ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24.7.2020.
Ἀγαπητοί μου,
Θρηνήτωσαν οἱ Ἓλληνες ὃπου γῆς
Πενθήτωσαν ὂρη καί βουνοί
Ρανάτωσαν οἱ οὐρανοί ὂμβρον δακρύων πικρῶν
Γιατί,
« Στήν πόρτα τῆς Ἁγια Σοφιᾶς πού σφάλισεν
ἑνός ἀγγέλου χέρι,
διπλοσφαγμένος ἒπεσε καί πάλιν ὁ δικέφαλος
ἀπ’ τ’ ἂπιστο τοῦ Τούρκου τό μαχαίρι».
Ἀκουέτωσαν κραυγήν οἱ γηγενεῖς καί θρῆνον τῆς νύμφης τοῦ Βοσπόρου,
τῆς μαρτυρικῆς Ἑπταλόφου, τῆς αἱματοπισμένης καί αἱμοφύρτου Βασιλίδος τῶν πόλεων,
«ἡ σκλάβα Πόλη κάθεται στό Βόσπορο καί κλαίει καί πονεμένη λέει:
Μον’ ἓνα δῶρο καρτεροῦν τά μάτια μου καί κλαῖνε
ἀτίμητο στά ἀτίμητα ἐλευθεριά τό λένε...»
Κωνσταντινούπολη, Ἁγια Σοφιά μας,
Ψυχή μας καρδιά μας, Πόλη δικιά μας,
Οὐρανέ τοῦ κόσμου. Εἶσαι δικιά μας,
Πόλη μή κλαῖς, θ’ἂρθει καιρός...
Μέ πόνο ψυχῆς καί ὀδύνη καρδίας συναχθήκαμε σήμερα στόν περικαλλῆ τοῦτον Ἱερόν Ναόν τοῦ Πρωτοκλήτου τῶν Ἀποστόλων, στήν Ἀποστολική πόλη τῶν Πατρῶν, γιά νά παρακαλέσωμε τόν Κύριό μας καί τήν Παναγία μας τήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό καί Ἐλευθερώτρια τοῦ Γένους μας, γιά νά ὑψώσωμε πατριωτική φωνή διαμαρτυρίας ἐπί τῇ βδελυρᾷ καί βεβήλῳ πράξει τῆς μετατροπῆς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησιᾶς, τῆς Ἁγια Σοφιᾶς στήν Πόλη, τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς γῆς, σέ τζαμί ἀπό τούς βεβήλους καί ἀσεβεῖς, ἀπογόνους τῶν βαρβάρων κατακτητῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού κατέστρεψαν στήν Βασιλίδα τῶν πόλεων ὃ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπό τά βέβηλα χέρια τῶν Δυτικῶν Σταυροφόρων, οἱ ὁποῖοι ἂφησαν τήν Πόλη, οἰκτρόν καί ἀξιοθρήνητον πτῶμα κατά τό ἒτος 1204.
«Στήν πόλη στήν Ἁγια Σοφιά δακρύζει πάλι ἡ Παναγιά
Γι’ αὐτούς πού ἒφυγαν διωγμένοι μές στά πλοῖα
Στήν Πόλη στήν Ἁγια Σοφιά ἀκόμη καίει μιά φωτιά
Γιατί μεμέτηδες δανείζονται τά θεῖα»
(Στίχοι: Ντάνα Τζόβολου, Μουσική: Χριστοφόρος Γερμενής, Α΄ ἐκτέλεση: Νότης Σφακιαννάκης)
Ἰδού καί πάλιν, ἂλλη ἃλωσις, ἂλλη βεβήλωσις, ἂλλη καταστροφή, τοῦ παγκάλλου καί θαυμασίου μνημείου, τοῦ Ναοῦ πού ὃμοιός του οὒτε ἒγινε πρό αὐτοῦ, οὒτε μετά ταῦτα θά γίνῃ, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Τότε τό 1453, οἱ ἀπολίτιστοι καί ἂπιστοι ἀνατολίτες ἒπνιξαν στό αἷμα τήν Μητρόπολη πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί σκέπασαν μέ τόν ἀσβέστη τῆς ἀσεβείας καί τῆς ἂξεστης συμπεριφορᾶς τους, τά ἀριστουργήματα τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς ψηφιδογραφίας καί ἀσυγκρίτου τέχνης βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.
Τότε κατά τήν θλιβερά καί ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἁλώσεως ἒκλαυσε ἡ Ρωμηοσύνη καθημαγμένη κάτω ἀπό τήν Παναγιά τῆς χρυσοστεφανωμένης καί ἀγγελοφύλακτης Ἐκκλησιᾶς καί τόν πόνο τῆς καρδιᾶς ἒκανε μοιρολόγι, γιά νά ραγίζῃ τίς καρδιές ὃλων τῶν ἀνθρώπων, ὃλων τῶν ἐποχῶν, ὃπου γῆς.
«Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τά ἐπουράνια.
Σημαίνει καί ἡ Ἁγια Σοφιά, τό μέγα Μοναστήρι.
Μέ τετρακόσια σήμαντρα καί ἑξήντα δυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα καί παπᾶς , κάθε παπᾶς καί Διάκος».
Καί νά, ἐκεῖ πού «ψέλνει ζερβά ὁ Βασιληάς, δεξιά ὁ Πατριάρχης», ὦ τῆς μεγάλης συμφορᾶς, φωνή τούς ἦλθε ἀπ’ οὐρανοῦ κι’ ἀπ’ ἀρχαγγέλου στόμα. Ὦ τῆς ὀδύνης τοῦ ἀγγέλματος καί τῆς ἀνείπωτης, τῆς ἀνεκλάλητης λύπης καί πικρίας!
«Πάρτε παπάδες τά ἱερά καί σεῖς κεριά σβηστεῖτε,
γιατί ’ναι θέλημα Θεοῦ, ἡ Πόλη νά τουρκέψῃ».
Ἒτσι τότε παρηγορήθηκε τό Γένος, ἀλλά θέλησε καί τήν Παναγιά μας νά παρηγορήσῃ γιά τήν μεγάλη συμφορά.
«Σώπασε κυρά Δέσποινα καί μή πολυδακρύζεις,
πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι...»
Μέ αὐτήν τήν ἐλπίδα, μέ αὐτές τίς μνῆμες καί τίς θύμησες, μέσα ἀπό φρικτά μαρτύρια, ἰκριώματα καί σταυρούς, αἳματα καί θυσίες, ἐπέζησε γιά αἰῶνες τό δοῦλο Γένος καί διετήρησε τήν Ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά του καί τήν Ἑλληνορθόδοξη παρακαταθήκη καί κληρονομιά του.
Ἀγωνιστήκαμε αἰῶνες μόνοι μας, μέ μόνα ἐφόδια τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα, τήν λεβεντιά τῆς ψυχῆς καί τό ἀτόφιο φρόνημα, ὃπως τά κληρονομήσαμε ἀπό τούς ἣρωες καί μάρτυρες πατέρες μας.
Ἡ γενηά μας, μεγαλώσαμε μέ τά νάματα τῆς ἀλήθειας γιά τόν Θεό καί τῆς μεγαλωσύνης τῆς φυλῆς μας. Μάθαμε γιά τίς ρίζες μας, γιά τήν Κωνσταντινούπολη, γιά τήν Ἁγια Σοφιά, γιά τίς δόξες, γιά τούς θριάμβους καί τούς θρήνους καί αἰσθανόμαστε μεγάλη περηφάνεια γιά τήν καταγωγή μας καί γιά τό αἷμα πού κυλάει στίς φλέβες μας.
Καί παρ’ ὃτι ἀκόμη ἡ σκλάβα Πόλη, κάθεται στό Βόσπορο καί κλαίει, στήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας ἐλεύθερη εἶναι ἡ Βασιλεύουσα καί χιλιάδες οἱ προσκυνητές στήν Ἁγια Σοφιά. Κλείνομε τά μάτια μας καί ζοῦμε τίς Πᾳτριαρχικές μεγάλες παρρησίες καί λαμπρές χοροστασίες, τίς οὐράνιες μυσταγωγίες καί ἀκοῦμε τούς πολυπληθεῖς τῶν ψαλτῶν χορούς νά δοξολογοῦν τόν Τρισυπόστατο Θεό.
Ἀνέθωραν καί οἱ Ἂγγελοι, ἒσπασαν κατά καιρούς τά δεσμά τους, πέταξαν τά βέβηλα καλύμματα μέσα στά ὁποῖα τά βάρβαρα χέρια αἰῶνες τούς φυλάκισαν καί ἐσάλπισαν στόν κόσμο, ὃτι αὐτή ἡ Ἐκκλησιά δέν ἀκουμπάει στή γῆ, ἀλλά εἶναι ἂλλος οὐρανός. Μαζί τους ψηφιδωτοί καί χρυσολάμποντες οἱ Ἱεράρχες, μέ πρῶτον τόν χρυσορρήμονα Ἰωάννη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, βεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀσφαλές.
