Αν η κατάσταση του κόσμου δεν ήταν σήμερα τόσο οριακή,
όχι μόνον για τον πολιτισμό αλλά και για τη φυσική επιβίωση του ανθρώπου και
του πλανήτη ολόκληρου, το ζήτημα της ουτοπίας και ο τρόπος που τη χρησιμοποιεί
η ανθρωπότητα θα έπρεπε να προκαλεί θυμηδία με την ανοησία και τις παιδαριώδεις
υπεκφυγές μπροστά στο αληθινό νόημά της.
Ακόμη και ο τελευταίος άνθρωπος θεωρεί οποιαδήποτε
προσπάθεια για αλλαγή της νοσηρής κατάστασης της κοινωνίας ουτοπική. Αυτό όμως
είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία που πρέπει να πάρει τη θέση που της
αρμόζει (το τίποτα, δηλαδή!), αντί να προσδίδει σε όποιον την αναφέρει την
αίγλη ενός ανύπαρκτου μελαγχολικού στωικισμού και μιας δήθεν βαθυστόχαστης ανάλυσης.
Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικότερα, ώστε να
ξεδιαλύνουμε το κουβάρι των εννοιών που τόσο εύκολα χρησιμοποιούνται ως
αυτονόητες, με συνέπεια να μπερδεύουν ακόμη περισσότερο την κατανόησή μας:
Τι εννοούμε λέγοντας “ουτοπία” πέρα από μια λεκτική
ανάλυση φιλολογικού χαρακτήρα; Συνήθως, εννοούμε κάτι το οποίο δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί άμεσα ή σε σύντομο χρόνο, επειδή δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για
κάτι τέτοιο. Άραγε, η κοινωνική αλλαγή προς το καλύτερο είναι όντως αδύνατη και
ποια είναι τα εμπόδιά της; Τα λογικά εμπόδια θα ήταν τα εξής:
1. Ανικανότητα να κατανοήσει κανείς ότι η σημερινή
κατάσταση είναι λανθασμένη και ποιο είναι σε αδρές γραμμές το ορθό
Δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια ανικανότητα στον μέσο
άνθρωπο της δύσης. Ο καθένας μπορεί να κατανοήσει ότι η διαφθορά, η φτώχεια, η
ανεργία, η έλλειψη παιδείας και περίθαλψης δεν είναι κοινωνικά ορθά και ότι το
αντίθετο θα ήταν επιθυμητό. Είναι αρκετοί αιώνες τώρα που αυτά τα αιτήματα
έχουν περιοδικά διατυπωθεί και τελικά εφαρμοστεί, ώστε να μη θεωρούνται ως κάτι
ολότελα νέο και ανεπιθύμητο από τη μάζα των ανθρώπων.
2. Ανικανότητα να επιλέξει κανείς την ορθή κατεύθυνση
Για αρκετούς ανθρώπους αυτό αληθεύει, αλλά, και πάλι, για
τον μέσο άνθρωπο είναι δυνατή η εξέταση των διαθέσιμων πληροφοριών για τις
εναλλακτικές λύσεις και η επιλογή των κατάλληλων ανθρώπων, επειδή υπάρχουν τα
τεχνικά μέσα για την κυκλοφορία της πληροφορίας και την επικοινωνία. Αλλά, για
να γίνει αυτό, θα πρέπει να διαθέσει χρόνο και κόπο για την κατανόηση των
συμβαινόντων και να παραμερίσει τα ιδιοτελή συμφέροντά του, για να στηρίξει τους
κατάλληλους εκπροσώπους του.
Με τέτοια όμως αδράνεια και αδιαφορία δεν είναι να απορεί
κανείς που υπάρχει τόση κραυγαλέα έλλειψη αληθινών εκπροσώπων της λαϊκής
βούλησης – γιατί δεν υπάρχει καν λαϊκή βούληση, παρά μια επιθυμία καλοπέρασης.
3. Ανικανότητα να διακρίνει τη σωστή από τη λανθασμένη
πληροφορία
Αυτό δεν ισχύει για τον μέσο άνθρωπο, τουλάχιστον της
δύσης, απλώς δεν θέλει να διαθέσει τον χρόνο του και να διαταράξει τον
εφησυχασμό του με τέτοιες μέριμνες, οι οποίες κανονικά αρμόζουν στον αληθινά
ενεργό πολίτη. Εκτός και αν σοβαρά θεωρεί κανείς ενεργό τον πολίτη που κάθε
τέσσερα χρόνια ψηφίζει, εναποθέτοντας τυφλά στα χέρια αμφίβολων πολιτικών την
ατομική και εθνική τύχη. Βέβαια, το σωστό από το λάθος μπορούν να ξεχωρίσουν
μόνον εάν κανείς είναι διατεθειμένος να παραμερίσει τις προκαταλήψεις, τα
συμφέροντα που εμποδίζουν την κατανόηση και την έλλειψη οράματος που φυλακίζει
τον άνθρωπο στον στενό ιδιοτελή του κύκλο.
Σπανίως η ανικανότητα είναι η αληθινή αιτία της
κοινωνικής σήψης. Το σύνηθες αίτιο είναι η έλλειψη βούλησης ή η αντίθετη
βούληση, που μπορεί να εκφράζεται ως ηθελημένη άγνοια και αδυναμία. Αυτό όμως
δεν καθιστά ουτοπία τη λύση, αλλά αποτελεί ευθέως μία επιλογή για την οποία ο
άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος. Και, επειδή όλοι έχουν την ίδια τάση
ιδιοτελούς αδράνειας, μπορεί εύκολα να δείξει κανείς ένα αληθινά μεγάλο πλήθος
ανθρώπων που δεν κάνουν καμμία προσπάθεια για βελτίωση και να το θεωρήσει
ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ατομική του προσπάθεια.
Αλλά η ατομική προσπάθεια κατανόησης του κόσμου και
βελτίωσης του εαυτού δεν μπορεί να εμποδίζεται από τη γενική αδράνεια. Το
πλήθος ατομικών προσπαθειών θα διευκόλυνε ξαφνικά και την κοινωνική βελτίωση,
γιατί η πληθικότητα έχει μεγάλη δύναμη. Όμως μέσα σε μια μαζική άγνοια,
ηθελημένη κυρίως, τίποτε δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει προς το καλύτερο.
Η κοινωνική βελτίωση, λοιπόν, δεν είναι ουτοπία, αλλά η
άρνηση της ευθύνης για τη βελτίωση αυτή είναι σαφέστατα ηθελημένη επιλογή
τρόπου ζωής. Δεν είναι ότι δεν μπορεί αλλά ότι δεν θέλει να κάνει την
προσπάθεια, αν και δεν το ομολογεί, γιατί προτιμάει τον εφησυχασμό αντί της
λειτουργίας της συνείδησης. Θα επιθυμούσε να ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά
όχι και να πληρώσει τέτοιο τίμημα!
Γι αυτό είναι ανεπίτρεπτο να αποκαλούμε “ουτοπία”
οποιαδήποτε προσπάθεια για σκέψη και επιλογή έξω από τα συνηθισμένα. Θα ήταν
ακριβέστερο αν χρησιμοποιούσε κανείς τη λέξη “επιλεγμένος θάνατος” για μια
τέτοια ζωή εφησυχασμού, αντί να αποκαλεί “ουτοπία” ο,τιδήποτε είναι απλά
φυσιολογικό και αρμόζον στον μέσο άνθρωπο.
Φυσικά, υπάρχει και μια άλλη λειτουργία της ουτοπίας.
Είναι η χρήση που της κάνουν ορισμένοι λεγόμενοι “ιδεαλιστές”, που συλλαμβάνουν
ένα όραμα του μέλλοντος μακρινό και προσπαθούν να το περιγράψουν με
λεπτομέρειες στο παρόν (ενώ οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για τέτοια σύλληψη
λεπτομερειών) και να το εφαρμόσουν σε έναν κόσμο ολότελα ακατάλληλο. Τέτοιο
παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το όραμα μιας αδελφωμένης ανθρωπότητας. Αυτό
είναι ουτοπικό για το παρόν.
Μερικές φορές εκφράζει ένα είδος εγωισμού, γιατί υπάρχει
μία βιασύνη να αρπάξει κανείς μία ιδέα ως δικό του δημιούργημα και να δει τα
αποτελέσματα της δράσης του. Άλλοτε αποτελεί την κορύφωση των καλύτερων
οραμάτων της ζωής στην οποία προσκολλάται κανείς συναισθηματικά.
Συνήθως, τέτοια οράματα πρέπει να παραμείνουν ως
οδοδείκτες για το μέλλον που πρέπει να υπαγορεύουν σταδιακά βήματα προς
συνεργασία και υπευθυνότητα. Αλλά οι ίδιοι οι ιδεαλιστές φοβούνται συχνά μια
τέτοια αναμονή, γιατί τη θεωρούν υπαναχώρηση από την καθαρότητα της ιδέας,
πράγμα που αποτελεί επίσης μία πνευματική φιλοδοξία, γιατί τόσο η καθαρότητα
όσο και η εφαρμογή είναι προς το παρόν ανέφικτες.
Έτσι, βλέπουμε αντίθετες λειτουργίες της έννοιας της
ουτοπίας: Στη μία χρησιμοποιείται ως δικαιολογία, για να αποφύγει κανείς να
πράξει το εφικτό για λόγους ιδιοτέλειας, και στην άλλη, για να δώσει την
ψευδαίσθηση του εφικτού στο ανέφικτο για λόγους φιλοδοξίας.
Η ουτοπία υπό την παραπάνω έννοια της υπόμνησης μιας
μακρινής δυνατότητας προς την οποία πρέπει να τείνουμε σταδιακά είναι αναγκαία
και χρήσιμη, γιατί εξοικειώνει τους ανθρώπους με νεότερες ιδέες και αναδυόμενες
ανάγκες και τους προετοιμάζει με τον πρέποντα τρόπο.
Αρκεί να μην περιπέσει
κανείς στο ατόπημα να θεωρεί μακρινό το ήδη εφικτό προκαλώντας έτσι οπισθοχώρηση
στο παρελθόν ή, αντιθέτως, εφικτό το ανέφικτο προκαλώντας έτσι καταστροφή, χάος
και απαξίωση των μεγάλων ιδεών λόγω της πρόωρης και ανώριμης εφαρμογής τους. Σε
έναν κόσμο όπου η σκέψη αναπτύσσεται με τέτοια ταχύτητα η ανάγκη για λεπτότερες
διακρίσεις των εννοιών προβάλλει πιο αναγκαία από ποτέ και αποτελεί ευθύνη για
όλους.
Εμμανουήλ Ρουμελιώτης