Αρχιμ.
Κυρίλλου Κωστοπούλου Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών Δρος Θεολογίας: Η άποψη ότι το
θέμα της αμφίεσης της γυναικός, μέσα στα πλαίσια του εκκλησιαστικού αγώνος και
της σωτηρίας της ψυχής, δεν είναι και τόσο σημαντικό, είναι λανθασμένη.
Από
την Αρχαιότητα ακόμη υπήρχε η γνώμη ότι όταν η γυναίκα δεν προσέξη την σεμνή
ενδυμασία αποβάλλει και την αιδώ: «Άμα δε κιθώνι (χιτώνι) εκδυομένω συνεκδύεται
και την αιδώ γυνή» (Ηροδότου, Ιστορία, 1, 8, 14).
Στην
Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ότι ο Ίδιος ο Δημιουργός μας Θεός φρόντισε να ενδύση τα
γυμνά σώματα των πρωτοπλάστων μετά την πτώση τους: «Και εποίησεν κύριος ο θεός
τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς» (Γεν. 3,
21). Η ενδυμασία εδόθη στον άνθρωπο μετά την παρακοή του, για να καλύπτη το
σώμα του και να ενθυμήται την πτώση του και την απογύμνωσή του από την Χάρη του
Θεού. Κι αυτό το έκαμε ο Θεός «προς το μη γυμνούς είναι και ενασχημονείν», κατά
τον Ιερό Χρυσόστομο (βλ. PG 53,149).
Στην
Καινή Διαθήκη η ενδυμασία υφίσταται ως κάλυψη του ναού του Θεού, δηλαδή του
σώματός μας (πρβλ. Α´ Κορ. 3, 16. 6, 19. Β´ Κορ. 6, 16), αλλά και ως σφραγίδα
αγνότητος, συνεχούς νήψεως και υγείας πνευματικής ( Πρβλ. Μαρκ. 5, 15. Λουκ. 8,
35).
Ο
Απόστολος Παύλος τονίζει την σημασία, την οποία έχει η εξωτερική εμφάνιση,
ιδιαιτέρως για την χριστιανή γυναίκα που θέλει να είναι θεοσεβής: «Ωσαύτως
[και] γυναίκας εν καταστολή (δηλ. ενδυμασία) κοσμίω μετά αιδούς και σωφροσύνης
κοσμείν εαυτάς, μη εν πλέγμασιν και χρυσίω η μαργαρίταις η ιματισμώ πολυτελεί,
αλλ᾽ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν» (Α´ Τιμ. 2, 9-10). Στο χωρίο
αυτό δηλώνεται εμφανέστατα ότι η ενδυμασία δεν είναι δευτερευούσης σημασίας,
αλλά φανερώνει την σεμνότητα η μη της ψυχής: «Τη περιβολή μηνυούση των ψυχών
την σεμνότητα» (PG 82, 801).
Έτσι,
λοιπόν, όποιοι και όποιες «αναισχύντως απογυμνούν, α συγκαλύπτειν
ευσχημονέστερον» (Μ. Βασιλείου), δεν καλύπτουν, δηλαδή, το σώμα τους και το
αποκαλύπτουν στα μάτια των άλλων, αυτοί είναι άσεμνοι – ασεβείς. Και τούτο
γιατί ασεβούν σε κάτι που δεν τους ανήκει, αφού το σώμα μας ανήκει στον
Δημιουργό μας Θεό: «ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α´ Κορ. 6, 20). Ο Ιερός Χρυσόστομος
είναι κατηγορηματικός: «Ει γαρ αλλότριόν εστι το σώμα, ουκ έχετε εξουσίαν
αλλότριον σώμα υβρίζειν, φησί, και μάλιστα όταν η Δεσποτικόν, ουδέ ναόν
μολύνειν του Πνεύματος» (PG 61,147). Αλλά και ο Μ. Αθανάσιος είναι απόλυτος στο
ζήτημα της σεμνότητος: «Ουκ εκδύση γυμνός· νυκτός δε και ημέρας το ιμάτιόν σου
έστω καλύπτον την σάρκα σου» (Πρβλ. PG 28, 264C).
Καταφαίνεται,
λοιπόν, εκ των ανωτέρω ότι η σεμνή ενδυμασία φανερώνει την ταπεινή και αγνή
ψυχή, διότι η εξωτερική εμφάνιση οπωσδήποτε επιδρά ουσιαστικώς στην ψυχή. Είτε
την ξιπάζει, την φέρνει σε κενοδοξία και έπαρση με την ανταρσία της ασέμνου
περιβολής είτε την φέρνει σε κατανυκτική υποταγή και ταπείνωση με την σεμνή και
μεμετρημένη περιβολή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επισημαίνει ότι το
«πανταχόθεν περιστέλλεσθαι καλώς, όπερ εστί πολλού φόβου σημαντικόν», δηλαδή
ότι η σεμνή ενδυμασία δηλώνει τον φόβο του Θεού. (Βλ. PG 95, 1005).
Η
άσεμνος ενδυμασία, «το πάθος του καλλωπισμού της περιβολής των ιματίων», κατά
τον Ιερό Χρυσόστομο, οδηγεί στην πορνεία, η οποία είναι το άμεσο η απώτερο
κίνητρο για την χρήση της. Η σεμνότητα, αντιθέτως, την αποτρέπει και ελκύει την
Χάρη του Θεού.
Άσεμνη,
όμως, είναι και η χρήση της ανδρικής ενδυμασίας (πανταλόνι) από τις γυναίκες. Η
Εκκλησία τιμά και σέβεται την προσωπική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου. Είναι
αντίθετη στην ισοπέδωση των δύο φύλων, η οποία μετά μανίας επιχειρείται κυρίως
στην εποχή μας με την ανδρική αμφίεση των γυναικών. Ο Θεός και Δημιουργός μας
από την Παλαιά Διαθήκη ακόμη εφιστά την προσοχή στο θέμα αυτό. Διαβάζουμε στο
Δευτερονόμιο: «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ
στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα κυρίω τω θεώ σού εστιν πας ποιων ταύτα» (22,
5). Ο όρος «βδέλυγμα» δηλαδή «αηδία, σιχασιά, αποστροφή, βδελυγμία», δηλώνει
πόσο σοβαρώς λαμβάνει υπ᾽ όψιν ο Δημιουργός μας Θεός την εναλλαγή της
ενδυμασίας μεταξύ ανδρός και γυναικός. Δεν θέλει να διαταράσσεται η φυσική τάξη
διαχωρισμού αρσενικού και θηλυκού. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ερμηνεύοντας
το προηγούμενο χωρίο, επισημαίνει ότι αποτελεί ακαλλέστατο, άσχημο θέαμα και
βδέλυγμα ενώπιον του Θεού η ένδυση της γυναικός με ανδρικό ένδυμα, ενώ η χρήση
γυναικείων συνηθειών στην ένδυση εκ μέρους των ανδρών αποτελεί έσχατο σημείο
εκθηλυσμού (Βλ. PG 68, 368A).
Επειδή,
όπως κατανοούμε, το ζήτημα της εναλλαγής της ενδυμασίας μεταξύ των δύο φύλων
δεν είναι παρωνυχίδα, για τον λόγο αυτό ασχολήθηκαν και οι Πατέρες
στηλιτεύοντάς το. Οι Πατέρες οι συγκροτήσαντες την εν Γάγγρα Σύνοδο (340) είναι
τόσο κατηγορηματικοί στο θέμα αυτό, ώστε με τον ΙΓ´ κανόνα τους αναθεματίζουν
την γυναίκα, η οποία θα ενδυθή με ανδρικά ρούχα, έστω και με την αγαθή πρόθεση
της μοναστικής ασκήσεως: «Ει τις γυνή διά νομιζομένην άσκησιν μεταβάλλοιτο
αμφίασμα, και αντί του ειωθότος γυναικείου αμφιάσματος ανδρώον αναλάβοι,
ανάθεμα έστω» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα 3, 109). Στον κανόνα αυτό γίνεται για
πρώτη φορά διαχωρισμός μεταξύ γυναικείου και ανδρικού αμφιάσματος και
«κατάλληλος τη γυναικεία φύσει στολή» (Βαλσαμών, οπ.π.). Η Εκκλησία εντοπίζει
γρήγορα τον κίνδυνο που ελλοχεύει με αυτή την καινοτομία και την καταδικάζει
πριν εξαπλωθή στο σύνολο του γυναικείου κόσμου.
Επιπροσθέτως,
η ΣΤ´ Οικουμενική Σύνοδος (691) με τον ΞΒ´κανόνα επανέρχεται στο θέμα αυτό και
επιβάλλει επιτίμιο αφορισμού σε εκείνους, οι οποίοι έστω και χάριν αστειότητος
θα ενδυθούν το ένδυμα του αντιθέτου φύλου: «Μηδένα άνδρα γυναικείαν στολήν
ενδιδύσκεσθαι, η γυναίκα την αδράσιν αρμόδιον… τους ούν από του νυν τι των
προειρημένων επιτελείν εγχειρούντας… αφορίζεσθαι» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα 2, σ.
448). Ο Όσιος Νικόδημος, σχολιάζοντας τον κανόνα αυτόν, λέγει μεταξύ άλλων:
«Και όντος (sic) βδελύγματα είναι ταύτα εις τον Θεόν, και των χριστιανών
αλλότρια, τα οποία πρέπει οι Άγιοι Αρχιερείς να επιμεληθούν με όλα τα δυνατά
των, να τα εμποδίσουν, ως κατηγορίαν όντα του Χριστιανισμού, με επιτίμιον
αφορισμού» (Πηδάλιον [1976], σ. 276). Στον κανόνα αυτό διαφαίνεται για μία
ακόμη φορά η αυστηρή προσήλωση των Πατέρων στην τήρηση της εντολής του Θεού
περί απαγορεύσεως ενδύσεως των γυναικών με ανδρικά ρούχα και το αντίθετο.
Η
απαγόρευση του ως άνω κανόνος δεν αναφέρεται στην ενδυμασία της γυναικός μόνον
όταν αυτή ευρίσκεται στον Ιερό Ναό, αλλά «οτεδήποτε», σε όλη την καθ᾽ ημέραν
ζωή της, όπως υπογραμμίζει ο Βαλσαμών.
Τα
φεμινιστικά κινήματα προσπάθησαν και προσπαθούν να εξισώσουν την γυναίκα με τον
άνδρα. Πως όμως; Κατά την γνώμη μας αλλοπρόσαλλα και συμπλεγματικά, αρνούμενα
τις πνευματικές αξίες και παραθεωρούντα την Ορθόδοξη διδασκαλία περί γυναικός.
Όμως, η τρομερή εξάπλωση των γυναικείων νευρώσεων και η απώλεια της ατομικής
και κοινωνικής τους ισορροπίας απέδειξαν περίτρανα ότι στην πραγματικότητα
οδήγησαν την γυναίκα σε απαράδεκτο σχιζοφρενικό αδιέξοδο.
Ο
Ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τις γυναίκες να αποφεύγουν την εξεζητημένη και
άσεμνη ενδυμασία, χαρακτηρίζοντάς την ως μανία. Συνιστά δε να μεταθέσουν την
φροντίδα από την εξωτερική εμφάνιση του σώματος στην εσώτερη ομορφιά της ψυχής,
αφού ο εξωτερικός στολισμός δεν την αφήνει να φανή ωραία εσωτερικώς. Λέγει
συγκεκριμένα: «Παύσαι της μανίας, γύναι, επί την ψυχήν μετάγαγε την τοιαύτην
σπουδήν, επί την έσω εμπρέπειαν· ούτος γαρ ο κόσμος ο έξωθεν περικείμενος ουκ
αφίησι τον ένδον γενέσθαι καλόν» (PG 62, 542).
Ίσως,
όμως, αντείπει κάποιος ότι ημπορεί να κινήται ελεύθερα, ως ελεύθερο ον. Στην
Αγία Γραφή, ωστόσο, βλέπουμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου, για να είναι
οντολογική, πρέπει να έχη κέντρο της την αγάπη. Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει:
«Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί· μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν
τη σαρκί, αλλά διά της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις» (Γαλ. 5, 13). Συνεπώς η
ελευθερία δεν χαρίσθηκε από τον Θεάνθρωπο Κύριο στον άνθρωπο, «ίνα αδεώς
αμαρτάνει» (PG 82, 496B). Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ο Χριστός μας απελευθέρωσε
από τον ζυγό της δουλείας και μας κατέστησε κυρίαρχους των πράξεών μας, όχι για
να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την εξουσία για την διάπραξη της κακίας, αλλά για να
την θεωρήσουμε ως αφορμή πνευματικού κέρδους και να ζήσουμε με πραγματική
φιλόσοφο διάθεση (PG 61, 669).
Kαταλήγοντας,
υπογραμμίζουμε ότι η διάκριση των φύλων έχει την καταβολή της στην δημιουργία
και πρέπει να γίνη σεβαστή από τον άνθρωπο. Η γυναίκα που ενδύεται το ανδρικό
ένδυμα – πανταλόνι αντιστρατεύεται στην διάκριση αυτή και άρα στρέφεται κατά
του Δημιουργού της.
Πρέπει
να κατανοήση η γυναίκα ότι η εντολή αυτή της Αγίας Γραφής και της Ιεράς
Παραδόσεως περί ενδυμασίας δεν είναι ανθρώπινη γνώμη και άποψη, αλλά το θέλημα
του Δημιουργού της Θεού. Και το Θείο θέλημα πρέπει να είναι η βάση της πίστεώς
της και της όλης ζωής της.