«Μία
φορὰ κι ἕναν
καιρό, ἀντιπρόσωποι ἀπ’
ὅλους τούς λαοὺς τοῦ κόσμου, ἔχοντας
γραμμένη τὴν γλῶσσα τους σὲ
ἕνα φύλλο
χαρτί, παρουσιάστηκαν
ὡρισμένη ἡμέρα
καί ὥρα ἐμπρὸς στὸν Θεὸ κι ἐζήτησαν νὰ
τοὺς τὴν ἐγκρίνῃ!
Ἔτσι ἐσχηματίσθη
μεγάλη οὐρὰ ἐμπρὸς στὸν
Μεγαλοδύναμο κι ἕνας-ἕνας, μὲ
τὴν σειρά,
πλησίαζε, ἐνεκρίνετο κι’ ἔφευγε
μὲ τὸ ἐγκεκριμένο
χαρτὶ στὸ χέρι.
Οἱ Ἀλβανοὶ ὅμως ἦσαν
σὲ κάποιαν
κλεψιὰ κι’ ἔλειπαν.
Ὅταν ἦλθαν, βιαστικοὶ ὅπως ἦσαν, ἔγραψαν
τὴν γλῶσσα
τους ὄχι σὲ
χαρτί, ἀλλὰ σ’ ἕνα
λαχανόφυλλο. Βλέποντας
δὲ κοσμοσυῤῥοὴ καὶ νομίζοντας
πὼς θ’ ἀργήση νἄλθη ἡ ἀράδα τους, ἐσκέφθησαν νὰ
συνεχίσουν τὸ
πλιάτσικο γιὰ
λίγο ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ
προλάβουν νὰ
γυρίσουν.
Ἀφῆκαν λοιπὸν
τὸ λαχανόφυλλο
σὲ μίαν ἄκρη κι ἔφυγαν.
Ὅταν ὅμως
γύρισαν, φαίνεται
ὅτι δὲν ὑπελόγισαν
καλά, ἡ
σχετικὴ διαδικασία
εἶχε τελειώσει…Ὅλοι εἶχαν
φύγει καὶ
τὸ λαχανόφυλλο
μὲ τὰ ἀλβανικὰ
γράμματα τὸ
εἶχε φάι κάποιος γάιδαρος!
Ἔτσι
οἱ Ἀλβανοὶ οὐδέποτε ἀπέκτησαν γράμματα
κι ἔκαμαν τὴν
δουλειά τους μὲ
τὰ Ῥωμαίϊκα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου