Του π. Αμφιλοχίου Σαμοΐλη
Αγαπητοί φίλοι, χαίρετε!
Διαπιστώσαμε και μάλιστα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, δόξα, ως προς τούτο, να έχει ο Θεός, πόσο εύκολα, αλλά και ανέλπιστα μπορεί να συμβεί το παράδοξο και όντως, «αλλόκοτο».
Το να έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με την πραγματικότητα, και, επειδή αυτή ξεπερνά τη δική μας «αυθαίρετη βεβαιότητά», τη σχετική-πεπερασμένη του νου μας λογική, ως τη μόνη «ασάλευτη» του «παρόντα αιώνα» οικοδομή, να φαντάζει γεγονός «αδιανόητο» και, ως εκ τούτου, μη κατορθωτό-αξεπέραστο.
Η αλαζονεία μας, βασισμένη, «αφρόνως», πάνω στην «άμμο» της αυθαιρεσίας μας κατέρρευσε. Με άλλα λόγια, έγινε πράγμα, που, στην «κραιπάλη» και «μέθη» μας, ποτέ δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να
συμβεί.
Πώς, λοιπόν, τώρα, γίνεται να «περπατήσουμε», για να βγούμε από το «βάραθρο», καθώς όχι μόνο πάνω στους «ληστές» πέσαμε, αλλά και τα «πόδια»- «φτερά» μας έχουν «κοπεί»;
Δε νομίζω, βεβαίως, πως ανακαλύψαμε απροϋπόθετα και, κατ’ αυτήν την έννοια, ξαφνικά και το άγνωστο. Ήταν κοινός τόπος, για τους εχέφρονες, πως νηφαλιότητα δεν υπήρχε πολύ πριν το «θανατηφόρο»
επισυμβεί.
Γι’ αυτό, τώρα, οι ποτέ, κατά το κοινώς λεγόμενο «αθεόφοβοι», ως προς τον όντως Θεό, δηλαδή αφιλότιμοι, φθάσαμε να φοβόμαστε το «φάντασμα», τουτέστι τον «διάβολο».
Αυτός είναι και ο λόγος, που από το δικό του φόβο υποχρεωθήκαμε, κατ’ «ευφημισμό», να τον πούμε και «εχθρό αόρατο», δηλαδή θεό του σκοταδιού.
Ποιος, αλήθεια, θα το περίμενε πως οι «διαβολεμένοι» άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να κρυφθούν, θα απεκάλυπταν τον πατέρα τους και το έργο του- έργα τους!
Και, έτσι, κατά τα άλλα, μας λένε πως ψάχνουν να βρουν το «φάρμακο»! Είδατε τι θα πει «κύριοι»!
Πώς αλλιώς θα δείξουν ότι δεν έχουν καμμιά ευθύνη για το έγκλημα; Καλο-«ξεπλυμένοι», λοιπόν, από αθώων ή αφελών τα αίματα, βγήκαν και στην οθόνη, ως «επιστήμονες»-θεράποντες γιατροί!
Και ποιο, αλήθεια, είναι το φάρμακο; Αγιογραφικά, πάντως, το πράγμα έχει ως εξής: «Και ει ο σατανάς τον σατανάν εκβάλλει, εφ’ εαυτόν εμερίσθη πώς ουν σταθήσεται η βασιλεία αυτού;».
Ναι, επειδή, σοφιστικώ τω τρόπω, είπαν το διάβολο, όχι με το πολύ γνωστό «δυσώνυμο», και για τούτο απόβλητο προσωνύμιό του, αλλά με το άγνωστο για τους πολλούς, γνωστό πάντως στους, κατ’ εξοχήν
πνευματικούς ανθρώπους-αγίους, λόγω των αληθινών και μοναδικών αγώνων τους εναντίον του, «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους
κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις», νομίζουν πως, σε κατά κυριολεξίαν ανοήτους, κάτι έχουν πει, κάτι θέλουν να πουν.
Λένε όμως, κατ’ ουσίαν, και χωρίς ασφαλώς να το θέλουν, περισσότερα για κείνον, καθώς με το «αόρατος εχθρός» δηλώνουν όχι απλώς πως είναι ο διάβολος, ως ο «αρχέκακος», αλλά ο πανάρχαιος
«δράκοντας», το φοβερό εκείνο θηρίο (όφις-φίδι) που, επειδή η δύναμή του είναι στο να ελίσσεται- κρύβεται εύκολα και τον όποιο ανυποψίαστο μπορεί να τον καταπιεί.
Μας «παγώνει»-«ναρκώνει» πρώτα ο «αλάστωρ» και, εν τέλει, ατάραχους, ως άλλος Άδης στην αχόρταγη «κοιλιά» του, ως τα αιώνια δεσμά του, μας οδηγεί.
Συγγνώμη, αλήθεια, στο σήμερα υπάρχουμε-ζούμε ή στο πολύ μακρινό, κατά τα άλλα, ξεπερασμένο χθες; Τι κρίμα! Πνευματικά βρισκόμαστε στο χθες.
Τότε, που τα πάντα στον κόσμο τα ήλεγχε, όντως, ο διάβολος. Τότε που με την «ακολασία» από τη μια, χωρίς δηλαδή φόβο τιμωρίας για την όποια παράβαση ή παρακοή και την «απόγνωση», ως απελπισία, στον αντίποδά της από την άλλη, ως τα μόνα αγαθά του, οδηγούσε, ανυποψίαστα, τον άνθρωπο και τον κόσμο στην καταστροφή.
Δεν είχε όμως, «σαρκωθεί» ακόμα ο Χριστός και έτσι βασίλευε όντως ο Άδης. Τι ωραία λοιπόν. Πρέπει, οπωσδήποτε, και σήμερα να φωνάξουμε το «Μάγο της φυλής» και να «θυσιάσουμε αδύνατους» για να γίνει του «Θηρίου» ο εξευμενισμός η αλλιώς πως η τιμή.
Ασύλληπτα, ναι, εφιαλτικά, σας λέγω, τα πράγματα. Γι’ αυτό, στο όνομα της «Μαγείας», ως της φυσιωμένης, μοντέρνας «Επιστήμης», δηλαδή αθεΐας (αυτή κι αν έχει δύναμη, αυτό κι αν είναι φασισμός), για τους «σοφούς» ή «επιστήμονες», όπως θέλουν να λέγονται, και του «Παγανισμού», στο γλέντι, δηλαδή, του τραγοπόδαρου «θεού», -γράφε σύγχρονης «ακολασίας»- μας «προέκυψε», καθώς πλέον «χρίσθηκε», ο Αντίχριστος και το «δυνατό» του όνομα «αόρατος εχθρός».
Μας προτείνεται, λοιπόν, ή για την ακρίβεια μας επιβάλλεται με θρασύτητα, ως μέτρο σωτηρίας, μάλιστα, η ανθρωποθυσία, «αυτοκτονία» βέβαια, αλλά χάριν του «φύλλου της συκής», ως σώζων, τάχα, «αυτοεγκλεισμός».
Θα μπορούσε να μας θυμίζει λίγο τούτη η κατάσταση την πρόσκληση του Χριστού να «κατεβούμε μαζί Του εις τον Άδη», αλλά, την ίδια ώρα, όμως, το πράγμα όχι μόνον είναι άλλο αλλά και παρασάγγες μακρινό.
Ο Χριστός, ανεξάρτητα βεβαίως, προς το τι κάποιοι πολύ θα ήθελαν, αλλά και προς οικτρή τους διάψευση, δεν είναι σήμερα εκεί, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, είναι Εδώ.
Αυτά παθαίνει, λοιπόν, όποιος δεν θέλει να εμπιστεύεται τον «λευκοφορούντα Άγγελο», αλλά έτρεξε και εξακολουθεί, παρά τα γενόμενα, να τρέχει στον του «σκότους», που προκαλεί μόνο πληγή.
Αγνοώντας, φαίνεται, ή προσπερνώντας «βλάσφημα» την Ανάσταση του Χριστού, φθάσαμε να λέμε πως κατεβαίνουμε, για την αγάπη Του, σ’ αυτή τη φρικτή «φυλακή».
Έτσι, δυστυχώς, φθάσαμε να νομίζουμε-πιστεύουμε πως μπορούμε να αποφύγουμε και της «πύρινης ρομφαίας» την τομή, τότε που Εκείνος, όπως είπε, θα «ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια…», κατά
τη φρικτή, της δευτέρας Παρουσίας Του, στιγμή.
Είναι, όμως, άλλο, αγαπητοί φίλοι, να προσπαθώ να γλυτώσω από του διαβόλου το «δρεπάνι» -κορωνοϊό, πράγμα, που αν δεν το πετύχω, σημαίνει «κοιμάμαι» προς το παρόν και άλλο πράγμα πεθαίνω, που συνεπάγεται πως στην αιώνια κόλαση ζω.
Τότε, πράγματι, υποφέρω «ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη». Έτσι, όμως, όχι μόνο ανησυχητικό είναι, αλλά και, ως βλάσφημο, πνευματικά επιλήψιμο-κολάσιμο.
Αλήθεια, λέτε να βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, στη χώρα των «Γαδαρηνών»; Μη γένοιτο Κύριε! Τί έγινε λοιπόν;
Δεν μπορέσαμε, όντως, οι «αγιοπνευματικοί» άνθρωποι να διακρίνουμε τον «άρχοντα του σκότους ή του κόσμου τούτου» κι έτσι λέμε τώρα το «Διάβολο» και τον «Θάνατο» όπως και οι υπόλοιποι- «λοιποί», κατά Παύλον, «αόρατο εχθρό»;
Αυτό δηλώνει, πάντως, ξεκάθαρα, η «τολμηρή», ως «θεοστυγής» ομολογία μας (πρέπει να περιμένουμε τη «θεά»-Επιστήμη να δώσει το φάρμακο και να μας προσφέρει την ελεύθερη ζωή).
Φίλοι μου, μήπως ήταν πιο κοντά στην αλήθεια της έρευνας του «θείου» οι αρχαίοι πρόγονοί μας;
Εκείνοι σκιάς και με το δίκιο τους. Παρόλα ταύτα όμως, μίλαγαν και για ιερές καθάρσεις, όπως το έκανε και ο Πιλάτος, πριν τη θυσία, του
Ενός και Μόνου, του Ιησού. Αυτό, λέτε, να σημαίνει και σήμερα το επιτακτικό, αλλά και ατέλειωτο πλύσιμο των «χεριών»;
Αναμφίβολα πάντως και τότε λατρευόταν, ως αξία, η των «εχόντων»-εξουσιαζόντων-δυναστευόντων ζωή!
Κύριε, λυπήσου μας. Πρόφθασε!