ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΟΡΦΕΣ. ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΙ: π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΦΟΡΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΑΥΤΟΥ ΑΝΘΗ ΕΚ ΦΡΑΓΚΩΝ ΑΧΑΪΑΣ.
Ἐπιτακτική ἐσωτερική τῆς ψυχῆς ἀνάγκη παντός Ὀρθοδόξως σκεπτομένου καί ἀσφαλῶς ὀρθῶς πράττοντος Χριστιανοῦ, συνάμα δέ καί καθῆκον εἶναι τό νά προβάλλει τήν σύγχρονη ἁγιότητα τοῦ 20ου καί 21ου αἰώνα, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ ἀκένωτη ἐλπίδα σέ αὐτή τήν ἄνυδρη πνευματική ἔρημο, τό μέγα ἔλεος καί ἡ ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί μοναδικοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν πονεμένο, ταλαιπωρημένο καί ἐξανδραποδισμένο ἐκ τῆς κοινῆς πατρικῆς οὐσίας ἄνθρωπο τῆς σύγχρονης ἐποχῆς ἐκ τῶν κενοδόξων πατρώνων τοῦ πεπερασμένου τούτου αἰώνα.
Ἡ σύγχρονη ἁγιότητα εἶναι ἡ ἀπάντηση στίς νέες προκλήσεις τοῦ σημερινοῦ παγκόσμιου κοινωνικοῦ γίγνεσθαι. Εἶναι τό ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο ἀνά τούς αἰώνας, ὁ ὁδοδείκτης, ὁ φάρος ὁ ἀπάγων εἰς τόν εὔδιον λιμένα, καί ἡ ἐλπίδα γιά κάθε πιστό, ἡ ἀπάντηση σέ κάθε δύσπιστο, ἡ Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία στόν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἶναι ὁ στόχος κάθε Ὀρθοδόξου, εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεως κάθε ἀνθρώπου. Ἄν αὐτή δέν προβάλλεται, τότε ὄχι μόνον ἀγνοοῦμε τήν ἴδια μας τήν ζωή, ἀλλά στεροῦμε καί τήν ἀπαντοχή τοῦ κάθε κλυδωνιζομένου συνανθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, χρώματος, κοσμοθεωρίας καί θρησκεύματος, ὡς ἔφη ὁ θειότατος Ταρσεύς.
Ἀγνοοῦμε τόν Ἴδιον τόν Θεό καί τήν θεία πρόνοιά του, καί βεβαίως τήν προοπτική της ἡμετέρας ζωῆς ἀνά τήν αἰωνιότητα. Ἀποσιωπῶντες τά καινά πνευματικά κεφάλαια τῆς ἁγιοτόκου Ἐκκλησίας μας, εἶναι σάν νά περιφρονοῦμε τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία καί μοιραία τόν ἐπί γῆς ἁγιασμό μας, εἶναι σαν νά ἀπενεργοποιοῦμε τό καθ’ ὁμοίωσιν. Καί ὄντως αὐτή ἡ ἀποσιώπηση τῆς σύγχρονης ἁγιότητας εἶναι ἡ βάση τῆς ἁμαρτίας στήν ἀλλοπρόσαλλή του ἀπατεώνα αὐτοῦ αἰώνα ἐποχή.
Μή κηρύττοντας καί μή διαπρυσίως ὁμολογοῦντες τήν οὖσαν ἁγιότητα τῶν ἀγωνιστῶν καί ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, συντελοῦμε στό τεκταινόμενο σύγχρονο ψυχοκτόνο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν. Στήν ἀποτείχιση τοῦ Σωτηριολογικοῦ Οἰκοδομήματος τοῦ ἐξηγορασμένου διά τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου, καί ἀποτείχιση ὁρίζεται ἡ ἑκούσια ἀπομάκρυνση ἀπό τά ὅρια τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας ἐξαιτίας δογματικῶν ἤ κανονικῶν ἀποκλίσεων τοῦ ἀνωτάτου καί ἀνώτερου, προπαντός, ἱερατείου της. Στό ὄνομα τῆς ἀποτείχισης, ὡστόσο, κανονικοῦ μέτρου ἐξάπαντος προληπτικοῦ καί θεραπευτικοῦ τῆς προάσπισης τῆς πίστεως ἔναντι τῶν οἱωνδήποτε αἱρετικῶν παρεκκλίσεων, παρατηρεῖται προσφάτως μία νεοαιρετική ὁμώνυμη ἐκκλησιολογική τάση καί στάση ἐκκοσμίκευσης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καί στό ὄνομα τοῦ δῆθεν γενικοῦ οἰκουμενιστικοῦ μαγαρισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων ἱερεῖς, μοναχοί καί λαϊκοί ἀποκόπτουν ἑαυτούς ἀπό τό σωτήριο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό δέν μπορεῖ παρά νά συνιστᾶ πλάνη.
Μετά τόν 4ο αἰώνα μ. Χ., γιά νά ἀναγνωρισθεί κάποιος ἅγιος, ἔπρεπε ἡ ζωή του νά εἶναι τό ὑπόδειγμα τῆς ἀπόλυτης ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τῆς θαυματουργίας. Δηλαδή, δέν ἦταν ἀπαραίτητο νά ἔχει κάνει θαύματα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ξεχώρισαν κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί πού ἀνεδείχθησαν σέ ἁγίους. Βασικό δέ κριτήριο γιά τήν ἀνάδειξη κάποιου σέ ἅγιο εἶναι αὐτός νά εἶναι ἅγιος στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τότε ἔρχεται ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ἀναγνωρίσει τήν ἁγιότητα ἑνός προσώπου καί νά ἀναγράψει αὐτό τό πρόσωπο μεταξύ τῶν Ἁγίων, ὅταν διαπιστώσει τήν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς κοινῆς συνείδησης. Πρόκειται λοιπόν γιά συνδυασμό ὑποδειγματικῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας καί τήν ὕπαρξη τοῦ λαϊκοῦ αἰσθήματος, πού νά τό ἐπιβεβαιώνει.
Αὐτό εἶναι τό κυριότερο κριτήριο ἀναγραφῆς στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πέραν τοῦ μαρτυρίου. Μέ βάση λοιπόν αὐτά τά κριτήρια, τίς τελευταῖες δεκαετίες εἴχαμε εὐλογημένες περιπτώσεις ἁγιοκατάταξης, ὅπως τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ ἁγίου Παϊσίου, πού εἶχαν ζήσει μάλιστα στό Ἅγιον Ὄρος καί γνωρίζονταν μεταξύ τους, ἔχοντες μάλιστα συχνή ἐπικοινωνία μεταξύ τους.
Βεβαίως ὑπάρχει μία βασική ἀρχή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἔχει παρέλθει ἕνα ἱκανό χρονικό διάστημα ἀπό τήν κοίμηση ἑνός προσώπου, προτοῦ αὐτή ἀποφανθεῖ γιά τήν ἁγιότητά του. Καί αὐτό, γιά νά ἐκλείψουν βιολογικά οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι συνδέθηκαν μαζί καί θά εἶχαν συναισθηματικούς ἤ προσωπικούς ἤ ἄλλους λόγους, γιά νά καλλιεργήσουν τό κοινό συναίσθημα περί ἁγιότητας εἴτε νά ἐπηρεάσουν ἀρνητικῶς τήν κοινή γνώμη περί αὐτοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ γενικός κανών. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἑξαιρέσεις, καί εἰδικά γιά περιπτώσεις πού τά κριτήρια ἁγιότητας εἶναι ἀδιάσειστα.
Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καί ἅγιοι, γιά τούς ὁποίους, ἄν καί ἡ κοινή του λαοῦ συνείδηση τούς ἔχει παμφηψεί κατατάξει εἰς τήν σεπτή τῶν ἁγίων χορεία, ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία ἀποσιωπᾶ καί κωφεύει τό γεγονός τοῦτο, καί ἐνταῦθα θέλω νά πιστεύω ὅτι ἐπιτέλους κάποια εὐλογημένη στιγμή νά εὐδοκήσει καί αὐτή, ὅπως ὁ Θεός καί πάνδημος ὁ λαός Του, καί νά προβεῖ εἰς τίς ἀνάλογες κινήσεις πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, προκειμένου νά λάβει ὀστᾶ καί σάρκα ἀφ’ ἑνός ἡ φωνή τοῦ λαοῦ καί ἡ δεῖξις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἰς τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Τσαλίκη, ἁγίου Χριστοφόρου Παπουλάκου τοῦ ἐξ Ἀρμπούνων Καλαβρύτων, τοῦ κοσμομάρτυρα π. Νικολάου Πέττα τοῦ Σημειοφόρου ἐκ Πατρῶν καί τῆς συμβίας τοῦ Ἀνθῆς, κ.ἄ.
