Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν πάντοτε,
ἀλλά κρύβονται δίπλα μας!
ἄρθρο τοῦ ἐκ Πατρῶν π. Ἀθανασίου
Τ.
Στό συγκεκριμένο ἄρθρο ἀναφέρομαι
σέ ἕνα ἱερατικό ζεῦγος ἀπό τήν Πάτρα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταστεῖ ἄνθρωποι τοῦ
Θεοῦ καί φορεῖς τῆς εἰρήνης Του στήν ἐποχή μας.
Τό ἀείμνηστο λευιτικό ζεῦγος ἀπό
τήν πόλη τῶν Πατρῶν, ὁ ἱερέας Νικόλαος Πέττας καί ἡ πρεσβυτέρα του Ἀνθή, ἦταν
μέχρι πρότινος ἄγνωστοι στό εὐρύτερο κοινό, ἀλλά μετά τήν κοίμησή τους ἔγιναν
γνωστοί, γιατί ὁ Θεός τούς ἀνέσυρε ἀπό τήν ἀφάνεια. Ἀκόμα, θαυμαστές μαρτυρίες
γιά τήν ζωή καί τό ἔργο τους ἔχουν περισυλλεγεῖ ἀπό τόν ἐλλογιμώτατο καθηγητή
τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Φώτιο Δημητρακόπουλο καί
ἔχουν ἀναρτηθεῖ στόν ἱστότοπο: http://www.pnikolaos.gr.
Ἡ πρώτη μου γραπτή μαρτυρία, πού ἀφορᾶ στόν π. Νικόλαο, ἔχει ἤδη
δημοσιευτεῖ στό βιβλίο τοῦ ὁσιολογιοτάτου πρωτεπιστάτου τοῦ Ἁγίου Ὅρους,
γέροντος Μαξίμου τοῦ Ἰβηρίτου (2012:22-29). Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τούς γνώρισα
τόσο καλά, πού, ἄν ἔγραφα ὅσα ξέρω, ἰδιαίτερα γιά τόν π. Νικόλαο, θά χρειαζόταν
βιβλίο ὁλόκληρο. Ἐπίσης, ἡ οἰκογένειά μου εἶναι μάρτυρες πολλῶν καί
ἀξιοθαύμαστων γεγονότων, πού ἀφοροῦν στόν π. Νικόλαο καί στήν πρεσβυτέρα του
Ἀνθή.
Ἡ ἐποχή μας ἔχει τούς δικούς της
πνευματικούς φάρους, ὡστόσο λόγω τῆς μικρῆς χρονικῆς ἀπόστασης ἀπό τήν κοίμησή
τους, λίγοι ἔχουν καταγραφεῖ στούς Δέλτους τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου καί τιμῶνται
μέ ἀκολουθίες, εἰκόνες καί ναούς. Τελευταία ἁγιοκατατάχτηκαν οἱ ὅσιοι
Ἁγιορεῖτες Πορφύριος καί Παΐσιος, καθώς καί ὁ ὅσιος Νικηφόρος ὁ λεπρός καί ἡ
ὁσία Σοφία ἡ Ποντία, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τιμῶνται στή συνείδηση τοῦ λαοῦ, πού τούς
γνώρισε καί οὐσιαστικά εὐεργετήθηκε ἀπό τό ποιμαντικό τους ἔργο.
Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας τῶν
ἐκλεκτῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ ἀπό τό χριστεπώνυμο πλήρωμα, εἶναι συνήθως τό πρῶτο
στάδιο ἀπό πρίν τήν ἐπίσημη κατάταξή τους μεταξύ τῶν Ἁγίων της Ἐκκλησίας μέ
Πατριαρχική Συνοδική ἀπόφαση. Ἡ ἁγιοκατάταξη βέβαια ἔχει μικρή σημασία γιά τούς
ἴδιους, γιατί ἔχουν ἤδη πάρει τή θέση τους κοντά στό Θεό, ἀλλά μεγάλη γιά μᾶς,
πού χρειαζόμαστε τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ εἴτε ὡς ὑποδείγματα εἴτε ὡς οὐράνιους
φίλους καί ἀποδέκτες τῶν προσευχῶν μας. Αναμφισβήτητα δέν εἶναι
ἄξιοι τῆς λατρείας μας, γιατί αὐτή ἀποδίδεται μόνο στόν Θεό, ἀλλά εἶναι βεβαίως
ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς τιμῆς μας. Εἶναι ἀδελφοί μας, ἄνθρωποι,
πού πραγμάτωσαν τό ἰδεῶδες, δηλαδή ὁμοιώθηκαν μέ τό Θεό, κατέστησαν Θεοφόροι.
Μολαταῦτα παραμένουν ἄνθρωποι καί ἀδελφοί μας, εἶναι ὑψηλοί φίλοι μας, ἔνσαρκοι
ἄγγελοι, μέλη τοῦ τελευταίου ἀγγελικοῦ τάγματος, πού εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα.
Τό ἱερατικό ζεῦγος Πέττα μέσω τοῦ
γάμου τους καλλιέργησαν μία προσωπική σχέση αὐθεντικῆς ἀγάπης μέ τόν Θεό,
διαπότισαν τήν ἐν Χριστῷ κοινή τους πορεία μέ τήν Θεία Χάρη καί «ἀλλοιώθηκαν». Ἀπό τόν τρόπο ὕπαρξης τοῦ
ἀνθρώπου τόν κοινό, τόν κοσμικό, πέρασαν σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο ὕπαρξης, πού
ὀνομάζεται «καινή κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,
17). Κατά τό χριστιανισμό, ἡ βιωτή τους ταυτίζεται μέ τήν παραδεισένια
κατάσταση τῶν Πρωτοπλάστων, δηλαδή τό ἐπίπεδο τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πρίν
διαπράξουν τό προπατορικό ἁμάρτημα καί διακόψουν τήν σχέση τους μέ τόν Θεό.
Οἱ δυό ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν
Πάτρα ἔγιναν «ὅμοιοι μέ τόν Θεό» στό
βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου ὕπαρξής Του, τήν ἀγάπη. Αὐτό εἶναι ἡ
πραγμάτωση τῆς προοπτικῆς τοῦ περίφημου καθ’ ὁμοίωσιν γιατί ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ὄν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν
τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 1, 26, 27). Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης προεκτείνοντας
σέ «ἐπίπεδο ἐφαρμογῆς» τό λόγο τοῦ Πλάτωνα «ὁ
σώφρων ἡμῶν τῷ Θεῷ φίλος, ὅμοιος γάρ, ὁ δέ μή σώφρων ἀνόμοιός τε καί διάφορος
καί ἄδικος», ἐξηγεῖ πῶς στό «καθ’
ὁμοίωσιν» ἔγκειται ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ λέγοντας: «Τί ἐστι Χριστιανισμός; Θεοῦ ὁμοίωσις κατά τό
ἐνδεχόμενον ἀνθρώπου φύσει» (Λόγος εἰς τό Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα
ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν, P.G., τ. 36, στ. 273D).
Ὁ τρόπος τοῦ π. Νικολάου καί τῆς
πρεσβυτέρας του θεωρεῖται ὁ ἀληθινός τρόπος ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ὕπαρξης πού
προεκτείνεται στήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ὁ δικός μας κοινός τρόπος ὕπαρξης, ἄν καί
τόν θεωροῦμε φυσικό, δηλ. κανονικό, στήν πραγματικότητα (ὅπως τήν
ἀντιλαμβάνονται πάλι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς
χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας) εἶναι παρά φύσιν∙ αὐτός ὁ κόσμος εἶναι κόσμος τῆς
Πτώσεως, γι’ αὐτό πάσχει ἀπό τά συμπτώματα τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ, τῆς φθορᾶς καί
τοῦ θανάτου, δηλαδή τοῦ φυσικοῦ καί ἠθικοῦ κακοῦ (φυσικό κακό ὁ θάνατος, ἠθικό
κακό ἡ ἀδικία), πού εἶναι οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Οἱ χριστιανοί θεωροῦμε ὅτι οἱ
ἁγιασμένες ψυχές τοῦ ἱερέως Νικολάου καί τῆς πρεσβυτέρας του Ἀνθῆς ἔχουν
παρρησία στό Θεό, δηλαδή μποροῦν νά μεσιτεύσουν γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν, γι’
αὐτό καί δέν τούς ἀποδίδουμε μόνο ἱερό σεβασμό, ἀλλά καί προσευχόμαστε σ’
αὐτούς ὡς σέ ὑψηλούς καί ἰσχυρούς φίλους. Ὅπως προαναφέρθηκε, δέν τούς
λατρεύουμε οὔτε τούς θεωροῦμε θεούς∙ εἶναι ἄνθρωποι καί μάλιστα οἱ κατ’ ἐξοχήν
ἄνθρωποι (ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπότητας), ἄν καί ἡ λαϊκή εὐσέβεια δέν ἐμβαθύνει
συνήθως τόσο πολύ, πράγμα πού σκανδαλίζει τούς «γραμματισμένους», ἀλλά δέν ἐνοχλεῖ τούς ταπεινούς, ἐφόσον βέβαια
συνοδεύεται ἀπό ἀγάπη καί ἀθωότητα στό μέτρο τοῦ καθενός μας.
Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα
τοῦ Ἀνθή πιστεύουμε ὅτι κέρδισαν τόν παράδεισο καί οἱ ψυχές τους ἔγιναν
φωτεινές εἰς τόν αἰώνα. Καί οἱ δυό τους εἶχαν «ὀρθή πίστη καί τήν ἐφάρμοζαν στή ζωή τους» σύμφωνα καί μέ τά
λεγόμενα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Μάλιστα ὁ ἱερός Χρυσόστομος προσθέτει ὅτι
«καί ἄν δέν κάνουν θαύματα, καί ἄν δέν
θεραπεύουν δαιμονισμένους, εἶναι ἅγιοι». Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλες τίς δίκαιες
ψυχές, πόσο μᾶλλον γιά τόν πατέρα Νικόλαο, γιά τόν ὁποῖον μετά τήν κοίμησή του,
τόσα σημεῖα ἔχουν γίνει γνωστά.
Ὁ πατέρας Νικόλαος στούς λόγους
του βροντοφωνοῦσε ὅτι, γιά νά φτάσουμε στήν ἁγιότητα πρέπει νά ἐφαρμόσουμε τήν
ἀγάπη. Ποιός ὅμως ἐφαρμόζει τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος λέγει: «ἅγιος ἐστίν ὁ τῆς πίστεως μετέχων, ἄμωμος, ἀνεπίληπτον βίον
ἔχων». Ἀνεπίληπτον βίον, δηλαδή χωρίς καμιά κηλίδα! Ἐδῶ μποροῦμε νά θυμηθοῦμε
τό Ντοστογιέφσκυ, πού εἶπε ὅτι εἶναι εὔκολο ν’ ἀγαπᾶς τόν ἄνθρωπο γενικά καί
ἀόριστα∙ ν’ ἀγαπᾶς τό γείτονά σου ὅμως εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο, γιατί ἀπαιτεῖ
θυσίες καί παραμερισμό τοῦ πολύτιμου Ἐγώ σου, ἰδίως ἄν αὐτός ὁ γείτονάς σου
προκαλεῖ προβλήματα (πού, ἄν εἶσαι χριστιανός, θά τά παραβλέπεις καί θά τόν
συγχωρεῖς συνεχῶς, ἀφοῦ τόν ἀγαπᾶς).
Σέ αὐτῶν τῶν δυό ἀείμνηστων
ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ τό μυαλό κυριαρχοῦσε μέρα - νύχτα μόνο μία σκέψη: «Ὁ ἀδελφός μου μ’ ἔχει ἀνάγκη! Χριστέ μου,
βοήθησε μέ νά τόν βοηθήσω! Ὄχι μόνο νά νοιαζόμαστε γιά τά δώδεκα παιδιά μας.
Βοήθησε καί ἐκεῖνον νά κάνει τίς σωστές ἐπιλογές στή ζωή του!». Δέν
ἡσύχαζαν, ἄν δέν ἔκαναν τά πάντα, γιά νά βοηθήσουν τούς συνανθρώπους τους. Ἄν
δέν ἦταν δυνατόν νά κάνουν κάτι παραπάνω, προσεύχονταν γι’ αὐτούς μέ πόνο
ψυχῆς, συχνά κλαίγοντας ἀπό τήν ἀγωνία! Γι’ αὐτό αὐτοί οἱ δυό ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ
διέφεραν ἀπό τούς πολλούς ἀνθρώπους. Τά ἔργα τῆς ἀγάπης διαβαθμίζονται ἀνάλογα
μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς καί τήν ἔνταση τῆς ἀγάπης τοῦ καθενός: ἕνας θυσιάζει τά
πάντα γιά τόν ἄλλον (μοιράζει ὅλη του τήν περιουσία ὅπως ὁ Ἅγιος Γεώργιος, ὁ
Μέγας Βασίλειος, ὁ Μέγας Ἀντώνιος κ.ἅ., ἤ –ἀκοῦστε!– πουλιέται δοῦλος, γιά νά
βοηθήσει κάποιους, ὅπως ὁ Αἰγύπτιος ἀσκητής Σινδόνιος, πού τόν ὀνόμαζαν ἔτσι,
γιατί ἔδινε τά ροῦχα του στούς φτωχούς, πού συναντοῦσε, καί γύριζε στό σπίτι
τοῦ τυλιγμένος μέ ἕνα σεντόνι)· ἕνας ἄλλος βοηθάει ὅσο μπορεῖ, θυσιάζει μέρος
ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εὐεργετεῖ ἀνθρώπους καί παράλληλα ζεῖ ὁ ἴδιος ἀξιοπρεπώς·
ἕνας τρίτος δίνει πού καί πού λίγα χρήματα ἤ ροῦχα ἤ τρόφιμα σέ κάποιο
Φιλόπτωχο Ταμεῖο ἤ Φιλανθρωπικό Ἵδρυμα ἤ εἶναι ἐθελοντής αἱμοδότης κ.τ.λ., ἕνας
τέταρτος δέν κάνει τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀλλά μεγαλώνει τά παιδιά του μέ ἀρχές
ἀγάπης καί ὄχι ἐγωισμοῦ καί ὁ ἴδιος συγχωρεῖ τούς ἐχθρούς του ἤ καί προσεύχεται
γι’ αὐτούς, ἄν εἶναι θρησκευόμενος.
