Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Γεύμα ΑΓΑΠΗΣ την Τσικνοπέμπτη

Μαρτυρία εκ Πατρών για την οικογένεια του μακαριστού π. Νικολάου Πέττα


Μαρτυρία γιά τήν ἐκ Πατρῶν ἱερατική οἰκογένεια τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου Πέττα. Τοῦ πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Χ. Θεοφιλοπούλου, βιντεοσκοπημένη στήν Ἀθήνα στίς 29 Σεπτεμβρίου 2015 καί καταγραφεῖσα ἀπό τήν καθηγήτρια κ. Θεώνη Τασσοπούλου, προερχόμενη ἀπό τήν Ἀγγλία.
            (Συνέντευξη μέρος 1»  38.31 λεπτά)
Θ: Μέ λένε Θεώνη καί ἐνδιαφέρομαι νά μάθω γιά τόν π. Νικόλαο Πέττα.
π. Κ: Ναί.
Θ: Αὐτά, πού θά μοῦ πεῖτε, θά τά καταγράψω καί ἴσως κάποια ἡμέρα δημοσιευθοῦν εἴτε ὁλόκληρα, εἴτε ἐν μέρει σέ κάποιο βιβλίο ἤ περιοδικό ἤ ἄρθρο γενικώτερα. Σᾶς πειράζει αὐτό;  Σᾶς πειράζει τό ὄνομά σας νά ἀναφέρεται; Μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε πῶς σᾶς λένε;
π. Κ: Να καταγραφούν. Τό ὄνομά μου  εἶναι π. Κωσταντῖνος Θεοφιλόπουλος τοῦ Χαραλάμπους καί τῆς Αἰκατερίνης, γεννηθείς τό 1945 στό Κορυφάσιο τῆς Μεσσηνίας, καί εἰδικώτερα τῆς ἐπαρχίας Πυλίας.
Θ: Ἄν, στήν διάρκεια τῆς συνεντεύξεως αὐτῆς δέν θέλετε νά συνεχίσετε ἤ νά ἀπαντήσετε κάτι, μποροῦμε νά διακόψουμε τήν συνέντευξη, ἤ νά μήν ἀπαντήσετε στήν ὁρισμένη ἐρώτηση.
π. Κ: Ὄχι, κάθε ἄλλο. Εἶμαι στήν διαθεσή σας. Ὅ,τι μέ ρωτήσετε, θά εἶμαι, μέ  πολλή ἀγάπη καί πρόσχαρος, στήν ἀπάντηση.
Θ: Σᾶς εὐχαριστῶ.  Πέστε μου πῶς γνωριστήκατε μέ τήν οἰκογένεια Πέττα.
π. Κ: Εὐχαρίστως. Μέ τήν οἰκογένεια Πέττα γνωρίσθηκα τό ἔτος 1959 πρός 1960 στήν Πάτρα. Ἐγώ  καί ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης, ὁ δίδυμος, ὅπως καί ἄλλα παιδιά, βρεθήκαμε στό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο ἀπό τό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης. Εἴχαμε πάει ἐκεῖ, γιά νά μᾶς προφυλάξει ἡ τότε Πολιτεία ἀπό τά παιδιά, πού μάζευαν οἱ συμμορῖτες, γιά νά τά  ὁδηγήσουν στό Παραπέτασμα,  τά παιδιά τοῦ παιδομαζώματος, τά λεγόμενα. Συγκεκριμένα, ὅταν εἴμασταν σέ κατάλληλη ἡλικία,  τό 1952 πρός 1953, φύγαμε ἀπό τήν Καλαμάτα, γιά νά ἀποσυμφορηθεῖ τό Ὀρφανοτροφεῖο Καλαμάτας, καί βρεθήκαμε στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης στήν Κρήτη. Ἐκεῖ τελειώσαμε τό Δημοτικό καί μετά τό πέρας τῆς Δημοτικῆς μας ἐκπαίδευσης, βρεθήκαμε στό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο, πού ἦταν Μέσης Ἐκπαιδεύσεως Γεωπονική Σχολή στήν Πάτρα. Τό Σκαγιοπούλειο εἶχε ἕνα μικρό ναό, τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί κάθε Κυριακή ἐγίνετο Θεία Λειτουργία ἀπό τόν ἑκάστοτε ἐφημέριο, ὁ ὁποῖος ὑπήγετο στήν Ἱερά Μητρόπολη Πατρῶν. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι  τό Σκαγιοπούλειο Ἵδρυμα, Ὀρφανοτροφεῖο τῆς  Μέσης Γεωπονικῆς Σχολῆς, εἶναι μέσα στήν Πάτρα. Εἶναι περίπου δεκαπέντε στρέμματα. Ἐκεῖ εἴμασταν γύρω στά 150 παιδιά.  Κάθε Κυριακή λοιπόν πού γινόταν ἐκκλησιασμός στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἐκκλησιάζετο ἐκεῖ καί ὁ Νικόλαος Πέττας μαζί μέ τόν ἀδελφό του, τόν Παναγιώτη. Ἐκεῖ γνώρισα  λοιπόν, ὡς λαικούς, τόν κ. Παναγιώτη καί τόν κ. Νικόλαο Πέττα, πρίν νά γίνει κληρικός. Ἐγώ ἤμουν παιδί δεκατριών δεκατεσάρων ἐτῶν ἐκείνη τήν ἐποχή καί ὁ Νῖκος μαζί μέ τόν ἀδελφό του τόν Παναγιώτη, ἦταν λίγο μεγαλύτεροι ἀπό ἐμένα, ὑπολογίζω γύρω στά ἕξι μέ ἑφτά χρόνια. Ἑπομένως ἐκεῖ ἐγνωρίστηκα σέ πρώτη φάση. Ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή ἤμουν παιδί τῆς Ἐκκλησίας καί συμμετεῖχα  στήν  χορῳδία τοῦ Σκαγιοπουλείου κάθε Κυριακή, ἔκανα μάλιστα δευτέρα φωνή (καί τέρτζο ἔκανα) ἐρχόταν στήν χορῳδία μας ὁ Νικόλαος Πέττας καί συμμετεῖχε, ὡς παιδί καί αὐτός, μεγαλύτερος. Τήν χορωδία τοῦ Σκαγιοπουλείου διηύθυνε ὁ κ. Μαγγίνας,  ἕνας ἐξαίρετος ἄνθρωπος, αὐστηρός μέν, ἀλλά ἐξαίρετος χοράρχης. Συνήθως ψέλναμε τήν ὑμνολογία τῆς Λειτουργίας τοῦ Σακελλαρίδη, στόν πλάγιό του τετάρτου, πάντοτε. Ἐν συνέχειᾳ ἀπό ἐκεῖ ἐκλήθην ἀπό τόν Παναγιώτη νά τόν ἐπισκεφθῶ στό σπίτι ἐγώ μαζί μέ ἄλλα παιδιά καί πῆγα μέ τόν ἀδελφό μου τόν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος αὐτή τήν στιγμή βρίσκεται στήν Αὐστραλία, εἶναι νυμφευμένος καί ἔχει τρία παιδιά. Μαζί μέ τόν Χαράλαμπο Νικολακόπουλο, τόν μετέπειτα ἀσκητή στά Καρούλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τόν Χαρίτωνα, ὅπως μετονομάσθηκε, καί ἄλλα παιδιά, τόν Μαργέτη, πηγαίναμε στό σπίτι τοῦ κ. Ἀνδρέα Πέττα, ὅπου ἦταν καί τά ἄλλα παιδιά ἡ Χαρά, ἡ Πηγή καί ἡ Ἑλένη, ἡ ὁποία ἦταν νυμφευμένη, τόν καιρό πού τήν γνώρισα, μέ τόν Παντελῆ Πιλαβᾶ. Οἱ συναθροίσεις μας,  ἡ γνωριμία μας  μέ τόν κ. Παναγιώτη ἦταν θαυμάσια, διότι ἦταν ἕνα σπίτι κατ’ ἀρχήν, τό ὁποῖο ἦταν ἐκκλησιαστικό, ἄνθρωποι χριστιανοί, ὀρθοδοξότατοι, πολύ ζωντανοί στήν πίστη καί στά καθήκοντά τους, νά νηστεύουν τήν Τετάρτη, καί τήν Παρασκευή, ἐπίσης νά πηγαίνουν στά κηρύγματα τοῦ πατρός Γερβασίου τοῦ Παρασκευόπουλου. Μάλιστα μέ τόν κ. Παναγιώτη, ἐγώ ἰδιαίτερα, εἶχα μία ἰδιαίτερη σχέση, ἀφοῦ ἤμουν ὁ πρῶτος ἀπό ὅλα τά παιδιά στήν τάξη, πού τόν γνώρισα, καί κοντά σέ ἐμένα, μιμήθησαν καί μέ τήν προτροπή τοῦ κ. Παναγιώτη, ἦλθε καί ὁ ἀδελφός μου καί ὁ Χρονόπουλος, ἦλθε καί ὁ Μαργέτης, ἦλθε καί ὁ Νικολακόπουλος, ὅλα αὐτά τά παιδιά ἀπό τό Σκαγιοπούλειο Ὀρφανοτροφεῖο. Ἐγώ μαζί μέ τόν Παναγιώτη, πέρα τοῦ ὅτι πηγαίναμε στοῦ Γερβασίου τοῦ Παρασκευοπούλου, πηγαίναμε καί στά νοσοκομεῖα καί κάναμε ἐπισκέψεις.
Θ: Γιά αὐτό σᾶς ἐνθάρρυναν ἡ Σοφία καί ὁ Ἀνδρέας Πέττας, γονεῖς τοῦ κ. Παναγιώτη;
π. Κ: Ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος ἠργάζετο,  εἶχε ἐργοστάσιο σαπωνοποιείας δίπλα στό σπίτι, ὅπου πήγαινα ἐγώ καί συμμετεῖχα πολλές φορές μέ πολλή χαρά. Ἐμένα καί τά ἄλλα παιδιά μᾶς ἐδέχονταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀνδρέα καί τῆς Σοφίας καί ὁ Νίκος, ὁ ὁποῖος ἐργάζετο μέ τούς γονεῖς του. Ἦταν ἐκεῖ καί ὁ Παναγιώτης. Πέρα ἀπό τήν προσευχή, πού κάναμε, μάθαμε πολλές προσευχές νά κάνουμε, τόν Ὄρθρο μας, τόν Ἑσπερινό μας, τό Ἀποδειπνό μας, τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί ὅλες τίς ἄλλες προσευχές. Ἔπειτα συνηθίζαμε νά ὁμιλοῦμε γύρω ἀπό τήν Ἁγιότητα, γύρω ἀπό τά Μυστήρια της Ἐκκλησίας, μάθαμε νά μελετᾶμε τήν Ἁγία Γραφή, μάθαμε τόν Συναξαριστή -τούς δώδεκα Συναξαριστές- τόν βίο τοῦ Ἁγίου κτλ. Ἦταν τά πρῶτα βήματα, γιά νά γίνω ἐν συνέχειᾳ κληρικός της μιᾶς, Ἁγίας, Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Θ: Αὐτό θά σᾶς ρώταγα…, κατά πόσο σας ἐπηρέασε ὁ π.Νικόλαος καί οἱ γονεῖς του;
π. Κ: Πάρα πολύ…, ὄχι μόνο μέ ἐπηρέασαν, ἀλλά καί αὐτά, πού εἶχα μάθει, μέ ἐνδυνάμωσαν, μέ ἐνίσχυσαν  καί μέ προβλημάτισαν,  ὥστε ἀργότερα, σέ ἡλικία εἰκοσιοχτώ χρονῶν, πού θά γινόμουν κληρικός, νά ἐγγραφῶ στήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης,  νά βγάλω τήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης  καί νά χτίσω τίς γνώσεις μου ἀκόμη περισσότερο μέσα στόν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου, ἀπό ὅπου ἀποφοίτησα ἀργότερα. Τά παραπάνω εἶχαν  σάν ἀποτέλεσμα νά βγάλω τήν Ἱερατική Σχολή καί νά διορισθῶ σάν ἐκπαιδευτικός κληρικός.
Θ: Μοῦ εἴπατε πώς σας ἐπηρέασε πάρα πολύ ὁ π. Νικόλαος καί ἡ οἰκογένειά του στό νά γίνετε ἱερέας, καί σᾶς δίδαξαν τά πρῶτα πράγματα.
π. Ν: Ναί,  ὅλη ἡ οἰκογένεια. Πρέπει νά συμπληρώσω ἐδῶ ὅτι ἕνα ἀτύχημα, πού εἶχα στό Σκαγιοπούλειο τό 1960, καί βρέθηκα στό παιδικό Κρατικό Νοσοκομεῖο τῆς Πάτρας, τό «ΚΑΡΑΜΑΝΔΑΝΕΙΟ», ἔγινε ἀφορμή νά γνωρίσω τόν Παναγιώτη, ὁ ὁποῖος τόν καιρό ἐκεῖνο εἶχε μυηθεῖ τήν χριστιανική Ὀρθόδοξη Ὁμολογία καί κάθε Κυριακή ἐκτός ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Γερβασίου, πού ἐπήγαινε καί ἐρχόταν καί στό νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ μέ εἶδε ὡς παιδάκι τοῦ Ὀρφανοτροφείου καί μέ πλησίασε μέ πολλή ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον. Μέ συνεκίνησε ἰδιαίτερα ἡ στάση του καί ὁ τρόπος πού μου μίλησε κ.τ.λ., καί ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἤμουν τοῦ Σκαγιοπουλείου, ἤρχετο κάθε Κυριακή – ὅπως σας εἶπα καί προηγουμένως- μαζί μέ τόν Νίκο καί ἐκκλησιάζονταν καί ἔτσι ἡ γνωριμία μας ἀπέκτησε περισσότερη στοργικότητα καί ἀγάπη.
Θ: Ὑποθέτω ὅτι, γιά νά εἴσασταν στό Ὀρφανοτροφεῖο, δέν εἴχατε τούς γονεῖς σας.
π. Κ: Μπράβο,  σωστό, πάρα πολύ σωστή ἐρώτηση!
Θ: Πέστε μου...
π. Κ: Ὁ πατέρας μου ἐσφαγιάσθη στήν πηγάδα τοῦ Μελιγαλᾶ ἀπό τούς Κουμουνιστοσυμμορῖτες. Κουμουνιστοσυμμορῖτες, αὐτή εἶναι ἡ σωστή λέξη.  Δέν τήν λέω ἐγώ, ἀλλά τό Συμβούλιο Ἀσφαλείας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ὁ ΟΗΕ, ἔτσι τούς κατονόμασαν. Ὀφείλω νά τό πῶ καί ἐγώ, πρός τιμήν καί μνήμην τοῦ πατέρα μου καί τῶν τριῶν ἀδελφῶν μου, οἱ ὁποῖες ἐπίσης σφαγιάσθηκαν καί ρίχθηκαν στήν πηγάδα τοῦ Μελιγαλᾶ. Πρέπει νά ὁμολογοῦμε τήν ἀλήθεια!
Θ: Καί οἱ ἀδελφές σας σφαγιάσθησαν;
π. Κ: Ναί. Ἦταν ἔγκυος ἡ μητέρα μου τό 1944, γιά αὐτό σας εἶπα ὅτι γεννήθηκα τό 45 μαζί μέ τόν ἀδελφό μου τόν δίδυμο. Εἴμαστε τά τελευταῖα τῆς μητέρας μου. Δέν μποροῦσε νά ἀναθρέψει τά ἐναπομείναντα παιδιά καί ἔτσι μέ τήν προτροπή τοῦ τότε Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, τό 1945 μᾶς ἔβαλε στό Βρεφοκομεῖο τῆς Καλαμάτας καί ἐν συνέχειᾳ στό Ὀρφανοτροφεῖο τῆς Καλαμάτας καί ἀκολούθως, λόγω του ὅτι εἴμαστε πολλά παιδιά ἐκεῖ μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο καί γιά λόγους ἀσφαλείας, ἕνα μέρος ἀπό τά παιδιά, γύρω στά 30-40, βρεθήκαμε στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης καί ἔπειτα στό Ὀρφανοτροφεῖο Σκαγιοπούλειο τῆς Πάτρας.
Θ: Μιλᾶτε γιά μία τραυματική ἐμπειρία. Λέτε γιά ἀνθρώπους, πού κατακρεούργησαν, σφαγίασαν τόν πατέρα σας καί τίς τρεῖς σας ἀδελφές.
π. Κ: Βεβαίως,  ναί.
Θ: Πώς σας βοήθησαν ἡ οἰκογένεια Πέττα, καί ἰδιαίτερα ὁ π. Νικόλαος καί ὁ Παναγιώτης, ποῦ, νομίζω, τώρα εἶναι ἀσκητής, νά ξεπεράσετε αὐτό τό τραῦμα;  Πῶς στάθηκαν δίπλα σας, πῶς σας στήριξαν;
π. Κ: Νά σᾶς πῶ. Ἐπειδή ἐγώ ἤμουν παιδάκι, δέν ἤξερα, δέν κρατοῦσα κακία. Δέν ἤξερα πώς ὁ πατέρας μου εἶχε αὐτή τήν πορεία, καθώς καί οἱ ἀδελφές μου. Δέν τό ἤξερα στό Σκαγιοπούλειο, ὅπου ἤμουν ἤ στό Ὀρφανοτροφεῖο Καλαμάτας ἤ στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης. Ἐμεῖς γνωρίζαμε ὅτι δέν εἴχαμε πατέρα.  Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, τά ὑπόλοιπα τά ἔμαθα σέ ἡλικία μεγάλη, ὅταν ἤμουν 18 χρονῶν. Σάν  παιδί ἤμουν ἄβουλο, μικρό παιδάκι,  δέν ἤξερα πῶς ἀκριβῶς ἐξελίχθησαν τά γεγονότα. Σάν ἁγνό καί καθαρό παιδί, δέν ἔδωσα σημασία, δέν ἐπηρέασε τήν ζωή μου θετικά ἤ ἀρνητικά. Ἐγώ ἤξερα πώς ἤμουν ὀρφανό παιδί. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα μέσα στό ὀρφανοτροφεῖο μάθαμε νά ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας, νά ἔχουμε πίστη στόν Θεό καί νά ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά. Εἴχαμε πολλούς καλούς δασκάλους καί ἄνδρες καί γυναῖκες παιδαγωγούς καί ἔτσι ἡ ἀνατροφή μας ἦταν ἐθνικοθρησκευτική καί οἰκογενειακή, παρ’ ὅλο πού δέν μεγάλωσα σέ σπίτι, σέ οἰκογένεια. Μάθαμε νά ἀγαπᾶμε τό σχολεῖο, τά ἰδανικά τῆς πατρίδος, τήν πίστη, νά ὑπηρετήσουμε τήν πατρίδα μας σάν στρατιῶτες, ὅταν μᾶς καλέσει. Ὅλα αὐτά τά μάθαμε ἐκεῖ, μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο. Μέ ἐπηρέασε λοιπόν θετικά ἡ πορεία μου μέσα στό Ὀρφανοτροφεῖο,  ὄχι ἀρνητικά.  Τό εἶδα, τό βλέπω καί πάντα θά τό βλέπω θετικά καί ὄχι ἀρνητικά.
Θ: Βρεθήκατε λοιπόν μέσα σέ μία μεγάλη οἰκογένεια καί μέσα σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια ἀνῆκαν ὁ Ἀνδρέας, ἡ Σοφία, ὁ π. Νικόλαος καί ὁ Παναγιώτης. Τούς νιώσατε σάν οἰκογένειά σας;  Τί σας δίδαξαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι;
π. Κ: Αὐτοί γενικώτερα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀρχές. Ἦταν ἕνα σπίτι ἅγιο.  Λοιπόν ἀπό αὐτά ἐμπεδώθησαν σέ ἐμᾶς ἡ ἑνότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐργατικότητα, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη.  Ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Χριστιανισμοῦ βρίσκονταν μέσα σέ αὐτό τό σπίτι. Ἦταν ἐργατικοί ἄνθρωποι. Ὅτι ἀπέκτησαν, τό ἀπέκτησαν μέ κόπο, μέ ἐργατικότητα, μέ καθαρότητα ἐργασίας, μέ ὀρθή διαπαιδαγώγηση, ὀρθή κατανομή τοῦ χρήματος. Ἦταν ἀφιλάργυροι, εἶχαν πολλές ἠθικές ἀξίες, εἶχαν τήν ἀλήθεια, τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή, τήν ἀγάπη. Ὅλα αὐτά μᾶς ἐπηρέασαν θετικά. Ἦταν διδασκαλίες, τίς ὁποῖες δεχόμασταν σέ καθημερινή βάση.
Θ: Μέ τόν π. Νικόλαο καί τόν ἀδελφό του, τόν Παναγιώτη, συνεχίσατε νά ἔχετε ἐπαφή, ἀφοῦ ὁ ἕνας ἔγινε κληρικός καί ὁ ἄλλος ἀσκητής;
π. Κ: Μόλις τελείωσα τό στρατιωτικό μου, λόγω ἀναγκῶν, ἐπειδή ἤμουν ὀρφανό παιδάκι, ἐνῶ συνέχιζα νά εἶμαι παιδί τῆς Ἐκκλησίας, γνώρισα στήν Ἀθήνα, ὅταν ἀπελύθην, τήν σημερινή σύζυγο καί πρεσβυτέρα, ἡ ὁποία κατάγεται ἀπό τό Ἡράκλειο, καί ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή ἤμουν ὀρφανό παιδί καί δέν εἶχα πολλές ἐπιλογές στήν ζωή μου, ἀναγκάσθηκα νά ξενιτευτῶ στήν Αὐστραλία ὡς μετανάστης κατ’ ἀρχήν, μετά ἀπό τρία χρόνια ἐπέστρεψα καί μετά ἀπό 3-4 χρόνια ἔγινα κληρικός.  Ἐνυμφεύθην τό 1968 πρός 1969 καί κατόπιν ἐπέστρεψα στήν Αὐστραλία. Στό Ἡράκλειο, ὅπου διέμενα, μέχρι νά γίνω κληρικός, ἤμουν στήν Φιλαρμονική τοῦ Δήμου Ἡρακλείου της Κρήτης καί ταυτόχρονα ἱεροψάλτης στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐν συνέχειᾳ ἔγινα κληρικός, ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐζητεῖτο κληρικός στήν Ἱερά Μητρόπολη Μαρωνίας καί Κομοτηνής. Ἀμέσως ἐπικοινώνησα μέ ἐπιστολή πρός τόν τότε Μητροπολίτη Τιμόθεο τόν Ματθαιάκη, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει μία κενή θέση ὀργανική. Προσέθεσε ὅτι θά καταλάβω τήν θέση, ἀλλά μοῦ ζήτησε νά τόν πληροφορήσω μέ δεύτερη ἐπιστολή  ἄν εἶμαι ἔγγαμος ἤ ἄγαμος, γιατί γιά τούς ἀγάμους δέν ὑπάρχει δέσμευση, ἐνῶ γιά τούς ἐγγάμους ὑπάρχει. Ἀπήντησα ὅτι εἶμαι ἔγγαμος καί ὅτι ἔχω ἕνα μικρό κοριτσάκι, τό πρῶτο μου παιδί, τήν Γεωργούλα. Μοῦ εἶπε ὅτι δύναμαι νά χειροτονηθῶ, ἀλλά πρέπει νά ἐγγραφῶ στήν Ἱερατική Σχολή Ξάνθης. Ἐνεγράφην εἰς τό δεύτερον ἔτος τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Ξάνθης τό 1973. Τελείωσα τήν Ἱερατική Σχολή τό 1979 πρός 1980 καί μετά ἔδωσα ἐξετάσεις μέ τό παλαιό σύστημα στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.  Πέρασα τίς κατατακτήριες ἐξετάσεις, ἀφοῦ ἐξετάσθηκα στά Λατινικά, στήν Γενική Ἱστορία, στά Ἀρχαῖα καί στήν Ἔκθεση. Τελείωσα τό 1984 καί τό 1986 διορίσθηκα ὡς ἐκπαιδευτικός.  Στήν ἀρχή ἤμουν ὡς ἀναπληρωτής καθηγητής καί ἐν συνέχειᾳ μέ τήν ὀργανική θέση.  Μετά ἀπό ἐκεῖ, ζήτησα νά τοποθετηθῶ ὡς ἀναπληρωτής στήν Μητρόπολη Ἀχαΐας, καί ἔτσι βρέθηκα στήν Πάτρα, ὅπου ὁ τότε Μητροπολίτης, ὁ Νικόδημος Βαλληνδρᾶς, μέ τοποθέτησε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στά Βραχνέικα. Ἐπειδή ἐγνώριζα τό σπίτι τοῦ Ἀνδρέα καί τῆς Σοφίας Πέττα καί, ἀφοῦ βρέθηκα στήν Πάτρα, τούς ἐπεσκέφθην καί εἰδωθήκαμε μέ τόν ἀσκητή, τόν Παναγιώτη, καί τόν Νίκο, ὡς ἱερέα πλέον. Μάλιστα μέ τήν πρεσβυτέρα μου πήγαμε στό σπίτι του, ὅπου ἔμενε μέ τήν πολυμελῆ οἰκογένειά του, μέ τά πολλά παιδιά.
Θ: Δηλαδή σας ἐπηρέασε ἡ οἰκογένεια Πέττα στήν ἀπόφασή σας νά γίνετε ἱερωμένος.
π. Κ: Ναί, ναί,  εἶχα τίς βάσεις ἀπό αὐτούς. Ἐπίσης θέλω νά προσθέσω ὅτι στό Ὀρφανοτροφεῖο, ὅπου ἤμουν, ἰδιαίτερα στό Ὀρφανοτροφεῖο Ρεθύμνης καί στό Ὀρφανοτροφεῖο Σκαγιοπούλειο τῆς Πάτρας, κάθε Κυριακή ἐκκλησιαζόμασταν.  Ἐπήγαινα στήν χορῳδία καί στό Ρέθυμνο καί στήν Πάτρα. Ἕνα φεγγάρι, γιά μικρό χρονικό διάστημα, ἤμουν καί στήν μικτή χορῳδία τοῦ Ἀγίου  Ἀνδρέου, στήν ὁποία μέ μύησε ὁ τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Ὕδρας καί Σπετσῶν μακαριστός Ἰερόθεος.
Θ: Ἄρα ξαναβρεθήκατε μέ τήν οἰκογένεια Πέττα. Ἔπειτα, καταλαβαίνω, ὅτι ἐσεῖς  ἀποφασίσατε νά φύγετε πρός τήν Αὐστραλία.
π. Κ: Στήν Αὐστραλία ἔφυγα γιά δεύτερη φορά τό 1990. Αὐτή τήν φορά ὅμως ὄχι ὡς ἐργάτης, ἀλλά ὡς ἐκπαιδευτικός καί κληρικός. Πῆγα στήν Νέα Ζηλανδία πρῶτα-πρῶτα.
Θ: Εἴχατε κρατήσει ἐπαφή, σᾶς στήριζαν ἀκόμη ὁ π. Νικόλαος μέ τόν π. Παναγιώτη;
π. Κ: Ὄχι, γιατί δέν μποροῦσα. Ἤμουν ὁ μοναδικός κληρικός στήν Νέα Ζηλανδία καί εἶχα φόρτο πολύ, δηλαδή, νά ἐπισκέπτομαι νοσοκομεῖα, νά πηγαίνω στό ραδιόφωνο, νά κάνω τό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, τίς Λειτουργίες μου, νά ἐπισκέπτομαι κόσμο στά σπίτια, νά πηγαίνω στό σχολεῖο.  Δέν εἶχα τόν ἀπαιτούμενο χρόνο. Ναί μέν μοῦ περνοῦσε ἀπό τό μυαλό μου ἡ προγενέστερη συνδεσή μου μέ τόν Παναγιώτη τόν Πέττα καί τήν οἰκογένεια. Νομίζω μέ καθοδηγοῦσε μέ μυστηριακό τρόπο.
Θ: Γιά πέστε μου γιά τόν μυστηριακό αὐτό τρόπο, γιατί φαίνεται ὅτι ἡ σχέση ἦταν πνευματική καί παρέμεινε παρ’ ὅλη τήν ἀπόσταση.
π. Κ: Ναί παρέμεινε πάντα συνειδησιακά. Ἦταν μέσα μου, στόν ἔσω ἄνθρωπο, τόν πνευματικό, τόν διανοητικό. Ὅλο αὐτό μέ ἐπηρέασε πάρα πολύ στόν τρόπο πού λειτουργοῦσα, στόν τρόπο πού κινιόμουν, στίς συναναστροφές μου, στό πῶς νά χειρίζομαι καταστάσεις στά νοσοκομεῖα, τούς ἀνθρώπους τούς ἔχοντες ἀνάγκη τόν ἱερέα.
Θ: Δηλαδή νιώθατε πώς ἦταν πάντα δίπλα σας;
π. Κ: Ναί, παρ’ ὅλο πού ἡ ἀπόσταση ἦταν μεγάλη, ἦταν πάντα δίπλα μου.
Θ: Τούς εἴχατε δεῖ ποτέ;  Εἴχατε ἐπικοινωνήσει πνευματικά ἐξ ἀποστάσεως;
π. Κ: Πάντα ἐπικοινωνοῦσα μέσα ἀπό τήν προσευχή μου. Ὁ προγενέστερος βίος στό Ρέθυμνο, στήν Πάτρα, ἰδιαίτερα στήν Πάτρα ὅπου ἤμουν καί πιό μεγάλος, μέ ἐπηρέασε στό πώς νά κηρύττω, πώς νά ζῶ πνευματικά, πώς νά ζῶ στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὡς κληρικός πλέον. Γιά αὐτό ταπεινά φρονῶ, πώς ἄφησα χρηστή διακονία σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δραστηριότητός μου στήν Νέα Ζηλανδία.
Θ: Μιλῆστε μου γιά τό πνευματικό «ὕψος» τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, τοῦ π. Νικολάου, τοῦ π. Παναγιώτη.  Περιγράφεται;
π. Κ: Αὐτό δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μέ ἀνθρώπινα κριτήρια.  Δέν μπορῶ δηλαδή... Εἶμαι πολύ μηδαμινός, ὥστε νά τό περιγράψω. Ξέρω ὅτι ἦταν πολύ ἁπλοί ἄνθρωποι, ἐργατικοί, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, συνειδητοί πιστοί τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης,  ἄνθρωποι τῆς ταπείνωσης, τῆς προσευχῆς.  Ζοῦσαν, βίωναν τόν χριστιανισμό καί στήν θεωρία καί στήν πράξη. Τά λόγια εἶναι πολύ φτωχά, ὥστε νά ἀποδώσουν τήν πλήρη ἔκταση, τήν ὅλη πνευματική πορεία αὐτῆς τῆς οἰκογένειας. Εἶναι παράδειγμα πρός μίμηση γιά ἐμένα σέ ὅλη τήν ζωή μου.
Θ: Φαίνεται ὅτι ἔχετε ταξιδέψει, ὅτι ἔχετε γνωρίσει πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἡ πνευματική ποιότητα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ...
π. Κ: Μέ τήν θεολογία, τήν ξερή θεολογία τῆς ἐπιστήμης τῶν Πανεπιστημίων, τῶν Ἱερατικῶν σχολῶν. Αὐτοί ζοῦσαν τήν θεολογία βιωματικά, πρακτικά, μέ τό: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε…, τοῦτο γάρ θέλημα Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς…, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς. Τό Πνεῦμα μή σβέννυτε, προφητείας μή ἐξουθενεῖτε. Πάντα δὲ δοκιμάζετε, τό καλόν κατέχετε· ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,18-22). Αὐτά τά ζοῦσαν βιωματικά, ὄχι μόνο θεωρία, ἀλλά καί πολλή πρακτική. Δεῖξε μου τήν πίστη σου ἐκ τῶν ἔργων σου, διότι «πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. 2,20).
Θ:  Φαίνεται ὅτι ἡ αὐτή ἡ γνωριμία σᾶς ἐπηρέασε πολύ καί ὅτι ἀκόμη σᾶς συγκλονίζει μετά ἀπό τόσα χρόνια.
π. Κ: Βεβαίως, γιατί, ὅσο ὑπάρχει ὁ ἀσκητής Παναγιώτης, πού εἶναι ἐν ζωῇ στό Ἅγιον Ὄρος, γιά μένα εἶναι ὁ πνευματικός μου πατέρας. Μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐπίσκοπος, πατριάρχης, ἱερομόναχος, ἱερέας.  Γιά ἐμένα, στήν συνείδηση τήν δική μου, εἶναι ὁ π. Παναγιώτης. Εἶναι λαϊκός, ἀλλά τόν ὀνομάζω «πατήρ», γιατί γιά ἐμένα εἶναι ὁ ἅγιος πατριάρχης, εἶναι ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος,  ὁ ἅγιος ἡγούμενος, εἶναι ὁ ἅγιος πατήρ. Ἔχω τέτοια ἐμπιστοσύνη στόν π. Παναγιώτη, πού μπροστά του,  γιά μένα, ὠχριοῦν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ρασοφόροι. Τό λέω μετά λόγου γνώσεως, χωρίς νά ὑποτιμῶ τά χαρίσματα τῶν ἄλλων, ὁποιασδήποτε βαθμίδας κληρικῶν. Γιά ἐμένα αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός μου πατέρας,  ὁ ὁδοδείκτης καί ὁ φαροδείκτης.
Θ: Θά λέγατε τό ἴδιο καί γιά τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Ναί καί γιά τόν πατέρα Νικόλαο. Δέν μπορῶ νά ξεχάσω τό χιοῦμορ του, τήν καταδεκτικότητά του, τήν ἀγάπη του στό πρόσωπό μου καί σέ ὅλα τά παιδιά,  στόν ἀδελφό μου, στόν Γιάννη τόν Χρονόπουλο καί στόν Χαράλαμπο τόν Ἀγγελακόπουλο.  Αὐτό τό γέλιο του,  αὐτή ἡ ταπεινότητά του!  Ὅλα τά παιδιά τοῦ κ. Ἀνδρέα, καί ὁ π. Νικόλαος καί ὁ π. Παναγιώτης καί ἡ Σοφία  καί ἡ Πηγή ἦταν ἐξαίρετοι, λαμπροί, καθαροί ἄνθρωποι, δειγματικοί. 
Θ: Ὁ πατήρ Νικόλαος φαίνεται πώς ἦταν δάσκαλος, πατέρας 12 παιδιῶν, ἱερέας, πατέρας ἄλλων παιδιῶν ἀπό τό Σκαγιοπούλειο, πού δέν εἶχαν τούς δικούς τους.
π. Κ: Βεβαίως!
Θ: Πῶς τά κατάφερνε ὅλα αὐτά τά πράγματα;
π. Κ: Γιατί εἶχε ἀγάπη, πολλή πίστη, καθαρότητα καρδιᾶς, ταπείνωση καί ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο. Μέ αὐτά ὅλα τά κατάφερνε. Ὄχι μόνο αὐτός, ὁ κάθε ἄνθρωπος.
Θ:  Ἡ πρεσβυτέρα του;
π. Κ: Ἁγία γυναίκα. Ὅταν τήν ἐπισκέφθηκα μέ τήν πρεσβυτέρα μου,  ἡ χαρά μου καί ἡ χαρά τῆς παπαδιᾶς μου ἦταν νά τήν βλέπω μέ τά παιδιά, τά ὁποῖα τά φώναζε μέ τά νούμερα. Ἐπειδή ἦταν πολλά, τά φώναζε «1», «2», «3», «5», «7». Ποτέ δέν θά τό ξεχάσω αὐτό.
Θ: Πέστε μου,  ἦταν τρυφερή;  Πῶς στήριζε τόν π. Νικόλαο!
π. Κ: Πώ, πώ!  Μέ πολλή ἀγάπη! Μέ πολλή ταπείνωση!  Μέ πολλή πίστη!  Μέ πολλή ὑπομονή, μέ πολλή ἀνεκτικότητα. Τά παιδιά, σάν παιδιά θά μάλωναν, θά ἔκαναν, καί ὅμως, ἦταν στοργικότατη μητέρα! Πώ, πώ! Ὅταν τό εἶδα ἐκεῖ. Πώ! Πώ! Πώ! Πώ! Ἡ τρυφερότητά της, ἡ ἀγάπη της, ἡ καταδεκτικότητά της, πώ, πώ, πώ, πώ, πώ!!
Θ: Καί στήριζε καί τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Πώ, πώ, πώ, πώ! Στά πάντα!
Θ: Ἀξία;
π. Κ: Μεγάλη ἀξία! Μεγάλη ἀξία!
Θ: Δηλαδή ὁ Θεός τούς ἕνωσε αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ὁ ἕνας στήριζε τόν ἄλλον.
π. Κ: Βεβαίως! (Γιά τήν πρεσβύτερα μίλησε μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό.  Ἔκανε  πολλές κινήσεις ἐνθουσιασμοῦ καί χαρᾶς μέ τό κεφάλι καί τά χέρια του).
Θ: Πέστε μου, σᾶς εἶχαν πεῖ ποτέ κάποια ἐμπειρία τους, κάτι πού εἶχαν βιώσει, κάτι πού δέν ξέρουν πολλοί ἄνθρωποι, ὅπως ἐγώ.
π. Κ: Ἐγώ δέν κάθησα πολύ καιρό στήν Πάτρα, γιατί μοῦ ἦλθε ἡ ὀργανική θέση καί πῆγα στό Γύθειο. Ἐκεῖ ἤμουν ὁ μοναδικός θεολόγος στό Γυμνάσιο καί στό Λύκειο καί εἶχα φόρτο ἐργασίας. Ἐπίσης, λόγῳ τῆς κατάστασης τῆς ὑγείας τῶν πεθερικῶν μου, ἀναγκάσθηκα νά βρεθῶ στήν Κρήτη, στό Γυμνάσιο τῆς Ἱεράπετρας καί ἐν συνέχειᾳ, ἐπειδή δέν εἶχα μέσο μετακινήσεως νά βρεθῶ στήν Μέση Ἐκπαίδευση κατ’ ἐντολή τοῦ τότε Νομάρχου. Ἔτσι χαθήκαμε ἕνα φεγγάρι πάλι.
Θ: Ἀπό μαρτυρίες ἄλλων ἀνθρώπων;
π. Κ: Ἐκεῖνο, πού μπορῶ νά προσθέσω, εἶναι ὅτι ἔπαιρνα τηλέφωνο τόν πατέρα Παναγιώτη, γιά νά μέ ἐνισχύει στήν ποιμαντική μου διακονία.  Μάλιστα δέ, ὅταν βρέθηκα στήν Κρήτη, μοῦ ἔστειλε μία ἐπιστολή,  ἡ ὁποία ἦταν προσωπική δική του, καί μέσα σέ αὐτή μου ἔγραφε  ὅτι ὁ Μητροπολίτης Λευκάδος, Νικηφόρος Δεδούσης, θά ἤθελε πολύ νά μέ προσλάβει ὡς γραμματέα καί ὡς ἐκπαιδευτικό κληρικό καί ὡς πρωτοσύγκελλο, γιατί εἶχε ἔλλειψη μεγάλη. Μοῦ ζητοῦσε, ἄν ἤθελα, νά ἐπικοινωνήσω μαζί του, ὥστε νά φύγω ἀπό τήν Κρήτη καί νά καταλάβω τήν προτεινόμενη θέση. Ὅμως, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ὑγεία τῆς πεθερᾶς μου, τό ἀνέβαλα. Τό σκεφτόμουν πάντοτε καί ἀκόμα τώρα, αὐτή τήν στιγμή πού ὁμιλῶ, σκέφτομαι αὐτή τήν ἐπιστολή, πού μου εἶχε στείλει ὁ πατήρ Πέττας, ὁ Παναγιώτης, καί τόν εὐχαριστῶ γιά αὐτήν τήν ἐπιλογή του.
Θ: Μοῦ δίνετε τήν ἐντύπωση ὅτι ὑπῆρχε κάποια ἀλληλογραφία. Ἔχετε φυλάξει τίς ἐπιστολές;
π. Κ: Τώρα πρέπει κάπου νά τήν ἔχω, ἀλλά ἔχω τόσα πολλά πράγματα καί δέν ξέρω ποῦ τά ἔχω,  στήν Κρήτη, στό σπίτι στό Ἡράκλειο, στό σπίτι στό χωριό τῆς πρεσβυτέρας στό Σχοινιᾶ, τά ἔχω ἐδῶ στήν Ἀθήνα;
Θ: Μόνο μία ἐπιστολή ἀνταλλάξατε;
π. Κ: Ναί, μόνο μία.
            Θ: Ἔχω λόγους νά πιστεύω ἀπό μαρτυρίες, ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν Χάρη ἐπάνω τους, ἐπικοινωνοῦσαν μέ τά Θεῖα, ἔβλεπαν φοβερά πράγματα.  Ἐσεῖς ἔχετε ἀκούσει κάτι τέτοιο; Κάποιος, ἄς ποῦμε, μοῦ εἶπε πώς ὁ π. Νικόλαος «πέταγε» στό Ἱερό, δέν πάταγε στήν γῆ. Τί ἔχετε νά πεῖτε γιά αὐτό;  Τόν θεωρεῖτε ἱκανό νά τό κάνει καί ἄς μήν τό ἔχετε καταμαρτυρήσει ὁ ἴδιος;
π. Κ: Ἀκοῦστε νά δεῖτε,  αὐτά ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ», θά ἔχει τόσα χαρίσματα, ὥστε οὔτε καί ὁ ἴδιος θά καταλαβαίνει τό πώς τά χαρίσματα  ὁλοκληρώνουν ἕναν πιστό, καί δή  ἱερωμένο καθαρό, ταπεινό, ἄνθρωπο τῆς πίστεως τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδας. Ὡς ἐκ τούτου, γιά μένα δέν εἶναι τίποτε τό ἄγνωστο εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἱερωμένος, πού πιστεύει, νά μπορεῖ νά ποιεῖ θαύματα. Κατ’ ἐμέ, αὐτόν πού εἶναι καθαρός καί πιστός μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁ Θεός τόν χαριτώνει, τόν ἁγιάζει, τόν φωτίζει καί τόν θεώνει ἐν ζωῇ.  Ἑπομένως δέν εἶναι ἀπίθανο τό νά κάνει θαύματα ἕνας κληρικός.
Θ: Ἐσεῖς ὁ ὁποίος τόν γνωρίσατε προσωπικά, νομίζετε ὅτι αὐτός ἀνήκει σέ αὐτή τήν κατηγορία κληρικῶν;
π. Κ: Βεβαίως καί δέν εἶναι ἀπίθανο, γιατί, ἐπειδή ἔζησα τήν οἰκογένειά του, τόν ἔζησα καί αὐτόν ἀρκετά χρόνια, ὅταν ἤμουν στήν Πάτρα, στό Σκαγιοπούλειο, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι ἀπίθανο αὐτό νά συμβεῖ σέ τέτοιους καθαρούς, πιστούς χριστιανούς.
Θ: Προλάβατε νά τόν δεῖτε, προτοῦ πεθάνει, γιατί πέθανε ξαφνικά.
π. Κ: Ὄχι, δέν τόν πρόλαβα.  Γιά τελευταία φορά τόν εἶδα τό 1987. 
Θ: Πέστε μου κάτι γιά αὐτήν τήν τελευταία, τήν ὕστερη συνάντηση.
π. Κ:  Ἄ!!! Πώ, πώ, πώ, πώ! Καταπληκτική!
Θ: Πέστε μου τί εἴπατε.
π. Κ: Στό Ἀσκητήριο τόν εἶδα. Εἶδα τόν πατέρα του τόν κ. Ἀνδρέα, τήν Ἑλένη, τόν π. Νικόλαο καί τόν π. Παναγιώτη. Ἀπό ἐκεῖ μέ πῆρε καί πήγαμε στό σπίτι μέ τό αὐτοκίνητό του, γιά νά δοῦμε τά παιδιά του καί τήν πρεσβυτέρα του. Ἐκεῖ γνώρισα, ἐκ τοῦ συστάδην, ὅλη τήν οἰκογένεια. Ἦταν ἡ τελευταία φορά, πού τόν εἶδα. Ἦταν ἁγνός, καθαρός ἄνθρωπος, ἱερωμένος, ἐκπαιδευτικός, ἄνθρωπος πού εἶχε φόβο Θεοῦ, πίστη, ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θ: Τί ἔλεγε γιά τόν Θεό;
π. Κ: Καί τί δέν ἔλεγε γιά τόν Θεό! Ἀφοῦ ἦταν χαριτωμένος, φωτισμένος, τά πάντα!  Ἡ ζωή του ἦταν χριστοκεντρική, θεοκεντρική.
Θ: Μά εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος μέ τόσα παιδιά, τόσα βάσανα, τόσα σχολεῖα καί τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου, πού εἶχαν γίνει τό 13ο τό 15ο τό 20ο παιδί νά μήν ἔχει κουραστεῖ, νά μήν ἔχει ἀπαυδήσει;
π. Κ: Ὄχι, ὄχι. Μᾶς εἶχαν σάν παιδιά τους. Ἐγώ τώρα, ἄν δέν εἶχα αὐτήν τήν δύναμη τῆς πίστεως, θά ἔπρεπε τώρα μετά ἀπό 10 ἐπεμβάσεις χειρουργικές νά εἶχα ἀποβιώσει. Μόνο στομάχου πέντε ἐπεμβάσεις! Ἔτσι μοῦ ἔλεγαν οἱ γιατροί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τό 2006, ὅταν ἔκανα τήν μεγάλη ἐπέμβαση.
Θ: Δηλαδή θά λέγατε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα σᾶς δίνουν δύναμη;
π. Κ: Βεβαίως, καί ὄχι μόνο αὐτό. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ὁ π. Χαράλαμπος ὁ Ἀγγελακόπουλος, ὁ ἀσκητής, πού τώρα εἶναι στά Καρούλια, ἦταν παιδί καί αὐτός τοῦ Σκαγιοπουλείου. Συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό: Τό 2006, ὅταν βρισκόμουν στόν Εὐαγγελισμό, γιά νά κάνω μία ἐπέμβαση πολλαπλή στομάχου, ἐντέρων καί χολῆς, χωρίς νά ξέρει ὅτι εἶχα κάνει ἐπέμβαση, ἐνῶ ἐγώ ἤμουν στό νοσοκομεῖο,  πῆρε τηλέφωνο στό σπίτι μου στήν Ἀθήνα καί εἶπε, χωρίς νά ξέρει σέ ποιόν μιλάει: «Μήν ἀνησυχεῖς πρεσβυτέρα, ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὁ παπάς θά γίνει καλά. Μήν φοβᾶσαι!». Μάλιστα πῆρε τρεῖς φορές. Ποῦ ἤξερε τό τηλέφωνό μου,  ποῦ ἤξερε ὅτι εἶχα κάνει ἐπέμβαση, ποῦ ἤξερε ὅτι μίλαγε στήν πρεσβυτέρα μου;  Μάλιστα τῆς εἶπε νά μοῦ πεῖ πώς θά ἔρθει ὁ χρόνος καί θά συναντηθοῦμε. Καί πράγματι, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἦρθε ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος  καί συναντηθήκαμε στό βιβλιοπωλεῖο «Ὀρθόδοξος Τύπος», στήν πλατεία Κάνιγγος, καί ἀφοῦ μιλήσαμε γιά 20 λεπτά- μισή ὥρα, ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιο Ὄρος.
Θ: Σκεφτεῖτε λιγάκι, ὅσο πίνετε καφέ, τί θά εἴχατε νά πεῖτε γιά τόν πατέρα Νικόλαο, γιά τούς γονεῖς του, γιά τόν πατέρα Παναγιώτη, τήν πρεσβυτέρα Ἀνθή; Σκεφτεῖτε κάτι, πού σᾶς ἔμεινε στήν μνήμη, κάτι ἀπό τό ὁποῖο ἀντλεῖτε δύναμη.
π. Κ: Νά σᾶς πῶ ἐκεῖνο, πού θά ἤθελα νά πῶ καί στόν π. Νεκτάριο: «Νά αἰσθάνεται λαμπρά, νά αἰσθάνεται καθαρά, νά ἔχει πίστη πάντοτε στήν ζωή του, γιατί τότε θά ἔχει πάντοτε τήν εὐλογία τους, ὄχι μόνο αὐτός, ἀλλά καί ὅλα τά ὑπόλοιπα παιδιά. Ἡ εὐλογία τοῦ πατέρα εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός ὅλα τά παιδιά πού ἀγαποῦν τούς γονεῖς τους: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἐξ. 20,12). Ἤ «Εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων» (πρβλ. Σοφία Σειράχ, 3,9). Θέλω νά τοῦ πῶ ὄχι μόνο ὁ Θεός νά τόν χαριτώνει, ἀλλά νά τόν ἁγιάζει, νά τόν καθοδηγεῖ σέ ὅλη αὐτή τήν πνευματική του διακονία τήν ἁγιαστική. Τό ἴδιο καί σέ ὅλα τά παιδιά τοῦ πατρός Νικολάου. Ποτέ νά μήν ξεχνᾶνε τόν πατέρα τους, πάντοτε νά τόν μνημονεύουν καί ἡ εὐχή του ἀπό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς πάντα θά τούς καθοδηγεῖ καί θά εἶναι ὁ φαροδείκτης καί ὁ ὁδοδείκτης σέ ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς τους ἐδῶ στήν γῆ. Νά αἰσθάνονται ὑπερήφανοι, πού εἶχαν τέτοιο ἱερέα καί πατέρα καί διδάσκαλο στήν ζωή τους. Ὅπως καί γιά τήν μητέρα τους, τό ἴδιο δυνατά καί καθαρά. Πάντοτε  νά τήν μνημονεύουν καί νά προσεύχονται γιά αὐτήν, καθώς καί γιά τόν π. Παναγιώτη τόν Πέττα καί τήν Πηγή, πού εἶναι ἐν ζωῇ. Πάντοτε εἶναι τά στηρίγματά τους στήν ζωή καί ἡ Πηγή καί ὁ Παναγιώτης ὁ Πέττας. Πάντοτε ἀπό τά παραδείγματά τους καί ἀπό τήν διδασκαλία τους καί πάντοτε αὐτήν τήν ζωή, πού εἶχαν  ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἡ θεία ἡ Ἑλένη καί ὁ μπαμπάς θά τούς καθοδηγοῦν καί δέν θά φοβοῦνται τίποτε καί θά περνᾶνε ὅλες τίς δυσκολίες στήν ζωή τους ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά καί μεταξύ τους νά ἔχουν πάντοτε ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα καί ταπείνωση.
Θ: Νομίζετε ἐκεῖ, ὅπου εἶναι, τώρα σᾶς σκέπουν;
π. Κ: Πάντοτέ μας σκέπουν κατά Χάριν καί Οἰκονομίαν Θεοῦ. Ἡ Χάρις πάντοτε ἡ ἁγιαστική ὄχι μόνο πρός τά παιδιά του, ἀλλά καί ὅλους, ὅσοι τόν γνώρισαν, τούς σκεπάζει, τούς φρουρεῖ καί προσεύχεται γιά αὐτούς στόν κόσμο τοῦτο τόν προσωρινό.
Θ: Ἄρα σᾶς στηρίζει, ἦταν τό παράδειγμα πρός μίμηση, ἅγιοι ἄνθρωποι, πού ζοῦσαν χριστιανικά καί νιώθετε ὅτι ἀκόμη εἶναι δίπλα σας.
π. Κ: Βεβαίως. Πάντοτε εἶναι δίπλα μου. Ἐγώ ζῶ μέ αὐτές τίς παιδικές μου ἀναμνήσεις μέ τόν μπάρμπα Ἀνδρέα, πού πήγαινα στό σαπωνοποιεῖο καί πάντοτε ψέλναμε ἤ τραγουδάγαμε τετράφωνα χορωδιακά τῶν Ἑπτανησίων, ὡραῖα παραδοσιακά ᾄσματα. Ἦταν κάτι τό ἀνεπανάληπτο.
Θ:  Ὅπως ἀνεπανάληπτη ἦταν ἡ πνευματική τους ὑπόσταση.
π. Κ: Βεβαίως.
Θ:  Πάτερ Κωνσταντῖνε, σᾶς εὐχαριστῶ. Μοῦ εἴπατε τόσα πολλά καί τόσα σπουδαῖα!  Θέλατε κάτι νά προσθέσετε!
π. Κ:  Τϊποτε!  Ἦταν ἅγιο σπίτι αὐτό! Δέν ἔχω τό προορατικό χάρισμα, ἀλλά ἕνα ἔχω νά πῶ.  Ἄν δέν γνώριζα αὐτό τό σπίτι, δέν θά ἤξερα ποιά θά ἦταν ἡ πορεία τῆς ζωῆς μου. Ἕνα ὅμως γνωρίζω, δηλαδή ὅτι μέ τήν γνωριμία αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ, πῆρα τίς βάσεις στήν νεανική μου ἡλικία νά ἀκολουθήσω τόν δρόμο, τόν ὁποῖο ἀκολούθησα μετέπειτα καί νά γίνω κληρικός, νά λειτουργῶ μέσα στό Ἅγιο Θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τά Ἄχραντα Μυστήρια τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Του Ἐκκλησίας καί νά προσεύχομαι γιά ὅλον τόν κόσμο καί γιά ὅλους τούς κεκοιμημένους τούς πιστούς βαπτισμένους χριστιανούς.
Θ: Οἱ ἴδιοι νομίζετε ἦταν προορατικοί; Ἐσεῖς λέτε δέν εἴσαστε. Ἔχετε λόγους νά πιστεύετε ὅτι ἦταν καί ἄς ἦταν ταπεινοί καί δέν τό ἔλεγαν; 
π. Κ: Δέν μπορῶ νά πῶ μέ σαφήνεια, γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός, γιατί «ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει ὁ Θεός».
Θ: Εὐχαριστῶ καί πάλι.
ΠΚ: Καί ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ  μέρος 2:  (2.12 λεπτά ὁμιλίας)
