Στην μονογραφία του αρχιμ Νεκταρίου Πέττα περί Χριστοφόρου Παπουλακου, δημοσιεύεται η καταγραφή δολοφονίας του Παπουλακου από τον Αρχιερέα Ανδρου Μητροφάνη.
Το ιστορικό πόνημα αυτό το αφιερώνει ο π Νεκτάριος στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη.
Σε μια βαρυσήμαντη επιστολή του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου,
την οποία παρέλαβε από τον Πανοσιολ. Αρχιμ. Νεκτάριο Πέττα μαζί με τα νέα εκδοθέντα βιβλία τα οποία αναφέρονται στον βίο του οσιομάρτυρα Μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου.
Παρακάτω δημοσιεύουμε αυτούσια την επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και τα σχόλια δικά σας για την προσπάθεια αλλοιώσεις της αλήθειας, ότι όλο το βάρος για να σβήσει κάθε συκοφαντία για τον Παπουλάκο δεν το επωμίστηκε όλα αυτά τα χρόνια ο διδάκτωρ Φιλοσοφίας π. Νεκτάριος Πέττας!
τέκνω της ημών Μετριότητος εν Κυρίω αγαπητώ, χάριν, έλεος και ευλογίαν παρά του εν Τριάδι προσκυνουμένου Θεού ημών.
Μετά χαράς εδεξάμεθα την από ε’ Αυγούστου λήγοντος έτους επιστολήν της υμετέρας αγαπητής Οσιολογιότητος, υποβαλλούσης το υπό έκδοσιν πόνημα αυτής, τιτλοφορούμενον «Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος ο Παπουλάκος στη Θήρα (1854) και στην Άνδρο (1854-1861)», εν ω εμπεριέχονται τα αφορώντα εις τον βίον και την δράσιν του θερμουργού τούτου κήρυκος του ευαγγελικού λόγου, και δη τα περί του αναγκαστικού εγκλεισμού αυτού εις τας Ιεράς Μονάς Προφήτου Ηλιού Θήρας και Παναχράντου Άνδρου.
Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος, ο επικληθείς «Παπουλάκος», απεστάλη υπό του Θεού εν ζήλω Ηλιού δια να κηρύξη τα θεία δικαιώματα, να διδάξη την πατρώαν πίστιν και να ελέγξη οθνείας επιδράσεις εις την λειτουργίαν του εκκλησιαστικού και κοινωνικού σώματος.
Ηγαπήθη μεν σφόδρα υπό του ευσεβούς λαού του Θεού, όστις ανεγνώρισεν εν τω προσώπω αυτού τον εκφραστήν την γνησίας εκκλησιαστικής παραδόσεως και ευσεβείας, εδιώχθη δε υπό των κρατούντων, δι ους εγένετο κατά το ψαλμικόν «βαρύς και βλεπόμενος» ως δήθεν υποκινητής στάσεως κατά του πολιτεύματος, και εκοιμήθη οσιακώς εν τη Ιερά Μονή Παναχράντου της Άνδρου, διανύων εν αυτή την επιβληθείσαν αυτώ εκκλησιαστικήν ποινήν εγκλεισμού.
Η μνήμη του επεβίωσε μέχρι σήμερον αγαθή εν τω εκκλησιαστικώ πληρώματι, ην προβάλλει και η υμετέρα Οσιολογιότης δια του αξιολόγου αυτού πονήματος, το οποίον είμεθα βέβαιοι ότι θα ωφελήση ποικιλοτρόπως τους αναγνώστας και θα επιδράση εις τας καρδιάς αυτών προς πνευματικήν οικοδομήν, εμμονήν εις την πίστην και καλλιέργειαν υγιούς εκκλησιαστικής συνειδήσεως.
Επί δε τούτοις, συγχαίροντες πατρικώς τη υμετέρα Οσιολογιότητι δια τον κόπον αυτής, παρέχομεν εκθύμως την Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν προς ευόδωσιν και καρποφορίαν της αξιολόγου ταύτης εκδόσεως, και επικαλούμεθα επ’ αυτήν την χάριν και το άπειρον έλεος του Θεού.
Η παράξενη Πολιτεία του Νερού στη λίμνη Κάρλα που χάθηκε με την αποξήρανση - Ιστορικές φωτογραφίες
(Όταν ήμασταν μικροί μας έμαθαν ότι η αποξήρανση της λίμνης ήταν για το καλό όλων μας. Ήταν πράγματι λοιπόν;)
Τον τελευταίο μήνα, εξαιτίας της κακοκαιρίας «Daniel» και τις τεράστιες πλημμύρες που προκάλεσε στη Θεσσαλία, ήρθε στο φως η ιστορία της λίμνης Κάρλας, της αρχαίας Βοιβηίδας. Μια ιστορία που για τις νέες γενιές είναι κυρίως άγνωστη και για τους παλαιότερους μακρινή ή ξεχασμένη.
Πλήθος δημοσιευμάτων έσπευσε να πει την ιστορία της Κάρλας, μιας λίμνης η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη της χώρας και έπειτα χάθηκε. Η Κάρλα αποξηράνθηκε το 1962, ένα μέρος της ξαναδημιουργήθηκε, και τώρα πια έχει επιστρέψει στην μεγαλύτερη έκτασή της.
Μέχρι το, όχι και τόσο μακρινό, 1962, η ζωή γύρω από τη λίμνη ήταν πολύ διαφορετική απ’ ότι είναι σήμερα. Η Κάρλα ήταν μια από τις μεγαλύτερες λίμνες στα Βαλκάνια με μέγεθος που κυμαινόταν από 40.000 έως 180.000 στρέμματα.
Βρισκόταν στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα της Λάρισας. Το σχήμα της λίμνης ήταν τριγωνικό και οι δύο πλευρές της, νότια και ανατολική «ακουμπούσαν» στο Πήλιο ενώ η δυτική ήταν ελεύθερη σε πεδιάδα.
Η νέα λίμνη Κάρλα των 38.000 στρεμμάτων πριν τις πρόσφατες πλημμύρες, 2020, Φωτ. Μ. Εξαρχόπουλος
Ο Μάκης Εξαρχόπουλος, δημοσιογράφος – ερευνητής που έχει αφιερώσει μια δεκαετία στη μελέτη της λίμνης και των κατοίκων της, περιέγραψε στο makthes.gr τη ζωή πριν και μετά την αποξήρανση, αλλά και την παράξενη Πολιτεία του Νερού, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, ενός κοινωνικού σχήματος που θύμιζε σε έναν βαθμό την νεολιθική κοινωνική οργάνωση. Μια μοναδική πτυχή του λαϊκού μας πολιτισμού που κινδυνεύει να χαθεί στη λήθη.
Λόγω της τοπογραφίας λοιπόν, οι κάτοικοι της δυτικής πλευράς είχαν στραφεί στη γεωργία γιατί από εκεί ξεκινούσε ο Θεσσαλικός κάμπος. Στην Ανατολική πλευρά, όπου οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν περιορισμένες, οι άνθρωποι στράφηκαν στη λίμνη και στην αλιεία.
Στο χωριό Κανάλια της Μαγνησίας, νοτιανατολικά της λίμνης, βρισκόταν η εποπτεία της Κάρλας. Ήταν το μεγαλύτερο παραλίμνιο χωριό και είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην οικονομία της Κάρλας.
Οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν από τη λίμνη και πάνω σ’αυτήν. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ψαράδες ενώ υπήρχε και ένα ποσοστό Βλάχων που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία.
Φωτογραφία Καναλιωτών ψαράδων στην Κάρλα, δεκαετία 1950, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Η παράξενη Πολιτεία του Νερού
Όπως αφηγείται ο κ. Εξαρχόπουλος, οι ψαράδες ζούσαν στη λίμνη σχεδόν εννέα μήνες τον χρόνο, μέσα σε στρογγυλές καλαμένιες καλύβες. Η Πολιτεία του Νερού ουσιαστικά ήταν ένα ψαροχώρι, με πάνω από 100 καλύβες στην επιφάνεια του νερού. Χίλιοι, περίπου, ψαράδες απ’ όλα τα παραλίμνια χωριά ασκούσαν αλιεία στην Κάρλα, από τους οποίους οι 500 ήταν από τα Κανάλια.
Οι καλύβες είχαν διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με τον αριθμό των ψαράδων που έμεναν σε αυτές. ο οποίος δεν ξεπερνούσε τους 5 – 6. Οι ομάδες αυτές ονομάζονταν ντουκιάνια και αποκαλούσαν τις βάρκες τους καράβια.
Το κάθε ντουκιάνι είχε τη δική του καλύβα, μια ή δύο βάρκες και έναν επικεφαλής, τον καπετάνιο, συνήθως τον γηραιότερο ή εμπειρότερο της ομάδας.
Πίνακας του Καναλιώτη λαϊκού ζωγράφου Σωκράτη Ζιώγα που απεικονίζει τη Πολιτεία του Νερού, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Οι ψαράδες έφευγαν από τα Κανάλια κάθε χρόνο μετά το διήμερο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου και επέστρεφαν την Κυριακή των Βαΐων. Όλο τον δύσκολο χειμώνα τον περνούσαν στη λίμνη και κατά τη διάρκειά του, επισκέπτονταν τις οικογένειές τους κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο.
Την παράδοση διαιώνιζαν οι ίδιοι οι ψαράδες καθώς, όπως αναφέρει ο κ. Εξαρχόπουλος, υπήρχε ο άγραφος νόμος πως ο 16χρονος γιος του ψαρά θα γινόταν κι αυτός ψαράς. Ήταν ζωή και επάγγελμα μαζί.
Όπως ανέφερε ο κ. Εξαρχόπουλος είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το πότε ξεκίνησε αυτός ο τρόπος ζωής των Καναλιωτών ψαράδων, ο οποίος έχει έντονα προϊστορικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην Νεολιθική Εποχή (περ. 10000 π.Χ – 2200 π.Χ.). Και τότε οι άνθρωποι ζούσαν δίπλα και πάνω στο νερό ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Θεσσαλία ήταν κοιτίδα του Νεολιθικού πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο.
Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που κατάφερε να συλλέξει προέρχονται από τους τρεις τελευταίους αιώνες (18ος – 20ος αι.)
Φωτογραφία: Καναλιώτες γιορτάζουν την πρωτομαγιά στη λίμνη, δεκαετία 1950, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Οι καλύβες κατασκευάζονταν σε ρηχά νερά, βάθους περίπου ενός μέτρου, από καλάμια και ραγάζια (ψάθα). Η δομή τής καλύβας και ο τρόπος κατασκευής της δεν συναντάται σε καμιά άλλη περιοχή στην Ελλάδα. Στο κέντρο της καλύβας υπήρχε μια εστία, που από πάνω της κρεμόταν ένα καζάνακι, η κακαβούλα, όπως λεγόταν, όπου μαγείρευαν την τροφή τους, η οποία κατά κανόνα ήταν ψαρόσουπα.
Οι ψαράδες έτρωγαν καθισμένοι στο πάτωμα γύρω από την εστία. Αυτή η φωτιά τους φώτιζε, τους ζέσταινε και το βράδυ κοιμόντουσαν κυκλικά γύρω της.
Χρησιμοποιούσαν το νερό της λίμνης όχι μόνο για ψάρεμα, αλλά και για καθαριότητα και πόση. Είχε κινητικότητα και ήταν καθαρό, όπως εξηγεί ο κ. Εξαρχόπουλος. Στη λίμνη υπήρχαν άφθονα ψάρια τα οποία μάλιστα φημίζονταν για τη γεύση τους.
Πίνακας του Καναλιώτη λαϊκού ζωγράφου Σωκράτη Ζιώγα που απεικονίζει τη Πολιτεία του Νερού, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Τα κύρια είδη ψαριών που ζούσαν στην Κάρλα ήταν το γριβάδι (ο κυπρίνος), το τσιρώνι, η κοκκινοφτέρα, το σίρκο, το μουστακάτο, η πεταλούδα, το σύρτι, ο γωβιός, η ταινία, και το χέλι.
Οι ψαράδες έβγαζαν τα ψάρια σε τρεις σκάλες που είχε περιμετρικά η λίμνη, μία σε κάθε πλευρά της, από όπου τα έπαιρναν οι έμποροι.
Σχηματικά και η κάθε σκάλα τροφοδοτούσε τις αντίστοιχες, γεωγραφικά, περιοχές. Η δυτική σκάλα, που ήταν στην Πέτρα, τροφοδοτούσε τη Λάρισα, τα Φάρσαλα, τον Τύρναβο, την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Η νότια τα χωριά του Βόλου και του Πηλίου, του Βελεστίνου και του Αλμυρού. Η ανατολική σκάλα τροφοδοτούσε τα χωριά της Αγιάς, τον Κίσσαβο και τον Όλυμπο.
«Η Κάρλα είχε μια αρμονικά οργανωμένη δομή στην οικονομία τους» σημειώνει ο κ. Εξαρχόπουλος.
Φωτογραφία: Καναλιώτης ψαράς μέσα στη βάρκα του, Κάρλα, δεκαετία 1950, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Ο κ. Εξαρχόπουλος έχει γράψει αναλυτικά για τον τρόπο ψαρέματος: «Ψάρευαν με τα περίφημα κατίκια. Άλλωστε η καλύβα, ουσιαστικά, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα στοιχείο ενός συγκεκριμένου τρόπου αλιείας. Η καλύβα, με τη ζωή που αναπτυσσόταν σ’ αυτήν, προσέλκυε τα ψάρια, τα οποία συγκεντρώνονταν γύρω της και στη συνέχεια παγιδεύονταν σ’ ένα ολόκληρο δίκτυο από ψαροπαγίδες, στημένες μέσα στις καλαμιές, γύρω από κάθε καλύβα. Υπήρχαν διαφόρων ειδών παγίδες, σύμφωνα με το μέγεθος των ψαριών.
Έπειτα, τα μάζευαν με τις απόχες και τα τοποθετούσαν ζωντανά μέσα σε ειδικές, ωοειδείς στην κάτοψή τους, αποθήκες, περίκλειστες, κατασκευασμένες από καλάμια βυθισμένα κάθετα στη λίμνη, που ονομάζονταν γυροβόλια. Η λέξη, που χρησιμοποιούσαν, για να δηλώσουν το μάζεμα των ψαριών από τις παγίδες και τη μεταφορά τους στα γυροβόλια, ήταν κυνήγι. Από τα γυροβόλια μετέφεραν καθημερινά τα ψάρια στις ιχθυόσκαλες, όπου έρχονταν οι έμποροι για να τα πάρουν».
Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1962. Τότε ήταν που για μικροπολιτικές σκοπιμότητες η κυβέρνηση Καραμανλή, σταματώντας τα έργα της μελέτης Παπαδάκη που είχε υιοθετηθεί το 1955, και αφορούσε εγγειοβελτιωτικά έργα στην περιοχή της λίμνης, οδήγησε τελικά στην ολική αποξήρανσή της. Διανοίχθηκε μια σήραγγα δέκα χιλιομέτρων που συνέδεσε την Κάρλα με τον Παγασητικό όπου διοχετεύεθηκε το νερό της λίμνης.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν άφησαν τους ψαράδες να πιάσουν τα τελευταία ψάρια, τα οποία ήταν καταδικασμένα να πάψουν να ζουν όταν θα έφταναν στη θάλασσα. Υπάρχει μάλιστα και φωτογραφία-ντοκουμέντο, που παραχώρησε στο makthes.gr o κ. Εξαρχόπουλος η οποία δείχνει η οποία δείχνει την σκασμένη γη και τους ψαράδες βυθισμένους μέχρι το γόνατο μέσα στη λάσπη να κάνουν πορεία διαμαρτυρίας.
Πορεία διαμαρτυρίας των Καναλιωτών ψαράδων στον πυθμένα τής Κάρλας, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Η Κάρλα χάθηκε το 1962 και μαζί της η ζωή όπως την ξέρανε οι κάτοικοι των Καναλίων.
Μετά την αποξήρανση, πολλοί μετανάστευσαν. Οι περισσότεροι έγιναν οικοδόμοι στον Βόλο, στην Αθήνα, και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης.
Σήμερα, από την Πολιτεία του Νερού, έχουν απομείνει μόνο μερικά εργαλεία, όπως απόχες, καμάκια και βαλτοσίδερα. Οι στρογγυλές καλαμένιες καλύβες, οι ψαροπαγίδες, τα γυροβόλια, τα καράβια, χάθηκαν για πάντα. Έμειναν μόνον οι τελευταίοι ψαράδες τής Κάρλας, φορείς ενός τρόπου ζωής και μιας τεχνογνωσίας που επέζησε μέσα στους αιώνες.
Φωτογραφία: Καναλιώτες ψαράδες που ψαρεύουν ομαδικά στην Κάρλα, δεκαετία 1940, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου
Τη ζωή των Καναλιωτών ψαράδων αποτύπωσε ο Σωκράτης Ζιώγας, ένας ψαράς της Κάρλας που μετά την αποξήρανση έφυγε και έγινε οικοδόμος στον Βόλο. Όταν συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε στα Κανάλια και άρχισε να ζωγραφίζει την Πολιτεία του Νερού.
Στα έργα του αποτύπωσε στιγμές από τη ζωή των ψαράδων ενώ φτιαξε ακόμα και αρχιτεκτονικά σχέδια με όψεις και τομές της καλύβας. Οι πίνακές του δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή των Καναλιωτών ψαράδων και αποτελούν τεκμήρια για μια «μπροστά σε μια πτυχή του λαϊκού μας πολιτισμού που χάνεται» όπως λέει και ο κ. Εξαρχόπουλος.
Πίνακας του Καναλιώτη λαϊκού ζωγράφου Σωκράτη Ζιώγα που απεικονίζει τη Πολιτεία του Νερού, Αρχείο Μ. Εξαρχόπουλου