ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ:
ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΪΚΟΣ ΤΣΟΠΑΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
...Αυτός ο τσοπάνος, που πήγε στον Παράδεισο, τον λέγανε
Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια και ζούσε µε την γυναίκα του απ' τον κόσµο
µακρυά, µε τα ζωντανά του και δεν κατέβαινε στο χωριό, παρά µονάχα για να
πουλήσει τα τυριά του και να ψουνίσει τα χρειαζούµενα, ξεκίνησε να λέει ο
Προκόπης.
Μιαν ηµέρα το λοιπόν, όπου βρέθηκε στο χωριό για τις
δουλειές του, πήγε να ανάψει ένα κερί στην εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούµενος
και καλής ψυχής άνθρωπος. Εκεί µιλούσεν ο παπάς στους χωριανούς του και τους
έλεγε το κήρυγµα για τον ίσιο δρόµο του Θεού, που πάει ολόισια στον Παράδεισο,
αν δεν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να τραβούµεν ίσια και να είµαστε
συµπονετικοί για κάθε άνθρωπο, όταν έχει την ανάγκη µας. Νάµαστεν δηλαδή
ψυχηκάρηδες και να ελεούµε, γιατί το ίδιο κάνει και ο Θεός και ελεεί τον κόσµον
όλον για να ζει και να πορεύεται. Κι όποιον δει πως κάνει κι αυτός το ίδιο, τον
συµπαθά πολύ και τον παίρνει στον Παράδεισο, όπου είναι η ζωή µεγαλείο
ατελείωτο! Έτσι τα έλεγε ο παπάς κι έτσι πρέπει να είναι, κατά την γνώµην µου.
Η Εκκλησία δεν λέγει ποτέ της ψέµατα και γιατί να τα πει, µαθές;
Όλοι ακούγαµε τον απλοϊκό τσοπάνο, που µιλούσε µε τον
δικό του παραστατικό τρόπο και κάθε λίγο σκούπιζε τα µουστάκια του, άγνωστο
γιατί, και δεν έδειχνε δυσκολία στο να εκφραστεί αυθόρµητα και να πει την πίστη
του. Ο φίλος µου, που είχε ενθουσιαστεί, ρώτησε, συντοµεύοντας την µικρή παύση
στην διήγηση του Προκόπη:
- Και µετά τι έγινε: Πώς πήγε στον Παράδεισο;
- 'Όταν γύρισε στο καλύβι του, το είπε στην γυναίκα του
χαρούµενος αυτό το ευχάριστο µαντάτο και της είπε πως θα πάει την άλλη µέρα να
συναντήσει τον Θεό. 'Ετσι κι έγινε.
Την άλλη µέρα πήρε ψωµοτύρι µαζί του, χαιρέτισε την κυρά
του και ξεκίνησε για τον Παράδεισο. Πήρε τον ίσιο δρόµο και προχωρούσε ανάµεσα
στα χωράφια, χωρίς να στρίβει δεξιά τι αριστερά, όπως είπε ο παπάς και το
βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο και συνέχισε την άλλη µέρα τον ίσιο δρόµο
για τον Παράδεισο.
'Εφαγε και το ψωµοτύρι, που είχε µαζί του και συνέχισε
και την τρίτη µέρα και την τέταρτη. Το ένα βουνό ανέβαινε, το άλλο κατέβαινε.
Την πέµπτη µέρα πείνασε πολύ και σκέφτηκε τι να κάνει και
που να βρει τροφή. Κι όταν ανέβηκε το βουνό, πού ήταν µπροστά του, είδε στην
απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. Έσυρε λοιπόν και πήγε. Χτύπησε την πόρτα και
ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς το Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στον δρόµο του. Τον βάλανε
λοιπόν µέσα στην εκκλησιά του Μοναστηριού να περιµένει, ώσπου να του φέρουνε
τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τις εικόνες και τις θαύµαζε, όλες του
φαινότανε ζωντανές, ολοζώντανες. Μόνο, που δεν µιλούσανε. Κι όντας έστρεψε το
µάτι του και είδε στον σταυρό σταυρωµένον κι όλόγυµνο και µατωµένον τον Χριστό,
αναφώνησε:
- Ώχου, το παλικάρι, το λαβώσανε οι άτιµοι! Ώχου και τον
έχουν κρεµασµένον ακόµα!
Την ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του έφερε λίγα φαγώσιµα,
τα 'βαλε πάνω στον πάγκο και τού 'πε να φάει, συνέχισε ο Προκόπης.
Ο καλόγερος όµως, µπαίνοντας, τον άκουσε που µιλούσε στον
Σταυρωµένον και τον ρώτησε:
- Μιλούσες µε κανέναν, αδερφέ;
Ο Μαυρογένης, που υποψιάστηκε τον καλόγερο, πως είναι απ'
αυτούς, που τον σταυρώσανε, δεν είπε τίποτα. Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε
στον Σταυρωµένον:
- Έ, παλικάρι! Μπορείς να κατέβεις από κει πάνω, να
΄ρθεις να φαµε µαζί αυτά, πού µου φέρανε; Θες να 'ρθώ να σε κατεβάσω εγώ;
- 'Οχι. Μπορώ και µόνος µου να κατέβω. 'Ερχοµαι.
Κατέβηκε το λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο
Προκόπης την αφήγησή του, κάθισε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µε τον
τσοπάνο.
Εκείνος του 'πε να τον πάρει µαζί του, τώρα που πάει να
συναντήσει τον Θεό.
- Θέλεις να σε πάρω κι εσένα; Ο Θεός είναι καλός και θα
σε λυπηθεί και θα σε βάλει και σένα στον Παράδεισο. Εγώ γι' αυτό πάω στον Θεό.
'Ερχεοαι µαζί µου;
Δεν πρόλαβε όµως ο Σταυρωµένος ν' αποκριθεί, γιατί
ακούστηκε να έρχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω
στον Σταυρό κι έµεινε µε ανοιγµένα χέρια.
Και ο καλόγερος ρώτησε τον τσοπάνο:
- Τώρα µή µου πεις πώς δεν µίλαγες µε κανέναν. Σ' άκουσα
µε τα ίδια µου τ' αυτιά. Λέγε µε ποιόν µιλούσες;
Ό Μαυρογένης φοβήθηκε στην αρχή, δίστασε και στο τέλος
είπε στον καλόγερο πως μιλούσε με το κρεμασμένο αυτό παλικάρι, που το λυπήθηκε
και το κάλεσε να φάνε μαζί το βρισκάμενο. Και είπε στον καλόγερο:
- Μη με μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω να πάω στον
Παράδεισο και ο παπάς του χωριού μας είπε να πάρουμε τον ίσιο δρόμο και να
είμαστε ψυχοπονιάρηδες. Κατάλαβες; Το λυπήθηκα λοιπόν το παλικάρι και το κάλεσα
να πάρει κι αυτό μια μπουκιά ψωμί. Κακό έκανα;
- 'Οχι, όχι, καλά έκανες και πάντα να συμπονάς τους
αναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ο καλόγερος με τα όσα του είπε ο τσοπάνος.
Κι έτρεξε και τα φανέρωσε όλα στον ηγούμενό του.
Ύστερα, λέει η ιστορία, φτάσανε όλοι οι καλόγεροι με τον
ηγούμενο στην εκκλησιά και βάλανε μετάνοια στον τσομπάνο, που έφαγε μαζί με τον
Σταυρωμένο Χριστό και τον παρακαλέσανε να πει καμμιά καλή κουβέντα και γι'
αυτούς, όταν συναντήσει τον Θεό.
- Άμα τον δω τον Θεό, θα Του πω και για σας, αλλά γιατί
το κρατάτε σταυρωμένο το παλικάρι; Τί σας έκανε; Κατεβάστε το να φάει και να
ντυθεί, που είναι ολόγυμνος και πληγωμένος. Κι αν δεν τον θέλετε εσείς εδώ, τον
παίρνω εγώ μαζί μου.
- Εκείνοι κοκαλώσανε απ' την καλοσύνη και την αθωότητα
του Μαυρογένη και, αφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τον συνόδεψαν κάμποσο
στον ίσιο δρόμο που ακολουθούσε κι όταν εκείνος απομακρύνθηκε, τον βλέπανε που
δεν πάταγε στην γη, αλλά περπατούσε στον αέρα μέχρι, που χάθηκε απ' τα μάτια τους.
Αυτός ο καλός άνθρωπος για μένα θα πήγε στον Παράδεισο το
δίχως άλλο. Γιατί λυπότανε όλους τους πονεμένους, όπως κάνει κι ο Θεός. Εγώ
γράμματα δεν ξέρω για να τα πω πιο όμορφα, αλλά θυμάμαι τον παππού μου τον
Χαραλάμπη, που έλεγε πως ό,τι κάνεις σ' αυτήν την ζωή τα ίδια θα σου κάνουνε κι
εσένα στην άλλη. Κι αυτό το πιστεύω. Αυτή είναι n ιστορία, που άκουσα.