Βέβαια, κατά τούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, τούς κανόνες τῶν ὁποίων πάντα ἐφάρμοζαν ὁ π. Νικόλαος καί ἡ
πρεσβυτέρα του, ὅλα αὐτά ἔχουν ἀξία, ἄν γίνονται ἀπό καθαρή ἀγάπη καί ὄχι μέ
ἐγωισμό∙ ἄν δέν ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ὑπεροψία, ὥστε νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ
καλύτερο ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμα καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ὁ ἐγωιστής
Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς∙ ἄν ἐκεῖνος, πού τά πράττει, δέν ἀποσκοπεῖ σέ
ἀνταλλάγματα ὅπως σέ διαφήμιση ἤ στή δόξα τοῦ «Μεγάλου Εὐεργέτη», πού τό ὄνομά του διατυμπανίζεται μέ μαρμάρινες
πλάκες καί περισσότερο ἄν (τό τελειότερο, σχεδόν ἀδύνατο νά κατορθωθεῖ) δέν
ἀποσκοπεῖ οὔτε στόν παράδεισο, ἀλλά κινεῖται μόνον ἀπό ἀγάπη, μόνον ἀπό ἀγάπη,
μόνον ἀπό ἀγάπη! Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο, ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν
χριστιανοί: ἐκεῖνοι, πού μοιάζουν μέ δοῦλο, πού κάνει τό θέλημα τοῦ ἀφέντη του,
γιατί φοβᾶται τήν τιμωρία∙ ἐκεῖνοι πού μοιάζουν μέ μισθωτό
(ὑπάλληλο), πού κάνει τό θέλημα τοῦ ἐργοδότη του, γιατί ἀποβλέπει στήν ἀμοιβή,
καί ἐκεῖνοι, πού μοιάζουν μέ τό γιό, πού κάνει τό θέλημα τοῦ πατέρα του ἁπλῶς
γιατί τόν ἀγαπάει. Καί οἱ τρεῖς μποροῦν νά σωθοῦν, ἀλλά ἡ τρίτη τάξη εἶναι οἱ
ἀληθινοί χριστιανοί.
Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα
Ἀνθή ἔζησαν σέ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἐθελούσια ἁπλότητα (voluntary
simplicity). Ἐμβάθυναν τόσο στόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀγάπη, ὥστε κατέληξαν
ἰσάγγελοι, ἔνσαρκοι ἄγγελοι ὑπ' ἀγγέλων ὡς πολεμιστές δοξασθήσοντες. Ἔγιναν,
ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, τά «ἀλεξικέραυνα τοῦ θανάτου», οἱ κατ’ ἐξοχήν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τό
ἀπάνθισμα τῆς ἀνθρωπότητας καί ἀξιώθηκαν νά ἔχουν θεοπτικές ἐμπειρίες δηλαδή
ὑπερφυσικά ὁράματα, ἀπό τότε πού ζοῦσαν σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ κατάσταση
τῆς ψυχῆς τους ἔχει ἀποκαλυφθεῖ μέ σημεῖα, πού φανερώθηκαν μετά τόν θάνατό τους,
καί ἀπόδειξαν τήν φωτεινότητά τους καί τήν αἰώνια σχέση ἀγάπης τους μέ τόν Θεό.
Αυτά τά σημεῖα προκαλοῦν τόν σεβασμό τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τούς ἀποδίδει τήν
τιμή, πού ἀποδίδεται στούς γνήσιους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Ἐκτός ἀπό τίς ἐμφανίσεις σέ
ὄνειρα καί ὁράματα, εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ σκηνώματός τους κατά τήν Ἐξόδιο
ἀκολουθία τους, -ἡ τόσο συζητημένη ἀπό παρόντες λαϊκούς καί ρασοφόρους
μυροβλυσία–, πού εἶναι συνηθισμένο χαρακτηριστικό φαινόμενο τῆς εὐαρέσκειας τοῦ
Δημιουργοῦ, γιατί ἡ «καθ’ ὁμοίωση»
τοῦ Θεοῦ εἶναι μία κατάσταση ψυχοσωματική καί ὄχι μόνο ψυχική. Ἄλλωστε ὁ
ἄνθρωπος κατά τή χριστιανική σκέψη, συνιστᾶ ἀδιάσπαστη ψυχοσωματική ἑνότητα (ὁ
θάνατος εἶναι παρά φύσιν, συνέπεια τῆς ἀρχικῆς ἔκπτωσης). Τό σῶμα εἶναι ἐξίσου
ἱερό μέ τήν ψυχή καί ἡ προσδοκώμενη ἀνάσταση νεκρῶν εἶναι ἐπανένωση τῆς ψυχῆς
μέ τό σῶμα της καί ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή μέση κατάσταση, στήν ὁποία
πιστεύουμε ὅτι ζεῖ τώρα, στό ὑλικό σύμπαν, ἀλλά ὡς «καινή κτίση» πλέον: αἰώνιο, ἄφθαρτο καί ἀγέραστο, σέ καινοποιηθέν
σύμπαν, μέ μορφή καί τρόπο ζωῆς, πού δέ γνωρίζουμε ποιά θά εἶναι. Σ’ αὐτή
τήν πανδαισία ψυχοσωματικῆς αἰωνιότητας οἱ Δίκαιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ
ὁρισμένοι, θά εἶναι «πρωτοπανηγυριστές».
Τά θαύματα πάσης φύσεως, πού
ἀποδίδονται στόν π. Νικόλαο, δηλαδή οἱ ἀξιοπερίεργες πράξεις, πού
μποροῦσε νά διαπράττει ὅσο ζοῦσε σ’ αὐτόν τόν κόσμο (π.χ. ἐνοράσεις,
προφητεῖες, ἀνεξήγητες ἰατρικές διαγνώσεις ἤ θεραπεῖες κ.λ.π.), δέν ἀρκοῦν,
ὅπως εἴπαμε, γιά νά θεωρηθεῖ μέ βεβαιότητα ὅτι ἀνήκει στό «χορό τῶν ἁγίων»· μπορεῖ νά εἶναι ἀπάτες ἤ αὐταπάτες, συμπτώσεις ἤ
ὁτιδήποτε ἄλλο, πού θά πλανήσει τούς καλοπροαίρετους ἤ καί τόν ἴδιο, πού τά
ἐπιτελεῖ. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, τοῦ ἀδιάψευστου μάρτυρα,
ὅτι ὁ π. Νικόλαος ἔζησε μέ νηφαλιότητα καί ἀγάπη, πράγμα πού ἐπιβεβαιώνουν οἱ
πολλές μαρτυρίες ἀνθρώπων, πού τόν ἤξεραν καί εὐεργετήθηκαν ἀπό αὐτόν.
Ἀνάμεσα στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πού ἀπέκτησε ὁ π. Νικόλαος μέ τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καί τήν
ὁλοκληρωτική του ἀφοσίωση στό Θεό (ἀπό ἀγάπη καί ὄχι γιά νά κερδίσει τόν
παράδεισο ἤ νά ἀποφύγει τήν κόλαση, ὅπως ἐμεῖς οἱ «ὀλίγον χριστιανοί» καί ὀλίγον τό συμφέρον μας) εἶναι κάτι «περίεργες» ἰδιότητες, ὅπως ἡ θέα τοῦ
ἀκτίστου Φωτός (τοῦ «θαβωρείου» Φωτός
τῆς ὑπερσυμπαντικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Θεοῦ, θά λέγαμε, ἐμπειρία, πού εἶναι
ἀδύνατον νά περιγραφεῖ ἐπαρκῶς), τό χάρισμα νά ἀγαπᾶ ὅλη τήν κτίση καί τό
χάρισμα τῶν δακρύων (ἔκλαιε, ὅταν προσευχόταν, εἶχε φθάσει στήν ἀπόλυτη
ἐκλέπτυνση τοῦ πνεύματός του, πού ὁδηγεῖ σέ μία εὐαισθησία ἀσύλληπτου
ἐπιπέδου). Μόνο δευτερευόντως κάποιος ἀξιώνεται νά γίνει προορατικός, ἰαματικός
καί τά λοιπά, πού ἐντυπωσιάζουν τό μέσο ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος προέτρεπε
τούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του νά μή ζηλεύουν τά ἐντυπωσιακά χαρίσματα, ὅπως ἡ
προφητεία κ.τ.λ., ἀλλά «τά χαρίσματα τά
κρείττονα» (= τά καλύτερα), τό ἀνώτερο ἀπό τά ὁποία εἶναι τό χάρισμα τῆς
ἀγάπης (Α΄ Κορ. ιβ-ιγ). Σημειωτέον, ὅτι στόν ὀρθόδοξο χριστιανισμό δέν ὑπάρχει
ἔκσταση καί ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖται, ἔχει ἔννοια διαφορετική ἀπό τή
σημερινή∙ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός ἀκόμα καί ἄν προφητεύει ἤ καταλαμβάνεται ἀπό
τό θεϊκό Φῶς, ἔχει τίς αἰσθήσεις του καί διατηρεῖ διαύγεια σκέψεως καί πλήρη
συναίσθηση τῶν πραγμάτων. Ὁ π. Νικόλαος δέν διαλογιζόταν αὐτοβυθιζόμενος ἤ
ἐνατενίζοντας τό σύμπαν μέ τόν νοῦ του, ἀλλά ἐπικοινωνοῦσε ὡς ἐλεύθερο καί
ἀνεξάρτητο πρόσωπο μέ τό Θεό ἤ κάποιον Ἅγιο ὡς ἄλλο ἐλεύθερο καί ἀνεξάρτητο
πρόσωπο (=προσευχόταν).
Ὁ λαός ἀναδεικνύει καί τιμᾶ τούς
χριστομίμητους χριστιανούς, ὅπως τόν π. Νικόλαο καί τήν πρεσβυτέρα του, εἰδικά
ἐάν, χρόνια μετά τό θάνατό τους, ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά μετά θάνατον
σημεῖα τῆς φωτεινῆς παρουσίας τους. Αὐτό διότι, ἀναμφισβήτητα, χρειαζόμαστε
προστάτες. Τό θέμα ὅμως δέν εἶναι νά ἑρμηνεύσομε ψυχολογικά τήν ἀνάγκη, πού μας
ὠθεῖ νά προσευχόμαστε σέ ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά διερευνήσουμε ποιά εἶναι ἡ
ἀλήθεια: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μάτσο κύτταρα, ὅπου τυχαῖα ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἡ
συνείδηση ἤ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί, ὡς ἐκ τούτου, ἱερός καί προορισμένος γιά τήν
αἰωνιότητα; That’s the question.
Φυσικά, ἄν καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
τοῦ Θεοῦ ἀναγνωρίζονται τυπικά μετά θάνατον, κανείς δέν ἁγίασε, ἀφότου ἔφυγε
ἀπ’ αὐτή τή ζωή∙ ἐδῶ στόν ἐπίγειο κόσμο, εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης ἤ τοῦ
ἐγωισμοῦ καί ἐδῶ ὁ καθένας μας ὁδηγεῖ τήν ψυχή τοῦ στό φῶς ἤ στό σκοτάδι. Αὐτό
τό γνώριζαν καλά ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα του. Σύμφωνα μέ τόν Παῦλο
Εὐδοκίμωφ, «μέσα στόν καθένα ὑπάρχουν
μέρη παραδείσου καί μέρη κολάσεως» (Π. Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία). Ὁ Θεός
ἐνεργοποιεῖ τά φωτεινά σημεῖα τοῦ καθενός μας, γιά νά τόν σώσει, ἄν
βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχτεῖ τήν πρόσκληση καί ἔχει ἄλλους ἀνθρώπους, γιά
νά τόν καθοδηγήσουν, δηλαδή ἐμᾶς, πού εἴμαστε ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία, πού
φέρουμε εὐθύνη γιά τόν κάθε ἁμαρτωλό, ἔστω καί ἄν τήν ἀποποιούμαστε μετά
βδελυγμίας ἔχοντας τήν αὐταπάτη τῆς ἀπάνθρωπης δικαιοσύνης μας. Ἴσως γι’ αὐτό,
νά ἔχουν δίκαιο ὅσοι πού πιστεύουν ὅτι, ἀντίθετα μέ τόν ἐφησυχασμό μας,
ἐλάχιστοι θά εὐτυχήσουν νά βρεθοῦν κοντά στό Θεό, ὅταν θά γίνει ἡ ἀνάσταση ὅλων
τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει ὡστόσο μία διαφορά
οὐσιώδης ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἁπλό «καλό ἄνθρωπο» ἤ ἀκόμη καί στόν ἀνθρωπιστή καί στόν κοινωνικό
ἀγωνιστή: ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι μορφή κοινωνικῆς δράσης, ἀλλά σχέση μέ τό Θεό.
Η αὐτοθυσία τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ γιά τόν συνάνθρωπο εἶναι ἡ φυσική
συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐπαφῆς ἀνθρώπου καί Θεοῦ, δηλαδή τῆς εἰκόνας μέ τό
Προαιώνιο, Λογικό καί ὑπέρ-Ἅγιο Πρωτότυπο, πού τό Ἴδιο, δηλαδή ὁ Θεός, εἶναι ἡ
ἀπόλυτη προσωποποίηση τῆς Προαιώνιας Σχέσης, ἀφοῦ ὁ Θεός γιά τούς χριστιανούς
δέν εἶναι ὁ μοναχικός καί ἀπαιτητικός Πατέρας κάθε μονοθεϊσμοῦ, ἀλλά μία Τριάδα
Ὑπάρξεων, πού ὑπάρχουν ὡς Ἕνας Θεός, γιατί Τίς ἐνώνει τό 100% τῆς ἀγάπης, πού
μπορεῖ νά βρεθεῖ στό σύμπαν καί πέρα ἀπό αὐτό!
Ἔτσι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, πού βίωνε
τό ἱερατικό αὐτό ζευγάρι ἀπό τήν Πάτρα, πού πρέπει ἐμεῖς οἱ ἔγγαμοι κληρικοί νά
τούς μοιάσουμε, εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ μετακίνησή
του ἀπό τή φθαρτή ἐγκοσμιότητα τοῦ κόσμου τῆς Πτώσης πρός τήν ἕνωση μέ τόν Θεό,
πού θά εἶχε ἐπιτευχθεῖ ἀπό ὅλους, ἄν δέν μεσολαβοῦσε τό προπατορικό ἁμάρτημα.
Γι’ αὐτό ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀναγνωρίζουμε μέ βεβαιότητα καί τιμᾶμε
μόνο χριστιανούς Ἁγίους ἀπό τήν ἀρχαία ἀδιαίρετη Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη.
«Φυσικό» θά πεῖτε, «καθένας θεωρεῖ γνήσια μόνο τή δική του πίστη».
Ἴσως. Ὅμως, ἀφοῦ ἡ ἁγιότητα προϋποθέτει προσωπική σχέση μέ τόν Θεό, πῶς θά
κατορθώσει αὐτή τή σχέση κάποιος, ποῦ δέν Τόν γνωρίζει ἤ δέν Τόν ἀναγνωρίζει;
Καί, ἄν Τόν γνωρίζει, πώς θά σχετιστεῖ μαζί Του χωρίς τήν συμμετοχή στό Σῶμα
καί τό Αἷμα Του, δηλαδή στή θεία Μετάληψη;
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μπορεῖ νά
φανερώσει τούς δικούς του ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό καί τιμοῦμε μόνο τούς βέβαιους
δικούς μας Ἁγίους καί προσευχόμαστε γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Ἀκόμα καί σέ
μᾶς, πού ὑπάρχει ἡ θεία Μετάληψη, χρειάζεται μέγιστη προσοχή καί ἀγωνιώδης
προσευχή, γιά νά μήν πλανηθοῦμε∙ πόσο μᾶλλον (θεωροῦμε) γιά τήν ἐκτός τῆς
Ἐκκλησίας ἀνθρωπότητα, ὅσο πολύτιμη καί ἄν εἶναι, ὅσες σημαντικές φωτεινές
στιγμές κι ἄν ἔχει! Ὁ Θεός γνωρίζει. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν προόδευσαν
κοινωνικά, οἰκονομικά καί τεχνολογικά, ἀλλά προόδευσαν στήν ἀγάπη καί
ἀφιερώθηκαν στόν Χριστό, μέ τόν Ὁποῖον ἦταν κυριολεκτικά ἐρωτευμένοι. Αὐτό
σίγουρα ἰσχύει γιά τόν π. Νικόλαο καί τήν πρεσβυτέρα του, γιατί ὑπέβαλαν ἐνίοτε
τό σῶμα τους σέ ἀκραῖες θυσίες, πού δέν ὀφείλονταν σέ «ἐντολές» τῶν βιβλίων ἤ
τῶν προηγούμενων ἀγωνιστῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλά στό πάθος τῆς ἀγάπης τῶν
ἴδιων, πού τίς ἐφάρμοζαν, πάθος πού ἐγώ ὁ κληρικός, πού τούς σεβόμουν καί τούς
ἀγαποῦσα ἐν ζωῇ, ἀδυνατοῦσα νά κατανοήσω, γιατί ξεπερνοῦσε ὁτιδήποτε εἶμαι
ἱκανός νά αἰσθανθῶ!
