O πατέρας Σέργιος (ή Στέργος) Μανώλακας, 96 ετών σήμερα,
είναι μια σπάνια περίπτωση ιερέα. Χαίρει σεβασμού της τοπικής κοινωνίας, διότι
με την πορεία του έδωσε υπόσταση στην έννοια της ιεροσύνης, έχοντας παράλληλα
επιτελέσει σημαντικό έργο. Υπηρέτησε με αγάπη και σεβασμό το ποίμνιό του και το
υπηρετεί μέχρι σήμερα, αφού η πόρτα του σπιτιού του είναι πάντα ανοιχτή για
όσους επιζητούν την συμβουλή του.
Ηρεμος, πράος, με την σοφία των χρόνων του και την
σεμνότητα που κουβαλά από παιδί, μας άνοιξε το σπίτι του στις Καλυθιές και μας
μίλησε για την ζωή του αλλά και για την νέα πραγματικότητα.
Ο πατέρας Σέργιος, αποτελώντας μέρος της νεότερης
ιστορίας της Ρόδου, μιλά με νοσταλγία για τα χρόνια που οι άνθρωποι ήταν φτωχοί
αλλά είχαν πλούσια συναισθήματα και θλίβεται, όπως λέει, γιατί σήμερα οι
άνθρωποι είναι πιο φτωχοί από τότε, αφού πτώχευσαν ψυχικά και συναισθηματικά.
Λέει με παράπονο ότι οι νέοι δεν είναι πια κοντά στην
εκκλησία και πιστεύει ότι μας περιμένουν ακόμα πιο δύσκολοι καιροί, γιατί ήρθε
η ώρα να πληρώσουμε τις αμαρτίες μας…
Πόσων χρονών είστε;
Γεννήθηκα στις 15 Φεβρουαρίου του 1921.
Πότε γίνατε παππάς;
Το 1963. Μεγάλη Τετάρτη, 10 Απριλίου χειροτονήθηκα
διάκονος στον Αγιο Νικόλαο και στις 15 Αυγούστου χειροτονήθηκα ιερέας.
Ζήσατε σε δύσκολες εποχές… Ποιες διαφορές
βλέπετε στο τότε και στο σήμερα;
Λυπούμαι και θλίβομαι με αυτά που βλέπω και παρακολουθώ,
και ως άνθρωπος και ως ιερωμένος. Από το 1931, που ήμουν στην τετάρτη τάξη,
γνώρισα τον κόσμο. Η ζωή μας τότε ήταν καλύτερη κι ας μάστιζε η πείνα τον κόσμο.
Τότε κλειδαριές δεν είχαμε, κοιμόμασταν ξεκλείδωτα. Τώρα βάζουμε σιδεριές για
να γλιτώσουμε την ζωή μας, την οποία καθοδηγεί το χρήμα. Εγώ μεγάλωσα ορφανός,
ο πατέρας μου πέθανε το 1925, ήμουν τεσσάρων και είχα μια αδελφούλα δύο χρονών.
Με την χάρη του Θεού και την καθοδήγηση της μητέρας μου, έφτασα εδώ που είμαι.
Εκείνα τα χρόνια, κόρη μου, ήταν καλύτερα αν και υπήρχε μεγάλη φτώχεια.
Υπήρχε μεγάλη φτώχεια αλλά η ζωή ήταν
καλύτερη μας λέτε.
Ο κόσμος σήμερα είναι φτωχός ψυχικά, πνευματικά και
συναισθηματικά. Τότε ήμασταν πλούσιοι, στην ψυχή, στο σώμα και στο πνεύμα.
Περνούσαμε πάμφτωχα αλλά ήμασταν πλούσιοι ψυχικά και συναισθηματικά. Τώρα κόρη
μου, το άγχος έχει κυριεύσει τον κόσμο και δεν υπάρχει θεραπευτική αγωγή για να
το γιατρέψει, ούτε το νυστέρι του γιατρού μπορεί να το καθαρίσει. Ο κόσμος
στενάζει, πονάει, υποφέρει. Η κρίση βαθαίνει… Και θα βαθύνει κι άλλο. Θα πρέπει
να περιμένουμε δύσκολα χρόνια.
