέγχουν και να τους κάνουν να πιστεύουν.
Έλεγε ότι η αγάπη δεν είναι αληθινή και ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τη βρει
όσο κι αν την αναζητούσε.
Ήταν πολύ ευφυής και πολύ πειστικός. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία,
είχε πάει στα καλύτερα πανεπιστήμια και είχε γίνει καταξιωμένος ακαδημαϊκός.
Μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε βήμα, μπροστά σε οποιοδήποτε ακροατήριο και
να το καταπλήξει με τη δύναμη της λογικής του. Έλεγε ότι η αγάπη είναι σαν
ναρκωτικό. Προκαλεί μεγάλη ευφορία, αλλά δημιουργεί και έντονη εξάρτηση.
Μπορείτε να εθιστείτε στην αγάπη και τότε τι θα συμβεί αν δεν πάρετε την
καθημερινή σας δόση; Όπως και με τα ναρκωτικά, έχετε ανάγκη τη δόση σας.
Έλεγε ότι οι περισσότερες σχέσεις μεταξύ εραστών είναι σαν τις
σχέσεις μεταξύ του ναρκομανούς και του ντίλερ. Όποιος έχει μεγαλύτερη ανάγκη
είναι σαν τον ναρκομανή κι όποιος έχει μικρότερη σαν τον ντίλερ. Αυτός που έχει
τη μικρότερη ανάγκη ελέγχει τη σχέση. Η δυναμική αυτή είναι εμφανής, γιατί,
συνήθως, σε κάθε σχέση υπάρχει αυτός που αγαπάει τον άλλο πολύ, και εκείνος που
δεν αγαπάει, που μόνο εκμεταλλεύεται αυτόν που του δίνει την καρδιά του.
Βλέπετε τον τρόπο που χειραγωγεί ο ένας τον άλλο, τις ενέργειες και τις
αντιδράσεις τους, είναι όντως σαν τον ντίλερ και τον ναρκομανή.
Ο ναρκομανής, αυτός με τη μεγαλύτερη ανάγκη, ζει συνεχώς με το
φόβο ότι ίσως δεν καταφέρει να πάρει την επόμενη δόση αγάπης. Έτσι, σκέφτεται:
«Τι θα κάνω αν με αφήσει;» Αυτός ο φόβος κάνει τον εθισμένο πολύ κτητικό. «Αυτό
είναι δικό μου!» Γίνεται ζηλιάρης και απαιτητικός, επειδή φοβάται ότι δεν θα
πάρει την επόμενη δόση του. Ο ντίλερ μπορεί να ελέγξει και να χειραγωγήσει
αυτόν που έχει ανάγκη το ναρκωτικό δίνοντάς του περισσότερες, λιγότερες ή και
καθόλου δόσεις. Όποιος έχει μεγαλύτερη ανάγκη υποτάσσεται εντελώς και θα κάνει
ό,τι χρειαστεί για να μην τον εγκαταλείψει ο άλλος.
Επιστρέφοντας στην ιστορία μας, ο άνθρωπος εξήγησε σε όλους γιατί
δεν υπάρχει αγάπη. «Αυτό που αποκαλούν “αγάπη” δεν είναι τίποτα παραπάνω από
μια σχέση φόβου που βασίζεται στον έλεγχο του άλλου. Πού είναι ο σεβασμός; Πού
είναι η αγάπη που λένε ότι αισθάνονται για τον άλλο; Δεν υπάρχει αγάπη. Τα
νεαρά ζευγάρια, μπροστά σε αναπαραστάσεις του Θεού, μπροστά στις οικογένειες
και τους φίλους τους, ανταλλάσσουν πολλές υποσχέσεις: να ζήσουν μαζί για πάντα,
να αγαπούν και να σέβονται ο ένας τον άλλο, να βρίσκονται δίπλα ο ένας στον
άλλο στα καλά και στα κακά.
Λένε ότι θα αγαπούν και θα εκτιμούν τον άλλο και δίνουν ένα σωρό
τέτοιες υποσχέσεις. Το εκπληκτικό είναι ότι τις πιστεύουν πραγματικά. Όμως,
μετά τον γάμο – μετά από μια βδομάδα ή έναν μήνα – βλέπουμε ότι δεν κρατούν
καμία από τις υποσχέσεις τους. Αυτό που βλέπουμε είναι μια συνεχή μάχη για το
ποιος θα αποκτήσει τον έλεγχο, για το ποιος θα χειραγωγήσει τον άλλο. Ποιος θα
είναι ο ντίλερ και ποιος ο εθισμένος;
Μετά από μερικούς μήνες βλέπουμε ότι ο σεβασμός που ορκίστηκαν να
έχουν για τον άλλο έχει εξαφανιστεί. Βλέπετε τη δυσαρέσκεια, το συναισθηματικό
δηλητήριο, πώς πληγώνει ο ένας τον άλλο λίγο λίγο, και τα πράγματα
χειροτερεύουν συνεχώς, μέχρι που η αγάπη χάνεται χωρίς να το καταλάβουν. Μένουν
μαζί επειδή φοβούνται να μείνουν μόνοι, επειδή φοβούνται τις κρίσεις και τις
γνώμες των άλλων, αλλά και τις δικές τους. Όμως, πού είναι η αγάπη;»
Υποστήριζε ότι είδε πολλά ηλικιωμένα ζευγάρια που είχαν ζήσει μαζί
τριάντα, σαράντα και πενήντα χρόνια, και ήταν περήφανοι γι’ αυτό. Αλλ’ όταν
μιλούσαν για τη σχέση τους, έλεγαν: «Επιζήσαμε του γάμου μας». Αυτό σημαίνει
ότι ο ένας παραδόθηκε στον άλλο. Κάποια στιγμή, εκείνη του παραδόθηκε και
αποφάσισε να υπομείνει τον πόνο. Εκείνος με την ισχυρότερη θέληση και τη
μικρότερη ανάγκη κέρδισε τον πόλεμο. Πού είναι, όμως, η φλόγα που αποκαλούν
αγάπη; Συμπεριφέρονται στον άλλο σαν να ήταν κτήμα τους: «Είναι δική μου».
«Είναι δικός μου».
Ο σοφός άντρας συνέχισε να απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους
πίστευε ότι η αγάπη δεν υπάρχει και είπε: «Τα έχω ζήσει όλα αυτά. Δεν θα αφήσω
πια κανένα να χειραγωγήσει το νου μου και να ελέγξει τη ζωή μου στο όνομα της
αγάπης». Τα επιχειρήματά του ήταν αρκετά λογικά και τα λόγια του έπεισαν
πολλούς. Δεν υπάρχει αγάπη.
Τότε, μια μέρα, καθώς περπατούσε στο πάρκο, είδε μια πανέμορφη
γυναίκα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κλαίει. Ένιωσε περιέργεια. Κάθισε
δίπλα της και ρώτησε αν μπορούσε να τη βοηθήσει. Τη ρώτησε γιατί έκλαιγε.
Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή του όταν του είπε ότι έκλαιγε επειδή δεν
υπάρχει αγάπη. Τότε είπε: «Εκπληκτικό –μια γυναίκα που δεν πιστεύει ότι υπάρχει
αγάπη!». Φυσικά, ήθελε να μάθει περισσότερα για κείνη.
«Γιατί λες ότι δεν υπάρχει αγάπη;» τη ρώτησε.
«Είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε εκείνη. «Παντρεύτηκα πολύ μικρή,
με όλη αυτή την αγάπη, όλες τις αυταπάτες, γεμάτη ελπίδα ότι θα μοιραζόμουν τη
ζωή μου με το σύντροφό μου. Ορκιστήκαμε ότι θα έχουμε πίστη, σεβασμό και
εκτίμηση, και κάναμε οικογένεια. Σύντομα, όμως, όλα άλλαξαν. Εγώ ήμουν η
αφοσιωμένη σύζυγος που φρόντιζε τα παιδιά και το σπίτι. Ο άντρας μου συνέχιζε
να προχωρά στην καριέρα του και η επιτυχία και η εικόνα του εκτός σπιτιού ήταν
για κείνον σημαντικότερα από την οικογένειά μας. Έχασε το σεβασμό που μου είχε
και εγώ το ίδιο. Πληγώσαμε ο ένας τον άλλο και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν
τον αγαπούσα και πως ούτε εκείνος με αγαπούσε.
Όμως, τα παιδιά χρειάζονταν έναν πατέρα και αυτή ήταν η
δικαιολογία που με έκανε να μείνω μαζί του και να κάνω ό,τι μπορούσα για να τον
στηρίξω. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφυγαν. Δεν έχω πια λόγο να μένω κοντά
του. Δεν υπάρχει σεβασμός και καλοσύνη. Ξέρω ότι ακόμη και αν βρω κάποιον άλλο,
θα είναι το ίδιο, γιατί δεν υπάρχει αγάπη. Δεν έχει νόημα να αναζητάς κάτι που
δεν υπάρχει. Γι’ αυτό κλαίω».
Καταλαβαίνοντάς την απόλυτα, την αγκάλιασε και της είπε: «Έχεις
δίκιο, δεν υπάρχει αγάπη. Την αναζητάμε, ανοίγουμε την καρδιά μας και γινόμαστε
ευάλωτοι, και το μόνο που βρίσκουμε είναι εγωισμός. Κι αυτό μας πληγώνει ακόμη
κι αν δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να πληγωθούμε. Δεν έχει σημασία πόσες σχέσεις
κάνουμε, το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά. Γιατί, λοιπόν, να αναζητάμε πια την
αγάπη;»
Έμοιαζαν τόσο που έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν μια υπέροχη
σχέση. Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και δεν κατέκρινε ποτέ ο ένας τον άλλο. Κάθε
δευτερόλεπτο που περνούσαν μαζί ήταν χαρούμενοι. Δεν υπήρχε φθόνος ή ζήλεια,
δεν υπήρχε έλεγχος και κτητικότητα. Η σχέση τους εξελισσόταν συνεχώς. Τους
άρεσε πολύ να κάνουν παρέα, γιατί όταν ήταν μαζί διασκέδαζαν πολύ. Όταν δεν
ήταν μαζί, έλειπε ο ένας στον άλλο.
Μια μέρα, ενώ εκείνος ταξίδευε, του ήρθε στο μυαλό η πιο παράλογη ιδέα.
Σκέφτηκε: «Χμ, ίσως αυτό που αισθάνομαι για εκείνη να είναι αγάπη. Όμως, είναι
τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι έχω νιώσει στο παρελθόν. Δεν είναι αυτό που
περιγράφουν οι ποιητές και οι θρησκείες, γιατί δεν είμαι υπεύθυνος για κείνη.
Δεν αποκομίζω κάτι από αυτή. Δεν έχω την ανάγκη να με φροντίζει. Δεν την
κατηγορώ για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω, ούτε της λέω τον πόνο μου. Περνάμε
υπέροχα μαζί και απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Σέβομαι τον τρόπο
που σκέφτεται και αυτό που αισθάνεται. Δεν με ντροπιάζει. Δεν με ενοχλεί
καθόλου. Δεν αισθάνομαι ζήλια όταν είναι με άλλους ανθρώπους, δεν τη φθονώ όταν
πετυχαίνει κάτι. Ίσως, τελικά, να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην είναι αυτό που
πιστεύει ο κόσμος».
Ανυπομονούσε να γυρίσει και να της μιλήσει, να της πει την
παράλογη ιδέα του. Με το που άρχισε να μιλάει, εκείνη του είπε: «Ξέρω ακριβώς
τι εννοείς. Σκέφτηκα κι εγώ το ίδιο καιρό τώρα, αλλά δεν ήθελα να σου πω
τίποτα, γιατί ξέρω ότι δεν πιστεύεις στην αγάπη. Ίσως να υπάρχει αγάπη, αλλά να
μην είναι αυτό που πιστεύαμε». Αποφάσισαν να γίνουν εραστές και να ζήσουν μαζί,
και ήταν θαυμάσια, γιατί τα πράγματα δεν άλλαξαν καθόλου. Συνέχισαν να σέβονται
και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο και η αγάπη τους αυξανόταν. Ακόμη και τα
απλούστερα πράγματα γέμιζαν την καρδιά τους αγάπη, γιατί ήταν τόσο
ευτυχισμένοι.
