Ο Γιώργος ήταν
από πολύ πλούσια
οικογένεια της Αθήνας, είχε δε την
όμορφη συνήθεια να
επισκέπτεται με την
καλή του μάνα
τον πατέρα Πορφύριο
στο Μήλεσι.
Όταν ο
Γιώργος έφθασε σε
ηλικία γάμου ερωτεύτηκε
μια κοπέλα και
ήθελε να την
παντρευτεί όμως η
μητέρα του με το
ένστικτό της έβλεπε
ότι δεν ήταν κατάλληλη.
Το
είπε στο γέροντα
και ο τελευταίος
κάλεσε τον νεαρό
να συζητήσουν το
θέμα.
Όμως ο Γιώργος το ανέβαλε μέχρι που πήγε ταξίδι στο Παρίσι με
την κοπέλα και
εκεί σκεφτόταν να
της κάνει πρόταση
γάμου. Ο Γιώργος την επομένη, λόγω θείας
φώτισης, κατέβηκε στο χώρο
υποδοχής του ξενοδοχείου
και κάλεσε τον
πατέρα Πορφύριο, όμως αφού
τον χαιρέτησε δεν
πρόλαβε να του
πει το θέμα
του και "έπεσε" η
γραμμή. Παρά τις προσπάθειες
επανασύνδεσης δεν έγινε
τίποτα, όταν ξαφνικά κατά
ένα υπερφυσικό τρόπο
ακούστηκε στην άλλη
άκρη της γραμμής
μια πολύ γνώριμη
στο Γιώργο φωνή. Ήταν
η φωνή της
κοπέλας του που
έλεγε: Όλα πάνε περίφημα,
το ζώον δεν
έχει καταλάβει τίποτα, θα
του φάμε όλα
τα λεφτά!
Ο Γιώργος
έπαθε ένα μικρό
σοκ, όμως αμέσως συνήλθε, ανέβηκε στο
δωμάτιο και είπε
στην κοπέλα ότι
φεύγουν αμέσως για
την Αθήνα αποκαλύπτοντάς της
βέβαια όλη την
πλεκτάνη που του
είχε στήσει.
Ο άγιος Πορφύριος
με αγάλη και
υπερφυσικά είχε επεμβεί
σωστικά στη ζωή
αυτού του νέου.
(Παταπίου μοναχού Καυσοκαλυβίτου)