Ακόμα πιο δύσκολα;
Πιο δύσκολα ακόμα, να το έχετε υπόψη σας αυτό. Θα έρθει
πιο βαθιά κρίση. Μωραίνει ο Θεός λαούς, ους βούλεται απωλέσαι. Πληρώνουμε τις
αμαρτίες μας, παιδί μου. Κάποτε ο Ουράνιος Πατέρας, έκαμε κατακλυσμό και επνίγη
ο κόσμος. Από τότε, δεν κάμνει πια κατακλυσμούς αλλά μωραίνει τους κυβερνώντας
για να υποφέρει ο λαός. Ηταν δυνατόν ένας Χίτλερ και κι ένας Μουσολίνι να
κατακτήσουν τον κόσμο; Τους μώρανε ο Θεός. Χάθηκαν εκατομμύρια κόσμου… Είναι οι
αμαρτίες μας που πληρώνουμε. Οι δρόμοι της ζωής είναι δύο∙ ο ένας είναι του
Χριστού, ο άλλος είναι του πειρασμού. Ο ένας είναι φωτεινός κι εμείς αφήνουμε
το φως και πάμε στο σκοτάδι. Δυσάρεστα πράγματα βλέπω… Δεν φταίνε οι
διοικούντες, φταίνε οι αμαρτίες μας. Αφήσαμε τον Θεό και πιάσαμε τον διάβολο
και τον πειρασμό. Ο,τι σπείρουμε αυτά θα θερίσουμε, ό,τι πράττουμε αυτά θα
απολαμβάνουμε.
Η κρίση, οι δυσκολίες δεν έφεραν τον κόσμο
πιο κοντά στην εκκλησία;
Όχι. Από το 1930 που ήμουν στην τρίτη τάξη, επί κατοχής
των Ιταλών, το βράδυ του Σαββάτου παίρναμε ξυλαράκια για τον δάσκαλο κι ένα
ψωμάκι και μετά μας έβαζαν στην σειρά και πηγαίναμε στον εσπερινό. Το πρωί της
Κυριακής, πάλι στη Θεία Λειτουργία, αν απουσιάζαμε την Δευτέρα μας περίμενε
τιμωρία. Αν δεν ήταν η εκκλησία, εμείς θα ήμασταν γενίτσαροι και τούτο διότι η
Τουρκία εδώ, έκαμε 630 χρόνια, η Ιταλία 32, η Γερμανία τρία και οι Εγγλέζοι δύο.
Αλλά ήταν η εκκλησία και ο Χριστός που μας στήριξε. Ο μακαριστός δεσπότης
Απόστολος Τρύφωνας, ήταν ήρωας διότι έκανε σχολεία και διδάσκονταν τότε η
θρησκεία και η εθνικότητα και οι δάσκαλοι πληρώνονταν από την εκκλησία. Τώρα
κόρη μου, στο χωριό μου έχουμε πάνω από 500 παιδιά και δεν βλέπουμε ένα στην
εκκλησία… Οι μητέρες πρέπει να παίρνουν οι ίδιες τα παιδιά τους στην εκκλησία,
για να βάλουν στην ψυχή τους και στην καρδιά τους τον Θεό. Να βάλουν τον φόβο
του Θεού και την αγάπη του λαού μέσα τους. Ούτε ένα παιδάκι δεν βλέπω σήμερα
στην εκκλησία. Πώς θα μάθουν αυτά τα παιδιά τον σεβασμό και την αγάπη για τον
συνάνθρωπο; Αν δεν ήταν η εκκλησία, η μητέρα μου χήρεψε 23 χρονών, δεν θα
είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Ο μακαριστός δεσπότης Απόστολος Τρύφωνας τότε έδινε
δωρεάν στα ορφανά τα μολύβια και τα βιβλία κι έτσι πήγα και εγώ στο σχολείο κι
έμαθα αυτά τα λίγα γράμματα, της έκτης του δημοτικού σχολείου. Αποφοίτησα το
1932-1933 και από παιδάκι αγάπησα την εκκλησία.
Πότε αποφασίσατε να γίνετε παππάς;
Παντρεύτηκα, έκανα μια ενάρετη οικογένεια και ασχολούμουν
με την γεωργία. Κάποτε έπεσε ένας κεραυνός και σκότωσε έναν από τους επιτρόπους
της εκκλησίας και τότε με κάλεσαν στο γραφείο για να τον αντικαταστήσω. Δεν
είχα καιρό να χάνω διότι έπρεπε να συντηρώ επτά άτομα στο σπίτι, αλλά επειδή
δεν ξέχασα την χάρη που μου έκανε η εκκλησία, αποδέχθηκα την πρόσκληση.
Το 1962, που έκλεισε ένας χρόνος, πήρα τα βιβλία για
έλεγχο. Τότε Πρωτοσύγκελος ήταν ένας καλότατος άνθρωπος, ο Αλέξανδρος
Θεοδωρακόπουλος που ήταν και μουσικοδιδάσκαλος.
Μου λέει, «Αφησε τα βιβλία και ανέβα στην βεράντα που σε
θέλει ο Δεσπότης». Δεσπότης ήταν τότε ο Σπυρίδων Συνοδινός. Βγαίνω πάνω, η ώρα
ήταν 11:40. Με ρωτά, «τι γνώσεις έχεις;». Του απαντώ «Σεβασμιότατε τελείωσα το
δημοτικό».
Μου λέει τότε «είσαι καλός, ετοιμάσου θα σε κάνω παππά».
«Μα τι θα λέω, γράμματα δεν ξέρω, ψάλτης δεν έκαμα… Τι θα λέω;». Και μου
απαντά: «εσύ δεν θα λες τίποτα, ο Χριστός θα σε φωτίζει κι εσύ θα μιλάς».
Εγώ του είπα «Δεσπότη μου θα γίνουμε ρεζίλι, παππάς
αγράμματος πού ξανακούστηκε;» και μου λέει ότι και ο Χριστός ως άνθρωπος, δεν
προτίμησε τους μορφωμένους Φαρισαίους, Τελώνες και Εβραίους για να κάμει
μαθητές αλλά μάζεψε τους αγράμματους ψαράδες επειδή ήταν αναμάρτητοι και με την
φώτιση του Θεού, έγιναν κήρυκες της Οικουμένης. Το συζήτησα με την μακαριστή
πρεσβυτέρα μου, την μακαριστή μητέρα μου και με τον πεθερό μου… Ξαναπήγα στην
Μητρόπολη για δουλειές της επιτροπής, ο Δεσπότης επέμενε… Τότε μου είπε να
αφήσω γενειάδα και εγώ του ζήτησα αν είναι με κάμει παππά, να με κάμει στο
χωριό μου γιατί εγώ ζούσα από τα κτήματα και ήθελα να συνεχίσω να εργάζομαι για
να συντηρώ την οικογένειά μου. Ετσι άφησα την γενειάδα και τον Απρίλιο του 63,
στον Αγιο Νικόλαο στη Ρόδο χειροτονήθηκα διάκονος και 15 Αυγούστου ημέρα
Πέμπτη, χειροτονήθηκα ιερέας στα Τριάντα, παρουσία του Ι. Ζίγδη. Την Κυριακή 18
Αυγούστου, τέλεσα το πρώτο μου μυστήριο και στεφάνωσα την κόρη μου.
Και έκτοτε υπηρετείτε την ιεροσύνη.
Εκτοτε επλούτησα τις γνώσεις μου διαβάζοντας και έμαθα
πολλά ωφέλιμα πράγματα… Ηθελα να μάθω πράγματα, να αφήσω έργο στους απογόνους.
Τότε έκαμα την εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου. Βάλαμε θεμέλιο λίθο το 1967, 14
Μαΐου Κυριακή των Μυροφόρων και το 1974 ετελείωσε η εκκλησία. Από κει και μετά,
αναστήλωσα Μονές και στο τέλος έκανα κι εγώ ένα εκκλησάκι, εκεί που έχτισαν
σπίτια τα παιδιά μου, για να φωτίζει τα παιδιά μου, τους απογόνους μου… Το
αγιογραφήσαμε και το δωρίσαμε στην εκκλησία. Ο Χριστός βλέποντας τις
προσπάθειές μου, με αντάμειβε. Εχω ακόμα σωματικές δυνάμεις και πνευματικές και
ψυχικές. Μάλιστα πριν 6-7 μήνες, ο πατέρας Νεκτάριος Πόκκιας με πήρε στο Θάρρι
και έλαβα μέρος στη Λειτουργία. Με έχει τιμήσει η Μητρόπολη, ο Δήμος Καλλιθέας
και ο Πολιτιστικός Σύλλογος, όμως εγώ θέλω να μου δώσει την Δόξα ο Θεός και όχι
οι άνθρωποι. Τα επίγεια είναι ψεύτικα όλα, φθαρτά και πρόσκαιρα… Η διαδρομή της
ζωής μας, είναι ένα όνειρο, είναι σύντομη. Σκέφτομαι, τα 96 μου χρόνια πού
πήγαν; Χάθηκαν… Είναι ένα όνειρο η ζωή.