Ὃλοι τους, μέ οὐρανομήκεις φωνές σφραγίζουν τήν ἀδιαπραγμάτευτη ἀλήθεια, ὃτι ἡ Ἁγια Σοφιά θεμελιώθηκε γιά Ὀρθόδοξος Ναός, ἀνηγέρθη γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιά καί καθαγιάστηκε ὡς τόπος φρικτῆς Λατρείας, τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δηλαδή, τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά, δυστυχῶς, ὃπως φαίνεται ἐν τοῖς πράγμασι, ὁ κόσμος οὒτε ἂκουσε, ἀλλά καί ἂν τό ἂκουσε αὐτό τό σάλπισμα, εἲτε δέν τό κατάλαβε, εἲτε ἀδιαφόρησε γιά τήν ἀλήθειά του.
Καί ἂφησε, ὃπως τότε, ὃπως πάντοτε, ἒτσι ἂφησε καί τώρα, στήν τύχη του ἓνα μνημεῖο παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, τό κέντρο οὐχί μόνο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά τόν ὀμφαλό τῆς γῆς. Ἂφησε τήν Ἁγια Σοφιά σέ χέρια βέβηλα καί ἐπέτρεψε νά καλύψουν καί πάλι τά λαμπρά ψηφιδωτά μέ τά βέβηλα καί ἂκομψα καλύμματά του, νά κρύψουν τήν δόξα, νά καταστρέψουν τήν ὀμορφιά, νά στερήσουν ἀπό τούς Λαούς τῆς γῆς τό κάλλος. Καί νά φωτογραφίζεται χθές ὁ Πρόεδρος τῆς Τουρκίας μπροστά στά καλυμμένα ψηφιδωτά κομπάζων, ὡς γιά τό μέγιστο ἀνοσιούργημα πού τό ἐπέτυχε μέ τίς πλάτες τῶν μεγάλων τῆς γῆς.
«Ἁγια Σοφιά μου στή συννεφιά μου
Ρίξε τόν ἣλιο σου φλόγα ν’ ἀνάψῃ
Στά καλντερίμια καί μές τ’ ἀσήμια
Πάνω στό Βόσπορο καρδιές νά κάψῃ».
(Στίχοι: Ρένα Αὐγέρη, Μουσική: Γιάννης Μπουφίδης, Α΄ἐκτέλεση Πέτρος Γαϊτάνος)
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί δή καί μάλιστα ὡς Ὀρθόδοξοι Ἓλληνες, διαμαρτυρόμεθα μέ ὃλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας γιά τήν φρίκη καί τήν βεβήλωση, πού βιώνει γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ Ὀρθόδοξος αὐτός Χριστιανικός Ναός, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς χρησιμοποιεῖται ὡς ἐργαλεῖο ἀπό τόν ἀδίστακτο Πρόεδρο τῆς Τουρκίας, προκειμένου νά ξεπεράσῃ τίς πολιτικές, οἰκονομικές καί ἂλλες ἐσωτερικές του δυσκολίες, καί ἀκόμα ἂν θέλετε, νά ἐξυπηρετήσῃ ἐκείνους πού μισοῦν θανάσιμα τήν Ρωμηοσύνη.
Διαμαρτυρόμεθα γιά τήν ἀσέβεια, γιά τήν αὐθάδεια, γιά τήν ἀδιαλλαξία, γιά τήν βαρβαρότητα, τήν ὁποία ἐπιδεικνύει ἡ Τουρκία γιά μιά ἀκόμη φορά ἀποκαλύπτοντας τό πραγματικό της πρόσωπο καί τά αἰσθήματά της ἒναντι πολιτισμῶν καί ἀξιῶν. Αὐτά ἐξ’ ἂλλου τά στοιχεῖα ἀνέκαθεν ἐχαρακτήριζαν τήν γείτονα χώρα.
Ἀχνίζουν, ἀδελφοί μου, τά αἳματα τῶν Ἑλλήνων στήν Κωνσταντινούπολη, κλαῖνε οἱ περιουσίες τους, θρηνεῖ ἡ Μικρασία, ὁ Πόντος καί ἡ Καππαδοκία γιά τίς φρικτές καταστροφές καί τίς γενοκτονίες.
Αἱμόφυρτη ἡ μεγαλόνησος, ἡ Ἑλληνικοτάτη Κύπρος μας, μαρτυρεῖ τίς τουρκικές ὠμότητες, τίς λεηλασίες, τίς καταστροφές Ἐκκλησιῶν καί Μοναστηρίων, τούς διωγμούς τῶν Ὀρθοδόξων καί τούς ἐποικισμούς τῶν Ἑλληνικῶν ἑστιῶν, ἀπό ἀνατολίτες πού τούς μετέφεραν ἐκεῖ, γιά νά ἁλώσουν τά πάντα.
Θρασύτατη ἡ κεφαλή τῆς γείτονος, κάθε τόσο, οὐδένα ὑπολογίζουσα, ὑψώνεται μέ διεκδικήσεις καί ἀπειλές. Ὃπως συμβαίνει κατ’ αὐτάς τάς ἡμέρας στό Αἰγαῖο, ὃπου ἡ προκλητικότης καί ἡ θρασύτης τῆς Τουρκίας ὑπερέβη ὃρια καί φραγμούς.
Ποῦ εἶναι ἆραγε οἱ «Μεγάλοι τῆς γῆς»; Ποῦ εἶναι οἱ Διεθνεῖς Ὀργανισμοί; Ποῦ εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι μας, ὑποτίθεται χριστιανοί, ὣστε νά ὑψώσουν τό ἀνάστημά τους, προκειμένου νά σταματήσουν οἱ καταστροφές καί βεβηλώσεις μνημείων;
Εἰς ποίας ἐνεργείας προέβησαν, προκειμένου νά σταματήσουν τήν βαρβαρική ἐπέλαση πρός τή Δύση; Ὃταν ξέσπασε πυρκαγιά στήν Παναγία τῶν Παρισσίων, ξεσηκώθηκε, καί καλῶς ἒπραξε, ὃλος ὁ κόσμος, γιατί κατεστράφη ἓνα μνημεῖο. Τά εἰδησεογραφικά πρακτορεῖα ἐπί ἡμέρες εἶχαν ὡς πρῶτο θέμα τήν φωτιά στήν Παναγία τῶν Παρισσίων. Τώρα πού καταστρέφεται ἓνα μνημεῖο ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρας αἲγλης καί ἀξίας, πού εἶναι ἆρα γε ἡ εὐαισθησία τῶν Χριστιανῶν καί τῶν ἁρμοδίων τῶν Ὑπουργείων Πολιτισμοῦ τῶν χωρῶν τοῦ κόσμου;
Ποῦ εἶναι ἡ μνήμη τους, ὣστε νά φερθοῦν μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Λαό καί τό Γένος μας, πού ἐπί τόσους αἰῶνες ἐστάθη ἀνάχωμα καί πλήρωσε μέ σκλαβιά καί μέ μαρτύρια τήν προστασία τῆς Δύσεως ἀπό τήν φωτιά καί τό μαχαίρι τῶν ἀπίστων;
Τί θά ἦταν ἡ Δύση, ἂν ἐμεῖς δέν κρατούσαμε τά στίφη τῶν βαρβάρων, οἱ ὁποῖοι τώρα δυστυχῶς καταλαμβάνουν ἀμαχητί τήν Εὐρωπαϊκή Ἢπειρο καί οὐχί μόνο, καταλύοντας ἢθη καί προσβάλλοντες θρησκεῖες καί πολιτισμούς; Θά πληρώσῃ ἀκριβά ἡ Εὐρώπη αὐτό τό τίμημα.
Ὦ καί τῆς φρικτῆς παπικῆς κωμωδίας καί τοῦ ἐμπαιγμοῦ! Τό μόνο πού μπόρεσε μετά δυσκολίας, καί ποιός γνωρίζει ἀπό ποιούς πιεζόμενος, ὁ Πάπας, τό μόνο πού μπόρεσε νά ἀρθρώσῃ, κάνοντας μᾶλλον ἀγγαρεία, ἦτο νά εἲπῃ, ὃτι εἶναι «λυπημένος».
Τί ἂλλο ἆρα γε θά μποροῦσε νά ἐκστομίσῃ, τόσον ὁ συγκεκριμένος Πάπας, ἀλλά καί οἱ πρό αὐτοῦ καί οἱ μετά ἀπ’ αὐτόν, ἀφοῦ οἱ Δυτικοί Σταυροφόροι αἱματοκύλισαν τήν Ρωμηοσύνη καί τήν Ὀρθοδοξία τό 1204 καί ἐσύλησαν καί κατέλυσαν τήν δόξα τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων; Πῶς θά μποροῦσε νά εἲπῃ τί ὁ Πάπας, ὃταν ἀκούωνται ἀκόμη οἱ θρῆνοι καί οἱ κλαυθμοί μέσα στήν Ἁγια Σοφιά, ἀπό τίς φοβερές καί φρικτές καταστροφές τό 1204;
Ἀλλά λύπη κατέλαβε τήν ψυχή μας καί διά τήν ἀδιαφορία, τήν σιωπή, ἢ τίς χλιαρές δηλώσεις, ὁμοδόξων «ἀδελφῶν μας». Ἡ Ἁγια Σοφιά δέν εἶναι «ἐσωτερικό πρόβλημα» τῆς Τουρκίας, ὡς εἶπαν, οὒτε θά ἐξυπηρετήσῃ τό γεγονός, ὃτι οἱ εἰσερχόμενοι δέν θά πληρώνουν εἰσιτήριο. Δέν θά ἠδύνατο νά ἀκουσθῇ πικρότερος λόγος ἀπ’ αὐτόν.
Ὃμως ἦλθεν ἡ ὣρα καί τῆς ἰδικῆς μας αὐτοκριτικῆς καί τοῦ αὐτοελέγχου.
Χρόνια τώρα, ὃπως ἐπανειλημμένως ἒχομε τονίσει, μειοδοτήσαμε ἒναντι τῆς ἀληθείας. Παραποιήσαμε, ἀλλοιώσαμε, παραχαράξαμε τήν ἱστορία μας. Ἀδιαφορήσαμε γιά τήν πίστη μας. Πάψαμε νά τιμᾶμε τίς θυσίες τῶν προγόνων μας. Ἀποκρύψαμε, σκοπίμως, ἀπό τά παιδιά μας τούς διωγμούς καί τούς κατατρεγμούς, τά μαρτύρια καί τούς εὐτελισμούς, τούς βιασμούς καί τίς σφαγές, τίς γενοκτονίες καί τίς καταστροφές πού ὑπέστημεν ἀπό τούς Τούρκους.
Ὑποτονικά ἑορτάσαμε καί ἑορτάζομε τίς Ἐθνικές μας ἐπετείους. Παρεξηγήθη ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί ἡ ἀναφορά στίς Ἐθνικές μας μνῆμες. Γιά τήν καλή δῆθεν, ὃπως εἶπαν, γειτονία. Ποιός θά πληρώσῃ, ἆρα γε γι’ αὐτά τά λάθη τόσων ἐτῶν; Ποιός θά τά διορθώσῃ καί μέ ποιό τρόπο; Πόσος χρόνος χρειάζεται, γιά νά ἀλλάξῃ ὁ ροῦς τῶν πραγμάτων; Ποιός θά λογοδοτήσῃ γιά τήν ἀνεξέλεγκτη εἲσοδο μουσουλμάνων στήν Πατρίδα μας; Τί θά γίνῃ μέ τήν πληθυσμιακή ἀλλοίωση στήν Ἑλλάδα;
Τώρα, πού ἀντιλαμβανόμεθα, τώρα πού βλέπομε τήν πραγματικότητα, ὃσον καιρός ἐστί, ἂς ἀρχίσωμε αὐτήν τήν ἐργώδη προσπάθεια, τόν δίκαιον ἀγῶνα γιά τά ἱερά καί ὃσια τῆς φυλῆς μας. Πρωτίστως ἂς ζητήσωμε συγγνώμη ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι μέ τό αἷμα τους πύργωσαν τήν δική μας ἐλευθερία ἐπί αἰῶνες, ἀπό τῆς ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων.
Ἂς ἐκζητήσωμε συγγνώμη ἀπό τήν μάνα μας τήν Ἑλλάδα, τήν ὁποία μέ τήν ἀγνωμοσύνη μας πληγώσαμε καί ἀσεβήσαμε στούς κόπους της καί στούς ἀγῶνες πού ἒκανε τόσους αἰῶνες γιά μᾶς.
Γευτήκαμε τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπαξίωση τῶν «ἑταίρων μας» καί ἂλλων, γιατί ἀπαξίωσαμε τήν μήτρα πού μᾶς ἒδωσε τήν ἐλευθερία, τήν ἲδια δηλαδή τήν Πατρίδα μας. Ποιός σέβεται τόν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἀσεβεῖ πρός τήν ἲδια τούτην μητέρα;
Νά ἀπαιτήσωμε νά γραφῇ ἡ ἀλήθεια στά βιβλία τῶν Σχολείων, ὣστε τά παιδιά μας νά πληροφορηθοῦν ἐκ πηγῶν ἀψευδῶν περί τῆς πραγματικῆς ἱστορίας.