Θ: Ἀπό τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου ἔγιναν καί ἄλλοι ἱερεῖς ἤ ἀσκητές;
π. Κ: Ὅ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης ἔγινε δόκιμος μοναχός. Ὁ δεύτερος, πού ἔγινε μοναχός ἦταν ὁ Χαράλαμπος Ἀγγελακόπουλος, μετονομασθείς Χαρίτων, πού μονάζει στά Καρούλια. Ἔχουμε τακτική ἐπικοινωνία, γιατί ἐδῶ στήν Ἀθήνα, ὅπου βρίσκομαι, κοντά στό σπίτι μου, ὑπάρχει μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό ὁποῖο ὑπάγεται ὁ Χαρίτων Ἀγγελακόπουλος. Ἐκεῖ κάθε ἑβδομάδα βλέπω τόν ἱερομόναχο Νικόδημο Λαυριώτη, καί τόν ρωτάω γιά τόν πατέρα Χαρίτωνα. Ἔχουμε τακτική ἐπικοινωνία. Ἴσως ἔγιναν καί ἄλλοι μοναχοί ἤ ἱερεῖς, ἀλλά δέν τούς γνωρίζω.
Θ: Πάντως πιστεύετε ὅτι αὐτά τά παιδιά, πού ξέρετε ὅτι ἔγιναν ἱερεῖς ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τήν ὁρισμένη οἰκογένεια.
π. Κ: Ναί, ὅλα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 3 (10.5 ΛΕΠΤΑ)
π. Κ: Καί ὁ π. Παναγιώτης καί ὁ π. Νικόλαος εἶχαν «θηλυκό» μυαλό.  Γεννοῦσε τό μυαλό τους, εἴχανε εὑρηματικό, θηλυκό μυαλό. Εἶχαν τήν ἱκανότητα νά κατασκευάζουν μηχανές μέ βενζίνες, μέ πετρέλαια,  ἠλεκτρολογικά, μηχανολογικά.   Μποροῦσαν νά ἐφεύρουν ἄλλες μηχανές, νά τροποποιήσουν, νά μεταλλάξουν, νά ἐπισκευάσουν, νά κατασκευάσουν, εἶχαν φοβερό μυαλό!
Τόν γνώρισα τό 1960, ὅπου ὁ Παναγιώτης εἶχε ὑπηρετήσει στόν στρατό, στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας. Μάλιστα τοῦ ἔκαναν πρόταση νά παραμείνει στόν στρατό τοῦ ΝΑΤΟ, γιατί ἦταν ἱκανότατος ἐπάνω σέ πολλές ἐφευρέσεις, ἠλεκτρονικές, μηχανολογικές. Δέν θέλησε ὅμως νά παραμείνει. Γεννοῦσε τό μυαλό του μηχανές! Εἶχε μεθόδους πολλές μέσα στό μυαλό του!  Τό ἴδιο καί ὁ Νικόλαος.
Θ: Αὐτό πέστε μου! Σᾶς εἶχε μιλήσει ποτέ ὁ π. Νικόλαος γιά τούς μαθητές του, γιά τούς τρόπους, μέ τούς ὁποίους δίδασκε;
π. Κ: Ὅταν τόν εἶδα στήν Πάτρα, πού ἦταν τά παιδάκια του μικρά, τό 1986,  ἐνθυμοῦμαι ὅτι εἴχαμε ἀνταλλάξει ὁρισμένες μεθόδους γύρω ἀπό τό θέμα τῆς διδασκαλίας, τό τρόπο διδασκαλίας τῶν θρησκευτικῶν. Ἐγώ ἐνδιαφερόμουν νά μάθω ἀπό τήν ἐμπειρία τήν δική του, γιατί αὐτός εἶχε περισσότερες ἐμπειρίες καί γνώσεις ἀπό ἐμένα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν Παναγιώτη. Σέ ὅλα εἶχαν περισσότερα βιώματα ἀπό ἐμένα.
Θ: Τί σᾶς ἔλεγε ὁ π. Νικόλαος λοιπόν γιά τόν τρόπο, πού δίδασκε, καί τόν τρόπο, πού ἀντιμετώπιζε τά παιδιά; 
π. Κ: Κατ’ ἀρχήν εἶχε πολλή ἀγάπη. Τό δεύτερο στοιχεῖο ἦταν ὅτι ποτέ δέν ἐπέπληττε τά παιδιά. Προσπαθοῦσε νά μπεῖ μέσα στήν ψυχολογία τοῦ καθενός καί ἔμπαινε μέσα σέ αὐτήν ἀπό τήν οἰκογενειακή του παστάδα, δηλαδή τό ἐπάγγελμα τῶν γονέων του, τήν οἰκογενειακή κατάσταση κ.τ.λ.
Θ: Δηλαδή αὐτά, πού ἔλεγε στά παιδιά, προσπαθοῦσε νά τά παρουσιάζει ἔτσι, ὥστε νά τούς εἶναι σχετικά.
π. Κ: Ἐπίσης, ἐπειδή ὑπῆρχε μία διαφορετικότητα σύλληψης τῶν θεμάτων τῶν θρησκευτικῶν ἀπό παιδί σέ παιδί. Ἦταν ἰκανός καί κατεχάρης, δηλαδή γνώριζε πολλά ἀπό τήν θεολογία, εἶχε πολλές γνώσεις. Αὐτό τόν βοηθούσε νά βρεῖ διαφορετικούς θεολογικούς καί παιδαγωγικούς τρόπους, γιά νά ἐνεργήσει ἀνάλογα μέ τό παιδί καί τίς ἀνάγκες του. 
Θ: Ἄρα σᾶς συμβούλευε καί σάν δάσκαλος!
π. Κ: Ἔπειτα αὐτό τό διαπίστωσα, μόλις πῆγα στό σπίτι του μαζί μέ τήν παπαδιά μου καί εἴδαμε τά παιδάκια ἐκεῖ, τά ὁποῖα τά φώναζε μέ τόν ἀριθμό!  Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο μέ κατέπληξε, ἦταν τό πῶς χειριζόταν τήν ψυχολογία τοῦ κάθε παιδιοῦ. Γιά παράδειγμα, ὅταν τό ἕνα μάλωνε τό ἄλλο, κατάφερνε καί τά ἠρεμοῦσε.  Τό ἔκανε μέ ὄμορφο τρόπο, χωρίς νά βρίζει, χωρίς νά νευριάζει. Πῶ, πῶ, τί ἦταν αὐτό τό πρᾶγμα! Κάτι τό καταπληκτικό! Αὐτή ἡ διαπαιδαγώγηση στό σπίτι τῶν πολλῶν παιδιῶν, πέρασε καί μέσα στό σχολειό! Φοβερό!  Φοβερό!  Εἶχε μία πραότητα, μία νηνεμία, μία γαλήνη φανταστική. Κρατοῦσε μία κατάσταση ὁμοιόστασης, ὅπως λένε οἱ πατέρες, μέσα στήν τάξη, ὅπως καί στό σπίτι  μέ τά παιδιά. Μιά φορά, ὅταν ἤμουν στό σπίτι του, δέν θυμᾶμαι ποιό παιδάκι μάλωσε τό ἄλλο. Ἔκλαιγε τό καημένο καί φώναζε τόν μπαμπά.  Ὁ π. Νικόλαος ἔπιασε μέ μεγάλη στοργικότητα αὐτό, πού μάλωσε τό ἄλλο, τό πῆρε ἀγκαλιά καί τοῦ εἶπε: «Γιατί ἔκανες αὐτό τό πράγμα; Πήγαινε νά ζητήσεις συγγνώμη, νά φιλήσεις τόν ἀδελφό σου». Ἔκανε ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τό ἄλλο. Πώ, πώ, πώ!
Θ: Δηλαδή ἀντί νά πάει στό παιδί τό μαλωμένο πρῶτα, πῆγε σέ αὐτόν, πού τό μάλωσε, στόν θύτη.
π. Κ: Ναί. Ἀντί νά πάει στό θῦμα, πῆγε στόν θύτη. Τό ἔπιασε μέ μεγάλη στοργικότητα καί ἀγάπη. Αὐτή ὅμως ἡ ἀγάπη εἶχε καί τό μέτρο τοῦ ἐλέγχου ταυτόχρονα. Εἶχε ἕνα παιδαγωγικό δικό του τρόπο νά τό περνάει. Ἡ πολυπλοκότητα αὐτή τῶν πολλῶν παιδιῶν, ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν τόν δίδαξε πράγματα, πού τά πῆρε στό σχολεῖο.  Εἶχε ἄριστη ἐπιτυχία.
Θ: Καί στά παιδαγωγικά λέμε ὅτι ἐνθαρρύνουμε τήν θετική σκέψη,  κατηγοροῦμε ἤ κρίνουμε τήν πράξη καί ὄχι αὐτόν, πού τήν ἔπραξε. Κάτι τέτοιο φαίνεται νά ἐφήρμοζε.
π. Κ: Ναί, ναί. Εἶχε πολλούς τρόπους, δέν εἶχε ἕναν, γιατί αὐτός πού συνδέεται μέ τόν Θεό, φωτίζεται, καθαρίζεται  καί ἔχει μέσῳ τοῦ Θεοῦ πολλούς τρόπους παιδαγωγικούς. Δέν εἶναι μονοδιάστατος, ἀλλά εἶναι πολυδιάστατος στούς παιδαγωγικούς τρόπους καί τούς περνάει στά παιδιά.
Θ: Ἄρα μοῦ λέτε ὅτι ἡ καρδιά καί ἡ ψυχή του ὑπερέβαινε τήν θεωρία τῶν παιδαγωγικῶν.
π. Κ: Ναί, ναί. Αὐτά, πού διδάσκονται στίς παιδαγωγικές Ἀκαδημίες, δέν εἶναι τίποτα μπροστά στό πρακτικό μέρος, πού ἐφήρμοζε ὁ π. Νικόλαος.  Τίποτε!  Τίποτε! Εἶναι ἕνα μηδέν ἀπόλυτα!
Θ: Καί ἐγώ ἔτσι ἔχω καταλάβει μιλώντας σέ πολλούς μαθητές του.  Ἐπειδή δέν ἔχω γνώσεις πάνω στό θέμα,  βλέπω πόσο φτωχή εἶναι ἡ θεωρία.
π. Κ: Ἡ θεωρία δέν εἶναι τίποτε. «Μέ τά λόγια, χτίζω ἀνώγεια καί κατώγεια!». «Ἐκ τῶν ἔργων σου σέ κρίνω, πονηρέ δοῦλε!».
Θ: Φαίνεται ὅτι σεβόταν πολύ τά παιδιά.
π. Κ: Πολύ τά ἀγαποῦσε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πολλή παιδαγωγία, πού εἶχε στά παιδιά. Ἡ παιδοποιοία ἔπαιξε βασικό ρόλο. Ἡ ἀγάπη του πρός τήν οἰκογένεια, πρός τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρῶτα ἀπό ὅλα. «Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν».
Θ: Καί παρά δίπλα ἡ πρεσβυτέρα...
π. Κ: Βεβαίως, ἰσοδύναμα! Ἰσοδύναμα! Ἡ πρεσβυτέρα Ἀνθή ἦταν καταπληκτική ὡς μητέρα, ὡς παιδαγωγός, ὡς παιδαγωγός μάνα, καί στόν τρόπο ὁμιλίας καί στόν τρόπο ἀγάπης καί στόν τρόπο παραδείγματος. Τό παράδειγμά της,  ἡ ταπεινότητά της, ἡ στοργικότητά της! Τήν ἔβλεπες σάν τήν ὄρνι, ἡ ὁποία ἐπισυνάγει τά νοσσία αὐτῆς, ὅλα κοντά της.  Πολλή ἀγάπη!  Πώ, πώ, πώ!!!
Θ: Πολλές φορές, ὅταν οἱ μητέρες ἔχουν πολλά παιδιά, χάνουν λίγο τήν ὑπομονή τους. Τί θά λέγατε γιά αὐτό;
π. Κ: Ὄχι, ὄχι! Δέν τό εἶδα καθόλου, καί αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά χαρίσματά της.
Θ: Ἦταν τρυφερή;
π. Κ: Στοργικότατη, τρυφερότατη! Καί ἡ στοργή καί ἡ τρυφερότητα ἦταν ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελῆ πρός τά παιδιά.
Θ:  Γενικά φαίνεται ὅτι ἦταν ἀνιδιοτελής.
π. Κ: Ὤ!  Στά πάντα! Ἕνα ἄλλο, τό ὁποῖο δέν τόνισα σέ αὐτήν τήν συνέντευξη, εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ ἐλέους. Αὐτό φάνηκε ἀπό τήν συμπεριφορά τους σέ ἐμᾶς, τά παιδιά τοῦ Σκαγιοπουλείου. Ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια.  Ἦταν ἄνθρωποι ἐλεήμονες. Πέρα ἀπό τήν ταπείνωση, ἦταν ἐλεήμονες. Ἡ ἐλεημοσύνη τους ἦταν καταπληκτική.
Θ: Τί σᾶς ἔδιναν; Εἶχαν τόσα παιδιά οἱ ἴδιοι,  δέν εἶχαν πολλά νά δώσουν.  Ἐσᾶς τί σᾶς ἔδιναν;
π. Κ: Τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Ἡ συμπεριφορά σέ ἐμᾶς τά ὀρφανά παιδάκια ἦταν σάν νά ἤμασταν γεννημένα ἀπό αὐτούς τούς γονεῖς. Τέτοια ἀγάπη, τέτοια στοργικότητα. Ἤξεραν ὅτι ἤμασταν παιδάκια ὀρφανά καί μᾶς εἶχαν σάν παιδιά τους, καί καλύτερα ἀπό τά παιδιά τους.
Θ: Δηλαδή αὐτά, πού εἶχαν, τά ὑλικά ἀγαθά, μέ χαρά τά μοίραζαν. 
π. Κ: Ἡ κ. Σοφία, ἡ μητέρα τους, ὅταν πήγαινα στό σπίτι, «Κωστάκη» μέ φώναζε. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ. Τί κάνεις; Εἶσαι καλά;». Ἤμουν τό πρῶτο παιδί, πού πῆγε στό σπίτι τους καί ἔπειτα ἀκολούθησαν τά ἄλλα, ἀπό ἐμένα. Ἔτσι γνώρισα τόν π. Παναγιώτη καί τόν π. Νικόλαο. Ἐγώ εἶχα τήν δυνατότητα καί ἔλεγα στά ἄλλα παιδιά: «Ἐλᾶτε, πᾶμε ἐκεῖ, πᾶμε στούς καλούς ἀνθρώπους». Ἔτσι, μαζευτήκαμε καμμιά δεκαριά παιδιά! Ἔγινε ντόρος ὁλόκληρος στήν Πάτρα. Μᾶς ἔγραψαν στίς ἐφημερίδες. Μάλιστα ἀνακατεύτηκε καί ἡ Ἀσφάλεια τῆς Πάτρας ὅτι μᾶς ἔκαναν πλύση ἐγκεφάλου, ὅτι εἴμασταν Ἰεχωβάδες καί τά τοιαῦτα, ἐνῶ δέν συνέβαινε τίποτε ἀπό αὐτά.
(Συνέντευξη, μέρος  4: 6.14 λεπτά)
π. Κ: Ὅταν ἐνυμφεύμθην καί ὅταν ἤμουν στήν Αὐστραλία καί ὅταν πῆγα στήν Κρήτη καί ὅταν ἔγινα παπᾶς στήν Ξάνθη καί στήν Κομοτηνή καί ἀργότερα, ὅταν διορίσθηκα ἐκπαιδευτικός, τήν νύχτα πάντοτε τσαγάκι μέ ψωμάκι [συνήθεια πού ἀπέκτησα] ἀπό τόν παππού! (Γελάει πρόσχαρα).
Καί τί νά προσθέσω, ὅτι ἔμαθα νά πηγαίνω στίς ἀγρυπνίες τῶν Παλαιοημερολογητῶν, γιά νά μάθω τίς διάφορες ἐκκλησιαστικές τυπικές διατάξεις τῆς ὑμνολογίας; Δώδεκα ὧρες ἀγρυπνία, ἤ ὀκτώ, ἤ ἕξι, ἤ ἑπτά, ἤ ἐννέα, νά πηγαίνω στήν Κερατέα ἤ στό ἀνδρικό Μοναστήρι Μεταμορφώσεως Κουβαρᾶ, ἤ νά πηγαίνω μέ τόν Παναγιώτη ἔξω ἀπό τήν Πάτρα, ὅπου εἶναι μία παλαιοημερολογίτικη ἐκκλησία. Ἔμαθα τά πάντα, δηλαδή προτοῦ πάω στόν στρατό, ἤξερα τίς ἐκκλησιαστικές διατάξεις τῆς ἀγρυπνίας, γιατί ἔψελνα κιόλας.
Θ: Μοῦ εἴπατε πρίν πώς κάνατε καί καντάδες!  Πέστε μου!
π. Κ: Βέβαια, ἐπίσης ἔμαθα καί παίζω φυσαρμόνικα.
Θ:  Ὁ π. Νικόλαος ἔπαιζε φυσαρμόνικα!
π. Κ: Ἔ! Μαζί παίζαμε! Πώ, πώ, πώ!  Καί ἐδῶ στό σπίτι στήν Ἀθήνα, ἔχω τρεῖς σέ τρεῖς διαφορετικούς τόνους καί κάθομαι πολλές φορές στό μπαλκόνι καί παίζω φυσαρμόνικα καί περνᾶνε καί λένε: «Ἀκκορντεόν παίζει ἐδῶ; Τί γίνεται;». Καί ὅλος ὁ κόσμος κοιτάζει πάνω! Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ κάθομαι μέσα, γιά νά μήν φαίνεται τό πρόσωπό μου καί βγαίνει ἡ γειτόνισσα παραδίπλα, ἡ κ. Βασιλική,  καί μοῦ λέει «Παπούλη, τί ὡραία πού παίζεις φυσαρμόνικα!». 
Θ: Μόλις παίζετε φυσαρμόνικα, θυμόσαστε καί τόν π. Νικόλαο;
π. Κ: Βέβαια!  Ναί, ναί! 
Θ: Τί καντάδες λέγατε;
π. Κ: Τοῦ μπάρμπα Ἀνδρέα τοῦ ἄρεσε πολύ  αὐτό (τραγουδάει μία καντάδα)  καί μοῦ ἔκανε σεκόντο. Ὁ παπα-Νικόλας ἐρχόταν καί χωνόταν καί αὐτός. Πώ, πώ, πώ! Κάναμε τριφωνία μετά: Ὁ παπάς μπάσο, ἐγώ δευτέρα καί ὁ κυρ-Ἀνδρέας τενόρος. Ἄν καί ἡλικιωμένος εἶχε μία φωνή! Πραγματικά τενόρου!  Καί ἄκουγε ἡ κυρά Σοφία καί ἐρχόταν ἐκεῖ καί ἡ Ἑλένη καί κατέβαινε ἀπό πάνω, ἀπό τό ἀσκητήριο, ὁ Παναγιώτης. Σιγογέλαγε καί θαύμαζε!  Μετά ἀρχίζαμε τά ψαλτικά... Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο  ἄρεσε πολύ τοῦ Νίκου, τοῦ Παναγιώτη καί τοῦ κ. Ἀνδρέα, ἦταν τό Χερουβικό τοῦ πλαγίου τετάρτου.
Θ: Πῶς πάει αὐτό, γιατί δέν τό ξέρω...
π. Κ: (Ἀρχίζει νά ψέλνει τό χερουβικό)

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 5:  1.46 λεπτά)
π. Κ: Ὁ π. Παναγιώτης τρελλαινόταν, τοῦ ἄρεσε νά ψέλνω, γιατί σάν παιδί εἶχα γλυκύτατη φωνή. Δέν εἶχα δυνατή φωνή, ἄγρια, ἀλλά γλυκύτατη φωνή. Ἦταν φωνή ἐγκεφαλική. Συνδυάζεται μέ τίς σωστές εἰσπνοές τῆς γαστέρας.  Δέν κουραζόμουν καθόλου. Γιά αὐτό ἔτρωγα λίγο, γιά νά βγαίνει ἡ φωνή μου ἐγκεφαλική, γιατί αὐτό συνδυάζεται μέ τήν σωστή λειτουργία τῆς γαστέρας, ἔπρεπε νά εἶναι ἀνετότατη.  Ἄρεσε πολύ τοῦ παπα-Νικόλα,  νά ψέλνω ἐγώ καί νά μέ σιγοντάρουν. Ἤμουν ἡ βάση. Παρ’ ὅλο πού ὁ παπᾶς ἤξερε δευτέρα, ἐγώ  ἤμουν ἐκ γενετῆς πολύ τενόρος. Γιά αὐτό σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Ἰερόθεος ὁ Μητροπολίτης ὁ μετέπειτα, τό 1965, χειροτονηθείς Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης μέ πῆρε ἀπό τό Σκαγιοπούλειο καί μέ πῆγε γιά ἕνα διάστημα στήν χορωδία τοῦ Ἁγίου  Ἀνδρέου. 
Θ: Πολυτάλαντοι ἄνθρωποι!
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 6: 1.45 λεπτά)
Θ: Πῶς σᾶς ἐπηρέασαν στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή ὁ π. Παναγιώτης καί ὁ π. Νικόλαος;
π. Κ: Τό Α καί τό Ω ἦταν γιά μένα ἡ διδασκαλία τους, γιατί μοῦ ἔδωσαν νά καταλάβω ὅτι, ἄν δέν ὑπάρχει ὁ ἱεραποστολικός ζῆλος στόν ἱερέα, καλύτερα νά μήν γίνεται κληρικός. Αὐτό μέ ἐπηρέασε ἄμεσα. Μοῦ τό στήριξαν μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, διότι μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπάρχει τό ἱεραποστολικό φρόνημα στούς Προφῆτες. Στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει αὐτό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων μέχρι σήμερα. Αὐτό μέ ἐπηρέασε τά μέγιστα, γιά αὐτό καί ἀναγκάστηκα νά τό ἐπιτελέσω καί νά τό ἐφαρμόσω ὁλοκληρωτικά μέσα στήν πορεία μου ὡς κληρικοῦ καί ἐφημερίου τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό  ἀπεσπάσθην ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας στήν Νέα Ζηλανδία, μετά γιά δεύτερη φορά στήν Αὐστραλία καί πάλι μετά,ὡς συνταξιοῦχος, πῆγα οἰκειοθελῶς ἱεραποστολή δύο χρόνια περίπου στήν Γερμανία. Τό ἀποστολικό φρόνημά μου τό διδάχθηκα μέσα ἀπό τό φρόνημα τῆς διδασκαλίας τῆς οἰκογένειας Πέττα, τοῦ Παναγιώτη καί τοῦ π. Νικολάου.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 7: 3.13 λεπτά)
Θ: Πῶς σᾶς ἐπηρέασε ὁ ἀσκητής (ὁ π. Παναγιώτης) στό  ποιμαντικό σας ἔργο στήν Νέα Ζηλανδία;
π. Κ: Τά μάλα, διότι, ὅταν πῆγα στήν Νέα Ζηλανδία, ἦταν διηρημένοι, διχασμένοι σέ τέσσερις παρατάξεις. Ἡ πρώτη παράταξη ἦταν οἱ Δεσποτικοί, ἡ δεύτερη ἦταν οἱ κοινωτικοί, καί ἡ τρίτη ἦταν οἱ οὐδέτεροι. Βέβαια ὑπῆρχαν καί οἱ ἄπιστοι, πού δέν πατοῦσαν καθόλου. Κατόρθωσα μέσα ἀπό τά κηρύγματα νά ἐπέλθει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ. Μέ συγχωρεῖτε! Παπαδικοί, δεσποτικοί, κοινοτικοί καί οὐδέτεροι. Αὐτή ἦταν ἡ θλιβεροτάτη κατάσταση! Ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἐκκλησία τους ἡ κεντρική ἐπί ὀκτώ μῆνες δέν εἶχε ἱερέα. Τόν εἶχαν ἀποπέμψει οἱ κοινοτικοί  καί δέν τόν πλήρωναν καί γυρόφερνε μέσα στό Γουέλινγκτον σάν τήν ἄδικη κατάρα. Πῆγα ἐκεῖ καί τούς ἔνωσα. 
Θ: Ἄρα ἡ παιδαγωγική τῶν Πετταίων σᾶς ἐπηρέασε καί σέ αὐτό. Τήν εἴχατε σάν ὁδηγό στό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο δρούσατε, ὥστε ἡ κοινότητα νά ἑνωθεῖ.
π. Κ: Βεβαίως! Ἤμουν ὁ στυλοβάτης τῆς ἑνωτικῆς παστάδος τῶν πιστῶν ἑλλήνων χριστιανῶν ἐκεῖ. Κατόρθωσα, ὥστε ὁ Σύλλογος κυριῶν καί δεσποινίδων, πού ὅταν πρωτοπῆγα, εἶχαν μόνο 500 δολλάρια Ν. Ζηλανδίας στήν τράπεζα, ὅταν ἔφυγα, νά ἔχουν 75.000 δολλάρια. Μέ τήν ἑνότητα ἦλθε ἡ πνευματική ἄνοδος. Τό ἴδιο καί οἱ κοινοτικοί. Ὅταν πῆγα, μία εὐλαβής χριστιανή εἶχε δώσει 40.000 δολλάρια, γιά νά ἀγοραστεῖ σπίτι τοῦ ἱερέως καί αὐτό ἔκανε 170 (χιλιάδες) καί μέσα σέ τρία χρόνια τό ξεπλήρωσαν μέ τήν δική μου προσφορά, μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Ὁ Τζίμης ὁ Παπαδόπουλος, καλή του ὥρα, ἄν ζεῖ, ἔλεγε: «Βρέ παιδιά, νά κάνουμε αὔξηση στόν παπᾶ, ποτέ  δέν μᾶς ζήτησε χρήματα, τόσα χρήματα βγάζουμε, εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό».
Θ:  Ὅμως ἐσεῖς εἴχατε μάθει  ἀλλιῶς.
π. Κ: Μοῦ ἔκαναν τό εἰσιτήριο, ὅταν ἐπέστρεψα, γιά Ἀθήνα μέσῳ Σίδνεϋ, Λός Ἄντζελες, Λονδῖνο, Ἀθήνα καί μάλιστα, μοῦ ἔκαναν καί τούρ πέντε μέρες στό Λός Ἄντζελες.
(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ μέρος 8: 59 δεπτερόλεπτα).
π. Κ: Πῆγα στό πατρικό τους σπίτι, μάλιστα μέ μία ἐν ἐνεργείᾳ ἀστυνόμο, πού αὐτή τήν στιγμή ὑπηρετεῖ στήν Καισαριανή, τήν κ. Ἀγγελική Γιαννακοπούλου, γιά νά τῆς δείξω τό Σκαγιοπούλειο, πού ἔζησα, καί τό σπίτι, ἐκεῖ πού πήγαινα. Τόν εἶχα σάν πατέρα μου τόν Παναγιώτη. Ὅλη ἡ οἰκογένειά τους γιά μένα ἦταν τό Α καί τό Ω.  Πέρασα ἀπό ἐκεῖ καί ἄρχισα νά μιλάω γιά τό σπίτι καί συγκινήθηκα.  Μέ εἶδε μία κυρία, πού ἔκλαιγα.
Θ: Ἄρα, μαζί εἴσαστε ἀκόμη!
π. Κ: Ναί, εἶναι βιώματα αὐτά. Ἔγινα κληρικός ἀπό ἀπό αὐτά τά πράγματα!
Θ: Ὡραία! Δόξα τῷ Θεῷ!








Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Βίος του αγίου Χαράλαμπου



† ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Άγιος Χαράλαμπος

Ο ιερεύς της Μαγνησίας
Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς
ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.
Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.
Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοί­ξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ.

Γαλήνιος   μπροστά  στον οργισμένο  άρχοντα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος.
Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι.
Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:
—  Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;
—  Εγώ, του απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλεύς διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του, εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες...
—  Φθάνει, Γέροντα... αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν... Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;
Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:
— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν με θανατώσης, θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε ημείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλίτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!

Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.
— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέ­φτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Οργή και μίσος απάνθρωπον και κακία απερίγραπτος φούντωσε στις καρδιές τους. Διέταξαν αμέσως να γδάρουν τον υπέργηρον Ιερέα του Υψίστου ζωντανόν! Δεν λυπηθήκανε οι αλητήριοι τα βαθειά γηράματά του. Δεν σεβαστήκανε τα 113 του χρόνια!
Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:
— Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Ενώ όμως έλεγε αυτά ο Άγιος, όλοι όσοι τον βλέπανε (οι στρατιώτες, οι δούλοι, οι βασανισταί και οι άρχοντες), μένανε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσανε να καταλάβουνε ποιο ήτανε εκείνο που μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο πόνο, έδιδε στον Μάρτυρα τόση δύναμι και τόση ευτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, που τον γδέρνανε, ο Πορφύριος και ο Βάπτος, όταν είδανε την υπομονήν του Μάρτυρος, για να κερδίση την Βασιλεία του Θεού, πιστέψανε. Πετά­ξανε τα μαχαίρια και φωνάξανε:
— Είμαστε και ημείς Χριστιανοί! Φιλούσανε έπειτα τον Άγιο και του ζητούσανε να τους συγχω­ρέση.
Ο Έπαρχος τότε διέταξε και τους απεκεφάλισαν. Με χαρά το δέχτηκαν. Τότε και τρεις γυναίκες είπανε δυνατά:
— Και εμείς πιστεύουμε στο Χριστό !
Χαρούμενες  και αυτές   μαρτυρήσανε για το Χριστό. Η Εκκλησία τους γιορτάζει και τους 5 την 10ην Φεβρουαρίου μαζί με τον Άγιον Χαράλαμπον.

Στομώνουν οι χειράγρες
Του είχανε γδάρει το κεφάλι οι δυο δήμιοι, που μαρτυρήσανε. Οι άλλοι, που τους διεδέχθησαν, αρπάξανε τις χειράγρες. Αυτές ήσανε κάτι σαν σιδερένια χέρια με μυτερά νύχια. Αρχίσανε λοιπόν μ’ αυτές, απάνθρωπα να τους ξεσχίζουν τις σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ο Άγιος παρέμεινε προσευχόμενος.
Ξαφνικά όμως, συνέβη κάτι το περίεργο και θαυμαστό: Οι χειράγρες, τα σατανικά δηλ. όργανά τους, με τα οποία τραβούσανε λωρίδες από το κορμί του Αγίου, στομώσανε! Δεν μπορούσανε να σχίσουν το δέρμα και τις σάρκες του Αγίου! Τότε οι βασανισταί λέγανε κατάπληκτοι:
— Τί συμβαίνει; Μήπως αυτός εδώ είναι ο ίδιος ο Χριστός και ήλθε να μας τιμωρήση; Μήπως ο Θεός, που πιστεύει ο Χαράλαμπος, είναι αληθινός και γι’ αυτό στομώνει τις χειράγρες;
Τότε ένας δούκας, που άκουσε αυτές τις συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε και βρίζοντας στρατιώτες, δούλους και βασανιστάς, τους είπε:
— Είστε χαμένοι, είστε παράλυτοι, είστε ανίκανοι, τρέμουνε τα χέρια σας... Τώρα θα του δείξω εγώ... Αρπάζει αμέσως, αυτός μόνος του, τις χειράγρες και μανιασμένος θέλησε να τις μπήξη στο γέρικο υπεραιωνόβιο και ασκητικό κορμί του Ιερομάρτυρα. Ο Θεός όμως, για να ενισχύση την πίστι του Αγίου και για να του δείξη, ότι βρίσκεται κοντά του και παρακολουθεί τους πόνους του, έκαμε το θαύμα Του. Κόπηκαν αμέσως τα χέρια του δούκα από τους αγκώνας και κάτω και μείνανε κολλημένα με τις χειράγρες στο σώμα του Αγίου! Τρομαγμένος τότε ο δούκας, πονώντας και αυτός αφόρητα, έπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας και λέγοντας:
— Βοηθήστε με. Αυτός εδώ είναι επικίνδυνος. Μου έκοψε τα χέρια. Σώστε με... Σώστε με. Βοηθήστε με... Είναι μάγος...
Τότε ο ηγεμόνας πλησίασε και σαν είδε τα χέρια του δούκα κρεμασμένα από το σώμα του Μάρτυρα, από το κακό του έγινε έξω φρενών και έφτυσε τον Άγιο στο πρόσωπο. Ο Θεός όμως του το έδωσε και αυτού αμέσως το θαύμα. Στράβωσε αμέσως ο λαιμός του και κύτταζε τώρα το πρόσωπό του προς την πλάτη του! Ήτανε ο δυστυχής ένα ελεεινό και αξιολύπητο θέαμα.
Ο λαός της Μαγνησίας, που έβλεπε αυτές τις τιμωρίες του Θεού φοβήθηκε και παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
— Σταμάτα, σε παρακαλούμεν, Άγιε, την οργήν του Κυρίου. Μην ανταποδίδης κακόν αντί κακού. Αλλά όπως λέγει ο Χριστός, ευεργέτησε εκείνους, που σε μισούν.
— Ζη Κύριος ο Θεός μου, αποκρίθηκε ο Άγιος. Σας βεβαιώ, δεν το κάνω εγώ από κακία, αλλά τους τιμωρεί ο Κύριος, διότι είναι κακοί και ασεβείς. Το κάνει ο Κύριος ακόμη και διότι θέλει να τα βλέπετε σεις και να γίνουν παράδειγμα, για σας. Θέλει να Τον πιστέψετε, να Τον ακολουθήσε­τε και να σας δώση την αιώνια ζωή και Βασιλεία.
Το πλήθος τότε φώναξε συγκινημένο προς τον Κύριο, λέγοντας:
— Μην κάνης να χαθούμε, Δέσποτα. Αλλά συγχώρησέ μας σε ό,τι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοί από αυτούς, που είδανε με τα μάτια τους τη Δύναμι του Θεού και τα θαύματα, πιστέψανε. Αλλά και ο δούκας τώρα παρακαλούσε τον Άγιο, λέγοντας:
— Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησέ με τον ταλαίπωρον. Εγώ υποφέρω από πόνους τρομερούς, αλλά και συ έχεις επάνω σου το βάρος των κομμένων χεριών μου. Γιάτρεψέ με σε παρακαλώ, για να απαλλαγώ εγώ από τους πόνους και συ από το βάρος. Σου υπόσχομαι, ότι αν γιατρευθώ, θα πιστέψω στον δικό σου τον Θεό. Ο Άγιος τον λυπήθηκε και προσευχήθηκε στον Κύριο ως εξής:
— Σε ευχαριστούμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μας προστατεύεις. Ίδε τώρα την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων Σου και λύσε τους από τα αόρατα αυτά δεσμά, εις δόξαν του Αγίου Ονόματός Σου.
Μόλις είπεν τα λόγια αυτά, ακούστηκε από τον Ουρανό φωνή, που του έλεγε:
—Χαίρε, αθλητά Χαράλαμπε, συνόμιλε των Αγγέλων και ομότροπε των Αποστόλων. Ήκουσα την δέησίν σου και δίδω την ίασιν εις τους ασεβείς.
Αυτοστιγμεί τότε γιατρεύτηκαν όλοι, όσοι τιμωρήθηκαν! Ο δούκας που του αποκαταστάθηκαν τα χέρια του σαν πρώτα, πίστεψε στον Χριστό και βαφτίστηκε. Και ο ηγεμόνας που επανήλθε το πρόσωπό του στη θέσι του, σταμάτησε τον διωγμό κατά των Χριστιανών μέχρις ότου αναφέρει τα γενόμενα στον βασιλέα.
Ο Άγιος μεταφέρθηκε εν συνεχεία στο σπιτάκι του. Αυτό το σπίτι του έγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και τον βλέπανε. Κατάκοιτος και εξαντλημένος από όσα έπαθε, από το κρεββάτι του, τους δίδασκε τι πρέπει να κάνουν, για να σωθούνε. Εξωμολογούντο τις αμαρτίες τους. Αλλά και πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύανε και εβαπτίζοντο.
Τότε, μετά το μαρτύριό του, ο Άγιος έκανε πολλά θαύματα και πολλές θεραπείες ασθενών. Τυφλοί αναβλέπανε, κουτσοί περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι απαλλάσονταν από τα δαιμόνια και βρί­σκανε γαλήνη. Και πολλές άλλες αρρώστειες με την ευχή του Αγίου εξαφανιζόντανε. Ακόμη και αναστάσεις νεκρών έγιναν με την προσευχή του Αγίου.

Καρφιά στη ράχη του
Ο ηγεμόνας όμως βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, σηκώθηκε και πήγε μόνος του στο βασιληά. Του ανέφερε καταλεπτώς δια τον Άγιο όλα όσα συνέβησαν. Ο ασεβής Σεβήρος, αντί να πιστέψη, μόλις τ’ άκουσε, άναψε από τον θυμό του και έλεγε:
— Γιατί αμελείτε θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από προσώπου της γης αυτούς τους ασεβείς, που σας υβρίζουνε, και σας εμπαίζουνε;
Αμέσως κατόπιν έστειλε αρκετούς στρατιώτες με την διαταγή να καρφώσουν σ’ όλη τη ράχη του Μάρτυρος καρφιά κατόπιν να τον σύρουν από την Μαγνησία σε κάποια άλλη πόλι, Αντιόχεια ονομαζομένη. Δεν φαίνεται να ήταν η μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, διότι ήτανε πολύ μακρυά. Κατά δε την αρχαιότητα υπήρχαν και άλλες είκοσι οκτώ πόλεις, που έφεραν το όνομα Αντιόχεια.
Πράγματι! Πήγανε οι στρατιώτες και μπήξανε τα καρφιά με πολλή σκληρότητα και ασπλαχνία στο σώμα του Μάρτυρος. Κατόπιν τον δέσανε από την μεγάλην γενειάδα του και τον τραβούσανε αλύπητα οι απάνθρωποι, χωρίς καθόλου να σκεφθούν τα βαθειά γεράματά του.

Στην φωτιά να τον κάψουν
Έπειτα από αυτό οι στρατιώτες φοβηθήκανε και πήγανε τον Άγιο με άνεσιν στην Αντιόχεια. Δεν θελήσανε όμως και να παραβούν το πρόσταγμα του άρχοντός των.
Αλλά ο διάβολος μετασχηματίστηκε σαν γέροντας και φάνηκε στον Σεβήρο λέγοντας:
— Αλλοίμονό σου, βασιλεύ. Εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθε στην πατρίδα μου ένας μάγος, που τον λένε Χαραλάμπη, αυτός μου πήρε όλους τους στρατιώτες και ήλθα να σου το πω για να φυλαχθής να μη πάθης και συ το ίδιο.
Αυτό τον εξαγρίωσε τον Σεβήρο εναντίον του Αγίου. Γι’ αυτό όταν φέρανε μπροστά του τον Άγιο διέταξε να του καρφώσουν στο στήθος μια μεγάλη σούβλα. Κατόπιν να φέρουν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτιά και να καίνε τον Άγιο, ώσπου να ξεψυχήσει.
Περάσανε λοιπόν τη σούβλα στον Άγιο και επί πολλή ώρα τον καίγανε, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο Άγιος, διότι η φωτιά έσβησε. Ο Άγιος λες και ξανάνοιωσε. Στεκότανε ευθυτενής και ροδοκόκκινος.
Τότε ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον πάνε κοντά του. Πράγματι τον λύσανε. Και ο βασιλεύς, δια να δικαιολογηθή του είπε:
— Σου τα έκαμα αυτά τα μαρτύρια από φόβο διότι μου είπε ο βασιλεύς των Σκυθών ότι είσαι μεγάλος μάγος... Σε παρακαλώ να μην μνησικακήσεις εναντίον μου και σε ό,τι σε ερωτήσω να μου απαντήσεις. Πες μου πρώτα πόσων χρονών είσαι.
— Εκατόν δέκα τριών χρονών, του απάντησε ο Άγιος.
— Αφού λοιπόν τόσα χρόνια έζησες, πώς δεν έχεις λίγο μυαλό να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, παρά κάθεσαι και προσκυνάς τον Χριστόν, σαν να είσαι ανόητος;
— Επειδή, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τόσα πολλά χρόνια έζησα, εγνώρισα την Αλήθεια και προσκυνώ τον Αληθινό Θεό, τον Παντοδύναμο και Πανοικτίρμονα!

Τα δύο θαύματα
— Άκουσα, λέγει ο βασιλεύς, ότι μπορείς και νεκρούς ν’ αναστήσης.
— Αυτό, του απήντησε, μόνον ο Δεσπότης — Χριστός μπορεί να το κάμη, όχι άνθρωπος. Τότε ο Σεβήρος διέταξε και φέρανε εκεί ένα δαιμονισμένο, που βασανιζότανε ο δυστυχής από τον σατανά 36 χρόνια. Όταν αυτός έφθασε κοντά στον Άγιο, λες και καιγότανε από φωτιά, πονούσε τρομερά, γι’ αυτό φώναζε ο δαίμονας:
— Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης, αλλά ειπέ ένα λόγο και βγαίνω. Και αν θέλης να διατάξης, θα σου πω, διατί μπήκα σε αυτόν τον άνθρωπο.
— Λέγε, ακάθαρτο πνεύμα, του είπε ο Άγιος.
— Αυτός, είπε το πονηρό πνεύμα, έκλεψε τα πράγματα του γείτονά του και κατόπιν εσκότωσε τον κληρονόμον του. Και αφού τον βρήκα σε τέτοια αμαρτία, μπήκα μέσα του και τον βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ο Άγιος επετίμησε τον δαίμονα και εξήλθε.
—Πραγματικά, Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, είπε θαυμάζοντας ο βασιλεύς. Έπειτα από τρεις ημέρες, απέθανε κάποιος νέος. Και ο βασιλεύς λέγει στον Άγιο:
—Ανάστησέ τον αυτόν τον νεκρό αν μπορής.
Ο Άγιος για να δοξασθή το όνομα του Θεού, έκαμε πολλή προσευχή και αναστήθηκε ο νεκρός. Αυτό έκαμε μεγάλη κατάπληξιν σε όλους και πολλοί από τον όχλον πιστέψανε στον Χριστό. Ο πορωμένος όμως έπαρχος Κρίσπος είπε στον βασιλέα:
—Θανάτωσέ τον επί τέλους αυτόν τον άνθρωπο, γιατί με τις μαγείες του κάνει αυτά τα τερατουργήματα.
Αμέσως τότε ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη και λέγει προς τον Μάρτυρα.
— Θυσίασε, Χαράλαμπε, στους θεούς για ν’ απαλλαγής από τα βασανιστήρια.
— Όσο περισσότερο με βασανίσης, του είπε ο Άγιος, τόσο περισσότερο ευφραίνεται η ψυχή μου.
Τότε εξεμάνη ο βασιλεύς και διέταξε να του συντρίψουν με πέτρες τις σιαγόνες, και να κάψουν με λαμπάδες την γενειάδα και το πρόσωπόν του. Το πυρ όμως λες και είχε λογική, πήδησε και έκαψε όσους στεκόντουσαν κοντά.
Θαυμάζοντας με αυτά, που έβλεπε, ρωτούσε τους γύρω του άρχοντας ο βασιλεύς ποιος είναι ο Χριστός, που κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ο Κρίσπος, που ήταν έπαρχος είπε περιφρονητικά:
—Γεννήθηκε από μια γυναίκα, που την λέγανε Μαρία, ανύπαντρη και αμαρτωλή...
—Μη βλασφημάς έπαρχε, του είπε ο Αρίσταρχος, διότι εσύ δεν ξεύρεις από τέτοια μυστήρια.

Οι τύραννοι αιωρούνται
Τότε ο βασιλεύς μανιασμένος, γιατί δεν μπορούσε να κάμη τίποτε στον Άγιο γύρισε προς τον ουρανό και έρριχνε βέλη επάνω στον αέρα λέγοντας.
— Κατέβα, Χριστέ, αν είσαι Θεός στη γη να πολεμήσουμε. Τότε όμως έγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος και τρόμος κατέλαβε όλους. Από το σεισμό φαινότανε ο ουρανός ότι εσείετο σαν ένα δένδρο. Αστραπές και βροντές μεγάλες ηκούοντο και αίφνης ο βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλά στον αέρα. Φώναζε δε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον λέγοντας:
— Κύριε μου Χαράλαμπε, δίκαια τα παθαίνω. Παρακάλεσε όμως τον Κύριο και Θεό σου να με γλυτώση από την τιμωρία αυτή και εγώ υπόσχομαι να γράψω σε όλες τις πόλεις να δοξάζηται το Όνομά Του.
Τότε ήλθε εκεί και η κόρη του βασιλέως, που την λέγανε Γαλήνη και του λέγει:
—Πίστεψε στον Κύριο για να σε γλυτώση και να σε λύση απ’ αυτά τα δεσμά, γιατί είναι Οικτίρμων και Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αυτός ο Χριστός είναι Αληθινός, Θεός Αθάνατος. Όταν τα είπε αυτά προσκύνησε τον Άγιο και του είπε:
—Παρακάλεσε τον Κύριο ν’ απαλλάξη τον πατέρα μου από αυτούς τους πόνους και εάν μεν πιστέψη θα γίνη μεγάλο καλό, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον εσύ τον μισθόν σου μετά θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ο Άγιος και σταμάτησε η οργή του Θεού. Κατέβηκαν στη γη ο βασιλεύς και ο έπαρχος και επήγανε στο παλάτι. Μείνανε τρεις ημέρες έχοντας στο νου τους διαρκώς τον φόβον του Θεού και την οργήν Του.

Η Αγία Γαλήνη
Η κόρη του βασιλέως Γαλήνη είδε εν τω μεταξύ ένα όραμα και το ανέφερε στον Άγιο.
—Μου φάνηκε, του είπε, πως βρέθηκα σε ένα περιβόλι ωραιότατο, που είχε δένδρα ευωδέστατα και κρυστάλλινη πηγή. Εκεί κοντά ήτανε ο πατέρας μου και ο έπαρχος, αλλά ο φύλαξ του κήπου τους έδιωξε με μια πύρινη ράβδο, εμένα όμως με εσήκωσε και με έβαλε μέσα με τιμή και μου είπε:
— Σε σένα δόθηκε η κατοικία αυτή και σε όσους σου ομοιάζουν για να ευφραίνεσθε μαζί πάντοτε. Αυτά είδα και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου τα εξηγήσης.
— Ο κήπος, της αποκρίθηκε ο Άγιος, που είδες είναι ο Παράδεισος των δικαίων και εναρέτων εις τον οποίον σε έβαλε ο Δεσπότης - Χριστός. Και τούτο γιατί Τον πίστεψες. Τον πατέρα σου όμως και τον έπαρχο τους έδιωξε γιατί δυστυχώς θα αποστατήσουν πάλιν από Αυτόν και θα μας κακοποιήσουν οι δυστυχείς και αχάριστοι.
Έπειτα από τριάντα ημέρες ο Σεβήρος άλλαξε γνώμη. Κάλεσε τον Άγιον και του είπε:
— Θυσίασε στους θεούς. Μ’ αυτό θα υπακούσης στην εντολήν μου και θα τιμήσης τον εαυτόν σου.
— Τα λόγια σου, βασιλεύ, είναι πικρά και ασύνετα. Δεν πρέπει να συμμορφωθώ σ’ αυτά, εγώ είμαι δούλος του Θεού και σ’ Αυτόν υπακούω.
Του κακοφάνηκε του βασιληά, που του αντιμίλησε. Γι’ αυτό διέταξε να βάλουν στον στόμα του ένα χαλινάρι, σαν να ήταν άλογο, και να τον σύρουν σ’ όλη την πόλι για να τον ρεζιλέψουν. Το είπαν και το κάμανε. Ο Άγιος όμως στο διάστημα αυτό προσευχότανε λέγοντας:
— Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ έπλασες τον άνθρωπον και τον τίμησες με την θείαν Σου Εικόνα. Επίβλεψε και ίδε την μανίαν του εκτελεστού τυράννου διότι τα παθαίνω αυτά για το Όνομά Σου το Άγιον.

Στο σπίτι της ακόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ο τύραννος κι’ έστρεψε την οργή του στον Άγιο, που δίδαξε την Γαλήνη. Και για να τον εξευτελίση διέταξε να τον παραδώσουν σε μια χήρα και ακόλαστη γυναίκα για να τον φυλάξη στο σπίτι της. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε από τον εξευτελισμόν ως εξής:
Μόλις πήγε ο Άγιος στο σπίτι της ακούμπησε σε ένα ξηρόν ξύλινο στύλο. Και ω! του θαύματος αμέσως ο ξηρός στύλος εβλάστησε κι’ έκανε τόσα κλωνάρια ώστε εγέμισε όλο το σπίτι. Η χήρα εκείνη μόλις είδε τέτοιο παράδοξο θαύμα προσκύνησε τον Άγιο και του είπε;
— Πήγαινε από το σπίτι μου κύριε, γιατί δεν είμαι αξία για να είσαι κοντά μου.
— Μη φοβάσαι παιδί μου, της είπε ο Άγιος, πίστεψε μονάχα στον Κύριο, που είναι Θεός σπλαχνικός.
Την άλλην ημέρα, που είδαν οι γείτονες της χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο με άνθη και καρπούς μέσα στο δωμάτιό της, εθαύμασαν και μπήκανε μέσα στο σπίτι. Βρήκανε εκεί τον Άγιο, που δίδασκε και τον ερώτησαν:
— Πες μας, συ είσαι ο Χριστός, που λένε;
—Όχι, τους απάντησε. Εγώ είμαι δούλος του Δεσπότου — Χριστού του Αληθινού Θεού και με την Χάριν Του και την δύναμίν Του κάμνω τα θαύματα.
Τότε η γυναίκα εκείνη τους είπε την υπόθεσιν και εγκωμίαζε τον Άγιον. Όλοι τους δε τον προσκύνησαν, πιστέψανε στον Χριστό και βαπτιστήκανε. Την άλλην ημέρα ανήγγειλαν στο βασιλιά το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και ενώ όλοι εθαυμάζανε, ο πορωμένος έπαρχος είπε:
—Πρόσταξε βασιλεύ ν’ αποκεφαλίσουν αυτόν τον πλάνον, για να μην μείνη και κάνη και άλλα τέρατα και σημεία και πιστέψουν στον Χριστό περισσότεροι.

Τέλος ειρηνικόν
Πράγματι ο βασιλεύς εξέδωκε εναντίον του Αγίου την καταδικαστικήν απόφασιν. Οι δήμιοι επήραν την απόφασιν, πήρανε και τον Άγιο και τον φέρανε στον τόπο της θανατικής εκτελέσεως.

Ο Άγιος Χαράλαμπος καιόμενος επί της πυράς
Ο Άγιος όμως στο δρόμο, καθώς έσερνε τα κουρασμένα και πληγωμένα και γέρικα πόδια του, προσευχότανε με ψαλμούς προς τον Κύριον, που τους ήξερε απ’ έξω. Έλεγε μεταξύ των άλλων και τον εκατοστό ψαλμό:
«Έλεος και κρίσιν άσομαί Σοι Κύριε...».
Όταν ο Άγιος έφτασε εκεί σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε:
— Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, είπε, γιατί είσαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Συ Παντοδύναμε εκτύπησες τον εχθρόν μας διάβολον. Συ εκτύπησες και τον Άδην με το να απαλλάξης από τον θάνατο το ανθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου.
Τότε συνέβη και το εξής θαυμαστόν. Ανοίξα­νε για μια στιγμή οι Ουρανοί, φάνηκε ο Χριστός με πλήθος Αγγέλων. Κατέβηκε κοντά του και του λέγει:
—  Έλα, προσφιλέστατε και αγαπημένε μου Χαράλαμπε, που τόσο πολύ κακοπάθησες, για τ’ Όνομά Μου. Ζήτησέ Μου ποίαν χάριν θέλεις και θ’ ακούσω την δέησίν σου.
—  Και το ότι αξιώθηκα, αποκρίθηκε ο Μάρτυρας, να ιδώ την φοβεράν δόξαν της παρουσίας Σου, αυτό είναι μεγάλο χάρισμα σ’ εμένα τον ελάχιστο. Αλλά επειδή η αγαθότης Σου, Κύριε, με προστάζει να Σου ζητήσω χάρι, παρακαλώ να μου κάνης την εξής:
Σε όποιο τόπο βρεθή τεμάχιο από το λείψανόν μου και σ’ όποια χώρα γιορτάζουν το μαρτύριό μου, να μην γίνη εκεί ποτέ πείνα, ούτε πανώλης που θα θανατώνη τους ανθρώπους πρόωρα. Ούτε πονηρός άνθρωπος που να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι σ’ αυτόν τον τόπον ειρήνη σταθερή, ψυχών σωτηρία και σωμάτων θεραπεία. Να είναι αφθονία σίτου, οίνου, ελαίου, τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων.
Τύλαγε δε γερά τα βόδια και όλα τα τετράποδα ζώα των ανθρώπων για να γεωργούν τη γη και να δοξάζηται το Όνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σε παρακαλώ και τις αμαρτίες των, ως Αγαθός και Φιλάνθρωπος.
—Να γίνη πιστέ Μου δούλε, το θέλημά σου! Είπε ο Κύριος και αμέσως εξηφανίσθη.
Μετά ταύτα, ο Άγιος παρέδωσε αμέσως την αγιασμένη του ψυχή στο Χριστό ειρηνικά, πριν προλάβη ο δήμιος να του κόψη την κεφαλήν! Ο Θεός δεν θέλησε να ταλαιπωρηθή περισσότερο. Αρκετά βασανίστηκε.

Τα άγια λείψανά του θαυματουργούν
Το Άγιό του λείψανο το παρέλαβε κατόπιν η μακαρία Γαλήνη και το ενεταφίασε μέσα σε χρυσή θήκη, αφού του έβαλε πολύτιμα μύρα και αρώματα. Κατόπιν το Άγιο και πανσεβάσμιο λείψανο του ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν ευλαβείας στους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δε το Άγιο λείψανο τα βάσανα και κάθε ασθένεια, από όσους τον παρακα­λούνε.
Υπάρχουν και σήμερα σε πολλούς Ναούς και Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους. Η Αγία και πάντιμος Κάρα του βρίσκεται επάνω στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, εις το Μοναστήρι του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δε συχνά παράδοξα κι’ εκπληκτικά θαύματα. Υπάρχει εκεί και φυλλάδα, που περιέχει τα θαύματα του Αγίου.
Ιδίως φυλάττει τους ανθρώπους από την φοβερή νόσο της πανώλους. Γι’ αυτό όσες φορές ενέσκηπτε η φοβερή αυτή αρρώστεια, κατεβάζανε οι Πατέρες την Αγία Κάρα του κάτω στις πόλεις και το κακό σταματούσε αμέσως. Το 1812 η τρομερή αρρώστεια της πανώλους εθέριζε όλη την Ήπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσός ονόματι, πατέρας του Ζώτου Μολοσσού, που έγραψε το λεξικό των Αγίων Πάντων, επήγε στα Μετέωρα κι’ έφερε στην Ήπειρο την Τιμία Κάρα του Αγίου Χαραλάμπους και σταμάτησε το θανατικό.
Επίσης πολλοί πιστοί την καλούνε στα σπίτια τους, την κατασπάζονται μ’ ευλάβεια και κάνουν Αγιασμό. Και έτσι απαλλάσσονται από κάθε κακό.
Το 1897   έγινε ο Ελληνοτουρκικός  πόλεμος. Τότε οι Τούρκοι πήρανε την Αγία Κάρα και την εκτύπησαν με χίλιους δυο τρόπους για να ανοίξη και να πάρουν μόνον το αργυρό κουτί της. Δεν μπο­ρέσανε όμως να το ανοίξουνε. Ο Θεός τους έδωσε την τιμωρίαν, γιατί κάνανε οι Τούρκοι και άλλες ιεροσυλίες. Αρρωστήσανε δε όλοι τους βαριά. Πεθάνανε τότε 35.000 Τούρκοι στην Θεσσαλία από τύφο δια θαύματος του Αγίου.
Όταν έμαθε ο Σουλτάνος, ότι χάθηκε τόσος πολύς στρατός στην Θεσσαλία, έγραψε στον Διοικητή του τουρκικού στρατού, Εδέμ, επίσημο γράμμα και τον ρωτούσε:
—Πώς χάθηκε αυτός ο στρατός, αφού δεν έγινε καμμιά μάχη με τους Έλληνας; Και ο Εδέμ απήντησε τότε ως εξής!
—Όσοι Τούρκοι χάλασαν Εκκλησίες και Μοναστήρια πεθάνανε από τύφο. Εγώ το χέρι του Θεού δεν μπόρεσα να Το εμποδίσω. Όλοι οι κακοί Τούρκοι κακώς απέθαναν!
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ
Πολύ τιμάται σήμερα ο Άγιος Χαράλαμπος εις όλην την Ελλάδα. Εις τας Αθήνας υπάρχουν δύο Ναοί που γιορτάζουνε μεγαλοπρεπώς στις 10 Φεβρουαρίου. Ο Ένας είναι στα Ιλίσσια και ο άλλος στο πεδίον του Άρεως. Ιδιαιτέρως όμως τιμάται και μεγαλοπρεπώς εορτάζεται εις τα Φιλιατρά της Πελοποννήσου.
Το σπουδαίον είναι εις τον Άγιον αυτόν, ότι η μνήμη του διατηρείται μέχρι σήμερον τόσον ζωηρή, καίτοι πέρασαν αιώνες, και μολονότι δεν είχε συγγράμματα που να διαβάζονταν και να τον φέρνουν στο μυαλό μας. Πού οφείλεται αυτό; Ασφαλώς οφείλεται στην μεγάλην αγιότητά του, στα σκληρά μαρτύριά του και στα πολλά θαύματά του, που έχει κάμει μέχρι σήμερα και κάμει συνεχώς. Είναι δε τόσα πολλά τα θαύματά του, που για να γραφούν δεν έφθανε όχι μόνον το βιβλιαράκι αυτό, αλλά και πολύτομα και πολυσέλιδα βιβλία.
Αναφέρομεν ενδεικτικώς μόνον δύο θαύματά του σύγχρονα.

Πως έσωσε την πόλιν των Φιλιατρών
Το ένα έγινε στα Φιλιατρά το 1943, στο καιρό της μαύρης Κατοχής της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Το θαύμα αυτό συνεκίνησε και συγκινεί μέχρι σήμερα, όχι μόνον τους Φιλιατρινούς, αλλά και όλους τους Έλληνας.
Το Γερμανικό Στρατηγείο από την Τρίπολι διέταξε τον Γερμανό Διοικητή των Φιλιατρών, Κοντάου ονόματι, για κάποιο σαμποτάζ που είχαν κάνει οι αντάρτες, να κάψουν την πόλιν των Φιλιατρών, να σκοτώσουνε ένα αριθμόν προκρίτων Φιλιατρινών και να συλλάβουνε 1.500 άλλους Φιλιατρινούς και να τους στείλουν στη Γερμανία, από όπου φυσικά δεν επρόκειτο να γυρίση κανένας πίσω.
Ο αξιωματικός Κοντάου έδωσε με την σειρά του διαταγή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν την άλλη ημέρα στις έξη το πρωί με τα σύνεργα της καταστροφής, χωρίς οίκτο στην εκτέλεσι της διαταγής.
Αυτό, το έμαθε στην Τρίπολι ο ιεροκήρυξ Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, που κατήγετο από τα Φιλιατρά, θλίψις και στενοχώρια κατέλαβε όλους, δεν ξέρανε τι να κάνουνε για να γλυτώσουν τα Φιλιατρά και τους Φιλιατρινούς. Επήρε κάποιον που εγνώριζε τα γερμανικά και πήγε στο σπίτι του Γερμανού στρατηγού στη Τρίπολι. Σταθήκανε στο διάδρομο. Αλλά ακούσανε μέσα στο γραφείο του στρατηγού φωνές, κακό, βρισιές, αναστάτωση μεγάλη. Κάποια Ελληνίδα τον τράβηξε από το ράσο να φύγη, για να μην τους εκτελέσουν επί τόπου και αυτούς.
Βγαίνοντας τότε ο ιεροκήρυξ, ειδοποίησε όλα τα σπίτια των Φιλιατρινών στην Τρίπολι να προσευχηθούν τη νύκτα στον Άγιο Χαράλαμπο, τον πολιούχο των Φιλιατρών για να βάλη το χέρι του. Αυτός δε κλείστηκε στο δωμάτιό του και προσευχότανε με πόνο. Το ίδιο κάνανε στα Φιλιατρά οι κάτοικοι, που κάτι μυριστήκανε και αυτοί.
Ο Άγιος άκουσε την προσευχή τους και έκανε το θαύμα. Ο Άγιος παρουσιάζεται την νύκτα στον Κοντάου που κοιμότανε. Παρουσιάστηκε σαν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ιεροπρεπής, ιεροφορεμένος και με κατάλευκη γενειάδα. Ήτανε μια φυσιογνωμία, που δεν την είχε δη ποτέ στη ζωή του ο προτεστάντης ή μάλλον άπιστος Γερμανός. Ο σεβάσμιος γέροντας του είπε με γλυκύτητα:
—Άκουσε, παιδί μου, τη διαταγή που έλαβες να μην την εκτελέσης.
Το όνειρο ήταν ζωηρό και του έκανε εντύπωσι. Ξύπνησε και ξανακοιμήθηκε, αλλά με την απόφασι να εκτελέση την διαταγήν. Ξανά παρουσιάζεται ο Άγιος στον ύπνο του και του λέγει:
—Αυτό που σου είπα να κάμης. Την διαταγή να μη την εκτελέσης. Μη φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω να μην τιμωρηθής.
Ξαναξύπνησε και στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια που του είπε. Αλλά ήταν αδύνατο να μην εκτελέση την διαταγή, διότι θα εκτελούσαν αυτόν οι Γερμανοί. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναπαρουσιάζεται και εκ τρίτου ο σεβάσμιος γέροντας και του λέγει:
—Σου είπα να μην φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω και δεν θα τιμωρηθής. Θα σε φυλάξω δε εσένα και όλους τους άνδρας σου και θα γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας, χωρίς να πάθη κανένας τίποτε.
Στην αρχή θέλησε να αρνηθή την εντολή του Αγίου Χαραλάμπους, και να παραστήση τον γίγαντα. Αλλά παρ’ όλη την αθεΐα του, λύγισε, διότι εν συνεχεία τη νύχτα εκείνη, ο Γερμανός αξιωματικός, όπως έλεγε ο ίδιος, άκουσε στον ύπνο του φωνές και κλάμματα, σαν προέρχωνται από τυραννισμένους ανθρώπους κάπου εκεί δίπλα στην αυλή του. Ύστερα πλησίαζαν ζωντανές μορφές, που έμοιαζαν σαν γυναίκες, γυναίκες πολλές, που κτυπούσαν κεφάλια και στήθια από αφόρητη δυστυχία και πόνο. Θρηνούσαν, αγανακτούσαν και καταριόντουσαν από πόνο για την σφαγή των παιδιών τους και των εγγονών τους, που επρόκειτο να γίνη. Όλες αυτές οι φωνές γίνανε υστέρα σύννεφο και ανέβαιναν προς τα ύψη του Ουρανού, χωρίς να πέφτη τίποτε στη γη.
Και ακόμη έβλεπε στον ύπνο του ο Γερμανός αξιωματικός κάτι σκοτεινόμακρα σύννεφα, που έβγαιναν από το δωμάτιό του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιον, ο οποίος κρυβότανε από τα σύννεφα αυτά σαν να ήτανε άνθρωπος και σκοτείνιαζε τα πρόσωπα των στρατιωτών του. Άλλοι από τους Γερμανούς τρόμαζαν και άλλοι ζητούσαν βοήθειαν, κάμνοντας τον Σταυρό τους. Και όλοι τους τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από τους κορμούς των ελαιών.
Από τον τρόμο του ξύπνησε. Πήγε να μιλήση, αλλά δεν μπορούσε, παρά κρατούσε ανοιχτό το στόμα του και κοίταζε την εικόνα του ονείρου του. Κοίταζε το γέρο εκείνο, που τον είδε μέσα στο όνειρό του τρεις φορές και ο οποίος είχε μορφή Αγίου της Ορθοδοξίας. Όταν συνήλθε από τους εφιάλτες, άρχισε να σκέφτεται το κακό, που επρόκειτο να γίνη: Να σκοτώνωνται άνθρωποι και σαν τα σκυλιά να μένουν άθαφτοι. Να καίγωνται σπίτια σε ένα λεπτό, που απαιτούσαν αιώνες για να κτισθούν!
Οι σκέψεις αυτές τον αναστάτωσαν. Αλλά πάλιν έλεγε:
—Εγώ είπα να κάψω την πόλιν. Και θα την κάψω.
Τότε έκλεισε τα μάτια του. Και ο γέρος, ο Άγιος Χαράλαμπος, εμφανίσθηκε ξανά μπροστά του απειλητικός και επίμονος. Με φωνή δε δυνατή και επιτακτική του είπε:
—Πρόσεξε! Η πόλις δεν θα καή και οι κάτοικοι δεν θα συλληφθούν. Είναι αθώοι. Το ακούς;
Σηκώθηκε τότε ο Γερμανός, στερέωσε τα γόνατά του, που τρέμανε και πήρε το τηλέφωνο. Με τρεμάμενη φωνή τηλεφωνούσε στη Τρίπολι, στο Γερμανό Διοικητή της Πελοποννήσου. Και ο Διοικητής εκείνος άνοιγε το στόμα του, για να δώση συμβουλές αλλά πάλιν κόμπιαζε. Πήγαινε να αγριέψη, για να εκτελεστή η διαταγή του, αλλά δεν μπορούσε. Τί είχε συμβή; Και ο ίδιος αυτός το ίδιο βράδυ είχε δη στο όνειρό του τον Άγιο Χαράλαμπο όπως τον είδε και τον περιέγραψε στο τηλέφωνο και ο αξιωματικός του από τα Φιλιατρά. Τελικά αποφάσισε και είπε στον αξιωματικό των Φιλιατρών:
—«Γράψατε. Αναστέλλω την καταστροφήν της πόλεως. Έλθετε αμέσως ενώπιόν μου αύριον μεσημβρία».
Όταν ξημέρωσε ανακοινώθηκε η ανάκλησις της αποφάσεως των Γερμανών. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωί αγαλλίασις». Ξεχύθηκαν στο άκουσμα χαρούμενοι οι άνθρωποι στα καφενεία, στη πλατεία, στους δρόμους...
Μια ομάδα, τότε από Γερμανούς στρατιώτες και υπαξιωματικούς, έχοντες στη μέση τον αξιωματικό τους Κοντάου και δυο Ορθοδόξους ιερείς, περνούσαν από τους δρόμους και πηγαίνανε από τη μια Εκκλησία στην άλλη. Αρχίσανε από τον Άη Γιάννη, από τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Αθανάσιο και τελικά κατευθυνόνταν προς την Παναγιά.
Ο αξιωματικός έψαχνε να βρη την Εικόνα του Αγίου, που είδε στον ύπνο του. Όταν του ανοίξα­νε την πόρτα του Ναού της Παναγίας, ανεγνώρισε μέσα στις εικόνες τον Άγιο Χαράλαμπο, που είδε στον ύπνο του και τον πρόσταζε. Η φωνή του κόπηκε. Ντράπηκε για τον εγωισμό του. Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Σε λίγο τα κατέβασε. Έκαμε, αυτός ο Προτεστάντης και άθεος, τον Σταυρό του. Είπε μερικές προσευχές στη γλώσσα του, τις οποίες οι ιερείς δεν μπορέσανε να τις ερμηνεύσουν.
Ρώτησε εν συνεχεία τους Ιερείς να του πούνε ποιος ήτανε ο γέροντας της εικόνος. Του διηγηθήκανε, ότι αυτός είναι ο Άγιος Χαράλαμπος που υπέστη πολλά μαρτύρια για το Χριστό. Του είπα­νε έπειτα για τα θαύματα που έκανε, και κάμνει και άλλα πολλά.
Η χαρά των Φιλιατρινών και η ευγνωμοσύνη τους στον Άγιο δεν περιγραφότανε. Δοξάζανε το Θεό και ευχαριστούσανε τον Άγιο Χαράλαμπο για το θαύμα του.
Όπως δε του είπε του Φρουράρχου, ο Άγιος, αυτός και όλοι οι άνδρες της φρουράς εκείνης επέστρεψαν, όταν τελείωσε ο πόλεμος, στη Γερμανία και στα σπίτια τους, χωρίς να πάθη κανείς τους τίποτε.
Διετήρησε δε ο Γερμανός ζωηροτάτην την μνήμην του θαύματος κι’ ευγνωμονούσε τον Άγιο. Ήθελε να επιστρέψη από την Γερμανία για να τον προσκυνήση. Πράγματι, έπειτα από δύο χρόνια, ξεκίνησε με την γυναίκα του και ήλθανε από την Γερμανία στα Φιλιατρά. Δεν πρόλαβε όμως την γιορτή του Αγίου, διότι έφτασε μια μέρα αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου.
Όταν όμως τον είδανε οι Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρά μεγάλη και ξαναγιορτάσανε. Ψάλλα­νε δοξολογία και του κάνανε υποδοχές, γιορτές, τραπέζια και χαρές. Μέχρι σήμερα πολλές φορές ο Γερμανός αυτός με την γυναίκα του, τα παιδιά του και με άλλους πατριώτες του πήγαινε στις 10 Φεβρουαρίου στα Φιλιατρά και προσευχηθήκανε με πίστι στον Άγιο. Στην καρδιά του άνθισε η Ορθοδοξία.

Στην Πολυκλινική των Αθηνών
Το άλλο θαύμα έγινε εις τον Κων/τίνον Λιβαδάν, υπάλληλον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν ήτανε νέος. Ιδού πώς το περιγράφει:
«Τον Ιανουάριο του 1931 ενοσηλευόμην στην Πολυκλινικήν Αθηνών με απόστημα εις το ήπαρ. Επί τεσσάρας εβδομάδας με εβασάνιζε ο πυρετός. Είχαν νυχθημερόν 38-40 βαθμούς και πόνους φοβερούς. Απεφασίσθη να γίνη εγχείρισις.
Ήταν παραμονή του Αγίου Χαραλάμπους 9 Φεβρουαρίου του 1931. Το εσπέρας και ενώ ευρισκόμην ένεκα του μεγάλου πυρετού εις λήθαργον και εξαντλητικήν κατάστασιν, βλέπω να εισέρχεται ένας ιερωμένος μεγαλοπρεπής με μακρυά γενειάδα. Επλησίασε εμένα και όχι τον απέναντί μου ασθενή, που χαροπάλευε από περιτονίτιδα. Μου εθώπευσε το κεφάλι και μου είπε: «Μη φο­βάσαι... Αύριο θα είσαι τελείως καλά. Είσαι καλό παιδί».
Ερώτησα, όταν έφυγε, την ευρισκομένην κοντά μου και τελούσαν χρέη νοσοκόμου Μοναχήν Ευανθίαν, ποιος ήτο ο Κληρικός, που ήλθε;
—Δεν είδα κανένα Κληρικό, είπε εκείνη.
Της εξιστόρησα κατόπιν το συμβάν. Σταυροκοπήθηκε και μου είπε:
—Αύριον είναι του Αγίου Χαραλάμπους, θα είσαι καλά.
Έπεσα κατόπιν εις βαθύτατον ύπνον. Ο πυρετός από την ώραν εκείνην άρχισε να κατεβαίνη. Το πρωί ήμην απύρετος, τελείως καλά και χωρίς πόνους στο ήπαρ. Το πρωί με εξήτασαν ο χειρούργος καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος και ο αδελφός του Ανδρέας, παθολόγος, να κανονίσουν τα της εγχειρίσεώς μου. Ερευνούσαν και αναζητούσαν δια της ψηλαφίσεως το απόστημα, αλλά δεν το εύρισκον, ούτε την σκλήρυνσιν και την διόγκωσιν (οκτώ δακτύλων) του ήπατος. Το ήπαρ ήτο φυσιολογικόν!
Η Μοναχή εξιστόρησε εις τους Καθηγητάς το νυκτερινό συμβάν. Μου δείξανε και την Εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους, την οποίαν ανεγνώρισα. Ήταν ο ίδιος που είχα ιδή. Οι καθηγηταί κατάπληκτοι ανεφώνησαν:
—Ψηλά τα χέρια. Κάτω τα μαχαίρια. Απόψε έγινε θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους στην Πολυκλινική!
Αργότερα και μετά παρέλευσιν ετών έμαθα, ότι ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ιατρός των λοιμωδών νόσων, όπως ήταν και η ιδική μου».
Κ. ΛΕΙΒΑΔΑΣ
Ο Άγιος Χαράλαμπος στη ζωή του λαού
Ο Άγιος Χαράλαμπος σε πολλά μέρη της Ελλάδος τιμάται, διότι είναι προστάτης από τας λοιμώδους νόσους και ιδίως από την πανούκλα. Γι’ αυτό και ο Άγιος απεικονίζεται πατώντας την πανώλη, η οποία παρουσιάζεται, σαν ένα τερατόμορφο γύναιο που ξερνάει καπνούς από το στόμα. Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός την χάριν αυτήν.
Ήτανε μεγάλη η υπηρεσία, που προσέφερε ο Άγιος στους γεωργούς τότε που δεν υπήρχαν κτηνίατροι, τα δε βόδια ήτανε αναγκαιότατα στην οικογένεια.
Παλαιότερα οι ζευγολάτες, την παραμονή της γιορτής του Αγίου ανάβανε στα σπίτια τους κοντά στο τζάκι μια μεγάλη λαμπάδα από καθαρό κηρί εις μνήμην του Αγίου και καιγότανε όλη την νύχτα. Το δε πρωί πηγαίνανε πρόσφορο στην Εκκλησία για να λειτουργηθή. Και όλα αυτά για να φυ­λάξη ο Άγιος Χαράλαμπος τα βόδια του γερά καθ’ όλη τη χρονιά.
Είναι προστάτης και όλων των ζώων. Γι’ αυτό στη Κρήτη οι τσοπάνηδες, όταν τα ζωντανά τους δεν πάνε καλά, τον παρακαλούνε να τα θεραπεύση.
Στην Πρέβεζα ο Άγιος Χαράλαμπος είναι πολιούχος. Στην Εικόνα του κρεμάνε πλήθος αφιερωμάτων. Από τα αφιερώματα χαρακτηριστικό είναι ένα πουκαμισάκι που κατασκευάζεται από πανί. Αυτό γίνεται σε μια μέρα!. Γι’ αυτό λέγεται και μονομερίτικο...
Αυτό συμβαίνει ως εξής: Κάποια νύχτα συγκεντρώνονται σ’ ένα σπίτι μερικές γυναίκες, όπου γνέθουν και υφαίνουν βαμβάκι. Μ’ αυτό το ύφασμα, που γίνεται σε μια μέρα φτιάχνουν το πουκαμισάκι.
Το αφιέρωμα αυτό ξεκινάει από ένα γεγονός που αναφέρεται στην θαυματουργή δράσι του Αγίου. Κάποτε τον Άγιο Χαράλαμπο τον επεσκέφθησαν χωρικοί που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους κι’ έτρεξαν κοντά του γιατί η πανώλης τους θέριζε καθημερινώς. Από ευγνωμοσύνη δε διότι ο Άγιος στάθηκε προστάτης τους, του έκαναν δώρο ένα πουκάμισο που γνέθηκε και πλέχθηκε από βαμβάκι και ράφτηκε μέσα σε μια μέρα...

Απολυτίκιον. Ήχος δ’.
Ταχύ   προκατάλαβε.
Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες. Έλαμψας εν τω κόσμω, δια του Μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων την σκοτόμαιναν, μάκαρ. Διό εν παρρησία Χριστώ, πρέσβευε σωθήναι ημάς.

Κοντάκιον. Ήχος δ’.
Επεφάνης σήμερον
Ως φωστήρ ανέτειλας, εκ της εώας, και πιστούς εφώτισας, ταις των θαυμάτων σου βολαίς, Ιερομάρτυς Χαράλαμπες. Όθεν τιμώμεν, την Θείαν σου άθλησιν.