Πώς να κάνουμε αυτή την σύντομη ζωή καλύτερη;
Αυτό το όνειρο που λέτε, πώς θα γίνει όμορφο και όχι εφιάλτης;
Με τις καλές πράξεις και τα καλά λόγια. Να σταθούμε στο
ύψος μας, να μην κάνουμε αμαρτίες. Να μην περιφρονούμε το μυστήριο του γάμου,
που σήμερα όλο και περισσότεροι το περιφρονούν. Να κάνουμε μια ενάρετη ζωή.
Φτάνει να μετανοούμε, η μετάνοια δεν θέλει ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Με τη
μετάνοια θα μπορούμε να ελπίζουμε στην αιώνια βασιλεία. Πρέπει να πιστεύουμε
για να μπορούμε να εισακουστούμε, και να μην επικαλούμαστε τα Θεία μόνο στις
δύσκολες στιγμές μας. Πρέπει να καθαρίσουμε την ψυχή μας, με την Ιερά
Εξομολόγηση. Το ρουχαλάκι σου όταν λερωθεί, δεν το πετάς το πλύνεις και το
ξαναβάζεις. Το σωματάκι σου όταν λερώνεται το καθαρίζεις με το αφρόλουτρο. Την
ψυχή, γιατί δεν την καθαρίζουμε;
Έχουμε χάσει τον δρόμο του Θεού και πρέπει να
επιστρέψουμε εκεί, αυτή είναι η σωτηρία, μας λέτε.
Όταν ένα πλοίο το χτυπάνε τα κύματα, αναζητεί το
πλησιέστερο λιμάνι για να σωθεί. Το δικό μας λιμάνι, είναι ο Χριστός.
Οι νέοι άνθρωποι, ζητάνε σήμερα την συμβουλή
σας;
Όχι… Ισα ίσα που κάποιοι απαξιώνουν το έργο και τον ρόλο
του παππά. Όμως, επειδή θέλω να είμαι σωστός θα σας πω ένα γνωμικό. Κάποτε ένας
παππάς είπε στο ποίμνιό του «Ο έχων δύο χιτώνας διαδότω τω μη έχοντι». Τον
ρώτησε η πρεσβυτέρα του, αγράμματη γυναίκα, τι εννοούσε και τότε ο παππάς της
είπε «αν έχουμε δύο παντελόνια, να δίνουμε το ένα ή δύο ζευγάρια παπούτσια να
δίνουμε το ένα…». Μια μέρα που ο παππάς πήγε να σπείρει, η παπαδιά έδωσε σε
έναν ρακένδυτο περαστικό το δεύτερο παντελόνι του παππά. Όταν γύρισε ο παππάς,
επειδή είχε βραχεί, ζήτησε να αλλάξει παντελόνι και του είπε η παπαδιά ότι το
είχε δώσει… Και τότε της λέει: «Μα είσαι παλαβή; Όλα κι όλα δυο ήταν τα
παντελόνια μου». Η παπαδιά απορημένη του λέει «μα εσύ δεν μου είπες όποιος έχει
δυο παντελόνια να δίνει το ένα;». «Όχι τα δικά μας, των αλλωνών» αποκρίθηκε ο
παππάς. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ο παππάς πέθανε και μετά πέθανε και η
παπαδιά. Η παπαδιά είχε δύο αγγέλους που την διακονούσαν και διερωτήθη «εγώ που
δεν έκανα τίποτα, έχω δυο υπηρέτες αγγέλους, ο παππάς μου πόσους θα ΄χει…». Μια
μέρα ζήτησε να δει τον παππά και την πήγαν σε ένα δωμάτιο, όπου βλέπει τον
παππά, μέχρι τον λαιμό χωμένο στην πίσσα κι εκείνη αναστέναξε. Και τότε της
λέει ο παππάς «ευτυχώς που βρέθηκε από κάτω ο Δεσπότης και πάτησα πάνω του
αλλιώς θα ήταν και το κεφάλι μου μέσα στην πίσσα». Κόρη μου, «πολλοί γαρ εισί
κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί». Πολλοί παππάδες αλλά… λίγοι παππάδες. Την αλήθεια
θέλω να λέγω.