Νά μάθουν οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος βλαστοί γιά τήν δόξα καί τό κλέος τῶν Ἑλλήνων. Γιά τήν Ὀρθόδοξο πίστη μας. Γιά τούς διωγμούς τῶν προγόνων μας, γιά τίς καταστροφές, γιά τίς ἁλώσεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά τίς βεβηλώσεις, γιά τούς ἐξανδραποδισμούς, γιά τούς ἀνασκαλοπισμούς, γιά τά ἰκριώματα καί τούς σταυρούς τετρακοσίων ἐτῶν, γιά τό σχοινί τοῦ Πατριάρχου. Γιά τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Μακρυγιάννη. Γιά τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό. Γιά τήν φοβερή εἰρκτή, τήν φυλακή δηλαδή τῆς Τριπολιτσᾶς. Γιά τό Κούγκι καί τό Μεσολόγγι. Γιά τό Ζάλογγο καί τήν Ἀραπίτσα. Γιά τήν Μικρασιατική καταστροφή καί τίς βαρβαρότητες τῶν Τούρκων, γιά τόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία, γιά τίς γενοκτονίες, γιά τά γεγονότα τοῦ 1955 στήν Κωνσταντινούπολη, γιά τήν εἰσβολή τοῦ «Ἀττίλα» στήν Κύπρο τό 1974 καί τήν κατάληψη σχεδόν τῆς ἡμίσεως τῆς Ἑλληνικοτάτης Μεγαλονήσου, γιά τήν μετατροπή τῶν Ἐκκλησιῶν σέ σταύλους καί τήν καταστροφή τῶν πατρογονικῶν ἑστιῶν, γιά τούς βιασμούς καί τίς ἐκτοπίσεις γιά τίς χιλιάδες τῶν προσφύγων καί γιά τόν πόνο τῶν μανάδων, τῶν πατεράδων, τῶν ἀδελφῶν καί τῶν συζύγων γιά τούς ἀγνοουμένους.
Νά ξαναγυρίσωμε στούς ἑορτασμούς τῶν Ἐθνικῶν μας ἐπετείων, προκειμένου νά μάθουν τά παιδιά μας τόν Ἐθνικό Ὓμνο, νά γνωρίζουν τί σημαίνει ἒπαρση καί ὑποστολή τῆς σημαίας καί νά ξανατοποθετηθῇ ὁ Σταυρός στό κοντάρι τῆς σημαίας, τόν ὁποῖον ἂκριτα κάποιοι δικοί μας δυστυχῶς ἀποκαθήλωσαν καί ἀδιαμαρτύρητα τό δεχτήκαμε, ὃπως καί τόσα ἂλλα.
Ἀγαπητοί μου, σήμερα στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Πόλη τῆς καρδιᾶς μας, στή βασίλισσα τοῦ κόσμου, πραγματοποιεῖται ἓνα ἀνοσιούργημα κάτω ἀπό τά μάτια τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦν δυστυχῶς γιά ὃ,τι πνευματικό, ὑψηλό καί θαυμάσιο ἐπίτευγμα ἐπί τῆς γῆς. Σήμερα πραγματοποιεῖται μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀδικίες στόν κόσμο καί συντελεῖται ἒγκλημα μέγιστον.
Γνωρίζομε ὃτι οἱ πάντες αἰσθάνονται μειονεκτικά, γιατί δέν μπόρεσαν οὒτε θά μπορέσουν ποτέ νά φτιάξουν Ἁγια Σοφιά, ὃπως οἱ Ρωμηοί, νά τήν στολίσουν μέ ψηφιδωτά, νά ἒχῃ ζωή τόσων αἰώνων. Δέν μπόρεσαν οὒτε θά μπορέσουν ποτέ, νά ὑψώσουν Παρθενῶνες μέ κάλλος τέτοιο πού νά προκαλῇ δέος στούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων καί ρίγος στίς καρδιές διαχρονικά.
Ὁ πολιτισμός τους εἶναι ἡ γυψοσανίδα καί οἱ γυάλινοι εὒθραυστοι πύργοι, πού μέ τήν πάροδον ὀλίγου χρόνου συντρίμμια γκρεμίζονται καί κείτονται κατά γῆς.
Ἀδελφοί μου, μέσα στόν πόνο καί στήν θλίψη τῶν ἡμερῶν, εἲδαμε ἓνα καλό. Ξύπνησαν εὐτυχῶς οἱ Ἓλληνες.
«Κορμιά μαρμαρωμένα τό θαῦμα καρτεροῦν,
μέ χέρια παγωμένα πῶς νά σταυροκοπηθοῦν.
Στήν Ἐκκλησιά τοῦ θρύλου καμπάνες δέν ἠχοῦν
Μά κι’ ἂν περάσαν χρόνια, στούς αἰῶνες θ’ἀντηχοῦν.
Εὐχή ψηλά στούς οὐρανούς, ὂμορφη Ἁγια Σοφιά
Θά γίνῃς κάποτε δικιά μας, μέ χρόνους, μέ καιρούς».
Κάτι ἂρχισε νά ἀλλάζῃ σ’ αὐτόν τόν τόπο. Ἡ βδελυρή πράξη τῶν Τούρκων ἐνήργησε ἀφυπνιστικά γιά τόν κοιμώμενο γίγαντα, γιά τόν Λαό μας δηλαδή, γιατί ἡ Ἁγια Σοφιά εἶναι ἡ ψυχή μας καί ἡ καρδιά μας. Εἶναι ὁ πόθος καί τό ὡράϊσμά μας. Εἶναι ἡ μεγάλη τοῦ Γένους Ἐκκλησιά, εἶναι τό κόσμημα τοῦ κόσμου, ἡ τοῦ κόσμου εὐκοσμία, γιά νά χρησιμοποιήσωμε τήν Ἐκκλησιαστική γλῶσσα.
Τό 2021 θά γιορτάσωμε τά 200 χρόνια ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση. Πρέπει ὁ ἑορτασμός αὐτός νά εἶναι βροντερός, βαθύς, ἀντάξιος τῶν θυσιῶν τῶν προγόνων μας. Νά εἶναι καί θά εῖναι μιά ἀπάντηση στήν Τουρκία γιά τά ἐγκλήματα πού ἒκαμε διαχρονικά.
Μιά πρόταση πρός τό Ὑπουργεῖο Παιδείας. Τήν ἒχομε ξανακάνει. Καιρός εἶναι, ἀντί γιά τίς πενταήμερες τῶν Σχολείων, γιά λόγους ἀναψυχῆς, νά ὁδηγήσωμε τά παιδιά μας νά προσκυνήσουν σέ τόπους ἱερούς, γιά νά βαπτίζωνται στά ἱερά νάματα τῆς φυλῆς μας ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή καί τήν λαμπρή βυζαντινή περίοδο, τήν Ὀρθοδοξία, τούς πόνους καί τούς καημούς τοῦ Γένους μέσα ἀπό τήν Ἁγία Λαύρα καί τό Μέγα Σπήλαιο. Γιά νά δοῦν τά παιδιά, τίς ρίζες τους καί νά καταλάβουν τί σημαίνει Ἑλλάδα, ὣστε νά νοιώθουν περηφάνεια γιά τήν καταγωγή τους.
Ἀκόμη θά ἢθελα νά διαβεβαιώσω ὃλους σας, ὃτι μέσα μας ὑπάρχει αὐτός ὁ ἐνθουσιασμός, ὣστε ἂν χρειασθῆ πρῶτοι ἐμεῖς, οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Ἓλληνες Ἱερεῖς καί Καλόγεροι, μπροστάρηδες ὃπως κάναμε πάντα σ’ αὐτόν τόν τόπο, θά ἀγωνισθοῦμε, δίδοντας καί τό αἷμα μας ἐάν χρειασθῆ γιά τήν Ὀρθόδοξη Πατρίδα μας. Δέν θά σιωπήσωμε καί στή συνέχεια γιά τίς ἀδικίες πού γίνονται εἰς βάρος τῆς Πίστεώς μας καί τῆς Πατρίδος μας. Δέν θά πάψωμε ἀγωνιζόμενοι γιά τά ἀπαράγραπτα δίκαιά μας, μή φειδόμενοι κόπων καί μόχθων καί αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς μας.
Αὐτή τήν στιγμή στρέφομε τόν νοῦν καί τήν καρδία μας στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μας καί στόν πρῶτο τοῦ Γένους μας, στόν Παναγιώτατο καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο καί στούς περί αὐτόν Κληρικούς, μαζί του φρυκτωρούς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, δηλοῦντες τόν σεβασμόν καί τήν ἀμέριστον συμπαράστασή μας εἰς ὃ,τι ἱερόν καί ἃγιον ὃλαις δυνάμεσι ὑπηρετοῦν.
Ἐπίσης στηρίζομε τήν ὃποια προσπάθεια καί ἐνέργεια τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως γιά τά ἀπαράγραπτα δίκαια τῆς Πατρίδος μας. Ὑπάρχει τό διεθνές δίκαιο, τό ὁποῖο καλῶς ἐπικαλούμεθα. Ἀλλ’ ὃμως ὑπάρχει καί τό δικό μας, τό ἐθνικό δίκαιο.
Αὐτές τίς ὧρες, ἀλλά καί πάντοτε ἒχομε ἀνάγκη ἀπό τήν μεταξύ μας ἑνότητα. Πρέπει νά γίνωμε, ἐάν δέν εἲμαστε, ἓνα σῶμα, μιά ψυχή γιά τήν Πατρίδα μας, γιά τήν Ἑλλάδα μας.
Ἡ Ἁγια Σοφιά, ἒστω καί ἂν τῆς ἂλλαξαν τό ὂνομα της οἱ βάρβαροι στίς πινακίδες, λέγοντάς την «μεγάλο τζαμί», θά εἶναι γιά μᾶς «ἡ Μεγάλη Ἐκκλησιά, ἡ Ἁγια Σοφιά μας». Ἡ κλειστή πύλη γι’ αὐτούς θά εἶναι ὁ τρόμος τους, γιατί κάποτε θά ἀνοίξῃ. Ἡ Ἁγια Σοφιά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου, εἶναι ὁ ὀμφαλός τῆς γῆς. Δέν εἶναι δική τους. Τήν ἒκλεψαν καί τήν κατέχουν μέ τό σπαθί καί τή βία. Ὁ Μαρμαρωμένος Βασιληᾶς εἶναι ὁ ἐφιάλτης πού δέν τούς ἀφήνει νά ἡσυχάσουν ἡμέρα καί νύκτα, γιατί γνωρίζουν ὃτι θά ξυπνήσῃ καί θά προβάλλῃ μέ τό σπαθί του, γιά νά ἐλευθερώσῃ τήν Μεγάλη Ἐκκλησιά ἀπό τά βέβηλα χέρια τους...»
«Πόλη γλυκιὰ Πόλη δική μας
Πόλη τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ
Πόλη καημὸς ποὺ γίνες τραγούδι ἐδῶ
μὴ κλαῖς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς, θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς
Πόλη χρυσὴ Πόλη τοῦ ἥλιου
Πόλη μητέρα κι ἀδερφὴ
Πόλη λυγμὸς ποὺ γίνε λουλούδι ἐδῶ
μὴ κλαῖς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς
Μέσα σ'ὄνειρο σ'εἶδα ξανὰ
ὅλο φῶς ὅπως ἤσουν παλιὰ
καὶ στὰ μάτια σου ἡ Ἁγία Σοφία
ἕνα δάκρυ ποὺ ἀκόμα κυλᾶ
Πόλη γλυκιὰ ἀγαπημένη
μία ζωὴ σ'ἀποζητῶ
εἶσαι ἐκεῖ κι ὅμως σὲ ἀγγίζω ἐδῶ
μὴ κλαῖς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς
Πόλη ζωὴ Πόλη ἐλπίδα
Πόλη Θεοῦ Πόλη ὅλο φῶς
Πόλη γλυκειὰ ποὺ γινες Πατρίδα ἐδῶ
μὴ κλαῖς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς
Πόλη γλυκιὰ Πόλη δική μας
Πόλη τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ
Πόλη καημὸς ποὺ γίνε τραγούδι ἐδῶ
μὴ κλαῖς θὰ'ρθῃ ὁ καιρὸς θὰ'ρθῃ ὁ καιρός».
Θά τελειώσω μέ τούς τελευταίους στίχους ἑνός δημώδους ἂσματος, παλαιᾶς ἐποχῆς, ὃταν ὁ ἐνθουσιασμός καί ὁ πατριωτισμός κατεῖχαν τό κέντρο τῆς καρδιᾶς τῶν Ἑλλήνων, τό ὁποῖο ἆσμα παρουσιάζει τόν πόνο τῆς Ἑλλάδος γιά τά παιδιά της.
«Ξύπνησε Ρήγα, ξύπνησε ἀπ’ τό βαθύ σου μνῆμα,
Βάλε φωνή καί κεραυνούς ἀπ’ τή χρυσή σου λύρα,
Ξύπνα Φεραῖε ξύπνησε καί ἡ στεριά προσμένει,
Τό ἀκρογιάλι καρτερεῖ καί ὂνειρα ὑφαίνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου