Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Απάντηση Μητροπολίτη Θήρας στον Μητροπολίτη Ηλείας για τον όσιο Χριστοφόρο Παπουλάκο

Επιστολή προς τον Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανό απέστειλε, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θήρας, Αμοργού και Νήσων κ. Επιφάνιος, σχετικά με τον Οσιώτατο μοναχό Χριστοφόρο Παπουλάκο, όπου αναφέρει: «Σεβασμιώτατε, Ανεγνώσαμεν την από 30.01.10 υμετέραν επιστολήν η οποία αφορά εις το εκδοθέν Ημερολόγιον της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως δια το έτος 2010 το οποίον είναι αφιερωμένον εις τον Οσιώτατον Μοναχόν Χριστοφόρον Παναγιωτόπουλον. Ουδέποτε εφαντάσθην, άγιε Ηλείας, ότι έμελλόν ποτε να απολογηθώ, διότι ο ευσεβής κλήρος και λαός της Μητροπόλεώς μου υπολήπτεται και διαφερόντως ευλαβείται τον Χριστοφόρον, δια την γόνιμον και καρποφόρον εν Θηρα κηρυκτικήν του δράσιν. Θα ήμην μάλιστα ο τελευταίος, όστις θα απέτρεπον το ποίμνιόν μου του να αποδίδη τιμήν εις άνδρα Χριστιανόν Ορθόδοξον και βεβαπτισμένον, έχοντα συνείδησιν των εαυτού πράξεων επιδείξαντα θαρραλέαν εμμονήν εις την χριστιανικήν πίστιν, διαπρύσιον κήρυκα του Ευαγγελίου, «διακριθέντα εις τα υπέρ της ορθοδοξίας ηρωϊκά αγωνίσματα και παθήματα αυτού και τον οσιοπρεπή καθόλου βίον αυτού»1 και μάλιστα ασυμβίβαστον και δια τούτο διωχθέντα αποινώς, συκοφαντηθέντα και περιορισθέντα υπό της τότε Ιεράς Συνόδου, διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις αυτής. Πάντα δε ταύτα καθ’ ην εποχήν ‐και τούτο το γνωρίζομεν καλώς‐ άλλοι εσιώπων, ίνα αρεστοί γένωνται τοις βαυαροίς δια να διατηρήσουν τας υψηλάς και πολυζήλους θέσεις. Άλλωστε, Σεβασμιώτατε, πως είναι δυνατόν ημείς να έχωμεν το δικαίωμα να αποκαλούμεθα μεταξύ μας «άγιοι» και να κατηγορούμεθα διότι αποκαλούμεν «όσιον» έναν μοναχόν που και οσιοπρεπώς έζησε και οσιακώς εκοιμήθη 150 έτη πριν;
Η πως είναι δυνατόν να μην εκδηλώνεται υφ’ υμών οιαδήποτε αντίδρασις όσον αφορά εις οσίους άνδρας και γυναίκας ως ο Μακάριος ο Νοταράς, ο Εφραίμ της Νεας Μακρης η η Θεοδώρα της Άρτης οι οποίοι επίσης δεν έχουν αγιοκαταταχθεί η για συγχρόνους γέροντας ως οι αείμνηστοι Παΐσιος, Ιακωβος Τσαλίκης, Φιλόθεος της Παρου κ.λπ. εις τούς
______________________________________________________________
1 Κ. Μ. Ραλλη, Περί της των Αγίων ανακηρύξεως, εν Εκατονταετηρίς Ενθικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 1837‐1937. Επιστημονικαί συμβολαί, Αθήναι, σσ. 20‐21.
οποίους αποδίδεται ήδη ο τίτλος του οσίου και τιμώνται δεόντως εις τας Μητροπόλεις εις τας οποίας ανήκουν και να υπάρχη η καθ’ όλα αδικαιολόγητος αντίδρασις αύτη δια τον Χριστοφόρον ο οποίος τιμάται εις την Μητροπολιτικήν μας Περιφέρειαν; Ασφαλώς και γνωρίζομεν, Σεβασμιώτατε, και τα της απορριφθείσης αιτήσεως του Συλλόγου των Αρμπουναίων Καλαβρύτων περί της αγιοκατατάξεως του περί ου ο λόγος Οσίου Μοναχού και τα περί των Συνοδικών Εγκυκλίων τας οποίας επικαλείστε. Και όσον αφορά εις την απορριφθείσαν αίτησιν του Συλλόγου των Αρμπουναίων, ασφαλώς και ορθώς έπραξεν η Ιερά Συνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι δεν είχον ακολουθηθεί αι προβλεπόμεναι διαδικασίαι, αι οποίαι επιτρέπουν μόνον εις εκκλησιαστικάς αρχάς να προβαίνουν εις τοιαύτας αιτήσεις και ουχί εις συλλόγους, σωματεία, ινστιτούτα κ.λπ. Όσον αφορά ωστόσον εις τας Συνοδικάς Εγκυκλίους του έτους 1852 και τας τεκμηριωμένας εργασίας των ιστορικών και των θεολόγων που ζητούνται υπό της υμετέρας Σεβασμιότητος περί του Οσίου Μοναχού Χριστοφόρου, παραθέτομεν τα κατωτέρω:
Η μελέτη των εγγράφων των αποκειμένων εν τοις Γενικοίς Αρχείοις του Κράτους αρκεί όπως βεβαιώσει την αλήθειαν, ότι δηλ. όσον χρόνον ο Χριστοφόρος περιωρίσθη εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ουδέν είχε πρόβλημα και ευεργέτης ήτο, ακόμη καθ’ ομολογίαν των εκκλησιαστικών αρχών, ότε όμως ελάλησεν πικράς αληθείας, «εκύκλωσαν αυτόν κύνες πολλοί». Εις τα έγγραφα αυτά μάλιστα έχει ευχερή πρόσβασιν πας ενδιαφερόμενος, φρονώ δε ότι όσοι νομίζουν ότι έχουν γνώσεις και λόγον, και ασφαλώς υμείς έχετε ως Ιεράρχης, πρέπει να υποβληθούν εις τον κόπον να αναγνώσουν αυτά απαθώς και αμερολήπτως, ίνα μορφώσωσι γνώμην. Εκεί μάλιστα, κατόπιν υπολογισμού, δυστυχώς θα διαπιστώση ο μελετητής και την ακροτηριασμένην, την γεγηρασμένην της Εκκλησίας Ηγεσίαν (Νεόφυτος 90 ετών, Αιγίνης Σαμουήλ 105), την προφανώς φόβω και τρόμω συνεχομένην, οιονεί εν ομηρία τελούσαν υπό των βαυαρών και δια τούτο υπογράφουσαν τα εκάστοτε υπαγορευόμενα αυτή. Εαν την υμετέραν Σεβασμιότητα όντως «ενδιαφέρει το θέμα γενικώτερα και ειδικά δια τον συγκεκριμένον μοναχόν», θα πρέπει να γνωρίζετε ότι τούτο δεν δύναται να γίνη δια της τήδε κακείσε αποστολής διαμαρτυριών η κοινοποιήσεων, και μάλιστα με μόνον όπλον την εγκυκλοπαιδείαν του Ηλίου η την Θ.Η.Ε., και την αυτόθι βιβλιογραφίαν.
Χρήσιμα ασφαλώς είναι όλα τα στοιχεία, οπουδήποτε καταταγραφόμενα, αλλ’ είναι πρωτάκουστον και καινοφανές αφ’ ενός να διαπιστώνωμεν την «κατασκευήν σκοτεινών και υπόπτων ειδήσεων και μαρτυριών» και αφ’ ετέρου να εμμένωμεν εις όσα προσήψαν εις το πρόσωπον του Χριστοφόρου οι διώκται αυτού. Αλλά ποίαι είναι αι διάφοροι σκοπιμότητες χάριν των οποίων «προβαίνουμε εις αγιοκατατάξεις;» Η αργυρολογία η μήπως η προσωπική προβολή των ηγουμένων της τοιαύτης προσπαθείας η της γενετείρας και τον τόπων δράσεως των υπό αγιοκατάταξιν προσώπων; Δυνασθε μετά βεβαιότητος, «σημείων» και αδιασείστων τεκμηρίων να αποδείξετε τα λεγόμενα; Ας μην εκτιθέμεθα άνευ λόγου, αδελφέ. Ερωτάτε πάλιν, Σεβασμιώτατε, τι έχω να είπω περί του Ναϊδρίου Αγίας Σοφίας Πατρών. Και προσεφύγατε ως και εις τον ιερατικόν προϊστάμενον της φερωνύμου Ενορίας. Τα γραφόμενα όμως εν τω Ημερολογίω (σ. 24) αναφέρονται εις ναΐδριον τιμώμενον επ’ ονόματι της Αγίας Σοφίας και όχι εις τον Ενοριακόν Ιερόν Ναόν της Αγίας Σοφίας Πατρών. Ως προς την κάραν του Μοναχού Χριστοφόρου, επιτρέψατέ μου, αδελφέ, αλλά ούτε να φύγη εκ της Θηρας ηδύνατο, αφού δεν εκοιμήθη εκεί, ούτε όμως και να έλθη εις Άρμπουνα Καλαβρύτων μόνη, αν τινες δεν εμερίμνων περί αυτού. Διατί «την άφησαν να φύγει;», νομίζω ότι δεν είμαι το κατάλληλον πρόσωπον να απαντήση. Ίσως όμως ηδύνατο να απαντήση ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Θηρας και κατόπιν Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρός Γεώργιος. Νομίζω πάντως ότι η συνήθης πρακτική της αποδόσεως των λειψάνων εις την γενέτειραν των οσίων ανδρών ουδαμώς υποδηλοί έλλειψιν ενδιαφέροντος περί αυτής, ούτε πράξιν ύβρεως και ασεβείας αποτελεί. Άλλωστε ο Χριστοφόρος δεν συνίστατο μόνον εις τα της κεφαλής, είχε και άλλα μέλη.
Αναφορικώς προς την περί του κελλίου του περιορισμού του Χριστοφόρου απορίαν υμών, απαντώ: την αυτήν απορίαν έχω και εγώ όχι μόνον περί του κελλίου του προκειμένου προσώπου, αλλά και περί των χώρων εγκαταβιώσεως πολυαρίθμων δια μέσου των αιώνων σεπτών και θεοφόρων ανδρών και γυναικών. Μηπως πρέπει να αγνοήσωμεν συλλήβδην την παράδοσιν; Ως προς την απορίαν, «διατί το παρεκκλήσιον αυτό αφιερώθη εις τον άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις τον μοναχόν Χριστοφόρον;» απαντώ ότι πλησίον αυτού υπήρχε ναΐδριον του Ιεράρχου, το οποίον κατέπεσε κατά τούς σεισμούς του 1956. Εις ανάμνησιν αυτού του γεγονότος το σημερινόν ναΐδριον τιμάται και επ’ ονόματί του Ιεράρχου, αλλά και επ’ ονόματι του περί ου ο λόγος Οσίου.
Ως προς τας αλλεπαλλήλους απορίας της υμετέρας Σεβασμιότητος περί ανακομιδής των λειψάνων, περί αποτμήσεων αυτών και περί των εκκλησιαστικών αρχών της εκάστοτε εποχής, των βεβαιουσών μετ’ αυθεντίας την αλήθειαν των γεγονότων η την γνησιότητα του περιεχομένου των λειψανοθηκών, εις ο,τι με αφορά, δεν αμφιβάλλω περί όσων παρέλαβον παρά των αοιδίμων προκατόχων μου. Προσυπογράφω πάντως τας υφ’ υμών εκφραζομένας ανησυχίας περί του κινδύνου πλάνης των πιστών και περί της μετά της δεούσης προσοχής εξετάσεως των δεδομένων των υπό επίσημον αναγνώρισιν αγίων. Δικαιούμαι όμως να διαφωνήσω προς υμάς αναφορικώς προς τον Χριστοφόρον. Σεβασμιώτατε, Η Ιερά Συνοδος της κρισίμου εκείνης εποχής, η οποία εξέδωκεν τας περί Παπουλάκου εγκυκλίους, ως παρά τας εκείνης (;) διαταγάς πολιτευσαμένου:
• καθήρεσε τον Ανδρουβίστης Προκόπιον της χάριτος της αρχιερωσύνης και πάσης ιερατικής τάξεως και ενεργείας, ως μεταχειρισθέντα «παν είδον ραδιουργίας εις επιτυχίαν του σκοπού του και παντάπασιν διεφθαρμένον, υποκινούντα πάντα λίθον… εις επιτυχίαν των αποτελεσμάτων της κακοηθείας του» όστις ήτο τοσούτον αδιόρθωτος, ώστε «μόνος ο δια βίου περιορισμός δύναται να φέρη εις μετάνοιαν και να τον αναδείξη τουλάχιστον καλόν χριστιανόν» (έτος 1834),
• παλινωδούσα δε τέσσαρα έτη βραδύτερον, «αποδεχομένη την ειλικρινή αυτού μετάνοιαν και εκ συντετριμμένης καρδίας προερχομένην» όχι μόνον συνεχώρησεν αυτόν, αλλ’ προέβη και εις άρσιν της καθαιρέσεως, και μετά έτη προσεκάλεσεν αυτόν ως αναπληρωματικόν μέλος της Συνόδου, κατά δε το 1852 ανέδειξεν αυτόν Επίσκοπον Οιτύλου ως αξιώτερον2. Επισημειώνεται, ότι περί της δράσεως του Προκοπίου κατά του Παπουλάκου ευχερώς δύναταί τις να ανατρέξη εις τον οικείον φάκελλον των Γ.Α.Κ.
Αλλ’ ας ίδωμεν τι αναφέρεται εις τας περί ων ποιείσθε μνείαν και μη εισέτι ανακληθείσας Συνοδικάς εγκυκλίους:
Α) Η της 15ης Μαΐου 1852, περί του αυτοχειροτονήτου κήρυκος μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου, Προς τον κατά την Λακωνίαν ιερόν κλήρον και πάντα τον ευσεβή και περιούσιον αυτής λαόν, λέγει ότι ο Παπουλάκος περιφερόμενος από τόπου εις τόπον «κηρύσσων δήθεν τον θείον λόγον, και υπό το πρόσχημα τούτο, λήρους ασέμνους και σκανδαλώδεις εξερευγόμενος διαστρέφει δι’ αυτών την γνησίαν του θείου Ευαγγελίου διδασκαλίαν… παρασύρων τούς απλουστέρους εις πολλά άτοπα και εμπνέων εις τας κεφαλάς αυτών ιδέας τω όντι αντιχριστιανικάς και αντιθέους». Καταγγέλλει περαιτέρω τον Χριστοφόρον, όστις προσκληθείς υπό της Συνόδου, ίνα δώση λόγον περί της διδασκαλίας του, ηπείθησεν και «ου κατεδέξατο ελθείν». Δια την τοιαύτην δε απείθειαν απηγόρευσεν εις αυτόν όλως, ίνα μη διδάσκη του λοιπού, μέχρις ότου, εμφανισθείς εις την Συνοδον, δώση λόγον της διδασκαλίας του και, αν ευρεθή ικανός εις την ιεράν ταύτην διακονίαν του κηρύγματος, αποσταλή και πάλιν, νομίμως όμως, παρά της προσηκούσης εκκλησιαστικής αρχής. Άλλως δε πράττων δικαίως θεωρείται ως αντάρτης της εκκλησίας, ως αδόκιμος και απόβλητος. Η εγκύκλιος διανθίζεται υπό κολακειών προς το πρόσωπον του Όθωνος και υπό αγιογραφικών παραπομπών, προκειμένου να κατοχυρωθή και θεολογικώς. Αλλ’ εις μάτην. Υπογεγραμμένη από τρεις μόνον Συνοδικούς Επισκόπους απηυθύνθη εις ώτα μη ακουόντων, διότι, όπως αναφέρει αψευδής πηγή, έγγραφον του τότε Επάρχου Οιτύλου προς τον Νομάρχην Λακωνίας Δ. Δούκα την 29ην Μαΐου 1852 «δεν υπάρχει ουδεμία οικογένεια, εντός της οποίας να μη υπάρχη οπαδός…, διότι το όνομα του Χριστοφόρου συνεταυτίστη με το όνομα της Θρησκείας» (ΓΑΚ, Φακ. Βακάλογλου 24α).
Και από της απόψεως αυτής καθίσταται φανερόν πόσον ηγαπήθη ο Χριστοφόρος υπό του λαού και πόσον εις αυτόν λαομίσητος ήτο η τότε διοίκησις της βαυαροκρατίας και τα μίσθαρνα όργανά της. Αλάθητον το κριτήριον του λαού, και απαράδεκτον είναι, κατά περίπτωσιν, άλλοτε να θεωρώμεν αυτόν δυσσεβή και παράνομον, κακά μελετώντα και άλλοτε να προσκυνώμεν την χάριν του.
_____________________________________________________________
2 Βλ. Βασιλείου Ατέση, Επισκόπου Ταλαντίου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α , Εν Αθήναις 1948, σσ. 242‐243 και 250‐252).
Β) Η της 26ης Μαΐου 1852 και υπ’ αριθ. πρωτ. 2377 – διεκπ. 316, περί ανατροπής των καθεστώτων, Προς άπαντας τας κατά την Ελληνικήν επικράτειαν ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς, συνίσταται εις την καταγγελίαν κακοβούλων τινών, εχθρών της πατρίδος και πολεμίων της ευτυχίας και ησυχίας των ειρηνικών πολιτών, οίτινες συνέλαβον την σατανικήν ιδέαν ν’ ανατρέψουν τα καθεστώτα… Δι’ αυτής η Ι. Σύνοδος αποπειράται να κατοχυρώση θεολογικώς την στάσιν αυτής μετά συχνών αγιογραφικών παραπομπών. Δεν παραλείπει να αναπέμψει άφθονον λιβανωτόν εις τον Όθωνα, «ον η θεία πρόνοια… ηυδόκησε να επιστήση… Βασιλέα της χώρας», οιονεί παρέχουσα την διαβεβαίωσιν νομιμοφροσύνης, και ο οποίος, συμφώνως προς την επαγγελίαν και διαβεβαίωσιν αυτού τυγχάνει ο κραταιότατος και ειλικρινέστατος προστάτης και της ορθοδόξου πίστεως και της την ορθόδοξον πίστιν τηρούσης εκκλησίας ημών. Σημειώνεται μάλιστα ότι την εγκύκλιον μόνον τέσσαρες των Συνοδικών υπογράφουν, ουδαμού δε εν αυτή γίνεται μνεία του Χριστοφόρου. Δια τούτο και η εγκύκλιος αυτή κατηργήθη εις την συνείδησιν του κλήρου και του λαού τόσον εν Αθήναις, όσον και αλλαχού.
Και όχι μόνον δεν εγένετο καν αποδεκτή, αλλά και ένεκεν αυτής ηπειλήθησαν πολυάριθμα επεισόδια, καθώς ο λαός επεδίωξεν να παραδόση αυτήν εις την πυράν (Εφημ. ΕΛΠΙΣ 31ης Μαΐου 1852 και ΑΘΗΝΑ 5ης Ιουνίου 1852). Γ) Η της 9ης Ιουνίου 1852 (αρ. πρωτ. 2444 – διεκπ. 355) απευθυνομένη Προς τας κατά την Επικράτειαν Εκκλησιαστικάς Αρχάς, διατάσσει την έγκαιρον ανάγνωσιν «των προλαβόντως αυτής εγκυκλίων επιστολών», εις τας εκκλησίας εις επήκοον πάντων προκειμένου δια προτροπών και νουθεσιών να επανέλθουν οι αποπλανηθέντες πιστοί εις την ευθείαν οδόν. Επισημειώνει δε και την επίσημον πληροφορίαν, ότι «δια της ατόπου και υποκριτικής διδαχής αυτού (δηλ. του Χριστοφόρου) ότι έσονται σεισμοί και εκ των σεισμών καταστραφήσεται νήσός τις». Εκείθεν ορμωμένη «γυνή τις εκ Κυνουρίας ελθούσα εις Αίγιναν εκήρυττε περί αυτού λέγουσα ότι αυτή εστίν η νήσος της Αιγίνης και τέλος έσεται και συντέλεια του κόσμου. Δια ταύτα συνεταράχθησαν αι συνειδήσεις των Χριστιανών, οίτινες συνέτρεχον μετά θορύβου εις τας εκκλησίας και, κρούοντες τούς κώδωνας, ετάραττον την κοινήν ησυχίαν, εν οις και τινες των ιερωμένων, ασπαζομένων τα υπ’ αυτού κακώς κηρυχθέντα… έψαλλον παρακλήσεις».
Όθεν χρέος έχουν αι Αρχαί να διασκεδάσουν τας εκ των διαδιδομένων ανησυχίας, διότι «ουδείς έγνω νουν Κυρίου» και διότι οι ταύτα διαδίδοντες ελαύνονται υπό πνεύματος δολιότητος και επιβουλής, και εν προσχήματι θρησκευτικώ προσπαθούν να διαταράξουν την κοινήν του Κράτους ησυχίαν και ασφάλειαν. Τα τελευταία ταύτα υπομιμνήσκουν και άλλας εποχάς μεταγενεστέρας, ότε υπό το πρόσχημα της προστασίας κοινής ησυχίας και ασφαλείας οι κρατούντες «ητιολόγουν» τα αναιτιολόγητα. Ποία ανάκλησις να γίνη της εγκυκλίου αυτής; Ο πρώτος η ο τελευταίος ήτο ο Χριστοφόρος, όστις, παρενέβαλε εις την διδασκαλίαν του τα περί σεισμού και συντελείας του κόσμου; Αξίζει μάλιστα να σημειωθή ότι οι επίσημοι πληροφοριοδόται της Συνόδου ασφαλώς θα ήσαν οι Έπαρχοι, οι Νομάρχαι, οι Έφοροι και τα άλλα μίσθαρνα και πλήρως αφωσιωμένα εις τούς Βαυαρούς όργανα της κρατικής εξουσίας, οι προ τινων ετών πρωτοστατήσαντες εις την βιαίαν διάλυσιν των μονών βία και δυναστεία, εις την διαρπαγήν και διασπάθισιν της περιουσίας αυτών και εις την απηνή και αμείλικτον δίωξιν του μοναχισμού. Άρα, κατά την εγκύκλιον, εθεωρείτο αξιολογικώς ανωτέρα η κοινή του Κράτους «ησυχία» της πατρώας πίστεως, των υγιών δογμάτων και της γνησίας εκκλησιαστικής παραδόσεως, αι δε ενέργειαι και η δράσις του Χριστοφόρου προς αφύπνισιν του λαού και προστασίαν αυτών ωδηγούντο «υπό πνεύματος δολιότητος». Αλλ’, ίνα καταδειχθή ποίος ωδηγείτο «υπό πνεύματος δολιότητος», ο ρακένδυτος Παπουλάκος η μήπως ο κρατικός μηχανισμός, μετά του οποίου εκούσα άκουσα εν αγαστή συμπνοία και συνεργασία διετέλει η τότε Ιερά Συνοδος, επάναγκες κρίνομεν να δημοσιεύσωμεν εμπιστευτικήν επιστολήν του Ιωάννου Κολοκοτρώνη εκ Γυθείου από 17ης Ιουνίου 1852, προς τον Δ. Δούκαν, Νομάρχην Λακωνίας (ΓΑΚ, Φακ. Βακάλογλου 24α): «Αδελφέ Δούκα. Περιμένω ανυπομόνως ειδήσεις σας, δια να μάθω την ενέργειαν των σχεδίων μας. Γνωρίζεις ότι είχα δώσει μυστικάς οδηγίας εις τον υπομοίραρχον Ζωγράφον, ότι εις περίπτωσιν ανάγκης, ημπορεί να δουλεύση και η πιστόλα κατά της κεφαλής του Καλογήρου (!), δια να ξεμπερδεύσωμεν ούτως η άλλως από το μίασμα τούτο. Συνεννόησον με τον υπομοίραρχον και περί τούτου, ώστε εγκαίρως να γνωστοποιηθή το μυστικόν τούτο και εις τούς μετεμφιεσμένους οκτώ. Ημπορείτε να λάβητε όσους στρατιώτας χρειασθήτε και είμαι έτοιμος να σας εγκρίνω ο,τι μέτρον μου προτείνετε, δυνάμενον να συντελέση εις την επιτυχίαν του σχεδίου. Άλλο δεν έχω να σας ειπώ, περιμένω ενέργειαν, δραστηριότητα και φρόνησιν. Σας ασπάζομαι, ο αδελφός σου Ιωάννης Κολοκοτρώνης». Αναφορικώς προς τα γραφόμενα υπό της υμετέρας Σεβασμιότητος περί λήθης του Παπουλάκου, ότι δηλαδή η «επιζήσασα φήμη του όμως δεν αντέσχεν επί μακρόν… βραδέως αλλ’ ασφαλώς η λήθη εκάλυψε το πέρασμά του. Έκτοτε η ψύχραιμος σκέψις ετακτοποίησε την ταραχήν των συνειδήσεων», κατά τον Γριτσόπουλον, επιτρέψατέ μου να υποστηρίξω ότι δεν έχονται της αληθείας. Ο αιδεσιμ. πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής και έγκριτος και αυτός επιστήμων αντιλέγει: «μορφές, όπως ο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος) και ο Κοσμάς Φλαμιάτος, φαίνονται πολύ διαφορετικά σήμερα απ’ ότι στα μαθητικά μας χρόνια, που μας είχαν μάθει να τούς βλέπουμε «ως αμαθείς» και φανατικούς, «των οποίων η μνήμη ταχέως εσβήσθη»! Γιατί όπως η σύγχρονη έρευνα αποκαλύπτει, τίποτε δεν είναι περισσότερο αναληθές από αυτό. Και οι δύο αυτοί αγωνιστές όχι μόνο δεν λησμονήθηκαν από το Λαο μας, αλλά θα τολμήσουμε να πούμε ότι η δυναμική, που ανέπτυξαν στη λαϊκή συνείδηση, υπήρξε μεγαλύτερη μετά το θάνατό τους, απ’ όσο κατά τη διάρκεια του αγώνα τους. Ο άκρατος όμως ρασιοναλισμός συνετέλεσε παλαιότερα – και αυτό ήταν αμαρτία περισσότερο της εποχής απόσο των προσώπων – να μη βλέπουμε την αληθινή εικόνα των λαϊκών αυτών ευαγγελιστών, όπως οι Φαρισαίοι δεν «μπορούσαν» να «ίδουν» τα θαύματα του Χριστού. Σημερα όμως φθάσαμε στο σημείο να συντάσσονται διδακτορικές διατριβές για τα πρόσωπα αυτά και τη δράση τους, για να μελετηθούν τα λαϊκά κινήματα του 19ου αιώνα σε όλες τις διαστάσεις τους, με ευρεία χρήση και των αρχειακών πηγών, που, όπως αποδεικνύεται, είναι πολύ πλουσιώτερες απόσο μπορούσαμε να φαντασθούμε… Η αναπροσαρμογή συνεπώς της στάσεώς μας σήμερα απέναντι στον Φλαμιάτο, τον Παπουλάκο… και οποίον επώνυμο μάρτυρα της παραδόσεώς μας, είναι πολλαπλά ωφέλιμη και αναγκαία. Διότι μπορεί να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε το ποσοστό της συγχύσεως και αλλοτριώσεως των καιρών μας. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού η γνώση της αρρώστιας είναι – κατά τεκμήριο τουλάχιστον – η βασική προϋπόθεση για την αναζήτηση της θεραπείας» [Κοσμάς Φλαμιάτος (1786‐1862), Ένας μάρτυρας της Ορθοδόξου παραδόσεως στο ελληνικό κράτος, Θεολογία, τ. 58, Απρίλιος‐Ιούνιος 1987, τεύχος 2, σσ. 294‐295 και 321]. Αλλά και ο ελλογιμ. Χρ. Γιανναράς, Καθηγητής Πανεπιστημίου κι αυτός γράφει σχετικά: «βλέποντας (ο Χριστοφόρος) στην πράξη τις συνέπειες της ασκούμενης από τη βαυαροκρατία πολιτικής, στρέφει το κήρυγμά του και στα φλέγοντα θέματα της εποχής. Στηλιτεύει αμείλικτα το αυτοκέφαλο και την κατάργηση των παραδοσιακών Μητροπόλεων, που άφησε το λαο αποίμαντο. Καυτηριάζει τη διάλυση των μοναστηριών, τις ευκολίες που παρέχει το κράτος στούς ξένους μισσιονάριους, τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, που είχαν επιβάλλει στην εκπαίδευση οι μισσιονάριοι, τον εξοβελισμό των «θεϊκών» γραμμάτων, από τα σχολεία, και εννοεί τον Οκτώηχο και το Ψαλτήρι…» [Γιανναρά Χρ., Ορθοδοξία και Δυση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δομος, 1999, σσ. 290‐291].
Αξιόλογα επίσης έργα η άρθρα περί του Παπουλάκου είναι και τα ακόλουθα:
Δαβού Βυρ., Χριστοφόρος Παπουλάκος, ο καταδιωγμένος καλόγηρος, Αθήνα 1986, σσ. 73.
Δημητρακοπούλου Γ. Σ. (Καθηγ. Φιλοσ. Σχολής Πανεπ. Αθηνών), Ο ευσεβής λαός δια τον Παπουλάκον, Ορθόδοξος Τυπος 23ης Σεπτ. 1988, αρ. 33.
Θεοδωρόπουλος Φ. Ν., Μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος), Αθήνα 1994.
Καψιώτη Αθ. , Ο όσιος Χριστόφορος ο Παπουλάκος, Αθήναι 1992.
Κοτταδάκη Αθ., Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο ,Κοσμάς Φλιαμιάτος, Χ. Παναγιωτόπουλος η Παπουλάκος, Ιγνάτ. Λαμπρόπουλος, Ιερόθ.
Μητρόπουλος, Ευσ. Ματθόπουλος, εκδ. Τηνος, Αθήναι 1976. Ο Κοτταδάκης μάλιστα εις το αξιόλογο αυτό πόνημά του ομιλεί περί των πέντε εκείνων μορφών, των «ιερομένων με το μυστικό του αποστολικού αγωνισμού, που έφερε τη νεοελληνική χριστιανική άνοιξη».
Μεταλληνού Δ. Γ. πρωτοπρ., Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, εκδ. Δομος, Αθήνα 2001.
Μουλατσιώτη Νεκτ. αρχιμ. (επιμ.), Παπουλάκος, Ο Άγιος της Πελοποννήσου, εκδ. Ιεράς Μονής Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ Σαρωφ Τρικόρφου Φωκίδος, χ.τ., 2006.
Μπατιστάτου Δ. (Θεολόγου), Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος η Παπουλάκος (κραυγή πόνου και απόγνωσεως), Σαλπιγξ Ορθοδοξίας Μαρτιος‐Απρίλιος 1969, τεύχος 15‐16, σσ. 50‐51 και Μαϊος‐Ιούνιος 1969, σσ. 72‐73 και 96.
Μωϋσέως Μοναχού του Αγιορείτου, Ο Παπουλάκος, 200 έτη από την γέννησή του, Ορθόδοξος Τυπος 21ης Νοεμβρίου 1986 σσ. 1 και 3.
Νασιόπουλου Α. Α., Ο Αληθινός Παπουλάκος, εκδ. πρώτη, Αθήνα 1984.
Πεττα Ν. Ν. αρχιμ., Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ο Παπουλάκος στη Θηρα (1854) και στην Άνδρο (1854‐1861), Αθήνα 2009.
Πεττας Ν. Ν. αρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλάκος, ο σύγχρονος απόστολος της Πιστεως και του Γενους, εκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 2009.
Τσάκωνα Γρ. Δ. (Καθηγητού της Κοινωνιολογίας), Ο Κοινωνικός Παπουλάκος, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά Γ‐Δ (1959‐60) 26‐28.
Σακκέτου Αγγ., Παπουλάκος (Άγνωστες προφητείες και θαύματα), Η επαλήθευση των προφητειών και ο παγκόσμιος θρίαμβος του ανθρώπου, εκδ. Σακκέτου, Αθήναι 2008.
Σαρδελή Κ. (ιστορικού και λογοτέχνου), Η προδομένη παράδοση, τα ψευδώνυμα φώτα, τ. Α , εκδ. Τήνος, Αθήνα 1991.
Του αυτού, Χριστόφορος Παπουλάκος και Κοσμάς Φλαμιάτος, Οι πρωτομάρτυρες και θύματα του Ελλαδικού Κράτους, Αθήνα 1988.
Σταθοπούλου Θ., Το κίνημα του Παπουλάκου, οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαστάσεις του (διδακτ. διατριβή), Αθήνα 1991, σσ. 726.
Ο Χριστός και η Αλήθεια, ΣΤ  Δημοτικο, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2003, σσ. 197‐198 (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο). Παπουλάκος, ο καλός σπορέας. Στη σ. 198 αναφέρεται «Ο Παπουλάκος με τα λόγια του συνέπαιρνε τα πλήθη… Μιλούσε απλά, με στοργή και αγάπη για τη ζωή και τα προβλήματά τους. Καλούσε τούς ανθρώπους να αλλάξουν τη ζωη τους και να ζουν με το λόγο του Θεού. Τούς έλεγε να προσεύχονται και να τηρούν την αργία της Κυριακής και των εορτών, να βοηθούν τούς φτωχούς και ανήμπορους και να νηστεύουν… Η δράση όπως και το λόγια του Παπουλάκου δεν άρεσαν στούς ισχυρούς της εποχής (στο βασιλιά, στούς άρχοντες, στούς δεσποτάδες), γιατί ο δυνατός λόγος τούς έλεγχε».
Ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα είναι και τα υπό έκδοσιν Πρακτικά της Επιστημονικής Ημερίδος που επραγματοποιήθη υπό της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Θηρας και υπό την αιγίδα της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, εν Θηρα, τον Ιούλιον του παρελθόντος έτους με θέμα: «Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος Παπουλάκος στη Θηρα και στην Άνδρο» ως και του Επιστημονικού Συνέδριου πραγματοποιηθέντος εν Κλειτορία των Καλαβρύτων τον Σεπτέμβριον του 2009 με θέμα: «Ο Όσιος Χριστοφόρος Παπουλάκος».
Εις αυτά, λίαν διαφωτιστικαί του βίου και της δράσεως του Χριστοφόρου Παπουλάκου είναι αι εισηγήσεις των:
• Ομ. Καθηγητού της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τεχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αθανασίου Παλιούρα με θέματα: «Η απεικόνιση και η τιμή του οσιωτάτου Χριστοφόρου Παπουλάκου» και «Η πραγματική φωτογραφία και η εικονογράφηση του οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
• Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Καθηγητού Χημικού του ΤΕΙ Πειραιώς κ. Χαραλάμπους Μπούσια με θέματα: «Υμνογραφικά οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου» και «Κινημα Κολλυβάδων‐Κινημα Παπουλάκου. Παράλληλα ρεύματα».
• Λεκτορος Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Άννης Καραμανίδου με θέμα: «Το περιεχόμενο των Διδαχών του Παπουλάκου».
• Αρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πεττα με θέμα: «Ο Χριστοφόρος Παπουλάκος στη Θηρα και στην Άνδρο».
• Καθηγητού Βυζαντινής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φωτίου Δημητρακοπούλου με θέμα: «Ο Γερων Διονύσιος Επιφανιάδης, ο Κολλυβάς, και ο Χριστοφόρος Παπουλάκος».
• Καθηγητού στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αποστόλου Νικολαΐδου με θέμα: «Η πολιτική θεολογία του Παπουλάκου».
• Καθηγητού Πληροφορικής των ΤΕΙ Αθηνών κ. Αθανασίου Νασιοπούλου με θέμα: «Η μορφη του Παπουλάκου μέσα από μαρτυρίες και κείμενα».
• Πρωτοπρεσβ. π. Νικολάου Ι. Σιγάλα, Αρχαιολόγου, Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Ιεράς Μητροπόλεως Θηρας, Αμοργού & Νησων με θέμα: «Η διαχρονική τιμή και μνήμη του οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
• Λεκτορος στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Χρίστου Μαρκοπούλου με θέμα: «Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Παπουλάκου».
Ο Παπουλάκος, Σεβασμιώτατε, δεν είναι αμφιλεγόμενον πρόσωπον ούτε ιστορικώς ούτε θεολογικώς. Ιστορικώς μεν, διότι τα πάντα περί αυτού είναι δεόντως εληλεγμένα. Ούτε με τον κατά το 1826, θανατωθέντα επί Ιμπραήμ αργυρολόγον και αγύρτην Ευγένιον συγχέεται ούτε με τον Ιωακείμ τον Ιθακήσιον, όστις κατατάχτηκε μεταξύ των αγίων και εορτάζει την ημέρα της κοιμήσεώς του, στις 2 Μαρτίου 1868 (βλ. Κανέλλου Κ., Ο όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος, 1786‐1868, Ιθάκη 2000). Αλλά και το θεολογικόν περιεχόμενον των διδαχών του Παπουλάκου είναι σαφές και με ψυχωφελή και σωτηριολογικόν προσανατολισμόν. Λιαν διαφωτιστική επί του προκειμένου υπήρξεν η ανωτέρω αναφερθείσα και συνημμένη ώδε εισήγησις της Καθηγητρίας της Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Άννης Καραμανίδου. Η υπ’ αριθ. 1643 και από 14 Μαρτίου 1852, επίσης, αναφορά του τότε ιεροκήρυκος αρχιμ. Ιωσήφ Κωνσταντινίδου εκ Ναυπλίου, δεν αναφέρει «απλώς κάποιες συγκεντρώσεις λαού, δια να ακούσουν το κήρυγμα του Χριστοφόρου Παπουλάκου» αλλά διαφωτιστικώτατα λέγει:
• ότι προσεκαλείτο «πανταχόθεν να μεταβή και εις τα μέρη των»
• ότι ο ακροατής του «δεν δύναται να αμφιβάλη εις την θείαν έμπενυσιν, με θείον ζήλον και με σκοπόν ωφελείας ψυχικής 
• ότι παρευρίσκοντο αι Διοικητικαί και στρατιωτικαί Αρχαί, οι καθηγηταί, οι διδάσκαλοι, όλοι οι δικαστικοί και ο κόσμος όλος
• ότι έμειναν άπαντες ευχαριστημένοι και «ήρχισαν οι πάντες η οι πλείονες να συναισθάνονται την εαυτών διαγωγήν»
• ότι εκτός των άλλων εκήρυττε και περί τελείας υπακοής εις τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, εις τας Διοικητικάς και Στρατιωτικάς Αρχάς, ως και εις τα παρ’ αυτών διαταττόμενα, μέχρι θυσίας και αυτής της ζωής… Περί αληθείας, ακριβούς τηρήσεως των θείων εντολών, ζήλου και διαφυλάξεως της Πιστεως, προσευχής, νηστείας, ελεημοσύνης, όρκου, μετανοίας, επιστροφής εις τον Θεόν…
• ότι ο καρπός της διδασκαλίας του ανδρός εκείνου είναι τόσον τελεσφόρος…, ώστε αυθωρεί μεταβάλλει και μεταφέρει ψυχάς απολλυμένας εις μετάνοιαν…
Και ταύτα πάντα και αυτή η τότε Ιερά Συνοδος ομολογεί επισήμως (βλ. φακ. Παπουλάκου εν ΓΑΚ) ασχέτως αν εκ των υστέρων, δια πολλούς και ποικίλους λόγους παλινωδούσα, μετέβαλε γνώμην περί αυτού.
Επομένως τα περί Παπουλάκου ως αμφιλεγομένου προσώπου είναι προφάσεις ανθρώπων περί των οποίων ο Θουκυδίδης προσφυέστατα είπεν ότι «ούτως αταλαίπωρός εστιν η ζήτησις της αληθείας και επί τα ετοίμα μάλιστα τρέπονται». Αι πρωτογενείς πηγαί αποτελούν αψευδείς μαρτυρίας και όχι αι εγκυκλοπαιδείαι αι αντιγράφουσαι η μία την άλλην, αν και όλων τα σχετικά άρθρα ομολογούν ότι υπό του λαού ο Χριστοφόρος εθεωρείτο ως άγιος.
Είναι άράγε τυχαία η δολίως κινουμένη η θετική άποψη η η αποδοχή του Χριστοφόρου υπό τοιούτων και τοσούτων προσωπικοτήτων, οίοι:
• Ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας
• Ο Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος
• Ο Αρχιεπ. Αμερικής Μιχαήλ
• Ο Αρχιεπ. Αμερικής Ιακωβος
• Οι Μητροπολίται: Αργολίδος Χρυσόστομος, Ύδρας Ιερόθεος, Νικαίας Γεώργιος, Λαρίσης Σεραφείμ, Λαμπης και Σφακίων Θεόδωρος, Νικοπόλεως Μελέτιος, Μυτιλήνης Ιακωβος, Κυθήρων Ιακωβος, Μαρωνείας και Κομοτινής Δαμασκηνός, Ξανθης Αντώνιος, Άρτης Ιγνάτιος, Ροδου Σπυρίδων, Φλωρίνης Αυγουστίνος, Γρεβενών Σεργιος, Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίος, Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας Τιμόθεος, Ελασσώνος Σεβαστιανός, Εδέσσης Καλλίνικος, Ζιχνών και Νευροκοπίου Σπυρίδων, Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος
• Ο Οσιολ. Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
• Ο Καθηγ. Πανεπιστημίου Παν. Τρεμπέλας
Είναι τυχαία η δολίως κινουμένη η θετική άποψη η η αποδοχή του Χριστοφόρου υπό του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πασης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου ο οποίος:
• Στις 02.04.2000 μιλώντας στον Ρ/Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος ‐με αφορμή τη «συγγνώμη» που εκείνο τον καιρό είχε ζητήσει ο πάπας δια τα λάθη των ρωμαιοκαθολικών‐ ανεφέρθη στην άδικο καταδίωξιν του Παπουλάκου, στα μέσα του 19ου αιώνος, από την επίσημον Εκκλησίαν της μετεπαναστατικής μικράς Ελλάδος.

• Και στις 30 Ιανουαρίου 2001, των Τριών Ιεραρχών, απευθυνόμενος προς τούς Έλληνας εκπαιδευτικούς, εξήγησε την σημασίαν των προφητειών του Παπουλάκου, συνδέοντάς τον με τον Άγιον Κοσμά τον Αιτωλόν:
«Η άθρησκη η και η αντιχριστιανική παιδεία, αυτή που ορισμένοι θα ήθελαν να επιβάλουν σήμερα στο έθνος, εύρισκε τον Άγιο Κοσμά ανένδοτα αντίθετο.
Είχεν άλλωστε διακηρύξει επιγραμματικά σε μία προφητεία του ʺΤο κακό θα σας έρθει από τούς διαβασμένουςʺ, υπονοώντας το νεωτεριστικό πνεύμα της Εσπερίας, που επρόκειτο μετά την απελευθέρωση να μεταφέρουν στον ελληνικό χώρο οι σπουδασμένοι σʹ αυτήν, ένα πνεύμα αντιθρησκευτικό και αντιορθόδοξο, που ήθελε τάχα την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις προλήψεις και που μιλώντας στο όνομα της δημοκρατίας, απαρνιόταν τα χριστιανικά δόγματα σαν δήθεν καταπιεστικά της ανθρώπινης ελευθερίας. Κατά σύμπτωση την ίδια, σχεδόν αυτολεξεί, φράση θα επανελάμβανε κι ένας άλλος, παρεξηγημένος αυτός, Διδάχος, ο Παπουλάκος, ζώντας ήδη το κλίμα του άθεου διαφωτισμού μέσα στην μόλις απελευθερωμένη Ελλαδίτσα. Κι αυτός θα διεκήρυσσε τότε με έμφαση: ʺΤα άθεα γράμματα θα καταστρέψουν τον κόσμοʺ». Είναι τέλος τυχαία η δολίως κινουμένη η επ’ εσχάτως (24.12.’09) θετική άποψις περί του Χριστοφόρου της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριαρχου κ.κ. Βαρθολομαίου όστις χαρακτηρίζει τον Παπουλάκον του οποίου «η μνήμη επεβίωσε μέχρι σήμερον αγαθή εν τω εκκλησιαστικώ πληρώματι» ως «θερμουργόν κήρυκα του ευαγγελικού λόγου» και αναφέρει ότι: «Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος, ο επικληθείς «Παπουλάκος», απεστάλη υπό του Θεού εν ζήλω Ηλιού δια να κηρύξη τα θεία δικαιώματα, να διδάξη την πατρώαν πίστιν και να ελέγξη οθνείας επιδράσεις εις την λειτουργίαν του εκκλησιαστικού και κοινωνικού σώματος. Ηγαπήθη μεν σφόδρα υπό του ευσεβούς λαού του Θεού, όστις ανεγνώρισεν εν τω προσώπω αυτού τον εκφραστήν της γνησίας εκκλησιαστικής παραδόσεως και ευσεβείας, εδιώχθη δε υπό των κρατούντων, δι’ ους εγένετο κατά το ψαλμικόν «βαρύς και βλεπόμενος» ως δήθεν υποκινητής στάσεως κατά του πολιτεύματος, και εκοιμήθη οσιακώς εν τη Ιερά Μονή Παναχράντου της Άνδρου, διανύων εν αυτή την επιβληθείσαν αυτώ εκκλησιαστικήν ποινήν εγκλεισμού.
Και ασφαλώς, Σεβασμιώτατε, δύναμεθα να απαριθμήσωμεν και συγχρόνους Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος οι οποίοι έχουσι θετικήν άποψιν περί του Χριστοφόρου, δεν προβαίνομεν όμως εις καταγραφήν τους εδώ διότι η άποψίς τους αύτη είναι εκπεφρασμένη προς ημάς προφορικώς και δεν διαθέτομεν εισέτι γραπτάς μαρτυρίας. Περί δε της ενασχολήσεως με τα του βίου και των διδαχών του ότι έχει ως αποτέλεσμα την «πνευματικήν οικοδομήν, εμμονήν εις την πίστην και καλλιέργειαν υγιούς εκκλησιαστικής συνειδήσεως». Δια ταύτα αρνούμαι να αποδεχθώ, Σεβασμιώτατε, ότι άπαντες εκείνοι ων τα ονόματα κατεγράφησαν ανωτέρω υπέπεσαν εις οικτράν πλάνην η εκ τινός δολιότητος κινούμενοι εξεφράσθησαν ευμενώς περί του Παπουλάκου. Μάλλον αναγνωρίζουν την προσφοράν αυτού εις την Εκκλησίαν και εις το Ένθος και αποδέχονται και προσυπογράφουν τα περί αγιότητος αυτού. Τελος, είμαι υποχρεωμένος, Σεβασμιώτατε, δεδομένου ότι προσφάτως διεπίστωσα ότι η υμετέρα επιστολή εδημοσιεύθη εις την εφημ. «Νεοι Άνθρωποι» (αριθμ. φύλλου 1776/ 26.02.’10) αλλά και γενικώτερον αι καθ’ όλα σεβασταί υμέτεραι προσωπικαί απόψεις περί του Χριστοφόρου κυκλοφορούν εις το διαδύκτιον, την εμήν απάντησιν να την κοινοποιήσω και εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εις την Ιεράν Συνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, και να δώσω αυτήν εις το διαδίκτυον και εις τα έντυπα Μ.Μ.Ε., εις επήκοον πάντων, διότι τα ζητήματα αυτά δεν αποτελούν εσωτερικόν μόνον θέμα της Εκκλησίας. Τοιουτρόπως θα λάβουν γνώσιν όχι μόνον οι οικείοι επίσκοποι, εις τας παροικίας των οποίων ανέπτυξεν δράσιν η περιωρίσθη ο αοίδιμος Χριστοφόρος, αλλά και οι πιστοί, και ούτω να μορφώσουν επί του προκειμένου γνώμην, αν δηλ. και κατά πόσον κινδυνεύουν τα πνευματικά συμφέροντα και η προσδοκωμένη θέωσις αυτών, η κατά πόσον απειλείται η του Χριστού Εκκλησία εκ της αληθείας και εκ της προβολής προτύπων, οίος ο Χριστορόρος. Και ταύτα διότι ως και εις το εκδοθέν υπό της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Ημερολόγιον ‐το οποίον έχει τύχει των συγχαρητηρίων προσρήσεων «δια την αξιόλογον και διδακτικήν αφιέρωσιν» αυτού ακόμη και υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ‐ θα ανεγνώσατε, δεδομένου ότι ο Χριστοφόρος «εξόριστος ων στην Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού, είχε κηρυκτική δράση στη Θηρα και τιμάται από το χριστεπώνυμο πλήρωμα σε όλη τη Μητροπολιτική Περιφέρεια, έχουν προχωρήσει όλες οι απαραίτητες ενέργειες και έχουν συγκεντρωθεί τα απαραίτητα στοιχεία για τη διαμόρφωση του σχετικού φακέλλου και την κατάθεσή του στην αρμόδια Επιτροπή της Αγίας και Ιεράς Συνόδου και κατόπιν στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου ο Όσιος Μοναχός Χριστοφόρος όχι να «αναδειχθεί» η να «ανακηρυχθεί» ως άγιος ούτε να «αγιοποιηθεί»· απλώς και μόνον να μετουσιωθεί το ήδη εδώ και 150 έτη υπάρχον βίωμα των πιστών σε επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη».