Ἅγιος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, μέσα ἀπό προσωπική σχέση αὐθεντικῆς ἀγάπης μέ τό Θεό, διαποτίσθηκε ἀπό τήν Θεία Χάρη, «ἀλλοιώθηκε» καί ἀναλώθηκε ἐν κόσμῳ καί ἀπό τόν τρόπο ὕπαρξης τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, πού ξέρουμε , πέρασε σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο ὕπαρξης, πού ὀνομάζεται Καινή Κτίση (Παῦλος, Β΄ πρός Κορ., κ.λπ ἐπιστολές του) καί, κατά τήν ἁγία μας πίστη, ταυτίζεται μέ τό ἐπίπεδο, στό ὁποῖο θά εἶχαν φτάσει οἱ πρωτόπλαστοι, ἄν δέν εἶχαν διακόψει τή σχέση τους μέ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς προοπτικῆς τοῦ περίφημου καθ’ ὁμοίωσιν (ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν μοναδικό ἐν τῇ δημιουργίᾳ δυνάμενον νά φθάσει εἰς τό: «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ»), ἐκεῖ ὅπου ἔγκειται καί ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ: «Θεοῦ ὁμοίωσις κατά τό ἐνδεχόμενον ἀνθρώπου φύσει», ὡς ἔφη ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης, προεκτείνοντας σέ «ἐπίπεδο ἐφαρμογῆς» τό λόγο τοῦ Πλάτωνα «ὁ σώφρων ἡμῶν τῷ Θεῷ φίλος, ὅμοιος γάρ, ὁ δέ μή σώφρων ἀνόμοιός τε καί διάφορος καί ἄδικος».
Αὐτός ὁ τρόπος ὕπαρξης τῶν ἁγίων θεωρεῖται ὁ ἀληθινός τρόπος ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ὕπαρξης πού προεκτείνεται στήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ὁ δικός μας κοινός τρόπος ὕπαρξης, ἄν καί τόν θεωροῦμε φυσικό, δηλαδή κανονικό, στήν πραγματικότητα -(ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονται πάλι οἱ ἅγιοι, πού ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας)- εἶναι παρά φύσιν. Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι κόσμος τῆς πτώσεως –γι’ αὐτό καί πάσχει ἀπό τά συμπτώματα τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, κυρίως στό χῶρο τοῦ κλήρου, (π.χ. σύγχρονος μάρτυρας ὁ Σημειοφόρος π. Νικόλαος Πέττας, ἀλλά καί παλαιότερα ὁ ὅσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος), δηλαδή τοῦ φυσικοῦ καί ἠθικοῦ κακοῦ-(φυσικό κακόν ἐστίν ὁ θάνατος, ἠθικό δέ κακόν ἡ ἀδικία) -πού εἶναι καί βασικές συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Ἐννοεῖται ὅτι ἅγιοι δέν εἶναι μόνο καλόγεροι καί παπάδες ἤ μάρτυρες, ὑπάρχουν πολλοί ἅγιοι ἔγγαμοι καί οἰκογενειάρχες (π.χ. ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἡ ἁγία Ἀνθοῦσα, ἡ ἁγία Νόνα, ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς κ.λπ., ἀσφαλῶς καί σύζυγοι ἅγιοι (π.χ. ἅγιοι Ἰωακείμ καί Ἄννα, Ζαχαρίας καί Ἐλισάβετ, κ.λπ.).
Ἐν κατακλεῖδι σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, ἅγιος εἶναι κάθε ἄνθρωπος, πού κερδίζει ἐν ἀγῶνι στήν παλαίστρα τῆς βιωτῆς καί ἀγωνία τηκομένης ψυχῆς τόν ὑπεσχημένο παράδεισο, πού ἡ ψυχή του γίνεται φωτεινή εἰς τούς αἰῶνας, «Ἅγιοι εἶναι ὅλοι, ὅσοι ἔχουν ὀρθή πίστη καί τήν ἐφαρμόζουν στή ζωή τους», λέγει ὁ ἱερώτατος πατήρ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τουτέστιν ἡ ἁγιότης εἶναι ὑπόθεση προσωπική ὅλων μας, ἐφικτή μέν, ἀρκεῖ νά τήν ἐπιδιώξουμε δέ.
Αὐτή τήν ἁγιότητα, πού καί τό εὐλογημένο παρά Θεοῦ καί τιμημένο παρ’ ἀνθρώποις, -ἐπεδίωξε, βίωσε καί κέρδισε διά τῆς δείξεως σημείων ἀρωγῆς, πρεσβείας πρός Κύριον, κατά κοινή ὁμολογία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἐν ἀπάσῃ τῇ ὑδρογείῳ, - νεοφανέν ἐν Πάτραις ἡγιασμένον λευιτικόν ζεῦγος π. Νικολάου Πέττα καί τῆς ἀθληφόρου αὐτοῦ πρεσβυτέρας Ἀνθῆς. Σχετικά μάλιστα μέ τό καινοφανέν θεῖον ζεῦγος, τό ὁποῖο ἐκοιμήθη θαυμαστά ἐν προοράσει καί ὁσιακῶς δή, τόσα πολλά ἀκούγονται γιά τήν ἐν Χριστῷ βιωτή του, διά τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων τους, πού προκαλοῦν τόν θαυμασμόν (θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἀνθρώποις αὐτοῦ).
Εἶναι μάλιστα τόσα πολλά τά σημεῖα τά ἐπιτελούμενα διά τῆς προσευχῆς εἰς τό ὄνομα αὐτῶν τά ὁποῖα κατά συνείδηση καί πεποίθηση τῶν πιστῶν, ἐναρμονίζονται ἀπόλυτα μέ τήν ἐν κόσμῳ παρουσίαν των, καί τά μέν ἀφορῶντα τήν ἐνταῦθα βιωτήν τῶν καταγράφουν καί διασώζουν κληρικοί, μοναχοί καί νέφος κοσμικῶν, πού τούς γνώρισαν ὡς ἀνθρώπους καί θεράποντες Χριστοῦ, ὡς σεπτά δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς φορεῖς εἰρήνης καί πλήρους ἀγάπης πρός Θεόν καί ἀνθρώπους, τά δέ σημεῖα καί θαύματα αὐτῶν πανθομολογοῦνται ἀπ’ ἄκρων ἕως περάτων γῆς, ἀπό τήν θαυμαστή ἐν ἀνθρώποις τελευτή των καί τήν ἐν Κυρίῳ ἐν οὐρανοῖς μακαριότητα αὐτῶν καί θαυμαστήν ἐν κόσμῳ παρρησία των.
Ὁ ἅγιος σημειοφόρος π. Νικόλαος πάντοτε καί ἐν παντί, ὅταν ἐκ φθόνου καί ζήλειας ἐβασανίζετο ἀπό ὁμάδα «ἐπαγγελματιῶν» παπάδων, ἔλεγεν: «Τί γάρ φοβηθήσεται ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ὅταν ἐν Χριστῷ καί Εὐαγγελίω διάγει;». Ὁ ρεαλιστής χριστιανός, ὅλ’ αὐτά τά διαγράφει μ’ ἀνεξίτηλο μπλάνκο, καί στό μυαλό τοῦ κυριαρχεῖ μέρα νύχτα μόνο μία σκέψη. Εἶμαι διάκονος Χριστοῦ, τό ποίμνιό μου μέ ἀγαπᾶ, ὁ ἀδελφός μου μ’ ἔχει ἀνάγκη!
Χριστέ μου, φύλαξέ με ἀπό τίς παγίδες τῶν φθονερῶν ἀνθρώπων καί συγχώρεσέ τους. «Οὐ γάρ οἴσι τί ποιοῦσιν». Βοήθησε μέ νά τόν βοηθήσω! Βοήθησε καί ἐκεῖνον νά κάνει τίς ὁρθές ἐπιλογές στή ζωή του!». Καί δέν ἡσυχάζε, ἄν δέν ἔκανε τά πάντα, γιά νά βοηθήσει τόν φοιτητή του, τόν ἐνορίτη του, τόν συνάνθρωπό του, καί, ἄν δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτε ἄλλο, προσηύχετο γι’ αὐτόν μέ πόνο ψυχῆς, συχνά δακρύων ἀπό τήν ἀγωνία του.
Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος του Ὑψίστου ἱερέας π. Νικόλαος Πέττας, καί βεβαίως καί ἡ καιομένη ἔμπροσθέν του ἁγία λαμπάς πρεσβυτέρα καί ἀθληφόρος Ἄνθη, διέφεραν ἀπό τόν συνηθισμένο ἱερέα καί ἁπλό διαικπεραιωτή τῶν Ἀκολουθιῶν καί ἀπό τόν μέσον ἄνθρωπο.
Καί τοῦτο, διότι τά ἔργα τῆς ἀγάπης διαβαθμίζονται, ἀνάλογα μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς καί τήν ἔνταση τοῦ Εἶναι, τοῦ καθενός: Λ.χ. Ὁ ἕνας θυσιάζει τά πάντα γιά τόν ἄλλον π.χ. μέγας Βασίλειος, ἱερός Χρυσόστομος, μέγας Ἀντώνιος καί νέφος ἄλλων, κάποιος ἄλλος πουλιέται δοῦλος, γιά νά βοηθήσει κάποιους, ὅπως ὁ Αἰγύπτιος ἀσκητής Σινδόνιος, πού τόν ὀνόμαζαν ἔτσι, γιατί ἔδινε τά ροῦχα του στούς φτωχούς πού συναντοῦσε, καί γύριζε στό σπίτι του τυλιγμένος μ’ ἕνα σινδόνι, ἕτερος ἄλλος βοηθάει ὅσο μπορεῖ, θυσιάζει μέρος ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εὐεργετεῖ ἀνθρώπους καί παράλληλα ζεῖ ὁ ἴδιος ἀξιοπρεπώς, ἕνας τρίτος δίνει πού καί πού λίγα χρήματα ἤ ροῦχα ἤ τρόφιμα σέ κάποιον ζητιάνο, σέ κάποιο Φιλόπτωχο Ταμεῖο ἤ Φιλανθρωπικό Ἵδρυμα, κ.λπ., ἕνας τέταρτος δέν κάνει τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀλλά μεγαλώνει τά παιδιά του μέ ἀρχές καί ταπείνωση, τά πηγαίνει στά κατηχητικά, συναγελάζεται μέ τό παπαδαριό, ἀλλά δέ τά μαθαίνει νά ἐλεοῦν.
Τό ἅγιον ἐκ Πατρών ζεῦγος ἔδινε καί τό ὑστέρημά του καί τό ψωμί τῶν δώδεκα τέκνων του, δέν ἦταν λίγες φορές πού ὁ γράφων ἔβλεπε τό, π. Νικόλαο ν’ ἀγοράζει ντουζίνες ψωμιά ἀπό τόν φοῦρνο τῆς κ. Ἑλένης στήν ὁδό Ἀνθείας τῶν Πατρῶν καί νά τά μοιράζει παραπλεύρως στούς ἐνδεεῖς τῶν ἐργατικῶν κατοικιῶν, νά γεμίζει ἕνα σαράβαλο στέσιον φόρτ τάουνους μέ εἴδη τροφίμων καί νά τά μοιράζει στούς πτωχούς, καί ὅλα ἀπό τόν μισθό του καί ὄχι, ὅπως σήμερα, πού ἐμεῖς οἱ παπάδες μοιράζουμε τήν βοήθειαν τῶν ἄλλων κρατώντας μάλιστα γιά τούς ἑαυτούς μας τή μερίδα τοῦ λέοντος, δίνοντας καί τά καλύτερα στό συνάφι καί τό σόϊ μας.
Καί τά ἔπραττε ὅλα αὐτά τά ἔργα εὐποΐας ἐν κρυπτῷ, χωρίς ν’ ἀποσκοπεῖ σ’ ἀνταλλάγματα, στή διαφήμιση ἤ στή δόξα τοῦ παπαδαριοῦ, στήν φήμη τοῦ «Μεγάλου παπαδο-πατερούλη», πού τό ὄνομά του νά γράφεται ἐπάνω στό Εὐαγγέλιο τῆς κάθε ἐνορίας, στούς ναούς μέ μαρμάρινες πλάκες, γιατί ἦταν Πατερικός καί γίγνωσκε, ὅτι: τότε ἡ πράξη του ἔχει ἀνταμειφθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἑπομένως γιατί νά τήν ἀνταμείψει καί ὁ Θεός στήν αἰωνιότητα;), καί πάντα ὁ ἅγιος Σημειοφόρος π. Νικόλαος Πέττας ἔλεγε τό: κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο, ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν χριστιανοί,
α) ἐκεῖνοι πού μοιάζουν μέ δοῦλο, πού κάνει τό θέλημα τοῦ ἀφέντη του, γιατί φοβᾶται τήν τιμωρία,
β) ἐκεῖνοι πού μοιάζουν μέ μισθωτό (ὑπάλληλο - μπιστικό), πού κάνει τό θέλημα τοῦ ἐργοδότη του, γιατί ἀποβλέπει στήν ἀμοιβή, καί
γ) ἐκεῖνοι πού μοιάζουν μέ τόν εὐλογημένο γιό, πού κάνει τό θέλημα τοῦ πατέρα του, μόνον καί μόνον, ἁπλῶς γιατί τόν ἀγαπάει.
Οἱ καινοφανεῖς ἅγιοι τῶν Πατρῶν καί εὔοσμοι τοῦ Κυριακοῦ Ἀμπελῶνος ἀνθοί, π. Νικόλαος καί ἀθληφόρος Ἀνθῆ, ἐμβάθυναν τόσο στόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀγάπη, ὥστε διέλαμψαν ὡς ἔνσαρκοι ἄγγελοι, καί ὑπ’ ἀγγέλων, ὡς πολεμιστές ἐστέφθησαν, ἄρα εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν ἅγιοι, τό ἀπάνθισμα τῆς πατραϊκῆς κοινότητας, καί φυσικά ἀξιώθηκαν νά ἔχουν θεοπτικές ἐμπειρίες καί ὑπερφυσικά ὁράματα, ἀπό τότε πού ζοῦσαν σ’ αὐτό τόν κόσμο, (ὁ π. Νικόλαος προεῖδεν τήν αὐτοῦ ἐκδημίαν, τρεῖς ἡμέρας, πρίν κοιμηθεῖ, καί ἡ ἀθληφόρος Ἀνθή τρεῖς μῆνες πρίν ἀπό τήν ἑορτή τοῦ σημειοφόρου, ἀπολαύσασα εἰσέτι καί τό θαυμασιότερον: ἐξεδήμησε ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου πατρός, ὅπως προεῖδεν καί προάνεγγειλεν : «Φέτος θά συνεορτάσω ἐν οὐρανῷ μέ τόν π. Νικόλαό μου». Καί ὁ γράφων ἀληθῶς μαρτυρεῖ καί ἀληθής ἐστι ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.
Ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς τους μέ σημεῖα, πού φανερώθηκαν μετά τό θάνατό τους καί ἀπέδειξαν τή φωτεινότητά τους καί τήν αἰώνια σχέση ἀγάπης τους μέ τό Θεό. Αὐτά τά σημεῖα προκαλοῦν τό σεβασμό τοῦ λαοῦ καί τήν τιμή τῶν ἁγίων.
Ὁ βίος καί ἡ Χριστιανική πολιτεία τῶν νεοφανῶν ἁγίων μαρτυροῦν καί μαζί τῶν ἅπας ὁ πιστός του Χριστοῦ λαός, ὅτι ὁ 20ος καί 21ος αἰώνας δέν ἦταν καθόλου κενός ἀπό πλευρᾶς ἁγιότητας, ἀλλά, καί σ’ αὐτόν, ἀπό τή σύγκρουση τῆς κακίας τοῦ κόσμου καί τῆς καλοσύνης τῶν χριστιανικῶν ψυχῶν, ἀναδείχθηκαν πλεῖστοι ἅγιοι, ἀπό τούς ὁποίους ὅμως, λόγω τῆς μικρῆς χρονικῆς ἀπόστασης ἀπό τήν ὀσιακή κοίμησή τους, λίγοι ἔχουν ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα καί τιμῶνται μέ ἀκολουθίες, εἰκόνες καί ναούς, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τιμῶνται στή συνείδηση τοῦ λαοῦ, γεγονός πού ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή καί τό πρῶτο στάδιο γιά τήν ἐπίσημη κατάταξή τους εἰς τίς ἐπίσημες Δέλτους τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ μας Ἐκκλησίας, μέ Πατριαρχική Συνοδική ἀπόφαση μεταξύ τῶν ἁγίων τοῦ Κυριακοῦ Ἀμπελῶνος.
Αὐτό βέβαια ἔχει μικρή σημασία γιά τούς ἴδιους, πού ἔχουν ἤδη πάρει τή θέση τούς κοντά στό Θεό, ἀλλά μεγάλη γιά μας, πού χρειαζόμαστε τούς ἁγίους εἴτε ὡς ὑποδείγματα εἴτε ὡς οὐράνιους φίλους, ἀποδέκτες τῶν προσευχῶν μας καί ἀξίους της ἀγάπης καί τῆς τιμῆς μας. Εἶναι ἀδελφοί μας, ἄνθρωποι, πού πραγμάτωσαν τό ζητούμενον καί προαιώνιον ἰδεῶδες: Ὁμοιώθηκαν μέ τό Θεό! Ἀλλά παραμένουν ἄνθρωποι, παραμένουν ἀδελφοί μας, εἶναι ὑψηλοί φίλοι μας, ἔνσαρκοι ἄγγελοι, μέλη τοῦ τελευταίου ἀγγελικοῦ Τάγματος, πού εἶναι ἡ στρατευομένη ἀνθρωπότητα.
Ὁ πλέον γνωστός στήν Ἑλλάδα ἀπό τούς ἁγίους του 20ου αἰώνα εἶναι φυσικά ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης. Κληρικός μέ ἀδαμάντινο ἦθος, θεωρήθηκε ἐπικίνδυνος ἀπό φιλόδοξους ἀρχιερεῖς, καί δή ἐδιώχθη ἀπηνῶς. Ἐργάσθηκε ὡς ἱεροκήρυκας στήν ἑλληνική ἐπαρχία, ὅπου ὑπέστη περιφρόνηση καί διωγμούς λόγω τῆς κακῆς φήμης, πού τόν ἀκολουθοῦσε, καί ἡ ταπεινοφροσύνη του ἦταν τόσο ἀκραία, ὥστε οὔτε μία ἀπαντητική ἐπιστολή δέν ἔστειλε, γιά νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀθωότητά του! Περιφερόταν λοιδορούμενος, ὅπου τόν ἔστελναν ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν. Ἀπό τό 1921 ἕως τό 1927 γίνονται τρεῖς ἀνακομιδές τοῦ σεπτοτάτου λειψάνου του, ὅπου τό σῶμα του βρίσκεται ἀνέπαφο καί εὐωδιάζει, ὅπως τά σώματα μεγάλων ἁγίων της παλαιᾶς ἐποχῆς. Τό 1961, μέ παλλαϊκή ἀπαίτηση (λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων καί ἐμφανίσεών του) τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τόν ἀνακηρύσσει ἅγιο.
Ἐνταῦθα δέ δέον, ὅπως τονισθεῖ, ὅτι, ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐτιμᾶτο τά μάλα καί ἀπό τό θεῖο ἱερατικό Λευιτικό τῶν Πατρῶν ζεῦγος π. Νικολάου Πέττα καί ἀθληφόρο αὐτοῦ πρεσβυτέρα Ἀνθή, καί μάλιστα ὁ υἱός αὐτῶν πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης, διδάκτορας Φιλοσοφίας Νεκτάριος Πέττας, φέρει ἐπαξίως τό τοῦ ἁγίου Πενταπόλεως ὄνομα. Πέραν τούτου τό ὅσιον ζεῦγος εὐλαβεῖτο τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Πλανά, τοῦ ὁποίου ἡ εἰκόνα καί πρίν ἀκόμη ἀνακηρυχθεῖ ἐπισήμως ἅγιος, κοσμοῦσε τάς σκήτες τοῦ Σημειοφόρου, ὅταν δέ ἐπικραίνετο ἐκ ἀριβιστῶν ἱερέων καί παρά τούτου ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἀνεξικακία του ἐβάλλοντο κακοβούλως, ὅταν ὁ ἐγωισμός τῶν συλλειτουργῶν τόν ταπείνωνε γιά τή φτώχεια καί τήν ἀφιλοχρηματία του, ἔκλαιγε σάν μικρό παιδί, ἀλλ’ οὐδέποτε εἶπε κακιά λέξη γι’ αὐτούς, ἁπλῶς ἔλεγεν, τό: «Ὑπομένων, ὑπέμεινα τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Θεόν ἡμῶν».
Οὐδέποτε οἱ πιστοί τόν εἶδαν νά θυμώνει ἤ νά μαλώνει μέ κανέναν ἤ καί ν’ ἀμύνεται γιά τό δίκιο του, ἡ ψυχή του ἦταν ἕνας παράδεισος ἀγάπης. Ἔτσι μέ τίς ἀνά τήν οἰκουμένη μαρτυρίες τῶν ἀνθρώπων, ἀξιώνεται σέ θαύματα, σέ ἐπικοινωνία μετά τῶν ἁγίων, ὅπως συνέβη καί σ’ ἐμέ τό ἀνάξιο πνευματικό παιδί του μέ τόν νεοφανή ἅγιο Ἐφραίμ, ἐνῶ πολλές φορές μεγάλοι καί παιδιά, ὅταν πιάνουν τήν μικρή εἰκονίτσα του, αἰσθάνονται μία ἄρρητη θέρμη, εὐωδία καί ἀγαλλίαση σ’ ὅλη τήν ὕπαρξή τους.
Ὄντως τά θαύματα τῶν νεοφανῶν πατρινῶν ἁγίων Νικολάου καί Ἀνθῆς εἶναι τόσα πολλά, πού ὁ χῶρος οὗτος τοῦ ἀφιερώματος δέν χωρεῖ. Κάποια στιγμή, ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ θά ὑπάρξει εἰδικόν ἀφιέρωμα στά σημεῖα καί θαύματα αὐτῶν. Ἐξάλλου τό ἰδικό μου ἀνάστημα εἶναι ἀνύπαρκτο, γιά νά δυνηθῆ νά κηρύξει καί νά περιγράψει τό πνευματικό μεγαλεῖο καί θαυματοποϊα τῶν ἁγίων.
Θά μποροῦσε ὅμως ὁ κάθε πιστός ἀναγνώστης ν’ ἀνατρέξει καί στό διαδίκτυο, γιά νά ἴδει πόσο ὁ Χριστός μας ἠγάπησε τούς πιστούς σημερινούς νεοφανεῖς τῶν Πατρῶν ἁγίους π. Νικόλαο Πέττα καί πρεσβυτέρα αὐτοῦ Ἀνθή, πόσον ἡ Αὐτοῦ εὐαρέσκεια ὁρᾶται τοῖς ἀνθρώποις, καί πόσον αἱ αὐτῶν πρεσβεῖαι εὑρίσκουσιν εὐήκοον οὖς τοῦ Θεοῦ.
Κυκλοφορεῖ ἐπίσης εἰς ἐνανέκδοσιν τό πόνημα τοῦ Γέροντος π. Πρωτεπιστάτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους πατρός Μάξιμου τοῦ Ἰβηρίτου, τό ὁποῖον διαποτισμένο καί διανθισμένο ἁγιοπνευματικά ἐκ τοῦ μεγάλου πατρός, ἀποτελεῖ ὄαση οὔσης ζωῆς στήν ἄνυδρο ἐποχή, πού ζοῦμε. Ὁ ταπεινός αὐτῶν τάφος βρίσκεται στό Κοιμητήριο τῆς Παναγίας Ἀλεξιωτίσσης Πατρῶν, ἔνθα μετά τῆς πολυαγαπημένης αὐτῶν θυγατρός Σοφίας ἀναμένουν τήν Κοινήν Ἀνάστασιν, δίνοντας χαρά σήμερον στούς πολυάριθμους πιστούς ἀπ’ ὅλον τόν κόσμον, πού συντρέχουν ἐκζητοῦντας τάς αὐτῶν πρός Κύριον πρεσβείας.
Ἅγιοι, ἅγιοι, ἅγιοι καί θαυματουργοί, αὐτῶν ταῖς πρεσβείαις Κύριε, καί ἐμέ τόν ἀνάξιον διαφύλαξον ἐκ πάσης ἀντικειμένης ἐπιβουλῆς.
Ἀναρτήθη 6 Δεκεμβρίου 2016 ἀπό πατέρα Χαράλαμπο Ντελῆ Πανουτσακόπουλο.