Η αγάπη του άντρα ήταν τόσο γεμάτη με την αγάπη που ένιωθε ώστε
κάποιο βράδυ έγινε ένα θαύμα. Κοιτούσε τα αστέρια και βρήκε το πιο όμορφο και η
αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη που αυτό άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό και
σύντομα το κρατούσε στα χέρια του. Ύστερα συνέβη κι άλλο θαύμα και η ψυχή του
έγινε ένα με το αστέρι. Ένιωθε τεράστια χαρά και ανυπομονούσε να πάει στη
γυναίκα και να της δώσει το αστέρι για να της αποδείξει την αγάπη του. Όταν της
πρόσφερε το αστέρι, εκείνη ένιωσε για μια στιγμή αμφιβολία. Η αγάπη ήταν τόση
που την τρόμαξε και, τότε, το αστέρι της έπεσε από τα χέρια και έγινε χίλια
κομμάτια.
Τώρα υπάρχει ένας ηλικιωμένος άντρας που περιφέρεται στον κόσμο
και πιστεύει πλέον ακράδαντα ότι δεν υπάρχει αγάπη και μια όμορφη ηλικιωμένη
γυναίκα που περιμένει τον άντρα της στο σπίτι κλαίγοντας για τον παράδεισο που
κάποτε είχε στα χέρια της και που, σε μια στιγμή αμφιβολίας, άφησε να της
φύγει.
Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που δεν πίστευε στην αγάπη.
Ποιος έκανε το λάθος; Θέλετε να μαντέψετε τι πήγε στραβά;
Το λάθος ήταν του άντρα που νόμισε ότι μπορούσε να δώσει την
ευτυχία του στη γυναίκα. Το αστέρι ήταν η ευτυχία του, και το λάθος του ήταν
ότι την εναπόθεσε στα χέρια της. Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ από έξω. Και οι δυο
ήταν χαρούμενοι λόγω της αγάπης που πήγαζε από μέσα τους. Όμως, με το που της
έδωσε την ευτυχία του, εκείνη έσπασε το αστέρι, γιατί δεν μπορούσε να είναι
υπεύθυνη για την ευτυχία του.
Όσο κι αν τον αγαπούσε, δεν μπορούσε να τον κάνει ποτέ
ευτυχισμένο, γιατί δεν ήξερε τι σκεφτόταν. Δεν μπορούσε να ξέρει τις προσδοκίες
του, γιατί δεν γνώριζε τα όνειρά του.
Αν πάρετε την ευτυχία σας και την εναποθέσετε στα χέρια του άλλου,
αργά ή γρήγορα, θα σπάσει. Αν δώσετε την ευτυχία σας σε κάποιον, υπάρχει πάντα
το ενδεχόμενο να σας τη στερήσει. Αν, λοιπόν, η ευτυχία προέρχεται μόνο από
μέσα σας και είναι αποτέλεσμα της αγάπης σας, αυτό σημαίνει ότι εσείς είστε
υπεύθυνοι για αυτή. Δεν μπορείτε να κάνετε υπεύθυνο κάποιον άλλο για τη δική
σας ευτυχία. Όταν, όμως, πηγαίνουμε στην εκκλησία να παντρευτούμε, το πρώτο
πράγμα που κάνουμε είναι να ανταλλάξουμε βέρες. Βάζουμε το αστέρι μας στα χέρια
του άλλου, περιμένοντας ότι θα κάνει ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Όσο κι αν
αγαπάτε κάποιον, δεν θα γίνετε ποτέ το άτομο που επιθυμεί.
Αυτό είναι το λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι εξαρχής.
Εναποθέτουμε την ευτυχία μας στον σύντροφό μας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό.
Δίνουμε όλες τις υποσχέσεις που δεν μπορούμε να κρατήσουμε και δημιουργούμε τις
συνθήκες της ίδιας μας της αποτυχίας.
Εμμανουήλ Ρουμελιώτης