Μετ’ αδελφικών ασπασμών & της εν Κυρίω αγάπης,
† Ο Μητροπολίτης Θήρας, Αμοργού & Νήσων Επιφάνιος

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Γεύμα ΑΓΑΠΗΣ την Τσικνοπέμπτη

Μαρτυρία εκ Πατρών για την οικογένεια του μακαριστού π. Νικολάου Πέττα


Μαρτυρία γιά τήν ἐκ Πατρῶν ἱερατική οἰκογένεια τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου Πέττα. Τοῦ πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Χ. Θεοφιλοπούλου, βιντεοσκοπημένη στήν Ἀθήνα στίς 29 Σεπτεμβρίου 2015 καί καταγραφεῖσα ἀπό τήν καθηγήτρια κ. Θεώνη Τασσοπούλου, προερχόμενη ἀπό τήν Ἀγγλία.
            (Συνέντευξη μέρος 1»  38.31 λεπτά)
Θ: Μέ λένε Θεώνη καί ἐνδιαφέρομαι νά μάθω γιά τόν π. Νικόλαο Πέττα.
π. Κ: Ναί.
Θ: Αὐτά, πού θά μοῦ πεῖτε, θά τά καταγράψω καί ἴσως κάποια ἡμέρα δημοσιευθοῦν εἴτε ὁλόκληρα, εἴτε ἐν μέρει σέ κάποιο βιβλίο ἤ περιοδικό ἤ ἄρθρο γενικώτερα. Σᾶς πειράζει αὐτό;  Σᾶς πειράζει τό ὄνομά σας νά ἀναφέρεται; Μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε πῶς σᾶς λένε;
π. Κ: Να καταγραφούν. Τό ὄνομά μου  εἶναι π. Κωσταντῖνος Θεοφιλόπουλος τοῦ Χαραλάμπους καί τῆς Αἰκατερίνης, γεννηθείς τό 1945 στό Κορυφάσιο τῆς Μεσσηνίας, καί εἰδικώτερα τῆς ἐπαρχίας Πυλίας.
Θ: Ἄν, στήν διάρκεια τῆς συνεντεύξεως αὐτῆς δέν θέλετε νά συνεχίσετε ἤ νά ἀπαντήσετε κάτι, μποροῦμε νά διακόψουμε τήν συνέντευξη, ἤ νά μήν ἀπαντήσετε στήν ὁρισμένη ἐρώτηση.
π. Κ: Ὄχι, κάθε ἄλλο. Εἶμαι στήν διαθεσή σας. Ὅ,τι μέ ρωτήσετε, θά εἶμαι, μέ  πολλή ἀγάπη καί πρόσχαρος, στήν ἀπάντηση.
Θ: Σᾶς εὐχαριστῶ.  Πέστε μου πῶς γνωριστήκατε μέ τήν οἰκογένεια Πέττα.
π. Κ: Εὐχαρίστως. Μέ τήν οἰκογένεια Πέττα γνωρίσθηκα τό ἔτος 1959 πρός 1960 στήν Πάτρα. Ἐγώ  καί ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης, ὁ δίδυμος, ὅπως καί ἄλλα παιδιά, βρεθήκαμε στό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο ἀπό τό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης. Εἴχαμε πάει ἐκεῖ, γιά νά μᾶς προφυλάξει ἡ τότε Πολιτεία ἀπό τά παιδιά, πού μάζευαν οἱ συμμορῖτες, γιά νά τά  ὁδηγήσουν στό Παραπέτασμα,  τά παιδιά τοῦ παιδομαζώματος, τά λεγόμενα. Συγκεκριμένα, ὅταν εἴμασταν σέ κατάλληλη ἡλικία,  τό 1952 πρός 1953, φύγαμε ἀπό τήν Καλαμάτα, γιά νά ἀποσυμφορηθεῖ τό Ὀρφανοτροφεῖο Καλαμάτας, καί βρεθήκαμε στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης στήν Κρήτη. Ἐκεῖ τελειώσαμε τό Δημοτικό καί μετά τό πέρας τῆς Δημοτικῆς μας ἐκπαίδευσης, βρεθήκαμε στό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο, πού ἦταν Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Γεωπονική Σχολή στήν Πάτρα. Τό Σκαγιοπούλειο εἶχε ἕνα μικρό ναό, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί κάθε Κυριακή ἐγίνετο Θεία Λειτουργία ἀπό τόν ἑκάστοτε ἐφημέριο, ὁ ὁποῖος ὑπήγετο στήν Ἱερά Μητρόπολη Πατρῶν. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι  τό Σκαγιοπούλειο Ἵδρυμα, Ὀρφανοτροφεῖο τῆς  Μέσης Γεωπονικῆς Σχολῆς, εἶναι μέσα στήν Πάτρα. Εἶναι περίπου δεκαπέντε στρέμματα. Ἐκεῖ εἴμασταν γύρω στά 150 παιδιά.  Κάθε Κυριακή λοιπόν πού γινόταν ἐκκλησιασμός στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἐκκλησιάζετο ἐκεῖ καί ὁ Νικόλαος Πέττας μαζί μέ τόν ἀδελφό του, τόν Παναγιώτη. Ἐκεῖ γνώρισα  λοιπόν, ὡς λαικούς, τόν κ. Παναγιώτη καί τόν κ. Νικόλαο Πέττα, πρίν νά γίνει κληρικός. Ἐγώ ἤμουν παιδί δεκατριών δεκατεσάρων ἐτῶν ἐκείνη τήν ἐποχή καί ὁ Νῖκος μαζί μέ τόν ἀδελφό του τόν Παναγιώτη, ἦταν λίγο μεγαλύτεροι ἀπό ἐμένα, ὑπολογίζω γύρω στά ἕξι μέ ἑφτά χρόνια. Ἑπομένως ἐκεῖ ἐγνωρίστηκα σέ πρώτη φάση. Ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή ἤμουν παιδί τῆς Ἐκκλησίας καί συμμετεῖχα  στήν  χορῳδία τοῦ Σκαγιοπουλείου κάθε Κυριακή, ἔκανα μάλιστα δευτέρα φωνή (καί τέρτζο ἔκανα) ἐρχόταν στήν χορῳδία μας ὁ Νικόλαος Πέττας καί συμμετεῖχε, ὡς παιδί καί αὐτός, μεγαλύτερος. Τήν χορωδία τοῦ Σκαγιοπουλείου διηύθυνε ὁ κ. Μαγγίνας,  ἕνας ἐξαίρετος ἄνθρωπος, αὐστηρός μέν, ἀλλά ἐξαίρετος χοράρχης. Συνήθως ψέλναμε τήν ὑμνολογία τῆς Λειτουργίας τοῦ Σακελλαρίδη, στόν πλάγιό του τετάρτου, πάντοτε. Ἐν συνέχειᾳ ἀπό ἐκεῖ ἐκλήθην ἀπό τόν Παναγιώτη νά τόν ἐπισκεφθῶ στό σπίτι ἐγώ μαζί μέ ἄλλα παιδιά καί πῆγα μέ τόν ἀδελφό μου τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος αὐτή τήν στιγμή βρίσκεται στήν Αὐστραλία, εἶναι νυμφευμένος καί ἔχει τρία παιδιά. Μαζί μέ τόν Χαράλαμπο Νικολακόπουλο, τόν μετέπειτα ἀσκητή στά Καρούλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόν Χαρίτωνα, ὅπως μετονομάσθηκε, καί ἄλλα παιδιά, τόν Μαργέτη, πηγαίναμε στό σπίτι τοῦ κ. Ἀνδρέα Πέττα, ὅπου ἦταν καί τά ἄλλα παιδιά ἡ Χαρά, ἡ Πηγή καί ἡ Ἑλένη, ἡ ὁποία ἦταν νυμφευμένη, τόν καιρό πού τήν γνώρισα, μέ τόν Παντελῆ Πιλαβᾶ. Οἱ συναθροίσεις μας,  ἡ γνωριμία μας  μέ τόν κ. Παναγιώτη ἦταν θαυμάσια, διότι ἦταν ἕνα σπίτι κατ’ ἀρχήν, τό ὁποῖο ἦταν ἐκκλησιαστικό, ἄνθρωποι χριστιανοί, ὀρθοδοξότατοι, πολύ ζωντανοί στήν πίστη καί στά καθήκοντά τους, νά νηστεύουν τήν Τετάρτη, καί τήν Παρασκευή, ἐπίσης νά πηγαίνουν στά κηρύγματα τοῦ πατρός Γερβασίου τοῦ Παρασκευόπουλου. Μάλιστα μέ τόν κ. Παναγιώτη, ἐγώ ἰδιαίτερα, εἶχα μία ἰδιαίτερη σχέση, ἀφοῦ ἤμουν ὁ πρῶτος ἀπό ὅλα τά παιδιά στήν τάξη, πού τόν γνώρισα, καί κοντά σέ ἐμένα, μιμήθησαν καί μέ τήν προτροπή τοῦ κ. Παναγιώτη, ἦλθε καί ὁ ἀδελφός μου καί ὁ Χρονόπουλος, ἦλθε καί ὁ Μαργέτης, ἦλθε καί ὁ Νικολακόπουλος, ὅλα αὐτά τά παιδιά ἀπό τό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο. Ἐγώ μαζί μέ τόν Παναγιώτη, πέρα τοῦ ὅτι πηγαίναμε στοῦ Γερβασίου τοῦ Παρασκευοπούλου, πηγαίναμε καί στά νοσοκομεῖα καί κάναμε ἐπισκέψεις.
Θ: Γιά αὐτό σᾶς ἐνθάρρυναν ἡ Σοφία καί ὁ Ἀνδρέας Πέττας, γονεῖς τοῦ κ. Παναγιώτη;
π. Κ: Ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος ἠργάζετο,  εἶχε ἐργοστάσιο σαπωνοποιείας δίπλα στό σπίτι, ὅπου πήγαινα ἐγώ καί συμμετεῖχα πολλές φορές μέ πολλή χαρά. Ἐμένα καί τά ἄλλα παιδιά μᾶς ἐδέχονταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀνδρέα καί τῆς Σοφίας καί ὁ Νίκος, ὁ ὁποῖος ἐργάζετο μέ τούς γονεῖς του. Ἦταν ἐκεῖ καί ὁ Παναγιώτης. Πέρα ἀπό τήν προσευχή, πού κάναμε, μάθαμε πολλές προσευχές νά κάνουμε, τόν Ὄρθρο μας, τόν Ἑσπερινό μας, τό Ἀποδειπνό μας, τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί ὅλες τίς ἄλλες προσευχές. Ἔπειτα συνηθίζαμε νά ὁμιλοῦμε γύρω ἀπό τήν Ἁγιότητα, γύρω ἀπό τά Μυστήρια της Ἐκκλησίας, μάθαμε νά μελετᾶμε τήν Ἁγία Γραφή, μάθαμε τόν Συναξαριστή -τούς δώδεκα Συναξαριστές- τόν βίο τοῦ Ἁγίου κτλ. Ἦταν τά πρῶτα βήματα, γιά νά γίνω ἐν συνέχειᾳ κληρικός της μιᾶς, Ἁγίας, Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Θ: Αὐτό θά σᾶς ρώταγα…, κατά πόσο σας ἐπηρέασε ὁ π.Νικόλαος καί οἱ γονεῖς του;
π. Κ: Πάρα πολύ…, ὄχι μόνο μέ ἐπηρέασαν, ἀλλά καί αὐτά, πού εἶχα μάθει, μέ ἐνδυνάμωσαν, μέ ἐνίσχυσαν  καί μέ προβλημάτισαν,  ὥστε ἀργότερα, σέ ἡλικία εἰκοσιοχτώ χρονῶν, πού θά γινόμουν κληρικός, νά ἐγγραφῶ στήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης,  νά βγάλω τήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης  καί νά χτίσω τίς γνώσεις μου ἀκόμη περισσότερο μέσα στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησα ἀργότερα. Τά παραπάνω εἶχαν  σάν ἀποτέλεσμα νά βγάλω τήν Ἱερατική Σχολή καί νά διορισθῶ σάν ἐκπαιδευτικός κληρικός.
Θ: Μοῦ εἴπατε πώς σας ἐπηρέασε πάρα πολύ ὁ π. Νικόλαος καί ἡ οἰκογένειά του στό νά γίνετε ἱερέας, καί σᾶς δίδαξαν τά πρῶτα πράγματα.
π. Ν: Ναί,  ὅλη ἡ οἰκογένεια. Πρέπει νά συμπληρώσω ἐδῶ ὅτι ἕνα ἀτύχημα, πού εἶχα στό Σκαγιοπούλειο τό 1960, καί βρέθηκα στό παιδικό Κρατικό Νοσοκομεῖο τῆς Πάτρας, τό «ΚΑΡΑΜΑΝΔΑΝΕΙΟ», ἔγινε ἀφορμή νά γνωρίσω τόν Παναγιώτη, ὁ ὁποῖος τόν καιρό ἐκεῖνο εἶχε μυηθεῖ τήν χριστιανική Ὀρθόδοξη Ὁμολογία καί κάθε Κυριακή ἐκτός ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Γερβασίου, πού ἐπήγαινε καί ἐρχόταν καί στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ μέ εἶδε ὡς παιδάκι τοῦ Ὀρφανοτροφείου καί μέ πλησίασε μέ πολλή ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον. Μέ συνεκίνησε ἰδιαίτερα ἡ στάση του καί ὁ τρόπος πού μου μίλησε κ.τ.λ., καί ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἤμουν τοῦ Σκαγιοπουλείου, ἤρχετο κάθε Κυριακή – ὅπως σας εἶπα καί προηγουμένως- μαζί μέ τόν Νίκο καί ἐκκλησιάζονταν καί ἔτσι ἡ γνωριμία μας ἀπέκτησε περισσότερη στοργικότητα καί ἀγάπη.
Θ: Ὑποθέτω ὅτι, γιά νά εἴσασταν στό Ὀρφανοτροφεῖο, δέν εἴχατε τούς γονεῖς σας.
π. Κ: Μπράβο,  σωστό, πάρα πολύ σωστή ἐρώτηση!
Θ: Πέστε μου...
π. Κ: Ὁ πατέρας μου ἐσφαγιάσθη στήν πηγάδα τοῦ Μελιγαλᾶ ἀπό τούς Κουμουνιστοσυμμορῖτες. Κουμουνιστοσυμμορῖτες, αὐτή εἶναι ἡ σωστή λέξη.  Δέν τήν λέω ἐγώ, ἀλλά τό Συμβούλιο Ἀσφαλείας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ὁ ΟΗΕ, ἔτσι τούς κατονόμασαν. Ὀφείλω νά τό πῶ καί ἐγώ, πρός τιμήν καί μνήμην τοῦ πατέρα μου καί τῶν τριῶν ἀδελφῶν μου, οἱ ὁποῖες ἐπίσης σφαγιάσθηκαν καί ρίχθηκαν στήν πηγάδα τοῦ Μελιγαλᾶ. Πρέπει νά ὁμολογοῦμε τήν ἀλήθεια!
Θ: Καί οἱ ἀδελφές σας σφαγιάσθησαν;
π. Κ: Ναί. Ἦταν ἔγκυος ἡ μητέρα μου τό 1944, γιά αὐτό σας εἶπα ὅτι γεννήθηκα τό 45 μαζί μέ τόν ἀδελφό μου τόν δίδυμο. Εἴμαστε τά τελευταῖα τῆς μητέρας μου. Δέν μποροῦσε νά ἀναθρέψει τά ἐναπομείναντα παιδιά καί ἔτσι μέ τήν προτροπή τοῦ τότε Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, τό 1945 μᾶς ἔβαλε στό Βρεφοκομεῖο τῆς Καλαμάτας καί ἐν συνέχειᾳ στό Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Καλαμάτας καί ἀκολούθως, λόγω του ὅτι εἴμαστε πολλά παιδιά ἐκεῖ μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο καί γιά λόγους ἀσφαλείας, ἕνα μέρος ἀπό τά παιδιά, γύρω στά 30-40, βρεθήκαμε στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης καί ἔπειτα στό Ὀρφανοτροφεῖο Σκαγιοπούλειο τῆς Πάτρας.
Θ: Μιλᾶτε γιά μία τραυματική ἐμπειρία. Λέτε γιά ἀνθρώπους, πού κατακρεούργησαν, σφαγίασαν τόν πατέρα σας καί τίς τρεῖς σας ἀδελφές.
π. Κ: Βεβαίως,  ναί.
Θ: Πώς σας βοήθησαν ἡ οἰκογένεια Πέττα, καί ἰδιαίτερα ὁ π. Νικόλαος καί ὁ Παναγιώτης, ποῦ, νομίζω, τώρα εἶναι ἀσκητής, νά ξεπεράσετε αὐτό τό τραῦμα;  Πῶς στάθηκαν δίπλα σας, πῶς σας στήριξαν;
π. Κ: Νά σᾶς πῶ. Ἐπειδή ἐγώ ἤμουν παιδάκι, δέν ἤξερα, δέν κρατοῦσα κακία. Δέν ἤξερα πώς ὁ πατέρας μου εἶχε αὐτή τήν πορεία, καθώς καί οἱ ἀδελφές μου. Δέν τό ἤξερα στό Σκαγιοπούλειο, ὅπου ἤμουν ἤ στό Ὀρφανοτροφεῖο Καλαμάτας ἤ στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης. Ἐμεῖς γνωρίζαμε ὅτι δέν εἴχαμε πατέρα.  Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, τά ὑπόλοιπα τά ἔμαθα σέ ἡλικία μεγάλη, ὅταν ἤμουν 18 χρονῶν. Σάν  παιδί ἤμουν ἄβουλο, μικρό παιδάκι,  δέν ἤξερα πῶς ἀκριβῶς ἐξελίχθησαν τά γεγονότα. Σάν ἁγνό καί καθαρό παιδί, δέν ἔδωσα σημασία, δέν ἐπηρέασε τήν ζωή μου θετικά ἤ ἀρνητικά. Ἐγώ ἤξερα πώς ἤμουν ὀρφανό παιδί. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα μέσα στό ὀρφανοτροφεῖο μάθαμε νά ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας, νά ἔχουμε πίστη στόν Θεό καί νά ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά. Εἴχαμε πολλούς καλούς δασκάλους καί ἄνδρες καί γυναῖκες παιδαγωγούς καί ἔτσι ἡ ἀνατροφή μας ἦταν ἐθνικοθρησκευτική καί οἰκογενειακή, παρ’ ὅλο πού δέν μεγάλωσα σέ σπίτι, σέ οἰκογένεια. Μάθαμε νά ἀγαπᾶμε τό σχολεῖο, τά ἰδανικά τῆς πατρίδος, τήν πίστη, νά ὑπηρετήσουμε τήν πατρίδα μας σάν στρατιῶτες, ὅταν μᾶς καλέσει. Ὅλα αὐτά τά μάθαμε ἐκεῖ, μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο. Μέ ἐπηρέασε λοιπόν θετικά ἡ πορεία μου μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο,  ὄχι ἀρνητικά.  Τό εἶδα, τό βλέπω καί πάντα θά τό βλέπω θετικά καί ὄχι ἀρνητικά.
Θ: Βρεθήκατε λοιπόν μέσα σέ μία μεγάλη οἰκογένεια καί μέσα σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια ἀνῆκαν ὁ Ἀνδρέας, ἡ Σοφία, ὁ π. Νικόλαος καί ὁ Παναγιώτης. Τούς νιώσατε σάν οἰκογένειά σας;  Τί σας δίδαξαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι;
π. Κ: Αὐτοί γενικώτερα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀρχές. Ἦταν ἕνα σπίτι ἅγιο.  Λοιπόν ἀπό αὐτά ἐμπεδώθησαν σέ ἐμᾶς ἡ ἑνότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐργατικότητα, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη.  Ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Χριστιανισμοῦ βρίσκονταν μέσα σέ αὐτό τό σπίτι. Ἦταν ἐργατικοί ἄνθρωποι. Ὅτι ἀπέκτησαν, τό ἀπέκτησαν μέ κόπο, μέ ἐργατικότητα, μέ καθαρότητα ἐργασίας, μέ ὀρθή διαπαιδαγώγηση, ὀρθή κατανομή τοῦ χρήματος. Ἦταν ἀφιλάργυροι, εἶχαν πολλές ἠθικές ἀξίες, εἶχαν τήν ἀλήθεια, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή, τήν ἀγάπη. Ὅλα αὐτά μᾶς ἐπηρέασαν θετικά. Ἦταν διδασκαλίες, τίς ὁποῖες δεχόμασταν σέ καθημερινή βάση.
Θ: Μέ τόν π. Νικόλαο καί τόν ἀδελφό του, τόν Παναγιώτη, συνεχίσατε νά ἔχετε ἐπαφή, ἀφοῦ ὁ ἕνας ἔγινε κληρικός καί ὁ ἄλλος ἀσκητής;
π. Κ: Μόλις τελείωσα τό στρατιωτικό μου, λόγω ἀναγκῶν, ἐπειδή ἤμουν ὀρφανό παιδάκι, ἐνῶ συνέχιζα νά εἶμαι παιδί τῆς Ἐκκλησίας, γνώρισα στήν Ἀθήνα, ὅταν ἀπελύθην, τήν σημερινή σύζυγο καί πρεσβυτέρα, ἡ ὁποία κατάγεται ἀπό τό Ἡράκλειο, καί ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή ἤμουν ὀρφανό παιδί καί δέν εἶχα πολλές ἐπιλογές στήν ζωή μου, ἀναγκάσθηκα νά ξενιτευτῶ στήν Αὐστραλία ὡς μετανάστης κατ’ ἀρχήν, μετά ἀπό τρία χρόνια ἐπέστρεψα καί μετά ἀπό 3-4 χρόνια ἔγινα κληρικός.  Ἐνυμφεύθην τό 1968 πρός 1969 καί κατόπιν ἐπέστρεψα στήν Αὐστραλία. Στό Ἡράκλειο, ὅπου διέμενα, μέχρι νά γίνω κληρικός, ἤμουν στήν Φιλαρμονική τοῦ Δήμου Ἡρακλείου της Κρήτης καί ταυτόχρονα ἱεροψάλτης στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐν συνέχειᾳ ἔγινα κληρικός, ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐζητεῖτο κληρικός στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαρωνίας καί Κομοτηνής. Ἀμέσως ἐπικοινώνησα μέ ἐπιστολή πρός τόν τότε Μητροπολίτη Τιμόθεο τόν Ματθαιάκη, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει μία κενή θέση ὀργανική. Προσέθεσε ὅτι θά καταλάβω τήν θέση, ἀλλά μοῦ ζήτησε νά τόν πληροφορήσω μέ δεύτερη ἐπιστολή  ἄν εἶμαι ἔγγαμος ἤ ἄγαμος, γιατί γιά τούς ἀγάμους δέν ὑπάρχει δέσμευση, ἐνῶ γιά τούς ἐγγάμους ὑπάρχει. Ἀπήντησα ὅτι εἶμαι ἔγγαμος καί ὅτι ἔχω ἕνα μικρό κοριτσάκι, τό πρῶτο μου παιδί, τήν Γεωργούλα. Μοῦ εἶπε ὅτι δύναμαι νά χειροτονηθῶ, ἀλλά πρέπει νά ἐγγραφῶ στήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης. Ἐνεγράφην εἰς τό δεύτερον ἔτος τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Ξάνθης τό 1973. Τελείωσα τήν Ἱερατική Σχολή τό 1979 πρός 1980 καί μετά ἔδωσα ἐξετάσεις μέ τό παλαιό σύστημα στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.  Πέρασα τίς κατατακτήριες ἐξετάσεις, ἀφοῦ ἐξετάσθηκα στά Λατινικά, στήν Γενική Ἱστορία, στά Ἀρχαῖα καί στήν Ἔκθεση. Τελείωσα τό 1984 καί τό 1986 διορίσθηκα ὡς ἐκπαιδευτικός.  Στήν ἀρχή ἤμουν ὡς ἀναπληρωτής καθηγητής καί ἐν συνέχειᾳ μέ τήν ὀργανική θέση.  Μετά ἀπό ἐκεῖ, ζήτησα νά τοποθετηθῶ ὡς ἀναπληρωτής στήν Μητρόπολη Ἀχαΐας, καί ἔτσι βρέθηκα στήν Πάτρα, ὅπου ὁ τότε Μητροπολίτης, ὁ Νικόδημος Βαλληνδρᾶς, μέ τοποθέτησε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στά Βραχνέικα. Ἐπειδή ἐγνώριζα τό σπίτι τοῦ Ἀνδρέα καί τῆς Σοφίας Πέττα καί, ἀφοῦ βρέθηκα στήν Πάτρα, τούς ἐπεσκέφθην καί εἰδωθήκαμε μέ τόν ἀσκητή, τόν Παναγιώτη, καί τόν Νίκο, ὡς ἱερέα πλέον. Μάλιστα μέ τήν πρεσβυτέρα μου πήγαμε στό σπίτι του, ὅπου ἔμενε μέ τήν πολυμελῆ οἰκογένειά του, μέ τά πολλά παιδιά.
Θ: Δηλαδή σας ἐπηρέασε ἡ οἰκογένεια Πέττα στήν ἀπόφασή σας νά γίνετε ἱερωμένος.
π. Κ: Ναί, ναί,  εἶχα τίς βάσεις ἀπό αὐτούς. Ἐπίσης θέλω νά προσθέσω ὅτι στό Ὀρφανοτροφεῖο, ὅπου ἤμουν, ἰδιαίτερα στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης καί στό Ὀρφανοτροφεῖο Σκαγιοπούλειο τῆς Πάτρας, κάθε Κυριακή ἐκκλησιαζόμασταν.  Ἐπήγαινα στήν χορῳδία καί στό Ρέθυμνο καί στήν Πάτρα. Ἕνα φεγγάρι, γιά μικρό χρονικό διάστημα, ἤμουν καί στήν μικτή χορῳδία τοῦ Ἀγίου  Ἀνδρέου, στήν ὁποία μέ μύησε ὁ τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Ὕδρας καί Σπετσῶν μακαριστός Ἰερόθεος.
Θ: Ἄρα ξαναβρεθήκατε μέ τήν οἰκογένεια Πέττα. Ἔπειτα, καταλαβαίνω, ὅτι ἐσεῖς  ἀποφασίσατε νά φύγετε πρός τήν Αὐστραλία.
π. Κ: Στήν Αὐστραλία ἔφυγα γιά δεύτερη φορά τό 1990. Αὐτή τήν φορά ὅμως ὄχι ὡς ἐργάτης, ἀλλά ὡς ἐκπαιδευτικός καί κληρικός. Πῆγα στήν Νέα Ζηλανδία πρῶτα-πρῶτα.
Θ: Εἴχατε κρατήσει ἐπαφή, σᾶς στήριζαν ἀκόμη ὁ π. Νικόλαος μέ τόν π. Παναγιώτη;
π. Κ: Ὄχι, γιατί δέν μποροῦσα. Ἤμουν ὁ μοναδικός κληρικός στήν Νέα Ζηλανδία καί εἶχα φόρτο πολύ, δηλαδή, νά ἐπισκέπτομαι νοσοκομεῖα, νά πηγαίνω στό ραδιόφωνο, νά κάνω τό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, τίς Λειτουργίες μου, νά ἐπισκέπτομαι κόσμο στά σπίτια, νά πηγαίνω στό σχολεῖο.  Δέν εἶχα τόν ἀπαιτούμενο χρόνο. Ναί μέν μοῦ περνοῦσε ἀπό τό μυαλό μου ἡ προγενέστερη συνδεσή μου μέ τόν Παναγιώτη τόν Πέττα καί τήν οἰκογένεια. Νομίζω μέ καθοδηγοῦσε μέ μυστηριακό τρόπο.
Θ: Γιά πέστε μου γιά τόν μυστηριακό αὐτό τρόπο, γιατί φαίνεται ὅτι ἡ σχέση ἦταν πνευματική καί παρέμεινε παρ’ ὅλη τήν ἀπόσταση.
π. Κ: Ναί παρέμεινε πάντα συνειδησιακά. Ἦταν μέσα μου, στόν ἔσω ἄνθρωπο, τόν πνευματικό, τόν διανοητικό. Ὅλο αὐτό μέ ἐπηρέασε πάρα πολύ στόν τρόπο πού λειτουργοῦσα, στόν τρόπο πού κινιόμουν, στίς συναναστροφές μου, στό πῶς νά χειρίζομαι καταστάσεις στά νοσοκομεῖα, τούς ἀνθρώπους τούς ἔχοντες ἀνάγκη τόν ἱερέα.
Θ: Δηλαδή νιώθατε πώς ἦταν πάντα δίπλα σας;
π. Κ: Ναί, παρ’ ὅλο πού ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη, ἦταν πάντα δίπλα μου.
Θ: Τούς εἴχατε δεῖ ποτέ;  Εἴχατε ἐπικοινωνήσει πνευματικά ἐξ ἀποστάσεως;
π. Κ: Πάντα ἐπικοινωνοῦσα μέσα ἀπό τήν προσευχή μου. Ὁ προγενέστερος βίος στό Ρέθυμνο, στήν Πάτρα, ἰδιαίτερα στήν Πάτρα ὅπου ἤμουν καί πιό μεγάλος, μέ ἐπηρέασε στό πώς νά κηρύττω, πώς νά ζῶ πνευματικά, πώς νά ζῶ στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὡς κληρικός πλέον. Γιά αὐτό ταπεινά φρονῶ, πώς ἄφησα χρηστή διακονία σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δραστηριότητός μου στήν Νέα Ζηλανδία.
Θ: Μιλῆστε μου γιά τό πνευματικό «ὕψος» τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, τοῦ π. Νικολάου, τοῦ π. Παναγιώτη.  Περιγράφεται;
π. Κ: Αὐτό δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μέ ἀνθρώπινα κριτήρια.  Δέν μπορῶ δηλαδή... Εἶμαι πολύ μηδαμινός, ὥστε νά τό περιγράψω. Ξέρω ὅτι ἦταν πολύ ἁπλοί ἄνθρωποι, ἐργατικοί, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, συνειδητοί πιστοί τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης,  ἄνθρωποι τῆς ταπείνωσης, τῆς προσευχῆς.  Ζοῦσαν, βίωναν τόν χριστιανισμό καί στήν θεωρία καί στήν πράξη. Τά λόγια εἶναι πολύ φτωχά, ὥστε νά ἀποδώσουν τήν πλήρη ἔκταση, τήν ὅλη πνευματική πορεία αὐτῆς τῆς οἰκογένειας. Εἶναι παράδειγμα πρός μίμηση γιά ἐμένα σέ ὅλη τήν ζωή μου.
Θ: Φαίνεται ὅτι ἔχετε ταξιδέψει, ὅτι ἔχετε γνωρίσει πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἡ πνευματική ποιότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ...
π. Κ: Μέ τήν θεολογία, τήν ξερή θεολογία τῆς ἐπιστήμης τῶν Πανεπιστημίων, τῶν Ἱερατικῶν σχολῶν. Αὐτοί ζοῦσαν τήν θεολογία βιωματικά, πρακτικά, μέ τό: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε…, τοῦτο γάρ θέλημα Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς…, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς. Τό Πνεῦμα μή σβέννυτε, προφητείας μή ἐξουθενεῖτε. Πάντα δὲ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε· ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,18-22). Αὐτά τά ζοῦσαν βιωματικά, ὄχι μόνο θεωρία, ἀλλά καί πολλή πρακτική. Δεῖξε μου τήν πίστη σου ἐκ τῶν ἔργων σου, διότι «πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2,20).
Θ:  Φαίνεται ὅτι ἡ αὐτή ἡ γνωριμία σᾶς ἐπηρέασε πολύ καί ὅτι ἀκόμη σᾶς συγκλονίζει μετά ἀπό τόσα χρόνια.
π. Κ: Βεβαίως, γιατί, ὅσο ὑπάρχει ὁ ἀσκητής Παναγιώτης, πού εἶναι ἐν ζωῇ στό Ἅγιον Ὄρος, γιά μένα εἶναι ὁ πνευματικός μου πατέρας. Μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐπίσκοπος, πατριάρχης, ἱερομόναχος, ἱερέας.  Γιά ἐμένα, στήν συνείδηση τήν δική μου, εἶναι ὁ π. Παναγιώτης. Εἶναι λαϊκός, ἀλλά τόν ὀνομάζω «πατήρ», γιατί γιά ἐμένα εἶναι ὁ ἅγιος πατριάρχης, εἶναι ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος,  ὁ ἅγιος ἡγούμενος, εἶναι ὁ ἅγιος πατήρ. Ἔχω τέτοια ἐμπιστοσύνη στόν π. Παναγιώτη, πού μπροστά του,  γιά μένα, ὠχριοῦν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ρασοφόροι. Τό λέω μετά λόγου γνώσεως, χωρίς νά ὑποτιμῶ τά χαρίσματα τῶν ἄλλων, ὁποιασδήποτε βαθμίδας κληρικῶν. Γιά ἐμένα αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός μου πατέρας,  ὁ ὁδοδείκτης καί ὁ φαροδείκτης.
Θ: Θά λέγατε τό ἴδιο καί γιά τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Ναί καί γιά τόν πατέρα Νικόλαο. Δέν μπορῶ νά ξεχάσω τό χιοῦμορ του, τήν καταδεκτικότητά του, τήν ἀγάπη του στό πρόσωπό μου καί σέ ὅλα τά παιδιά,  στόν ἀδελφό μου, στόν Γιάννη τόν Χρονόπουλο καί στόν Χαράλαμπο τόν Ἀγγελακόπουλο.  Αὐτό τό γέλιο του,  αὐτή ἡ ταπεινότητά του!  Ὅλα τά παιδιά τοῦ κ. Ἀνδρέα, καί ὁ π. Νικόλαος καί ὁ π. Παναγιώτης καί ἡ Σοφία  καί ἡ Πηγή ἦταν ἐξαίρετοι, λαμπροί, καθαροί ἄνθρωποι, δειγματικοί. 
Θ: Ὁ πατήρ Νικόλαος φαίνεται πώς ἦταν δάσκαλος, πατέρας 12 παιδιῶν, ἱερέας, πατέρας ἄλλων παιδιῶν ἀπό τό Σκαγιοπούλειο, πού δέν εἶχαν τούς δικούς τους.
π. Κ: Βεβαίως!
Θ: Πῶς τά κατάφερνε ὅλα αὐτά τά πράγματα;
π. Κ: Γιατί εἶχε ἀγάπη, πολλή πίστη, καθαρότητα καρδιᾶς, ταπείνωση καί ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο. Μέ αὐτά ὅλα τά κατάφερνε. Ὄχι μόνο αὐτός, ὁ κάθε ἄνθρωπος.
Θ:  Ἡ πρεσβυτέρα του;
π. Κ: Ἁγία γυναίκα. Ὅταν τήν ἐπισκέφθηκα μέ τήν πρεσβυτέρα μου,  ἡ χαρά μου καί ἡ χαρά τῆς παπαδιᾶς μου ἦταν νά τήν βλέπω μέ τά παιδιά, τά ὁποῖα τά φώναζε μέ τά νούμερα. Ἐπειδή ἦταν πολλά, τά φώναζε «1», «2», «3», «5», «7». Ποτέ δέν θά τό ξεχάσω αὐτό.
Θ: Πέστε μου,  ἦταν τρυφερή;  Πῶς στήριζε τόν π. Νικόλαο!
π. Κ: Πώ, πώ!  Μέ πολλή ἀγάπη! Μέ πολλή ταπείνωση!  Μέ πολλή πίστη!  Μέ πολλή ὑπομονή, μέ πολλή ἀνεκτικότητα. Τά παιδιά, σάν παιδιά θά μάλωναν, θά ἔκαναν, καί ὅμως, ἦταν στοργικότατη μητέρα! Πώ, πώ! Ὅταν τό εἶδα ἐκεῖ. Πώ! Πώ! Πώ! Πώ! Ἡ τρυφερότητά της, ἡ ἀγάπη της, ἡ καταδεκτικότητά της, πώ, πώ, πώ, πώ, πώ!!
Θ: Καί στήριζε καί τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Πώ, πώ, πώ, πώ! Στά πάντα!
Θ: Ἀξία;
π. Κ: Μεγάλη ἀξία! Μεγάλη ἀξία!
Θ: Δηλαδή ὁ Θεός τούς ἕνωσε αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ὁ ἕνας στήριζε τόν ἄλλον.
π. Κ: Βεβαίως! (Γιά τήν πρεσβύτερα μίλησε μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό.  Ἔκανε  πολλές κινήσεις ἐνθουσιασμοῦ καί χαρᾶς μέ τό κεφάλι καί τά χέρια του).
Θ: Πέστε μου, σᾶς εἶχαν πεῖ ποτέ κάποια ἐμπειρία τους, κάτι πού εἶχαν βιώσει, κάτι πού δέν ξέρουν πολλοί ἄνθρωποι, ὅπως ἐγώ.
π. Κ: Ἐγώ δέν κάθησα πολύ καιρό στήν Πάτρα, γιατί μοῦ ἦλθε ἡ ὀργανική θέση καί πῆγα στό Γύθειο. Ἐκεῖ ἤμουν ὁ μοναδικός θεολόγος στό Γυμνάσιο καί στό Λύκειο καί εἶχα φόρτο ἐργασίας. Ἐπίσης, λόγῳ τῆς κατάστασης τῆς ὑγείας τῶν πεθερικῶν μου, ἀναγκάσθηκα νά βρεθῶ στήν Κρήτη, στό Γυμνάσιο τῆς Ἱεράπετρας καί ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή δέν εἶχα μέσο μετακινήσεως νά βρεθῶ στήν Μέση Ἐκπαίδευση κατ’ ἐντολή τοῦ τότε Νομάρχου. Ἔτσι χαθήκαμε ἕνα φεγγάρι πάλι.
Θ: Ἀπό μαρτυρίες ἄλλων ἀνθρώπων;
π. Κ: Ἐκεῖνο, πού μπορῶ νά προσθέσω, εἶναι ὅτι ἔπαιρνα τηλέφωνο τόν πατέρα Παναγιώτη, γιά νά μέ ἐνισχύει στήν ποιμαντική μου διακονία.  Μάλιστα δέ, ὅταν βρέθηκα στήν Κρήτη, μοῦ ἔστειλε μία ἐπιστολή,  ἡ ὁποία ἦταν προσωπική δική του, καί μέσα σέ αὐτή μου ἔγραφε  ὅτι ὁ Μητροπολίτης Λευκάδος, Νικηφόρος Δεδούσης, θά ἤθελε πολύ νά μέ προσλάβει ὡς γραμματέα καί ὡς ἐκπαιδευτικό κληρικό καί ὡς πρωτοσύγκελλο, γιατί εἶχε ἔλλειψη μεγάλη. Μοῦ ζητοῦσε, ἄν ἤθελα, νά ἐπικοινωνήσω μαζί του, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κρήτη καί νά καταλάβω τήν προτεινόμενη θέση. Ὅμως, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ὑγεία τῆς πεθερᾶς μου, τό ἀνέβαλα. Τό σκεφτόμουν πάντοτε καί ἀκόμα τώρα, αὐτή τήν στιγμή πού ὁμιλῶ, σκέφτομαι αὐτή τήν ἐπιστολή, πού μου εἶχε στείλει ὁ πατήρ Πέττας, ὁ Παναγιώτης, καί τόν εὐχαριστῶ γιά αὐτήν τήν ἐπιλογή του.
Θ: Μοῦ δίνετε τήν ἐντύπωση ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἀλληλογραφία. Ἔχετε φυλάξει τίς ἐπιστολές;
π. Κ: Τώρα πρέπει κάπου νά τήν ἔχω, ἀλλά ἔχω τόσα πολλά πράγματα καί δέν ξέρω ποῦ τά ἔχω,  στήν Κρήτη, στό σπίτι στό Ἡράκλειο, στό σπίτι στό χωριό τῆς πρεσβυτέρας στό Σχοινιᾶ, τά ἔχω ἐδῶ στήν Ἀθήνα;
Θ: Μόνο μία ἐπιστολή ἀνταλλάξατε;
π. Κ: Ναί, μόνο μία.
            Θ: Ἔχω λόγους νά πιστεύω ἀπό μαρτυρίες, ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν Χάρη ἐπάνω τους, ἐπικοινωνοῦσαν μέ τά Θεῖα, ἔβλεπαν φοβερά πράγματα.  Ἐσεῖς ἔχετε ἀκούσει κάτι τέτοιο; Κάποιος, ἄς ποῦμε, μοῦ εἶπε πώς ὁ π. Νικόλαος «πέταγε» στό Ἱερό, δέν πάταγε στήν γῆ. Τί ἔχετε νά πεῖτε γιά αὐτό;  Τόν θεωρεῖτε ἱκανό νά τό κάνει καί ἄς μήν τό ἔχετε καταμαρτυρήσει ὁ ἴδιος;
π. Κ: Ἀκοῦστε νά δεῖτε,  αὐτά ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», θά ἔχει τόσα χαρίσματα, ὥστε οὔτε καί ὁ ἴδιος θά καταλαβαίνει τό πώς τά χαρίσματα  ὁλοκληρώνουν ἕναν πιστό, καί δή  ἱερωμένο καθαρό, ταπεινό, ἄνθρωπο τῆς πίστεως τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδας. Ὡς ἐκ τούτου, γιά μένα δέν εἶναι τίποτε τό ἄγνωστο εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἱερωμένος, πού πιστεύει, νά μπορεῖ νά ποιεῖ θαύματα. Κατ’ ἐμέ, αὐτόν πού εἶναι καθαρός καί πιστός μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁ Θεός τόν χαριτώνει, τόν ἁγιάζει, τόν φωτίζει καί τόν θεώνει ἐν ζωῇ.  Ἑπομένως δέν εἶναι ἀπίθανο τό νά κάνει θαύματα ἕνας κληρικός.
Θ: Ἐσεῖς ὁ ὁποίος τόν γνωρίσατε προσωπικά, νομίζετε ὅτι αὐτός ἀνήκει σέ αὐτή τήν κατηγορία κληρικῶν;
π. Κ: Βεβαίως καί δέν εἶναι ἀπίθανο, γιατί, ἐπειδή ἔζησα τήν οἰκογένειά του, τόν ἔζησα καί αὐτόν ἀρκετά χρόνια, ὅταν ἤμουν στήν Πάτρα, στό Σκαγιοπούλειο, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι ἀπίθανο αὐτό νά συμβεῖ σέ τέτοιους καθαρούς, πιστούς χριστιανούς.
Θ: Προλάβατε νά τόν δεῖτε, προτοῦ πεθάνει, γιατί πέθανε ξαφνικά.
π. Κ: Ὄχι, δέν τόν πρόλαβα.  Γιά τελευταία φορά τόν εἶδα τό 1987. 
Θ: Πέστε μου κάτι γιά αὐτήν τήν τελευταία, τήν ὕστερη συνάντηση.
π. Κ:  Ἄ!!! Πώ, πώ, πώ, πώ! Καταπληκτική!
Θ: Πέστε μου τί εἴπατε.
π. Κ: Στό Ἀσκητήριο τόν εἶδα. Εἶδα τόν πατέρα του τόν κ. Ἀνδρέα, τήν Ἑλένη, τόν π. Νικόλαο καί τόν π. Παναγιώτη. Ἀπό ἐκεῖ μέ πῆρε καί πήγαμε στό σπίτι μέ τό αὐτοκίνητό του, γιά νά δοῦμε τά παιδιά του καί τήν πρεσβυτέρα του. Ἐκεῖ γνώρισα, ἐκ τοῦ συστάδην, ὅλη τήν οἰκογένεια. Ἦταν ἡ τελευταία φορά, πού τόν εἶδα. Ἦταν ἁγνός, καθαρός ἄνθρωπος, ἱερωμένος, ἐκπαιδευτικός, ἄνθρωπος πού εἶχε φόβο Θεοῦ, πίστη, ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θ: Τί ἔλεγε γιά τόν Θεό;
π. Κ: Καί τί δέν ἔλεγε γιά τόν Θεό! Ἀφοῦ ἦταν χαριτωμένος, φωτισμένος, τά πάντα!  Ἡ ζωή του ἦταν χριστοκεντρική, θεοκεντρική.
Θ: Μά εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος μέ τόσα παιδιά, τόσα βάσανα, τόσα σχολεῖα καί τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου, πού εἶχαν γίνει τό 13ο τό 15ο τό 20ο παιδί νά μήν ἔχει κουραστεῖ, νά μήν ἔχει ἀπαυδήσει;
π. Κ: Ὄχι, ὄχι. Μᾶς εἶχαν σάν παιδιά τους. Ἐγώ τώρα, ἄν δέν εἶχα αὐτήν τήν δύναμη τῆς πίστεως, θά ἔπρεπε τώρα μετά ἀπό 10 ἐπεμβάσεις χειρουργικές νά εἶχα ἀποβιώσει. Μόνο στομάχου πέντε ἐπεμβάσεις! Ἔτσι μοῦ ἔλεγαν οἱ γιατροί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τό 2006, ὅταν ἔκανα τήν μεγάλη ἐπέμβαση.
Θ: Δηλαδή θά λέγατε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα σᾶς δίνουν δύναμη;
π. Κ: Βεβαίως, καί ὄχι μόνο αὐτό. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ π. Χαράλαμπος ὁ Ἀγγελακόπουλος, ὁ ἀσκητής, πού τώρα εἶναι στά Καρούλια, ἦταν παιδί καί αὐτός τοῦ Σκαγιοπουλείου. Συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό: Τό 2006, ὅταν βρισκόμουν στόν Εὐαγγελισμό, γιά νά κάνω μία ἐπέμβαση πολλαπλή στομάχου, ἐντέρων καί χολῆς, χωρίς νά ξέρει ὅτι εἶχα κάνει ἐπέμβαση, ἐνῶ ἐγώ ἤμουν στό νοσοκομεῖο,  πῆρε τηλέφωνο στό σπίτι μου στήν Ἀθήνα καί εἶπε, χωρίς νά ξέρει σέ ποιόν μιλάει: «Μήν ἀνησυχεῖς πρεσβυτέρα, ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὁ παπάς θά γίνει καλά. Μήν φοβᾶσαι!». Μάλιστα πῆρε τρεῖς φορές. Ποῦ ἤξερε τό τηλέφωνό μου,  ποῦ ἤξερε ὅτι εἶχα κάνει ἐπέμβαση, ποῦ ἤξερε ὅτι μίλαγε στήν πρεσβυτέρα μου;  Μάλιστα τῆς εἶπε νά μοῦ πεῖ πώς θά ἔρθει ὁ χρόνος καί θά συναντηθοῦμε. Καί πράγματι, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἦρθε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος  καί συναντηθήκαμε στό βιβλιοπωλεῖο «Ὀρθόδοξος Τύπος», στήν πλατεία Κάνιγγος, καί ἀφοῦ μιλήσαμε γιά 20 λεπτά- μισή ὥρα, ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιο Ὄρος.
Θ: Σκεφτεῖτε λιγάκι, ὅσο πίνετε καφέ, τί θά εἴχατε νά πεῖτε γιά τόν πατέρα Νικόλαο, γιά τούς γονεῖς του, γιά τόν πατέρα Παναγιώτη, τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή; Σκεφτεῖτε κάτι, πού σᾶς ἔμεινε στήν μνήμη, κάτι ἀπό τό ὁποῖο ἀντλεῖτε δύναμη.
π. Κ: Νά σᾶς πῶ ἐκεῖνο, πού θά ἤθελα νά πῶ καί στόν π. Νεκτάριο: «Νά αἰσθάνεται λαμπρά, νά αἰσθάνεται καθαρά, νά ἔχει πίστη πάντοτε στήν ζωή του, γιατί τότε θά ἔχει πάντοτε τήν εὐλογία τους, ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλά καί ὅλα τά ὑπόλοιπα παιδιά. Ἡ εὐλογία τοῦ πατέρα εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός ὅλα τά παιδιά πού ἀγαποῦν τούς γονεῖς τους: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἐξ. 20,12). Ἤ «Εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων» (πρβλ. Σοφία Σειράχ, 3,9). Θέλω νά τοῦ πῶ ὄχι μόνο ὁ Θεός νά τόν χαριτώνει, ἀλλά νά τόν ἁγιάζει, νά τόν καθοδηγεῖ σέ ὅλη αὐτή τήν πνευματική του διακονία τήν ἁγιαστική. Τό ἴδιο καί σέ ὅλα τά παιδιά τοῦ πατρός Νικολάου. Ποτέ νά μήν ξεχνᾶνε τόν πατέρα τους, πάντοτε νά τόν μνημονεύουν καί ἡ εὐχή του ἀπό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς πάντα θά τούς καθοδηγεῖ καί θά εἶναι ὁ φαροδείκτης καί ὁ ὁδοδείκτης σέ ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς τους ἐδῶ στήν γῆ. Νά αἰσθάνονται ὑπερήφανοι, πού εἶχαν τέτοιο ἱερέα καί πατέρα καί διδάσκαλο στήν ζωή τους. Ὅπως καί γιά τήν μητέρα τους, τό ἴδιο δυνατά καί καθαρά. Πάντοτε  νά τήν μνημονεύουν καί νά προσεύχονται γιά αὐτήν, καθώς καί γιά τόν π. Παναγιώτη τόν Πέττα καί τήν Πηγή, πού εἶναι ἐν ζωῇ. Πάντοτε εἶναι τά στηρίγματά τους στήν ζωή καί ἡ Πηγή καί ὁ Παναγιώτης ὁ Πέττας. Πάντοτε ἀπό τά παραδείγματά τους καί ἀπό τήν διδασκαλία τους καί πάντοτε αὐτήν τήν ζωή, πού εἶχαν  ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἡ θεία ἡ Ἑλένη καί ὁ μπαμπάς θά τούς καθοδηγοῦν καί δέν θά φοβοῦνται τίποτε καί θά περνᾶνε ὅλες τίς δυσκολίες στήν ζωή τους ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά καί μεταξύ τους νά ἔχουν πάντοτε ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα καί ταπείνωση.
Θ: Νομίζετε ἐκεῖ, ὅπου εἶναι, τώρα σᾶς σκέπουν;
π. Κ: Πάντοτέ μας σκέπουν κατά Χάριν καί Οἰκονομίαν Θεοῦ. Ἡ Χάρις πάντοτε ἡ ἁγιαστική ὄχι μόνο πρός τά παιδιά του, ἀλλά καί ὅλους, ὅσοι τόν γνώρισαν, τούς σκεπάζει, τούς φρουρεῖ καί προσεύχεται γιά αὐτούς στόν κόσμο τοῦτο τόν προσωρινό.
Θ: Ἄρα σᾶς στηρίζει, ἦταν τό παράδειγμα πρός μίμηση, ἅγιοι ἄνθρωποι, πού ζοῦσαν χριστιανικά καί νιώθετε ὅτι ἀκόμη εἶναι δίπλα σας.
π. Κ: Βεβαίως. Πάντοτε εἶναι δίπλα μου. Ἐγώ ζῶ μέ αὐτές τίς παιδικές μου ἀναμνήσεις μέ τόν μπάρμπα Ἀνδρέα, πού πήγαινα στό σαπωνοποιεῖο καί πάντοτε ψέλναμε ἤ τραγουδάγαμε τετράφωνα χορωδιακά τῶν Ἑπτανησίων, ὡραῖα παραδοσιακά ᾄσματα. Ἦταν κάτι τό ἀνεπανάληπτο.
Θ:  Ὅπως ἀνεπανάληπτη ἦταν ἡ πνευματική τους ὑπόσταση.
π. Κ: Βεβαίως.
Θ:  Πάτερ Κωνσταντῖνε, σᾶς εὐχαριστῶ. Μοῦ εἴπατε τόσα πολλά καί τόσα σπουδαῖα!  Θέλατε κάτι νά προσθέσετε!
π. Κ:  Τϊποτε!  Ἦταν ἅγιο σπίτι αὐτό! Δέν ἔχω τό προορατικό χάρισμα, ἀλλά ἕνα ἔχω νά πῶ.  Ἄν δέν γνώριζα αὐτό τό σπίτι, δέν θά ἤξερα ποιά θά ἦταν ἡ πορεία τῆς ζωῆς μου. Ἕνα ὅμως γνωρίζω, δηλαδή ὅτι μέ τήν γνωριμία αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, πῆρα τίς βάσεις στήν νεανική μου ἡλικία νά ἀκολουθήσω τόν δρόμο, τόν ὁποῖο ἀκολούθησα μετέπειτα καί νά γίνω κληρικός, νά λειτουργῶ μέσα στό Ἅγιο Θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τά Ἄχραντα Μυστήρια τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Του Ἐκκλησίας καί νά προσεύχομαι γιά ὅλον τόν κόσμο καί γιά ὅλους τούς κεκοιμημένους τούς πιστούς βαπτισμένους χριστιανούς.
Θ: Οἱ ἴδιοι νομίζετε ἦταν προορατικοί; Ἐσεῖς λέτε δέν εἴσαστε. Ἔχετε λόγους νά πιστεύετε ὅτι ἦταν καί ἄς ἦταν ταπεινοί καί δέν τό ἔλεγαν; 
π. Κ: Δέν μπορῶ νά πῶ μέ σαφήνεια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός, γιατί «ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει ὁ Θεός».
Θ: Εὐχαριστῶ καί πάλι.
ΠΚ: Καί ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ  μέρος 2:  (2.12 λεπτά ὁμιλίας)
Θ: Ἀπό τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου ἔγιναν καί ἄλλοι ἱερεῖς ἤ ἀσκητές;
π. Κ: Ὅ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης ἔγινε δόκιμος μοναχός. Ὁ δεύτερος, πού ἔγινε μοναχός ἦταν ὁ Χαράλαμπος Ἀγγελακόπουλος, μετονομασθείς Χαρίτων, πού μονάζει στά Καρούλια. Ἔχουμε τακτική ἐπικοινωνία, γιατί ἐδῶ στήν Ἀθήνα, ὅπου βρίσκομαι, κοντά στό σπίτι μου, ὑπάρχει μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό ὁποῖο ὑπάγεται ὁ Χαρίτων Ἀγγελακόπουλος. Ἐκεῖ κάθε ἑβδομάδα βλέπω τόν ἱερομόναχο Νικόδημο Λαυριώτη, καί τόν ρωτάω γιά τόν πατέρα Χαρίτωνα. Ἔχουμε τακτική ἐπικοινωνία. Ἴσως ἔγιναν καί ἄλλοι μοναχοί ἤ ἱερεῖς, ἀλλά δέν τούς γνωρίζω.
Θ: Πάντως πιστεύετε ὅτι αὐτά τά παιδιά, πού ξέρετε ὅτι ἔγιναν ἱερεῖς ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν ὁρισμένη οἰκογένεια.
π. Κ: Ναί, ὅλα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 3 (10.5 ΛΕΠΤΑ)
π. Κ: Καί ὁ π. Παναγιώτης καί ὁ π. Νικόλαος εἶχαν «θηλυκό» μυαλό.  Γεννοῦσε τό μυαλό τους, εἴχανε εὑρηματικό, θηλυκό μυαλό. Εἶχαν τήν ἱκανότητα νά κατασκευάζουν μηχανές μέ βενζίνες, μέ πετρέλαια,  ἠλεκτρολογικά, μηχανολογικά.   Μποροῦσαν νά ἐφεύρουν ἄλλες μηχανές, νά τροποποιήσουν, νά μεταλλάξουν, νά ἐπισκευάσουν, νά κατασκευάσουν, εἶχαν φοβερό μυαλό!
Τόν γνώρισα τό 1960, ὅπου ὁ Παναγιώτης εἶχε ὑπηρετήσει στόν στρατό, στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας. Μάλιστα τοῦ ἔκαναν πρόταση νά παραμείνει στόν στρατό τοῦ ΝΑΤΟ, γιατί ἦταν ἱκανότατος ἐπάνω σέ πολλές ἐφευρέσεις, ἠλεκτρονικές, μηχανολογικές. Δέν θέλησε ὅμως νά παραμείνει. Γεννοῦσε τό μυαλό του μηχανές! Εἶχε μεθόδους πολλές μέσα στό μυαλό του!  Τό ἴδιο καί ὁ Νικόλαος.
Θ: Αὐτό πέστε μου! Σᾶς εἶχε μιλήσει ποτέ ὁ π. Νικόλαος γιά τούς μαθητές του, γιά τούς τρόπους, μέ τούς ὁποίους δίδασκε;
π. Κ: Ὅταν τόν εἶδα στήν Πάτρα, πού ἦταν τά παιδάκια του μικρά, τό 1986,  ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἴχαμε ἀνταλλάξει ὁρισμένες μεθόδους γύρω ἀπό τό θέμα τῆς διδασκαλίας, τό τρόπο διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν. Ἐγώ ἐνδιαφερόμουν νά μάθω ἀπό τήν ἐμπειρία τήν δική του, γιατί αὐτός εἶχε περισσότερες ἐμπειρίες καί γνώσεις ἀπό ἐμένα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν Παναγιώτη. Σέ ὅλα εἶχαν περισσότερα βιώματα ἀπό ἐμένα.
Θ: Τί σᾶς ἔλεγε ὁ π. Νικόλαος λοιπόν γιά τόν τρόπο, πού δίδασκε, καί τόν τρόπο, πού ἀντιμετώπιζε τά παιδιά; 
π. Κ: Κατ’ ἀρχήν εἶχε πολλή ἀγάπη. Τό δεύτερο στοιχεῖο ἦταν ὅτι ποτέ δέν ἐπέπληττε τά παιδιά. Προσπαθοῦσε νά μπεῖ μέσα στήν ψυχολογία τοῦ καθενός καί ἔμπαινε μέσα σέ αὐτήν ἀπό τήν οἰκογενειακή του παστάδα, δηλαδή τό ἐπάγγελμα τῶν γονέων του, τήν οἰκογενειακή κατάσταση κ.τ.λ.
Θ: Δηλαδή αὐτά, πού ἔλεγε στά παιδιά, προσπαθοῦσε νά τά παρουσιάζει ἔτσι, ὥστε νά τούς εἶναι σχετικά.
π. Κ: Ἐπίσης, ἐπειδή ὑπῆρχε μία διαφορετικότητα σύλληψης τῶν θεμάτων τῶν θρησκευτικῶν ἀπό παιδί σέ παιδί. Ἦταν ἰκανός καί κατεχάρης, δηλαδή γνώριζε πολλά ἀπό τήν θεολογία, εἶχε πολλές γνώσεις. Αὐτό τόν βοηθούσε νά βρεῖ διαφορετικούς θεολογικούς καί παιδαγωγικούς τρόπους, γιά νά ἐνεργήσει ἀνάλογα μέ τό παιδί καί τίς ἀνάγκες του. 
Θ: Ἄρα σᾶς συμβούλευε καί σάν δάσκαλος!
π. Κ: Ἔπειτα αὐτό τό διαπίστωσα, μόλις πῆγα στό σπίτι του μαζί μέ τήν παπαδιά μου καί εἴδαμε τά παιδάκια ἐκεῖ, τά ὁποῖα τά φώναζε μέ τόν ἀριθμό!  Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο μέ κατέπληξε, ἦταν τό πῶς χειριζόταν τήν ψυχολογία τοῦ κάθε παιδιοῦ. Γιά παράδειγμα, ὅταν τό ἕνα μάλωνε τό ἄλλο, κατάφερνε καί τά ἠρεμοῦσε.  Τό ἔκανε μέ ὄμορφο τρόπο, χωρίς νά βρίζει, χωρίς νά νευριάζει. Πῶ, πῶ, τί ἦταν αὐτό τό πρᾶγμα! Κάτι τό καταπληκτικό! Αὐτή ἡ διαπαιδαγώγηση στό σπίτι τῶν πολλῶν παιδιῶν, πέρασε καί μέσα στό σχολειό! Φοβερό!  Φοβερό!  Εἶχε μία πραότητα, μία νηνεμία, μία γαλήνη φανταστική. Κρατοῦσε μία κατάσταση ὁμοιόστασης, ὅπως λένε οἱ πατέρες, μέσα στήν τάξη, ὅπως καί στό σπίτι  μέ τά παιδιά. Μιά φορά, ὅταν ἤμουν στό σπίτι του, δέν θυμᾶμαι ποιό παιδάκι μάλωσε τό ἄλλο. Ἔκλαιγε τό καημένο καί φώναζε τόν μπαμπά.  Ὁ π. Νικόλαος ἔπιασε μέ μεγάλη στοργικότητα αὐτό, πού μάλωσε τό ἄλλο, τό πῆρε ἀγκαλιά καί τοῦ εἶπε: «Γιατί ἔκανες αὐτό τό πράγμα; Πήγαινε νά ζητήσεις συγγνώμη, νά φιλήσεις τόν ἀδελφό σου». Ἔκανε ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τό ἄλλο. Πώ, πώ, πώ!
Θ: Δηλαδή ἀντί νά πάει στό παιδί τό μαλωμένο πρῶτα, πῆγε σέ αὐτόν, πού τό μάλωσε, στόν θύτη.
π. Κ: Ναί. Ἀντί νά πάει στό θῦμα, πῆγε στόν θύτη. Τό ἔπιασε μέ μεγάλη στοργικότητα καί ἀγάπη. Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη εἶχε καί τό μέτρο τοῦ ἐλέγχου ταυτόχρονα. Εἶχε ἕνα παιδαγωγικό δικό του τρόπο νά τό περνάει. Ἡ πολυπλοκότητα αὐτή τῶν πολλῶν παιδιῶν, ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν τόν δίδαξε πράγματα, πού τά πῆρε στό σχολεῖο.  Εἶχε ἄριστη ἐπιτυχία.
Θ: Καί στά παιδαγωγικά λέμε ὅτι ἐνθαρρύνουμε τήν θετική σκέψη,  κατηγοροῦμε ἤ κρίνουμε τήν πράξη καί ὄχι αὐτόν, πού τήν ἔπραξε. Κάτι τέτοιο φαίνεται νά ἐφήρμοζε.
π. Κ: Ναί, ναί. Εἶχε πολλούς τρόπους, δέν εἶχε ἕναν, γιατί αὐτός πού συνδέεται μέ τόν Θεό, φωτίζεται, καθαρίζεται  καί ἔχει μέσῳ τοῦ Θεοῦ πολλούς τρόπους παιδαγωγικούς. Δέν εἶναι μονοδιάστατος, ἀλλά εἶναι πολυδιάστατος στούς παιδαγωγικούς τρόπους καί τούς περνάει στά παιδιά.
Θ: Ἄρα μοῦ λέτε ὅτι ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή του ὑπερέβαινε τήν θεωρία τῶν παιδαγωγικῶν.
π. Κ: Ναί, ναί. Αὐτά, πού διδάσκονται στίς παιδαγωγικές Ἀκαδημίες, δέν εἶναι τίποτα μπροστά στό πρακτικό μέρος, πού ἐφήρμοζε ὁ π. Νικόλαος.  Τίποτε!  Τίποτε! Εἶναι ἕνα μηδέν ἀπόλυτα!
Θ: Καί ἐγώ ἔτσι ἔχω καταλάβει μιλώντας σέ πολλούς μαθητές του.  Ἐπειδή δέν ἔχω γνώσεις πάνω στό θέμα,  βλέπω πόσο φτωχή εἶναι ἡ θεωρία.
π. Κ: Ἡ θεωρία δέν εἶναι τίποτε. «Μέ τά λόγια, χτίζω ἀνώγεια καί κατώγεια!». «Ἐκ τῶν ἔργων σου σέ κρίνω, πονηρέ δοῦλε!».
Θ: Φαίνεται ὅτι σεβόταν πολύ τά παιδιά.
π. Κ: Πολύ τά ἀγαποῦσε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πολλή παιδαγωγία, πού εἶχε στά παιδιά. Ἡ παιδοποιοία ἔπαιξε βασικό ρόλο. Ἡ ἀγάπη του πρός τήν οἰκογένεια, πρός τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρῶτα ἀπό ὅλα. «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν».
Θ: Καί παρά δίπλα ἡ πρεσβυτέρα...
π. Κ: Βεβαίως, ἰσοδύναμα! Ἰσοδύναμα! Ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή ἦταν καταπληκτική ὡς μητέρα, ὡς παιδαγωγός, ὡς παιδαγωγός μάνα, καί στόν τρόπο ὁμιλίας καί στόν τρόπο ἀγάπης καί στόν τρόπο παραδείγματος. Τό παράδειγμά της,  ἡ ταπεινότητά της, ἡ στοργικότητά της! Τήν ἔβλεπες σάν τήν ὄρνι, ἡ ὁποία ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς, ὅλα κοντά της.  Πολλή ἀγάπη!  Πώ, πώ, πώ!!!
Θ: Πολλές φορές, ὅταν οἱ μητέρες ἔχουν πολλά παιδιά, χάνουν λίγο τήν ὑπομονή τους. Τί θά λέγατε γιά αὐτό;
π. Κ: Ὄχι, ὄχι! Δέν τό εἶδα καθόλου, καί αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά χαρίσματά της.
Θ: Ἦταν τρυφερή;
π. Κ: Στοργικότατη, τρυφερότατη! Καί ἡ στοργή καί ἡ τρυφερότητα ἦταν ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελῆ πρός τά παιδιά.
Θ:  Γενικά φαίνεται ὅτι ἦταν ἀνιδιοτελής.
π. Κ: Ὤ!  Στά πάντα! Ἕνα ἄλλο, τό ὁποῖο δέν τόνισα σέ αὐτήν τήν συνέντευξη, εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ ἐλέους. Αὐτό φάνηκε ἀπό τήν συμπεριφορά τους σέ ἐμᾶς, τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου. Ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια.  Ἦταν ἄνθρωποι ἐλεήμονες. Πέρα ἀπό τήν ταπείνωση, ἦταν ἐλεήμονες. Ἡ ἐλεημοσύνη τους ἦταν καταπληκτική.
Θ: Τί σᾶς ἔδιναν; Εἶχαν τόσα παιδιά οἱ ἴδιοι,  δέν εἶχαν πολλά νά δώσουν.  Ἐσᾶς τί σᾶς ἔδιναν;
π. Κ: Τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Ἡ συμπεριφορά σέ ἐμᾶς τά ὀρφανά παιδάκια ἦταν σάν νά ἤμασταν γεννημένα ἀπό αὐτούς τούς γονεῖς. Τέτοια ἀγάπη, τέτοια στοργικότητα. Ἤξεραν ὅτι ἤμασταν παιδάκια ὀρφανά καί μᾶς εἶχαν σάν παιδιά τους, καί καλύτερα ἀπό τά παιδιά τους.
Θ: Δηλαδή αὐτά, πού εἶχαν, τά ὑλικά ἀγαθά, μέ χαρά τά μοίραζαν. 
π. Κ: Ἡ κ. Σοφία, ἡ μητέρα τους, ὅταν πήγαινα στό σπίτι, «Κωστάκη» μέ φώναζε. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ. Τί κάνεις; Εἶσαι καλά;». Ἤμουν τό πρῶτο παιδί, πού πῆγε στό σπίτι τους καί ἔπειτα ἀκολούθησαν τά ἄλλα, ἀπό ἐμένα. Ἔτσι γνώρισα τόν π. Παναγιώτη καί τόν π. Νικόλαο. Ἐγώ εἶχα τήν δυνατότητα καί ἔλεγα στά ἄλλα παιδιά: «Ἐλᾶτε, πᾶμε ἐκεῖ, πᾶμε στούς καλούς ἀνθρώπους». Ἔτσι, μαζευτήκαμε καμμιά δεκαριά παιδιά! Ἔγινε ντόρος ὁλόκληρος στήν Πάτρα. Μᾶς ἔγραψαν στίς ἐφημερίδες. Μάλιστα ἀνακατεύτηκε καί ἡ Ἀσφάλεια τῆς Πάτρας ὅτι μᾶς ἔκαναν πλύση ἐγκεφάλου, ὅτι εἴμασταν Ἰεχωβάδες καί τά τοιαῦτα, ἐνῶ δέν συνέβαινε τίποτε ἀπό αὐτά.
(Συνέντευξη, μέρος  4: 6.14 λεπτά)
π. Κ: Ὅταν ἐνυμφεύμθην καί ὅταν ἤμουν στήν Αὐστραλία καί ὅταν πῆγα στήν Κρήτη καί ὅταν ἔγινα παπᾶς στήν Ξάνθη καί στήν Κομοτηνή καί ἀργότερα, ὅταν διορίσθηκα ἐκπαιδευτικός, τήν νύχτα πάντοτε τσαγάκι μέ ψωμάκι [συνήθεια πού ἀπέκτησα] ἀπό τόν παππού! (Γελάει πρόσχαρα).
Καί τί νά προσθέσω, ὅτι ἔμαθα νά πηγαίνω στίς ἀγρυπνίες τῶν Παλαιοημερολογητῶν, γιά νά μάθω τίς διάφορες ἐκκλησιαστικές τυπικές διατάξεις τῆς ὑμνολογίας; Δώδεκα ὧρες ἀγρυπνία, ἤ ὀκτώ, ἤ ἕξι, ἤ ἑπτά, ἤ ἐννέα, νά πηγαίνω στήν Κερατέα ἤ στό ἀνδρικό Μοναστήρι Μεταμορφώσεως Κουβαρᾶ, ἤ νά πηγαίνω μέ τόν Παναγιώτη ἔξω ἀπό τήν Πάτρα, ὅπου εἶναι μία παλαιοημερολογίτικη ἐκκλησία. Ἔμαθα τά πάντα, δηλαδή προτοῦ πάω στόν στρατό, ἤξερα τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις τῆς ἀγρυπνίας, γιατί ἔψελνα κιόλας.
Θ: Μοῦ εἴπατε πρίν πώς κάνατε καί καντάδες!  Πέστε μου!
π. Κ: Βέβαια, ἐπίσης ἔμαθα καί παίζω φυσαρμόνικα.
Θ:  Ὁ π. Νικόλαος ἔπαιζε φυσαρμόνικα!
π. Κ: Ἔ! Μαζί παίζαμε! Πώ, πώ, πώ!  Καί ἐδῶ στό σπίτι στήν Ἀθήνα, ἔχω τρεῖς σέ τρεῖς διαφορετικούς τόνους καί κάθομαι πολλές φορές στό μπαλκόνι καί παίζω φυσαρμόνικα καί περνᾶνε καί λένε: «Ἀκκορντεόν παίζει ἐδῶ; Τί γίνεται;». Καί ὅλος ὁ κόσμος κοιτάζει πάνω! Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ κάθομαι μέσα, γιά νά μήν φαίνεται τό πρόσωπό μου καί βγαίνει ἡ γειτόνισσα παραδίπλα, ἡ κ. Βασιλική,  καί μοῦ λέει «Παπούλη, τί ὡραία πού παίζεις φυσαρμόνικα!». 
Θ: Μόλις παίζετε φυσαρμόνικα, θυμόσαστε καί τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Βέβαια!  Ναί, ναί! 
Θ: Τί καντάδες λέγατε;
π. Κ: Τοῦ μπάρμπα Ἀνδρέα τοῦ ἄρεσε πολύ  αὐτό (τραγουδάει μία καντάδα)  καί μοῦ ἔκανε σεκόντο. Ὁ παπα-Νικόλας ἐρχόταν καί χωνόταν καί αὐτός. Πώ, πώ, πώ! Κάναμε τριφωνία μετά: Ὁ παπάς μπάσο, ἐγώ δευτέρα καί ὁ κυρ-Ἀνδρέας τενόρος. Ἄν καί ἡλικιωμένος εἶχε μία φωνή! Πραγματικά τενόρου!  Καί ἄκουγε ἡ κυρά Σοφία καί ἐρχόταν ἐκεῖ καί ἡ Ἑλένη καί κατέβαινε ἀπό πάνω, ἀπό τό ἀσκητήριο, ὁ Παναγιώτης. Σιγογέλαγε καί θαύμαζε!  Μετά ἀρχίζαμε τά ψαλτικά... Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο  ἄρεσε πολύ τοῦ Νίκου, τοῦ Παναγιώτη καί τοῦ κ. Ἀνδρέα, ἦταν τό Χερουβικό τοῦ πλαγίου τετάρτου.
Θ: Πῶς πάει αὐτό, γιατί δέν τό ξέρω...
π. Κ: (Ἀρχίζει νά ψέλνει τό χερουβικό)

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 5:  1.46 λεπτά)
π. Κ: Ὁ π. Παναγιώτης τρελλαινόταν, τοῦ ἄρεσε νά ψέλνω, γιατί σάν παιδί εἶχα γλυκύτατη φωνή. Δέν εἶχα δυνατή φωνή, ἄγρια, ἀλλά γλυκύτατη φωνή. Ἦταν φωνή ἐγκεφαλική. Συνδυάζεται μέ τίς σωστές εἰσπνοές τῆς γαστέρας.  Δέν κουραζόμουν καθόλου. Γιά αὐτό ἔτρωγα λίγο, γιά νά βγαίνει ἡ φωνή μου ἐγκεφαλική, γιατί αὐτό συνδυάζεται μέ τήν σωστή λειτουργία τῆς γαστέρας, ἔπρεπε νά εἶναι ἀνετότατη.  Ἄρεσε πολύ τοῦ παπα-Νικόλα,  νά ψέλνω ἐγώ καί νά μέ σιγοντάρουν. Ἤμουν ἡ βάση. Παρ’ ὅλο πού ὁ παπᾶς ἤξερε δευτέρα, ἐγώ  ἤμουν ἐκ γενετῆς πολύ τενόρος. Γιά αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Ἰερόθεος ὁ Μητροπολίτης ὁ μετέπειτα, τό 1965, χειροτονηθείς Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης μέ πῆρε ἀπό τό Σκαγιοπούλειο καί μέ πῆγε γιά ἕνα διάστημα στήν χορωδία τοῦ Ἁγίου  Ἀνδρέου. 
Θ: Πολυτάλαντοι ἄνθρωποι!
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 6: 1.45 λεπτά)
Θ: Πῶς σᾶς ἐπηρέασαν στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή ὁ π. Παναγιώτης καί ὁ π. Νικόλαος;
π. Κ: Τό Α καί τό Ω ἦταν γιά μένα ἡ διδασκαλία τους, γιατί μοῦ ἔδωσαν νά καταλάβω ὅτι, ἄν δέν ὑπάρχει ὁ ἱεραποστολικός ζῆλος στόν ἱερέα, καλύτερα νά μήν γίνεται κληρικός. Αὐτό μέ ἐπηρέασε ἄμεσα. Μοῦ τό στήριξαν μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, διότι μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπάρχει τό ἱεραποστολικό φρόνημα στούς Προφῆτες. Στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει αὐτό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων μέχρι σήμερα. Αὐτό μέ ἐπηρέασε τά μέγιστα, γιά αὐτό καί ἀναγκάστηκα νά τό ἐπιτελέσω καί νά τό ἐφαρμόσω ὁλοκληρωτικά μέσα στήν πορεία μου ὡς κληρικοῦ καί ἐφημερίου τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό  ἀπεσπάσθην ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας στήν Νέα Ζηλανδία, μετά γιά δεύτερη φορά στήν Αὐστραλία καί πάλι μετά,ὡς συνταξιοῦχος, πῆγα οἰκειοθελῶς ἱεραποστολή δύο χρόνια περίπου στήν Γερμανία. Τό ἀποστολικό φρόνημά μου τό διδάχθηκα μέσα ἀπό τό φρόνημα τῆς διδασκαλίας τῆς οἰκογένειας Πέττα, τοῦ Παναγιώτη καί τοῦ π. Νικολάου.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 7: 3.13 λεπτά)
Θ: Πῶς σᾶς ἐπηρέασε ὁ ἀσκητής (ὁ π. Παναγιώτης) στό  ποιμαντικό σας ἔργο στήν Νέα Ζηλανδία;
π. Κ: Τά μάλα, διότι, ὅταν πῆγα στήν Νέα Ζηλανδία, ἦταν διηρημένοι, διχασμένοι σέ τέσσερις παρατάξεις. Ἡ πρώτη παράταξη ἦταν οἱ Δεσποτικοί, ἡ δεύτερη ἦταν οἱ κοινωτικοί, καί ἡ τρίτη ἦταν οἱ οὐδέτεροι. Βέβαια ὑπῆρχαν καί οἱ ἄπιστοι, πού δέν πατοῦσαν καθόλου. Κατόρθωσα μέσα ἀπό τά κηρύγματα νά ἐπέλθει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ. Μέ συγχωρεῖτε! Παπαδικοί, δεσποτικοί, κοινοτικοί καί οὐδέτεροι. Αὐτή ἦταν ἡ θλιβεροτάτη κατάσταση! Ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἐκκλησία τους ἡ κεντρική ἐπί ὀκτώ μῆνες δέν εἶχε ἱερέα. Τόν εἶχαν ἀποπέμψει οἱ κοινοτικοί  καί δέν τόν πλήρωναν καί γυρόφερνε μέσα στό Γουέλινγκτον σάν τήν ἄδικη κατάρα. Πῆγα ἐκεῖ καί τούς ἔνωσα. 
Θ: Ἄρα ἡ παιδαγωγική τῶν Πετταίων σᾶς ἐπηρέασε καί σέ αὐτό. Τήν εἴχατε σάν ὁδηγό στό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο δρούσατε, ὥστε ἡ κοινότητα νά ἑνωθεῖ.
π. Κ: Βεβαίως! Ἤμουν ὁ στυλοβάτης τῆς ἑνωτικῆς παστάδος τῶν πιστῶν ἑλλήνων χριστιανῶν ἐκεῖ. Κατόρθωσα, ὥστε ὁ Σύλλογος κυριῶν καί δεσποινίδων, πού ὅταν πρωτοπῆγα, εἶχαν μόνο 500 δολλάρια Ν. Ζηλανδίας στήν τράπεζα, ὅταν ἔφυγα, νά ἔχουν 75.000 δολλάρια. Μέ τήν ἑνότητα ἦλθε ἡ πνευματική ἄνοδος. Τό ἴδιο καί οἱ κοινοτικοί. Ὅταν πῆγα, μία εὐλαβής χριστιανή εἶχε δώσει 40.000 δολλάρια, γιά νά ἀγοραστεῖ σπίτι τοῦ ἱερέως καί αὐτό ἔκανε 170 (χιλιάδες) καί μέσα σέ τρία χρόνια τό ξεπλήρωσαν μέ τήν δική μου προσφορά, μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Ὁ Τζίμης ὁ Παπαδόπουλος, καλή του ὥρα, ἄν ζεῖ, ἔλεγε: «Βρέ παιδιά, νά κάνουμε αὔξηση στόν παπᾶ, ποτέ  δέν μᾶς ζήτησε χρήματα, τόσα χρήματα βγάζουμε, εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό».
Θ:  Ὅμως ἐσεῖς εἴχατε μάθει  ἀλλιῶς.
π. Κ: Μοῦ ἔκαναν τό εἰσιτήριο, ὅταν ἐπέστρεψα, γιά Ἀθήνα μέσῳ Σίδνεϋ, Λός Ἄντζελες, Λονδῖνο, Ἀθήνα καί μάλιστα, μοῦ ἔκαναν καί τούρ πέντε μέρες στό Λός Ἄντζελες.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 8: 59 δεπτερόλεπτα).
π. Κ: Πῆγα στό πατρικό τους σπίτι, μάλιστα μέ μία ἐν ἐνεργείᾳ ἀστυνόμο, πού αὐτή τήν στιγμή ὑπηρετεῖ στήν Καισαριανή, τήν κ. Ἀγγελική Γιαννακοπούλου, γιά νά τῆς δείξω τό Σκαγιοπούλειο, πού ἔζησα, καί τό σπίτι, ἐκεῖ πού πήγαινα. Τόν εἶχα σάν πατέρα μου τόν Παναγιώτη. Ὅλη ἡ οἰκογένειά τους γιά μένα ἦταν τό Α καί τό Ω.  Πέρασα ἀπό ἐκεῖ καί ἄρχισα νά μιλάω γιά τό σπίτι καί συγκινήθηκα.  Μέ εἶδε μία κυρία, πού ἔκλαιγα.
Θ: Ἄρα, μαζί εἴσαστε ἀκόμη!
π. Κ: Ναί, εἶναι βιώματα αὐτά. Ἔγινα κληρικός ἀπό ἀπό αὐτά τά πράγματα!
Θ: Ὡραία! Δόξα τῷ Θεῷ!