ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021)
«περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν,
οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας» (Ἑβρ. ΙΑ΄ 33)
Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως
Περὶ πίστεως ὁ λόγος εἰς τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Γνωστὴ ἡ λέξη, ἀλλὰ μᾶλλον ἄγνωστη ἡ ἔννοιά της. Καὶ ἐπειδὴ ἴσως τοῦτο δημιουργεῖ κάποιες ἀπορίες, ἀς δοῦμε τὶ σημαίνει πίστις καὶ πόσον ὁ κόσμος, ἴσως δὲ καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, γνωρίζωμεν τὴν ἔννοιάν της. Ἐτυμολογικῶς, λοιπόν, πίστις σημαίνει, ἀπόλυτος ἐμπιστοσύνη. Σημαίνει τήν, χωρὶς ἐνδοιασμοὺς καὶ ἐπιφυλάξεις, ἐπίρριψιν τῆς μερίμνης μας εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἐμπιστευόμεθα. Σημαίνει, τὴν πλήρη ἀποδοχὴ τῶν ὑποδείξεων καὶ ἐντολῶν ἐκείνου εἰς τὸν ὁποῖον ἔχουμε ἀφήσει τὸν ἑαυτόν μας.
Ὡς πρὸς την, πρὸς τὸν Θεὸν πίστιν δέ, τὸ νόημα τῆς λέξεως δὲν ἀλλάζει. Ὑπάρχουν ὅμως κάποιες ἰδιαίτερες «παράμετροι», ποὺ κάνουν ἴσως τὰ πράγματα περισσότερον συγκεκριμμένα καὶ σαφῆ. Πιστεύεις εἰς τὸν Θεόν; «Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. Β΄ 18) θὰ μᾶς ἀπαντήσῃ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος εἰς τὴν Καθολικήν του ἐπιστολήν. Καὶ πράγματι, ὅπως ὁ κάθε ἕνας ζητεῖ τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης ἢ τῆς πίστεως ποὺ τοῦ ὑπόσχεται ὁ ἄλλος, ἔτσι καὶ ἐδῶ, ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὶς ἀποδείξεις διὰ νὰ πείσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ὅτι ὄντως πιστεύωμεν εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ «ἀνώφελος» πίστις
Ἐπειδὴ ὅμως πολλοί, ἢ μᾶλλον οἱ περισσότεροι, ἔχουν παρερμηνεύσει τὴν λέξη «πίστις» καὶ θεωροῦν πίστιν, ἁπλῶς τὴν παραδοχὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος καὶ πάλιν διευκρινίζει, «σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι˙ καλῶς ποιεῖς˙ καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι.» (Ἰακ. Β΄19). Πίστις ἀσφαλῶς εἶναι καὶ αὐτή. Ὅμως δὲν εἶναι ἡ «σώζουσα» πίστις. Εἶναι πίστις «ἀνώφελος». Πίστις σὰν ἐκείνη τῆς ὕπαρξης τοῦ κόσμου, ἢ σὰν τὴν πίστη σὲ συγκεκριμμένα στοιχεῖα ποὺ διαπιστώνω τὴν ὑπόστασή τους καὶ ἀποδέχομαι τὴν ὕπαρξή τους. Αὐτὴ ὅμως ἡ πίστη, δὲν εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν σημερινὴ περικοπή. Δὲν εἶναι ἐκείνη ἡ πίστις, ἡ, «ὡς κόκκον σινάπεως», μὲ τὴν ὁποία θὰ μποροῦμε νὰ μετακινήσωμε καὶ τὰ βουνά. Ἡ πίστις αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις ποὺ ἔχομε διὰ τῶν αἰσθήσεών μας καὶ ὄχι φυσικά, ἡ τῶν «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἐβρ. ΙΑ΄ 1).
Ἡ «σώζουσα» πίστις
Ἡ πίστις, περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ἡ σημερινὴ Ἀποστολικὴ περικοπή, εἶναι ἡ σώζουσα. Εἶναι ἡ πίστις ἐκείνη ποὺ ὡς προείπαμε ζητεῖ ὁ Κύριος, εἰδικὰ ὅταν προσπαθοῦμε νὰ ἐπικοινωνήσωμεν μαζί Του. Ἡ πίστις, ὄχι στὴν ὕπαρξή Του, ἀλλὰ στὴ ... δύναμή Του. Ἡ πίστη, στὸ νὰ ἀφήνωμεν τὸν ἑαυτόν μας στὰ παντοδύναμα χέρια τοῦ Κυρίου μας μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι Αὐτὸς μπορεῖ νὰ κάνει ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε. Πίστη στὰ λόγια Του καὶ στὶς ὑποσχέσεις Του, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶπεν, «οὐ μή σε ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μή σε ἐγκαταλείπω». Πίστη στὸ ὅτι εἶναι ὁ πατέρας μας καὶ στὸ ὅτι μᾶς ἔχει ὑπὸ τὴν ἄμεσον ἐπίβλεψίν Του.
Πολὺ συγκινητικὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ λόγια Του μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείσῃ καὶ νὰ μᾶς βεβαιώσῃ˙ «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε˙ ... ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ὁ Οὐράνιος τρέφει αὐτά˙ οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» (Ματθ. ΣΤ΄ 25-26). Πόσον περισσότερον «ξεκάθαρος» καὶ σαφέστερος πρέπει νὰ γίνῃ ὁ Κύριός μας!
Δυστυχῶς ὅμως, αὐτὴ ἡ σώζουσα πίστις, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν πλειονότητα, ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν λεγομένων «συνειδητῶν» χριστιανῶν. Πάντοτε δυστυχῶς προτρέχουμε γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν καθημερινῶν μας προβλημάτων καὶ δὲν καλοῦμε, ἀλλὰ καὶ οὔτε κἄν ἐπιτρέπουμε στὸν Θεόν, νὰ παρέμβῃ στὴ ζωή μας. Θέλουμε τὸν Θεόν, ὄχι ὅμως ὅπως Ἐκεῖνος ... θέλει, ἀλλὰ ὅσο ἐμεῖς τοῦ ἐπιτρέπουμε. Μία τέτοια ὅμως «πίστις», κάθε ἄλλο, παρὰ πίστις εἶναι!
Ἡ πίστις τῶν Ἁγίων
Ἡ πίστις γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦμε καὶ τὴν ὁποία προβάλλει σήμερον ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας, διεξῆλθον τὴν παροῦσαν ζωήν, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλες ἐκεῖνες οἱ καταξιωμένες καὶ ἅγιες μορφὲς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ κοσμοῦν τὸ «νοητὸν στερέωμα» τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖνα τὰ «μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου» τὰ ὁποῖα «διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ...». Ἐκείνη ἡ «Θεία παρεμβολή», οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι, οἱ Δίκαιοι, οἱ Ἀσκηταί, οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, οἱ παλαιότεροι καὶ οἱ νεώτεροι, οἱ ἄνδρες καὶ αἱ γυναῖκες, οἱ, κάθε ἐθνικότητος, φυλῆς καὶ χρώματος, οἱ ὁποῖοι «ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν˙». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θείου θελήματος, ἔστω καὶ ἂν ἀπειλήθησαν, ἔστω καὶ ἂν ἐδιώχθησαν, ἔστω καὶ ἂν ὑβρίσθησαν καὶ προπηλακίσθησαν˙ ἔστω καὶ ἂν ὡδηγήθησαν εἰς τὰ φρικτὰ καὶ ἀνήκουστα μαρτύρια.
Εἶναι ἐκεῖνοι καὶ ἐκεῖνες, πού, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν εἰς ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη, θυσίασαν τοὺς ἑαυτούς των, τὴν ἀγάπη τῶν οἰκείων τους, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ κόσμου, τὸ θέλημά τους, ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ στοιχειώδεις ἀνέσεις τους. Τέλος εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι «ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ... ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ... διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ... ὡς ἀποθνήσκοντες» (Β΄ Κορινθ. ΣΤ΄ 4-10), μᾶς ἔδωσαν καὶ μᾶς δίδουν νὰ καταλάβωμεν, ποιὰ εἶναι ἐκείνη ἡ πίστις τὴν ὁποίαν ζητεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ ἡμᾶς.
Περαιοῦντες τὸν λόγον, καὶ ἐπειδὴ σήμερον ἑορτάζομεν, ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀγωνιστὰς πατέρας οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν διὰ τὰς ἁγίας καὶ ἱερὰς εἰκόνας, «ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» αὐτῶν, νὰ μιμούμεθα τὴν ΠΙΣΤΙΝ τους.
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ἱεροκῆρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν