Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Ο Σ Σ Υ Β Α Ρ Ι Τ Ι Σ Μ Ο Σ
Η Σύβαρις ήταν μία Ελληνική
πόλη της Κάτω Ιταλίας. Τόσο πολύ πλούτισε από το εμπόριο, ώστε οι κάτοικοί της
το ρίξανε στο φαΐ, στο πιοτό και στις ηδονές. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν οι
νωθρότεροι και μαλθακώτεροι άνθρωποι του αρχαίου κόσμου.
Η εκθήλυνσή τους ήταν τέτοια,
που απαγορεύσανε στους δούλους τους να εκτελούν βαρειές χειρωνακτικές εργασίες
για να μη δημιουργείται θόρυβος και ενοχλούνται. Σφάξανε ακόμη και όλα τα κοκόρια
της πόλεως για να μη λαλούνε το πρωΐ και τους ξυπνάνε.
Και η ζωή συνεχίστηκε μέσα στη
μυθώδη χλιδή και μαλθακότητα ως το έτος 510 προ Χριστού. Οπότε, μία μέρα, οι
γείτονες Κροτωνιάτες εκστρατεύσανε και περικυκλώσανε τη Σύβαρι, ζητώντας κι
αυτοί μερίδιο από τα αμύθητα πλούτη της και τη μυθική καλοπέρασί της.
Φυσικά δεν είναι κανένας τόσο
αφελής, ώστε να φαντάζεται ότι οι Συβαρίτες «ημύνθησαν ηρωϊκώς του πατρίου
εδάφους». Δεν πρόφτασαν καλά – καλά να σηκωθούνε από τα τριανταφυλλένια
στρωσίδια τους (και είναι αλήθεια ότι έστρωναν με ροδοπέταλα! τα κρεβάτια τους) κι οι Κροτωνιάτες είχαν κιόλας μπει κι άρχιζαν τη σφαγή και την
ερήμωση.
Είναι μια από τις μεγαλύτερες
σφαγές που αναφέρει η ιστορία. Δεν έμεινε ρουθούνι από τον πληθυσμό της
μακαρίας εκείνης πολιτείας. Και τόσο
ήταν το μίσος των Κροτωνιατών για τους αβρούς και νωθρούς γείτονάς των, που όταν
έπεσε και το τελευταίο κεφάλι, στρέψανε τα νερά δύο γειτονικών ποταμών καταπάνω
στη Σύβαρι και την εξαφάνισαν για πάντα από το πρόσωπο της γης.
Η Σύβαρις όμως σαν σύμβολο
εξαφανίσθηκε προσωρινά. Στην εποχή μας ιδιαίτερα άρχισε θα λέγαμε ένας
«οικοδομικός οργασμός» για το ξαναχτίσιμό της.
Ο δυτικός τεχνοκρατικός πολιτισμός της ανέσεως και
του κομφόρ βάλθηκε να ανοικοδομήση την Σύβαρι, όχι φυσικά σαν πόλη, αλλά σαν
νοοτροπία.
Κι όχι μονάχα σ’ ένα μικρό κομμάτι της γης, αλλά σ’ ολόκληρη την υφήλιο.
Θλιβερή αλλά αμφισβήτητη η
διαπίστωση. Ο συβαριτισμός σαν νοοτροπία και ζωή ξαναζεί έντονα στις ημέρες
μας. Έχει μπολιάσει λίγο ή πολύ όλους. Και ιδιαίτερα ένα μεγάλο μέρος της
σύγχρονης νέας γενιάς σε παγκόσμιο κλίμακα.
Ο ιός του αισθησιασμού με χίλιες μορφές έχει
προχωρήσει μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό και τον κατατρώει. Δουλεύει σιγά – σιγά. Ύπουλα τον ναρκώνει και τον
νεκρώνει. Αφαιρεί την αγωνιστική διάθεση. Παραλύει κάθε προσπάθεια αντιστάσεως.
Προκαλεί μια ηθική νωχέλεια, μια τρομερή πνευματική τεμπελιά. Ένα γενικώτερο
ψυχικό υποτονισμό. Μπήκε μέσα; Τίποτε δεν λογαριάζει.
Ύπουλο μικρόβιο! Χτυπάει
αλύπητα όλα τα κέντρα του ανθρώπινου οργανισμού. Όχι μονάχα τα πνευματικά και
τα ηθικά, αλλά και τα σωματικά κέντρα. Δημιουργεί απατηλές ψευδαισθήσεις. Υπνωτίζει με το ηδονιστικό δηλητήριο.
Παραλύει κάθε αντίδραση υγείας. Έτσι δεν αργεί να αχρηστεύσει όλο το
δυναμικό στοιχείο της ψυχής.
Και το αποτέλεσμα. Μία
κατάσταση χτυπητής αδιαφορίας. Τελεία έλλειψη αντιστάσεως. Παράδοση στον αργό πνευματικό θάνατο. Ένα ψοφίμι που
αφήνεται στο ρεύμα του ποταμού.
Με μια νωχελική έκφραση που
είναι χυμένη στο ανέκφραστο πρόσωπό τους και σε κάθε κίνησή τους, οι τύποι
αυτοί, δεν διστάζουν να δώσουν συνεντεύξεις -
έγινε κι αυτό της μόδας τώρα τελευταία – και να διακηρύξουν το «πιστεύω»
τους. Ένα «πιστεύω» που δύσκολα κανείς θα το συναντούσε στην κατηγορία των
τετραπόδων.
Ιδανικό τους ο ηδονισμός.
Ιδεολογία τους ο επικουρισμός.
Στόχος τους η αδράνεια και η
νωθρότης.
Σκοπός της ζωής τους η
μαλθακότης και η ακολασία.
Θρησκεία τους μια βουδιστική
απάθεια συγκερασμένη με ένα ανατολίτικο ραχατισμό.
Άτονα πλάσματα, χωρίς νεύρο,
χωρίς μυς, δίχως ραχοκοκκαλιά, μια πλαδαρή και άμορφη μάζα.
Τέτοια παράξενα όντα μπορούν
να ζήσουν σ’ ένα πλανήτη που κινείται, που σφύζει επάνω του η ζωή, που απαιτεί
στιβαρότητα; Μπορούν να συγκινηθούν από ιδανικά και πνευματικούς στόχους;
Τέτοια μουμιοποιημένα κατασκευάσματα είναι δυνατόν να αποδεχθούν μια θρησκεία
δράσεως και αγώνος, ηρωισμού και θυσίας, όπως η Χριστιανική;
Είναι απορίας άξιον ύστερα από
αυτά, ότι τα άδεια αυτά κεφάλια διαγράφουν με μια μονοκονδυλιά όλες τις
πνευματικές αξίες και προπάντων ό,τι έχει σχέση με την θρησκεία των πατέρων
μας, την αληθινή θρησκεία, τον Χριστιανισμό;
«Απαιτητική η χριστιανική ζωή.
Υπερβολική. Αταίριαστη για την εποχή μας. Έξω από τα ενδιαφέροντά μας. Πιο
βολική η διδασκαλία του Μαχαρίσι και οι διάφοροι βουδισμοί».
Κι όσοι δεν τα φωνάζουν με τα
λόγια τα πιστοποιούν με την ζωή τους.
Αποφεύγουν τον Χριστό. Τον
εξορίζουν τελείως από τον κύκλο των ενδιαφερόντων τους. Η χριστιανική ζωή τους
ενοχλεί. Ο χριστιανικός αγώνας τους
εκνευρίζει. Σύμβολό τους η λευκή σημαία της προδοσίας. Έμβλημά τους η π ο λ υ θ ρ ό ν α.
Και είναι τόσο φυσικό. Είναι
ποτέ δυνατόν τέτοιοι νωθροί τύποι να βαδίσουν κάτω απ’ τη ματωμένη σημαία του
Χριστού, που την κρατούν με χέρι στιβαρό ήρωες και μάρτυρες, φορτωμένοι με
δάφνες αγώνων και παράσημα ανδρείας;