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τή
συνεχῆ παρουσία, σέ κάθε ἐποχή, ἑκατοντάδων σπουδαίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως
τῶν ἀειμνήστων π. Νικολάου καί τῆς πρεσβυτέρας του, πού κορυφώνουν ἕνα ἄπειρο
πλῆθος «σεσωσμένων» χριστιανῶν, ἴσως
νά ἀφήνει ἀδιάφορο τόν τυπικό χριστιανό, ὁ ὁποῖος πιθανῶς ἐκνευρίζεται, ὅταν
ἀκούει διηγήσεις ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία (ἐντελῶς
μυθικές ἤ μείγματα ἀλήθειας καί μύθου;). Νομίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι
κυρίως θαυματοποιοί (ἔτσι καί ἀλλιῶς ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τή διαφορά μεταξύ
ταχυδακτυλουργίας ἤ μαγείας καί θαύματος) καί ἴσως θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία (πού
ταυτίζεται στή σκέψη του ὄχι μέ τό λαό, ἀλλά μέ τούς ρασοφόρους) καλοστημένη
ἐπιχείρηση οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ἐκμετάλλευσης τῶν ἀφελῶν. Ἔστω∙
ὑπενθυμίζω βέβαια ὅτι τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ τούς ἀναγνωρίζει, τούς τιμᾶ καί
τούς καθιερώνει ὁ λαός καί ὄχι τό ἱερατεῖο, καί συχνά ἐπιλέγονται ἀνάμεσα στούς
ταπεινούς, τούς περιφρονημένους καί τούς διωκόμενους.
Εἰδικότερα γιά τόν π. Νικόλαο, ὁ
ὁποῖος ἦταν ἱερέας στή πόλη μας, τήν Πάτρα, καί πού τόν ἔζησα ὡς πνευματικό
καθοδηγητή, διότι μέ στήριζε, λέγω ὅτι ἦταν θαυματουργός ἤδη ἐν ζωῇ. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό
της παρουσίας του ἦταν ἡ μυστηριώδης εὐωδία, πού τόν ἀκολουθοῦσε, χωρίς φυσικά
νά χρησιμοποιεῖ ἀρώματα. Ἦταν ἔγγαμος ἱερέας μέ φιλανθρωπικό καί πνευματικό
ἔργο, ἄνθρωπος, πού πολλές φορές ἔδινε ἀκόμη καί τά παπούτσια του στούς φτωχούς
καί γύριζε στό σπίτι τοῦ ξυπόλυτος! Προσέγγιζε μέ τόλμη καί ἀγάπη ἰδίως τούς
περιθωριακούς, τούς μέθυσους, τούς ἀλῆτες καί τούς ἀπελπισμένους τῆς Πάτρας, μέ
συνέπεια νά κερδίζει τήν ἐμπιστοσύνη τους καί νά βοηθάει τή ζωή τους. Οἱ
δραστηριότητές του εἶχαν πολλές φορές προκαλέσει τήν κακόβουλη κατακραυγή τῆς «καλῆς κοινωνίας» καί τήν καχυποψία τῆς
ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας πού, γιά κάποιο διάστημα, τόν θεώρησε τρελό καί
διέταξε τήν παρακολούθησή του! Ἡ ψυχή του ἦταν ἀθώα σάν παιδιοῦ καί εἶναι
χαρακτηριστικό ὅτι ἔφερνε ὁ ἴδιος λουλούδια, γιά νά στολίσει τά σπίτια τῶν
χριστιανῶν, πού τόν καλοῦσαν νά τούς εὐλογήσει. Ὁ ἴδιος δεχόταν τά βάσανα τῶν
ἀνθρώπων μέ τίς ὧρες ὄρθιος καί πολλές φορές συγκλονιζόταν τόσο, ὥστε ἔμπαινε
στό Ἱερό καί προσευχόταν κλαίγοντας μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Τόνιζε συνεχῶς
τήν ἀξία τῆς Θείας Μετάληψης, προσευχόταν γιά ὅλους. Τό ἔργο του εἶναι
μνημειῶδες σέ ὅλους τους τομεῖς (παιδεία, καταπολέμηση τῆς φτώχειας, τοῦ
ἀλκοολισμοῦ κ.λ.π.) καί ἡ ἁγιότητά του ἀναδείχθηκε μέ πλῆθος θαυματουργικῶν
θεραπειῶν, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε, καθώς καί μέ προορατικό χάρισμα. Δίδαξε μέ
ἐφόδιο τό παράδειγμα τῆς ἀρετῆς του. Ὑπέστη περιφρόνηση καί διωγμούς λόγω τοῦ
φθόνου, ἀλλά ἡ ταπεινοφροσύνη του ἦταν τόσο ἀκραία, ὥστε οὔτε μία ἀπαντητική
ἐπιστολή δέν ἔστειλε, γιά νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀθωότητά του! Τό ἦθος του ἔλαμψε
πανηγυρικά καί ἐπιτέλους ἔγινε ἀντιληπτό ὅτι πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο γεμάτο
ἀπό τά πιό εἰλικρινῆ αἰσθήματα καί προικισμένο μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τό κυριότερο ἀπό τά ὁποία εἶναι ἡ ἀγάπη (Α΄ Κορ. ιγ. 13).
Ὁ π. Νικόλαος, παρά τίς
βασανιστικές ὑποχρεώσεις, ἱερατικές, ποιμαντικές καί ἐκπαιδευτικές (φοιτητής
του ὑπῆρξε καί ὁ γιός μου, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ τά ἄριστα γιά τόν διδάσκαλό του),
βοηθοῦσε πνευματικά καί ὑλικά ἕνα τεράστιο κυρίως πονεμένο ἐργατόκοσμο τῆς
Πειραϊκῆς Πατραϊκῆς, τῆς ΑΒΕΞ καί της Pirelli,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στήν περιοχή του. Ἄν καί ζοῦσε μέσα στήν μεγαλούπολη τῆς
Πάτρας, ἐντούτοις ἦταν ἕνας μεγάλος ἐρημίτης καί πραγματικά ζωντανός ἅγιος της
ἐποχῆς μας. Ἦταν πλήρης ἐξαιρετικῆς ἀγάπης καί ἀσυνήθιστης ταπεινότητας.
Διακρινόταν γιά τή σπάνια πραότητά του, ἐξέπληττε μέ τή συμπόνια καί τήν
τρυφερότητα πρός ὅλους, ὅσοι εἶχαν τήν εὐτυχία νά τόν γνωρίσουν.
Δοξάζω τόν Θεό, πού μοῦ δόθηκε ἡ
εὐκαιρία νά τόν γνωρίσω ἀπό κοντά. Ἐπανειλημμένα ἐξομολογιόμουν σέ ἐκεῖνον
καθώς εἶχα τή δυνατότητα νά τόν συναντῶ καί νά τόν συμβουλεύομαι στό Ναό ἤ στό
ἀσκητήριό του πού ἦταν πλησίον τοῦ σπιτιοῦ του, κοντά στήν μάνδρα τοῦ
ἐργοστασίου τῆς Πειραϊκῆς Πατραϊκῆς καί τῆς ΑΒΕΞ.
Θυμᾶμαι ἕνα καταπληκτικό γεγονός
ἀπό τήν ἐποχή, πού τόν ἔβλεπα, ὅσο ζοῦσε μέ τήν πρεσβυτέρα μου. Ἦταν
ἀξιοθαύμαστες ἡ καταπληκτική εὐλάβεια καί ἡ οὐράνια δυναμική τοῦ π. Νικολάου,
σάν νά πετοῦσε, Πέττας ὄνομα καί πράγμα! Τρέχαμε πρός τόν γέροντα, γιά νά τόν
προϋπαντήσουμε γιά εὐλογία. Βλέποντας ὅλη τήν οἰκογένεια, χαιρόταν ἰδιαίτερα
καί, χαμογελώντας τρυφερά, ἔβγαζε ἀπό τήν ἐπιστήθια τσέπη τοῦ ἀντεριου τοῦ τόν
ξυλόγλυπτο ἁγιορείτικο σταυρό καί μᾶς τόν ἔδινε νά τόν ἀσπαστοῦμε. Μαζί
μᾶς ἔδινε καί τήν εὐλογία τοῦ λέγοντας τά γεμάτα ἀγαθοσύνη λόγια: «Ὁ Χριστός νά
σᾶς εὐλογεῖ, νά σᾶς σκέπη. Δόξα τῷ Θεῷ, ἀγάπη εἶναι!». Ἀκόμα συχνά ἔλεγε: «Ἡ ἁγιότητα εἶναι κάτι ἁπλό, εἶναι κοντά μας!».
Ξαφνικά μ’ αὐτήν τήν εὐλογία τοῦ αἰσθανόμουν μία ἀπερίγραπτη κατάνυξη, πού
καταλάμβανε ὅλο τό οἶκο μας μαζί καί τόν συγχωρεμένο τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος
ξεχώριζε τόν π. Νικόλαο ἀπό ὅλους τους ἱερεῖς τῶν Πατρών. Ἡ ψυχή ὅλων
αἰσθανόταν μία ἀσυνήθιστη ἀγαλλίαση, πού εἶναι ἀδύνατον νά ἐκφραστεῖ μέ λόγια.
Τέτοια εὐτυχία, ἄν καί εἶχα συναναστραφεῖ πολλούς πατέρες, ποτέ ἄλλοτε δέν εἶχα
νιώσει, μέχρι πού γνώρισα τόν π. Νικόλαο! Ἦταν φανερό ὅτι ἡ ψυχή του ἦταν τόσο
γεμάτη ἀπό τή Χάρη, τήν ὁποία ἐξέπεμπε, τήν τόσο συγκλονιστική καθαρή Ἀγάπη καί
τήν πραγματικά οὐράνια κατάνυξη, πού ἀπό τήν ἀφθονία της χαιρόταν καί ἡ δική
μου ἡ ψυχή, πού ἀξιωνόταν αὐτό τό εὐλογημένο δῶρο τῆς θεϊκῆς της ἐπίδρασης. Ὅλη
τήν ἡμέρα μετά ἀπό αὐτή τή συνάντηση ἔνιωθα μία ἀνείπωτη πασχαλινή χαρά, πού μέ
πλημμύριζε μέ Οὐράνιο Φῶς καί καθαρότητα.
Θυμᾶμαι πώς κάποια φορά πού ἤμουν
στό Ἱερό του Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων, ὅπου ἦταν ἐφημέριος, εἶδα
τόν π. Νικόλαο νά μπαίνει καί νά ἀσπάζεται τήν Ἁγία Τράπεζα μέ ἐκπληκτική
εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Ἔπειτα, σάν ἕνα εὐτυχισμένο παιδί, μέ ἀνέκφραστη χαρά,
ἄρχιζε νά ἀσπάζεται τίς εἰκόνες, πού ἦταν ἁγιογραφημένες στούς τοίχους.
Συνομιλοῦσε μέ τούς Ἁγίους σάν μέ φίλους, τούς ὁποίους ἔδειχνε, σάν νά εἶχε νά
τούς δεῖ πολύ καιρό! Τόσο ἱερή ἦταν ἡ εὐλάβειά του, ὥστε ἀκουσίως μέ
καταλάμβανε ἕνα ρίγος καί ντροπή γιά τήν ἀναξιότητά μου νά βρίσκομαι πλησίον
ἑνός τόσο εὐλαβοῦς κληρικοῦ. Αὐτή ἦταν μία ὁλόψυχη ἐκδήλωση πραγματικῆς ἀγάπης
τοῦ εὐσεβοῦς γέροντος πρός τά Θεία. Μᾶς παραπέμπει στά λόγια του ψαλμωδοῦ
Δαυίδ: «Δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καί
ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ. β΄, 11).
Εἶχε πολλά βάσανα καί
συναδελφικούς πειρασμούς ἀπό ρασοφόρους. Ἀξίζει νά ἀναφέρω ὅτι μοῦ εἶχε
προταθεῖ τήν ἐποχή ἐκείνη ἀπό τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη κυρό Νικόδημο νά πάω νά
ὑπηρετήσω στό ἴδιο Ναό μέ τόν π. Νικόλαο. Εὐλογία νά ἤμουν μέ τόν π. Νικόλαο,
ἀλλά δύσκολο νά συνυπάρξω μέ τούς ἄλλους συνεφημερίους. Γιά τόν τελευταῖο λόγο
ἀρνήθηκα αὐτή τήν πρόταση. Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι τό πρόσωπο του, ἀλλά καί ὅλη ἡ
ἐξωτερική του ὄψη ἐξέφραζαν τέτοια χαρά κατά τή συνάντηση μέ τά Θεία, ἡ ὁποία
ἀπεδείκνυε ξεκάθαρα τή συγγένεια τῆς ἀγγελικῆς ψυχῆς του μέ αὐτές τῶν Ἁγίων.
Θυμᾶμαι μέχρι καί σήμερα μέ πόση εὐλάβεια ἔπιανε στή συνέχεια τό Σταυρό, πού
βρισκόταν στήν Ἁγία Τράπεζα, γιά νά ἐξομολογήσει τά πνευματικά παιδιά του.
Ἔπειτα ἐπέστρεφε στό Ἱερό, πλησίαζε τήν Ἁγία Τράπεζα καί τοποθετοῦσε τόν Σταυρό
στή θέση Του. Κάποια φορά μπῆκε ὁ προϊστάμενος πατήρ Γεώργιος καί, βλέποντας
ὅτι πῆρε τόν ἐπιτραπέζιο Σταυρό, πειράχτηκε καί ἄρχισε νά ἐπιπλήττει τό γέροντα
: «Γιατί παίρνετε αὐτόν τό Σταυρό;
Ὑπάρχουν καί ἄλλοι Σταυροί...». Ο π. Νικόλαος ἀμέσως ζήτησε συγγνώμη
μέ ἐκπληκτική πραότητα καί ἠρεμία. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁλόκληρος ἦταν ἡ
ἐνσάρκωση τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγαθότητας. Αὐτό ἦταν ἀλήθεια, ἀφοῦ καί ἐγώ,
πού συνδέομαι μέ τόσο κόσμο, μπορῶ νά διαβεβαιώσω ὅτι τέτοιον ἄνθρωπο πουθενά
καί ποτέ πλέον δέν συνάντησα.
Ἐξαιτίας τῆς ἄκρως ἀσκητικῆς ζωῆς
του ὁ π. Νικόλαος ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό σπάνιο δῶρο τῆς προορατικότητας καί τῆς
θεραπείας τῶν ἀσθενῶν ψυχῶν. Ἔτσι ὄμορφα, χαροποιώντας καί ὑποστηρίζοντάς με,
μοῦ φανέρωσε ὅτι ἔπρεπε νά περιμένω ἀκόμη τή στιγμή πού ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, μέ τή
θεία Του Πρόνοια θά μέ στερέωνε καλά στήν διακονία μου. Αὐτή ἡ συγκινητική
συμπεριφορά τοῦ ἀξέχαστου γέροντα Νικολάου ἦταν καί παραμένει γιά ἐμένα μία
ἰδιαίτερη εὐλογημένη ἀνάμνηση, τήν ὁποία φυλάσσω βαθειά στήν καρδιά μου καί ἡ
ὁποία διαρκῶς μέ κινεῖ σέ προσευχή εὐγνωμοσύνης πρός τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων.
Σέ πολύ κόσμο μέχρι τήν κοίμησή
του ἦταν ἀφανής λόγω τῆς ἁπλότητας καί τῆς ταπεινοφροσύνης του. Οἱ ἄνθρωποι,
πού τόν γνώριζαν ἀντιλαμβάνονταν τήν ἰδιαιτερότητά του, ἀλλά συχνά ἀρνοῦνταν νά
παραδεχτοῦν ὅτι ἔχουν μπροστά τούς ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει φτάσει σέ ὕψος
θεοπτίας λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν κληρικός μέσα σέ μία πόλη, ἦταν οἰκογενειάρχης καί
καθηγητής. Οἱ συνεχεῖς νηστεῖες καί προσευχές «λεύκαναν τήν ψυχή του» καί τόν κατέστησαν ὄχι μόνο διορατικό, ἀλλά
καί προορατικό. Μποροῦσε νά μεταφέρεται σέ ἄλλο μέρος μέ τήν σκέψη, ὅπως στά
Ἱεροσόλυμα (αὐτό πού οἱ βουδιστές θά ὀνόμαζαν ταξίδια τοῦ ἀστρικοῦ σώματος,
μόνο πού οἱ χριστιανοί Ἅγιοι τό θεωροῦν χάρισμα, πιστεύουν ὅτι γίνεται σέ
αὐτούς ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὅτι τό κατορθώνουν μόνοι τους μέ τή δύναμη
τοῦ νοῦ τους). Ἐπίσης ἦταν ἐκ γενετῆς «σκεῦος
ἐκλογῆς» διότι, ὡς βρέφος, κοιμόταν καί δέν θήλαζε Τετάρτη καί Παρασκευή
(ἡμέρες νηστείας). Στήν βασανισμένη καί περιπετειώδη ζωή του διακρίθηκε γιά τήν
πανανθρώπινη ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό, καθώς καί τήν
ταπείνωση, ἀφοῦ ποτέ δέ θεώρησε ὅτι ὁ ἴδιος θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς του, ἀλλά ὁ
Θεός («Μήπως ὁ ἁμαρτωλός π. Νικόλαος
εἶναι Θεός; Ὁ Θεός βοηθάει» ἔλεγε).
Ἦταν ἀθῶος σάν παιδί, ποτέ δέν
ἐκμεταλλεύτηκε τήν ἐπιρροή του οὔτε ἔλαβε ἀμοιβή γιά τήν προσφορά του. Ἦταν
νηφάλιος καί συνιστοῦσε στούς ἀνθρώπους νά μεταλαβαίνουν. Ἦταν ἄνθρωπος μέ βαθειά
ἀνησυχία γιά τήν ψυχή τῶν συνανθρώπων του, εὐγενής, ἀφανάτιστος, μέ ὑψηλό ἦθος,
δάσκαλος ἀγάπης, αὐστηρός μέ τήν ἀμετανόητη κακία καί τήν ὑποκρισία, πού συχνά
ἀντιμετώπιζε, ἀλλά χωρίς σκληρότητα πρός τούς ἁμαρτωλούς ἤ πρός ἐκείνους, πού
ἐμεῖς, οἱ «ἀκριβοδίκαιοι», θά
χαρακτηρίζαμε κακούς ἀνθρώπους. Ὡστόσο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅλων τῶν
ἐποχῶν, ἦταν ἀπαιτητικός σέ θέματα ἤθους καί πίστευε ὅτι πρέπει νά εἴμαστε
αὐστηροί μέ τή συνείδησή μας. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ κανόνας ταπείνωσης, πού
ζητοῦσε μέ πίκρα καί ὄχι μέ μίσος ἀπό τίς μητέρες πού εἶχαν κάνει ἔκτρωση, ἤ
μαῖες, πού εἶχαν συνεργήσει σέ ἔκτρωση∙ νά ζητιανέψουν καί, ὅ,τι συγκεντρώσουν ἀπό
τίς ἐλεημοσύνες νά τό δώσουν στούς φτωχούς.
Μαρτυροῦνται συγκλονιστικές
ὀπτασίες καί ἐπαφές του μέ ἱερά πρόσωπα, ὅπως τήν Παναγία μας, τήν Ἁγία
Παρασκευή, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἄνθρωπος παροιμιώδους ἤθους καί ἄκρως
ἀσκητικός (δέν κοιμήθηκε ξαπλωμένος, ἀλλά πάντοτε καθιστός ἤ σέ στάση
προσευχῆς), δαπάνησε τόν ἑαυτό του γιά τούς ἄλλους. Μαζί μέ τά δώδεκα παιδιά
του, εἶχε καί τά παιδιά τοῦ κόσμου. Διορατικός καί θεόπτης γνώριζε τίς ἀνάγκες
τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ πρίν τοῦ τίς ἐκμυστηρευθοῦν. Φύλακας ἄγγελος τῶν φτωχῶν καί
τῶν ἀδυνάτων, ἄλλωστε σέ φτωχογειτονιές ἐφημέρευε, ἔδινε τόση σημασία στήν
εὐθύνη τῶν κληρικῶν, ὥστε ἔλεγε: «Ἄν δέν
βλέπεις τόν ἄγγελό σου δίπλα στό Ἅγιο Θυσιαστήριο (= τήν Ἁγ. Τράπεζα), μή
λειτουργεῖς!». Ὁ ἴδιος δυσκολευόταν νά ἀναφέρει ἀμέσως τίς ἐκφωνήσεις τῆς
Θείας Λειτουργίας λόγω συγκλονιστικῶν ὀπτασιῶν, τίς ὁποῖες δέν ἀποκάλυπτε σέ
κανέναν, ἐκτός ἀπό τόν πνευματικό του καί τόν π. Ἀντώνιο Ρουμελιώτη. «Δέν μποροῦσα πιά μέ τά θνητά καί ἁμαρτωλά
μου χέρια νά ψηλαφῶ τόν Κύριο της Δόξας» ἔλεγε.
Ἡ ψυχή του ἀνέπνεε τόν Χριστό καί
τήν Παναγία μέ τήν ἁπλοϊκή ἀγάπη τῶν ταπεινῶν, πού αἰσθάνονται τά ἱερά πρόσωπα
τῆς πίστης ὡς φίλους καί συγγενεῖς τους. Ἐμβάθυνε τό μυστήριο τῆς πανανθρώπινης
ἀγάπης ἁπλά καί συγκλονιστικά μέ τήν τρομακτική εὐθύτητα καί τήν εἰλικρίνεια
ἑνός παιδιοῦ, πού προκαλεῖ τό σεβασμό, ἀλλά καί τρομάζει, γιατί ἀφαιρεῖ τίς
μάσκες τῆς ἀτσαλάκωτης καί «καθώς πρέπει»
«ἐντιμότητάς μας» καί τῆς καλῆς μας
ὑπόληψης, πού νομίζει ὅτι ζεῖ ἐνάρετα, χωρίς νά ρίχνεται στό ἡφαίστειο τῆς ἀγάπης.
Ἦταν ἀπό τούς περίφημους πτωχούς τῷ πνεύματι τοῦ Εὐαγγελίου, πού
βιώνουν τά διδάγματα τοῦ χριστιανισμοῦ, χωρίς νά διυλίζουν τόν κώνωπα μέ τή
βοήθεια τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ἄν καί εἶχε πτυχίο Θεολογίας. Μετέδιδε τήν
ταπείνωση καί τήν ἀγάπη μέ κάθε λόγο καί κάθε κίνησή του.
Ἦταν μία θαυμαστή προσωπικότητα
χωρίς μελανά σημεῖα, ἕνα χόρτο τῆς γῆς ἀθέατο ἀπό τούς ὑπερήφανους καί τούς
δῆθεν μορφωμένους, ἀλλά ἐκτιμημένο ἀπό τούς ταπεινούς, τούς ὁμοίους του.
Ἀγάπησε τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους μέ θαυμαστή δύναμη καί ἡ ζωή του πλουτίστηκε
ἀπό ἐντυπωσιακές ἐμπειρίες ἐπαφῆς μέ τόν Χριστό, τήν μητέρα Του τήν Θεοτόκο καί
πολλούς Ἁγίους. Ποτέ δέν δέχτηκε τιμές, ἄν καί ὅσοι τόν γνώρισαν, φύλαξαν τά
λόγια του ὡς θησαυρούς τῆς συνείδησης. Ἦταν προικισμένος μέ τό χάρισμα τῶν
δακρύων, ὀξυδερκής, κριτικός καί ψυχοανατόμος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου,
κοινωνιολόγος, παιδαγωγός σπάνιος μέ προχωρημένες παιδαγωγικές ἀντιλήψεις, πού
τώρα ἐφαρμόζονται στήν σύγχρονη παιδαγωγική. Ἐπίσης ἦταν ἱστορικός καί
φιλόσοφος, ἀντιπρότεινε στόν ἐγωισμό καί τόν ὑλισμό, γιατί θεωροῦσε ὅτι
κυριαρχοῦν στά πρότυπα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, πού ἐπιβάλλεται παγκόσμια.
Ἔβλεπε τόν ἄνθρωπο ὡς συνειδητή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμπρακτη σχέση μέ τόν Θεό,
πού συνεπάγεται ἀγαπητική ἁρμονία μέ τά βάθη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί μέ ὅλη τήν
κτίση. Ὑπῆρξε ἄνθρωπος κυριολεκτικά μεθυσμένος ἀπό θεϊκό ἔρωτα.
Μέ τή ζωή του συνδέονται
πλῆθος μαρτυριῶν γιά θαύματα καί θεοπτικές ἐμπειρίες, ἐνῶ καταγράφονται
ἀρκετές ἐμφανίσεις του μετά τό θάνατό του, κάποιες ἀπό τίς ὁποῖες μάλιστα εἶναι
ἄκρως συγκλονιστικές. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρεται ἀπό τόν π. Ἰωάννη Κατῆ ἀπό τόν
Ἅγιο Γεώργιο Περάματος Δραπετσώνας, τόν συνάδελφό του καθηγητῆ Χαράλαμπο
Κοντοχρῆστο καί τήν Γεωργία Θεοχαροπούλου ὅτι καί στούς τρεῖς θεάθηκε αἰωρούμενος,
μέ λευκή φορεσιά, «χρυσίῳ βαρυτίμῳ περικεκοσμημένος, γέλωτα ψυχῆς ἐνδεδυμένος»,
καί ἔδωσε τήν αὐτομαρτυρία του: «Μέ
ἐδέχθη ὁ Κύριος πλησίον Του. Ἄς τό μάθουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί ἄς
χαροῦν σφόδρα∙ τώρα εἶμαι πλησίον εἰς τόν Κύριον, Ὅστις μέ ἐδόξασεν».
Τελειώνοντας ἀξίζει νά σημειωθεῖ
ὅτι ὁ π. Νικόλαος ἦταν μία καιόμενη λογική λαμπάδα, ἕνας σύγχρονος Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας, κολοσσός ἤθους καί θεϊκῆς Χάρης. Ἔδινε μεγάλη σημασία στό ἀνθρώπινο
πρόσωπο, στή μετάνοια, στή δίψα γιά τόν Θεό, στό ἄκτιστο Φῶς, καί θεωροῦσε τήν
προσευχή ποίηση. Μετάνοια θεωροῦσε «τό νά
γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τήν προαιώνια ἰδέα, πού εἶχε ὁ Θεός γι’ αὐτόν, δηλαδή πῶς ὁ
Θεός συνέλαβε τόν ἄνθρωπο πρό καταβολῆς κόσμου καί ποιά εἶναι ἡ ἐκπλήρωσή του,
ποιός ὁ σκοπός του. Ὅταν καταλάβει ὁ ἄνθρωπος τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι’
αὐτόν, θά κάνει τό πᾶν, γιά νά τό ἐκπληρώσει καί νά συμμορφωθεῖ πρός αὐτό».
Εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τό Θεό
καί τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό: σέ ὄνειρα ἤ ὁράματα
φαίνεται ὅτι ὁ οὐρανός τοῦ ἐμπιστευόταν ἱερούς θησαυρούς μέ τήν ἀποστολή νά
τούς διαφυλάξει, ἀλλά καί νά τούς ἀναδείξει. Ἡ ἁγιότητά του εἶναι ἰδιότυπη καί
οἱ ἄνθρωποι τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σέβονταν, ἐπειδή εἶχε καθαρή καί φωτεινή
καρδιά γεμάτη ἀγάπη. Γι’ αὐτό ἔγινε «σκεῦος
ἐκλογῆς» καί πῆρε στά χέρια τοῦ ἱερά κειμήλια, ὅπως λείψανα μαρτύρων.
«Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα καί τά κρύφια της Σοφίας Σου
ἐδηλωσάς μοι» (50ός Ψαλμός τοῦ προφήτου καί βασιλέως Δαυίδ, 8). Ξέρουμε ὅτι
ὁ Θεός σέ αὐτούς, πού ἀγαπάει, φανερώνει τά ἄρρητα μυστήριά Του. Καί ἕνα ἀπό
αὐτά τά μυστήρια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς στιγμῆς τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό
σῶμα. Μία τέτοια θεϊκή ἀποκάλυψη εἶχε ὁ μεγάλος γέροντας Νικόλαος τήν
Πρωτοχρονιά τοῦ 2000. Ἐνῶ τελοῦσε ἀπό νωρίς τό πρωί Προσκομιδή, τόν ἐπισκέφτηκε
ὁ Μέγας Βασίλειος. Τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Οὐρανός δέν ἄντεχε ἄλλο τίς ταλαιπωρίες καί
τούς κατατρεγμούς, πού ὑφίστατο, καί τοῦ ζήτησε νά ἑτοιμαστεῖ, διότι σέ τρεῖς
μέρες θά τόν ἔπαιρνε μαζί Του στήν ἄλλη ζωή. Πράγματι ἔτσι ἔγινε.
Μετά ἀπό δώδεκα χρόνια, ὁ π.
Νικόλαος προεῖπε στήν πρεσβυτέρα Ἀνθή ὅτι τῆν ἡμέρα τῆς ἑορτής του θά τήν
ἔπαιρνε, γιά νά συνεορτάσουν ἐν οὐρανοῖς. Ὄντως μέσα ἀπό θαυμαστά γεγονότα ἡ
πρεσβυτέρα κοιμήθηκε ὁσιακά στίς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 2012.
Μέγας ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ.