Επιστολή
προς τον Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανό απέστειλε, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Θήρας, Αμοργού και Νήσων κ. Επιφάνιος, σχετικά με τον Οσιώτατο μοναχό Χριστοφόρο
Παπουλάκο, όπου αναφέρει: «Σεβασμιώτατε, Ανεγνώσαμεν την από 30.01.10 υμετέραν
επιστολήν η οποία αφορά εις το εκδοθέν Ημερολόγιον της καθ’ ημάς Ιεράς
Μητροπόλεως δια το έτος 2010 το οποίον είναι αφιερωμένον εις τον Οσιώτατον
Μοναχόν Χριστοφόρον Παναγιωτόπουλον. Ουδέποτε εφαντάσθην, άγιε Ηλείας, ότι
έμελλόν ποτε να απολογηθώ, διότι ο ευσεβής κλήρος και λαός της Μητροπόλεώς μου
υπολήπτεται και διαφερόντως ευλαβείται τον Χριστοφόρον, δια την γόνιμον και
καρποφόρον εν Θηρα κηρυκτικήν του δράσιν. Θα ήμην μάλιστα ο τελευταίος, όστις
θα απέτρεπον το ποίμνιόν μου του να αποδίδη τιμήν εις άνδρα Χριστιανόν
Ορθόδοξον και βεβαπτισμένον, έχοντα συνείδησιν των εαυτού πράξεων επιδείξαντα
θαρραλέαν εμμονήν εις την χριστιανικήν πίστιν, διαπρύσιον κήρυκα του
Ευαγγελίου, «διακριθέντα εις τα υπέρ της ορθοδοξίας ηρωϊκά αγωνίσματα και
παθήματα αυτού και τον οσιοπρεπή καθόλου βίον αυτού»1 και μάλιστα ασυμβίβαστον
και δια τούτο διωχθέντα αποινώς, συκοφαντηθέντα και περιορισθέντα υπό της τότε
Ιεράς Συνόδου, διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις αυτής. Πάντα δε ταύτα
καθ’ ην εποχήν ‐και τούτο το γνωρίζομεν καλώς‐ άλλοι εσιώπων,
ίνα αρεστοί γένωνται τοις βαυαροίς δια να διατηρήσουν τας υψηλάς και
πολυζήλους θέσεις. Άλλωστε, Σεβασμιώτατε, πως είναι δυνατόν ημείς να έχωμεν το
δικαίωμα να αποκαλούμεθα μεταξύ μας «άγιοι» και να κατηγορούμεθα διότι
αποκαλούμεν «όσιον» έναν μοναχόν που και οσιοπρεπώς έζησε και οσιακώς εκοιμήθη
150 έτη πριν;
Η πως
είναι δυνατόν να μην εκδηλώνεται υφ’ υμών οιαδήποτε αντίδρασις όσον αφορά εις
οσίους άνδρας και γυναίκας ως ο Μακάριος ο Νοταράς, ο Εφραίμ της Νεας Μακρης η
η Θεοδώρα της Άρτης οι οποίοι επίσης δεν έχουν αγιοκαταταχθεί η για συγχρόνους
γέροντας ως οι αείμνηστοι Παΐσιος, Ιακωβος Τσαλίκης, Φιλόθεος της Παρου κ.λπ.
εις τούς
______________________________________________________________
1 Κ. Μ. Ραλλη, Περί της
των Αγίων ανακηρύξεως, εν Εκατονταετηρίς Ενθικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών 1837‐1937. Επιστημονικαί συμβολαί, Αθήναι, σσ. 20‐21.
οποίους αποδίδεται ήδη ο τίτλος του οσίου και
τιμώνται δεόντως εις τας Μητροπόλεις εις τας οποίας ανήκουν και να υπάρχη η
καθ’ όλα αδικαιολόγητος αντίδρασις αύτη δια τον Χριστοφόρον ο οποίος τιμάται
εις την Μητροπολιτικήν μας Περιφέρειαν; Ασφαλώς και γνωρίζομεν, Σεβασμιώτατε,
και τα της απορριφθείσης αιτήσεως του Συλλόγου των Αρμπουναίων Καλαβρύτων περί
της αγιοκατατάξεως του περί ου ο λόγος Οσίου Μοναχού και τα περί των Συνοδικών
Εγκυκλίων τας οποίας επικαλείστε. Και όσον αφορά εις την απορριφθείσαν αίτησιν
του Συλλόγου των Αρμπουναίων, ασφαλώς και ορθώς έπραξεν η Ιερά Συνοδος της
Εκκλησίας της Ελλάδος, διότι δεν είχον ακολουθηθεί αι προβλεπόμεναι
διαδικασίαι, αι οποίαι επιτρέπουν μόνον εις εκκλησιαστικάς αρχάς να προβαίνουν
εις τοιαύτας αιτήσεις και ουχί εις συλλόγους, σωματεία, ινστιτούτα κ.λπ. Όσον
αφορά ωστόσον εις τας Συνοδικάς Εγκυκλίους του έτους 1852 και τας τεκμηριωμένας
εργασίας των ιστορικών και των θεολόγων που ζητούνται υπό της υμετέρας
Σεβασμιότητος περί του Οσίου Μοναχού Χριστοφόρου, παραθέτομεν τα κατωτέρω:
Η
μελέτη των εγγράφων των αποκειμένων εν τοις Γενικοίς Αρχείοις του Κράτους αρκεί
όπως βεβαιώσει την αλήθειαν, ότι δηλ. όσον χρόνον ο Χριστοφόρος περιωρίσθη εις
το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ουδέν είχε πρόβλημα και ευεργέτης ήτο, ακόμη καθ’
ομολογίαν των εκκλησιαστικών αρχών, ότε όμως ελάλησεν πικράς αληθείας,
«εκύκλωσαν αυτόν κύνες πολλοί». Εις τα έγγραφα αυτά μάλιστα έχει ευχερή
πρόσβασιν πας ενδιαφερόμενος, φρονώ δε ότι όσοι νομίζουν ότι έχουν γνώσεις και
λόγον, και ασφαλώς υμείς έχετε ως Ιεράρχης, πρέπει να υποβληθούν εις τον κόπον
να αναγνώσουν αυτά απαθώς και αμερολήπτως, ίνα μορφώσωσι γνώμην. Εκεί μάλιστα,
κατόπιν υπολογισμού, δυστυχώς θα διαπιστώση ο μελετητής και την
ακροτηριασμένην, την γεγηρασμένην της Εκκλησίας Ηγεσίαν (Νεόφυτος 90 ετών,
Αιγίνης Σαμουήλ 105), την προφανώς φόβω και τρόμω συνεχομένην, οιονεί εν ομηρία
τελούσαν υπό των βαυαρών και δια τούτο υπογράφουσαν τα εκάστοτε υπαγορευόμενα
αυτή. Εαν την υμετέραν Σεβασμιότητα όντως «ενδιαφέρει το θέμα γενικώτερα και
ειδικά δια τον συγκεκριμένον μοναχόν», θα πρέπει να γνωρίζετε ότι τούτο δεν
δύναται να γίνη δια της τήδε κακείσε αποστολής διαμαρτυριών η κοινοποιήσεων,
και μάλιστα με μόνον όπλον την εγκυκλοπαιδείαν του Ηλίου η την Θ.Η.Ε., και την
αυτόθι βιβλιογραφίαν.
Χρήσιμα
ασφαλώς είναι όλα τα στοιχεία, οπουδήποτε καταταγραφόμενα, αλλ’ είναι
πρωτάκουστον και καινοφανές αφ’ ενός να διαπιστώνωμεν την «κατασκευήν σκοτεινών
και υπόπτων ειδήσεων και μαρτυριών» και αφ’ ετέρου να εμμένωμεν εις όσα
προσήψαν εις το πρόσωπον του Χριστοφόρου οι διώκται αυτού. Αλλά ποίαι είναι αι
διάφοροι σκοπιμότητες χάριν των οποίων «προβαίνουμε εις αγιοκατατάξεις;» Η
αργυρολογία η μήπως η προσωπική προβολή των ηγουμένων της τοιαύτης προσπαθείας
η της γενετείρας και τον τόπων δράσεως των υπό αγιοκατάταξιν προσώπων; Δυνασθε
μετά βεβαιότητος, «σημείων» και αδιασείστων τεκμηρίων να αποδείξετε τα
λεγόμενα; Ας μην εκτιθέμεθα άνευ λόγου, αδελφέ. Ερωτάτε πάλιν, Σεβασμιώτατε, τι
έχω να είπω περί του Ναϊδρίου Αγίας Σοφίας Πατρών. Και προσεφύγατε ως και εις
τον ιερατικόν προϊστάμενον της φερωνύμου Ενορίας. Τα γραφόμενα όμως εν τω
Ημερολογίω (σ. 24) αναφέρονται εις ναΐδριον τιμώμενον επ’ ονόματι της Αγίας
Σοφίας και όχι εις τον Ενοριακόν Ιερόν Ναόν της Αγίας Σοφίας Πατρών. Ως προς
την κάραν του Μοναχού Χριστοφόρου, επιτρέψατέ μου, αδελφέ, αλλά ούτε να φύγη εκ
της Θηρας ηδύνατο, αφού δεν εκοιμήθη εκεί, ούτε όμως και να έλθη εις Άρμπουνα
Καλαβρύτων μόνη, αν τινες δεν εμερίμνων περί αυτού. Διατί «την άφησαν να
φύγει;», νομίζω ότι δεν είμαι το κατάλληλον πρόσωπον να απαντήση. Ίσως όμως
ηδύνατο να απαντήση ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Θηρας και κατόπιν
Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κυρός Γεώργιος. Νομίζω πάντως ότι η συνήθης πρακτική
της αποδόσεως των λειψάνων εις την γενέτειραν των οσίων ανδρών ουδαμώς υποδηλοί
έλλειψιν ενδιαφέροντος περί αυτής, ούτε πράξιν ύβρεως και ασεβείας αποτελεί.
Άλλωστε ο Χριστοφόρος δεν συνίστατο μόνον εις τα της κεφαλής, είχε και άλλα
μέλη.
Αναφορικώς
προς την περί του κελλίου του περιορισμού του Χριστοφόρου απορίαν υμών, απαντώ:
την αυτήν απορίαν έχω και εγώ όχι μόνον περί του κελλίου του προκειμένου προσώπου,
αλλά και περί των χώρων εγκαταβιώσεως πολυαρίθμων δια μέσου των αιώνων σεπτών
και θεοφόρων ανδρών και γυναικών. Μηπως πρέπει να αγνοήσωμεν συλλήβδην την
παράδοσιν; Ως προς την απορίαν, «διατί το παρεκκλήσιον αυτό αφιερώθη εις τον
άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις τον μοναχόν Χριστοφόρον;» απαντώ ότι πλησίον αυτού
υπήρχε ναΐδριον του Ιεράρχου, το οποίον κατέπεσε κατά τούς σεισμούς του 1956.
Εις ανάμνησιν αυτού του γεγονότος το σημερινόν ναΐδριον τιμάται και επ’ ονόματί
του Ιεράρχου, αλλά και επ’ ονόματι του περί ου ο λόγος Οσίου.
Ως
προς τας αλλεπαλλήλους απορίας της υμετέρας Σεβασμιότητος περί ανακομιδής των
λειψάνων, περί αποτμήσεων αυτών και περί των εκκλησιαστικών αρχών της εκάστοτε
εποχής, των βεβαιουσών μετ’ αυθεντίας την αλήθειαν των γεγονότων η την γνησιότητα
του περιεχομένου των λειψανοθηκών, εις ο,τι με αφορά, δεν αμφιβάλλω περί όσων
παρέλαβον παρά των αοιδίμων προκατόχων μου. Προσυπογράφω πάντως τας υφ’ υμών
εκφραζομένας ανησυχίας περί του κινδύνου πλάνης των πιστών και περί της μετά
της δεούσης προσοχής εξετάσεως των δεδομένων των υπό επίσημον αναγνώρισιν
αγίων. Δικαιούμαι όμως να διαφωνήσω προς υμάς αναφορικώς προς τον Χριστοφόρον. Σεβασμιώτατε,
Η Ιερά Συνοδος της κρισίμου εκείνης εποχής, η οποία εξέδωκεν τας περί
Παπουλάκου εγκυκλίους, ως παρά τας εκείνης (;) διαταγάς πολιτευσαμένου:
•
καθήρεσε τον Ανδρουβίστης Προκόπιον της χάριτος της αρχιερωσύνης και πάσης
ιερατικής τάξεως και ενεργείας, ως μεταχειρισθέντα «παν είδον ραδιουργίας
εις επιτυχίαν του σκοπού του και παντάπασιν διεφθαρμένον, υποκινούντα πάντα
λίθον… εις επιτυχίαν των αποτελεσμάτων της κακοηθείας του» όστις ήτο τοσούτον
αδιόρθωτος, ώστε «μόνος ο δια βίου περιορισμός δύναται να φέρη εις μετάνοιαν
και να τον αναδείξη τουλάχιστον καλόν χριστιανόν» (έτος 1834),
•
παλινωδούσα δε τέσσαρα έτη βραδύτερον, «αποδεχομένη την ειλικρινή αυτού
μετάνοιαν και εκ συντετριμμένης καρδίας προερχομένην» όχι μόνον συνεχώρησεν
αυτόν, αλλ’ προέβη και εις άρσιν της καθαιρέσεως, και μετά έτη προσεκάλεσεν
αυτόν ως αναπληρωματικόν μέλος της Συνόδου, κατά δε το 1852 ανέδειξεν αυτόν
Επίσκοπον Οιτύλου ως αξιώτερον2. Επισημειώνεται, ότι περί της δράσεως του
Προκοπίου κατά του Παπουλάκου ευχερώς δύναταί τις να ανατρέξη εις τον οικείον
φάκελλον των Γ.Α.Κ.
Αλλ’
ας ίδωμεν τι αναφέρεται εις τας περί ων ποιείσθε μνείαν και μη εισέτι
ανακληθείσας Συνοδικάς εγκυκλίους:
Α) Η
της 15ης Μαΐου 1852, περί του αυτοχειροτονήτου κήρυκος μοναχού Χριστοφόρου
Παπουλάκου, Προς τον κατά την Λακωνίαν ιερόν κλήρον και πάντα τον ευσεβή και
περιούσιον αυτής λαόν, λέγει ότι ο Παπουλάκος περιφερόμενος από τόπου εις τόπον
«κηρύσσων δήθεν τον θείον λόγον, και υπό το πρόσχημα τούτο, λήρους ασέμνους και
σκανδαλώδεις εξερευγόμενος διαστρέφει δι’ αυτών την γνησίαν του θείου
Ευαγγελίου διδασκαλίαν… παρασύρων τούς απλουστέρους εις πολλά άτοπα και εμπνέων
εις τας κεφαλάς αυτών ιδέας τω όντι αντιχριστιανικάς και αντιθέους». Καταγγέλλει
περαιτέρω τον Χριστοφόρον, όστις προσκληθείς υπό της Συνόδου, ίνα δώση λόγον
περί της διδασκαλίας του, ηπείθησεν και «ου κατεδέξατο ελθείν». Δια την
τοιαύτην δε απείθειαν απηγόρευσεν εις αυτόν όλως, ίνα μη διδάσκη του λοιπού,
μέχρις ότου, εμφανισθείς εις την Συνοδον, δώση λόγον της διδασκαλίας του και,
αν ευρεθή ικανός εις την ιεράν ταύτην διακονίαν του κηρύγματος, αποσταλή και
πάλιν, νομίμως όμως, παρά της προσηκούσης εκκλησιαστικής αρχής. Άλλως δε
πράττων δικαίως θεωρείται ως αντάρτης της εκκλησίας, ως αδόκιμος και απόβλητος.
Η εγκύκλιος διανθίζεται υπό κολακειών προς το πρόσωπον του Όθωνος και υπό
αγιογραφικών παραπομπών, προκειμένου να κατοχυρωθή και θεολογικώς. Αλλ’ εις
μάτην. Υπογεγραμμένη από τρεις μόνον Συνοδικούς Επισκόπους απηυθύνθη εις ώτα μη
ακουόντων, διότι, όπως αναφέρει αψευδής πηγή, έγγραφον του τότε Επάρχου Οιτύλου
προς τον Νομάρχην Λακωνίας Δ. Δούκα την 29ην Μαΐου 1852 «δεν υπάρχει ουδεμία
οικογένεια, εντός της οποίας να μη υπάρχη οπαδός…, διότι το όνομα του
Χριστοφόρου συνεταυτίστη με το όνομα της Θρησκείας» (ΓΑΚ, Φακ. Βακάλογλου 24α).
Και
από της απόψεως αυτής καθίσταται φανερόν πόσον ηγαπήθη ο Χριστοφόρος υπό του
λαού και πόσον εις αυτόν λαομίσητος ήτο η τότε διοίκησις της βαυαροκρατίας και
τα μίσθαρνα όργανά της. Αλάθητον το κριτήριον του λαού, και απαράδεκτον είναι,
κατά περίπτωσιν, άλλοτε να θεωρώμεν αυτόν δυσσεβή και παράνομον, κακά μελετώντα
και άλλοτε να προσκυνώμεν την χάριν του.
_____________________________________________________________
2 Βλ. Βασιλείου Ατέση,
Επισκόπου Ταλαντίου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ.
Α , Εν Αθήναις 1948, σσ. 242‐243 και 250‐252).
Β) Η
της 26ης Μαΐου 1852 και υπ’ αριθ. πρωτ. 2377 – διεκπ. 316, περί ανατροπής των
καθεστώτων, Προς άπαντας τας κατά την Ελληνικήν επικράτειαν ευσεβείς και
ορθοδόξους χριστιανούς, συνίσταται εις την καταγγελίαν κακοβούλων τινών, εχθρών
της πατρίδος και πολεμίων της ευτυχίας και ησυχίας των ειρηνικών πολιτών,
οίτινες συνέλαβον την σατανικήν ιδέαν ν’ ανατρέψουν τα καθεστώτα… Δι’ αυτής η
Ι. Σύνοδος αποπειράται να κατοχυρώση θεολογικώς την στάσιν αυτής μετά συχνών
αγιογραφικών παραπομπών. Δεν παραλείπει να αναπέμψει άφθονον λιβανωτόν εις τον
Όθωνα, «ον η θεία πρόνοια… ηυδόκησε να επιστήση… Βασιλέα της χώρας», οιονεί
παρέχουσα την διαβεβαίωσιν νομιμοφροσύνης, και ο οποίος, συμφώνως προς την
επαγγελίαν και διαβεβαίωσιν αυτού τυγχάνει ο κραταιότατος και ειλικρινέστατος
προστάτης και της ορθοδόξου πίστεως και της την ορθόδοξον πίστιν τηρούσης
εκκλησίας ημών. Σημειώνεται μάλιστα ότι την εγκύκλιον μόνον τέσσαρες των
Συνοδικών υπογράφουν, ουδαμού δε εν αυτή γίνεται μνεία του Χριστοφόρου. Δια
τούτο και η εγκύκλιος αυτή κατηργήθη εις την συνείδησιν του κλήρου και του λαού
τόσον εν Αθήναις, όσον και αλλαχού.
Και
όχι μόνον δεν εγένετο καν αποδεκτή, αλλά και ένεκεν αυτής ηπειλήθησαν
πολυάριθμα επεισόδια, καθώς ο λαός επεδίωξεν να παραδόση αυτήν εις την πυράν
(Εφημ. ΕΛΠΙΣ 31ης Μαΐου 1852 και ΑΘΗΝΑ 5ης Ιουνίου 1852). Γ) Η της 9ης Ιουνίου
1852 (αρ. πρωτ. 2444 – διεκπ. 355) απευθυνομένη Προς τας κατά την Επικράτειαν
Εκκλησιαστικάς Αρχάς, διατάσσει την έγκαιρον ανάγνωσιν «των προλαβόντως αυτής
εγκυκλίων επιστολών», εις τας εκκλησίας εις επήκοον πάντων προκειμένου δια
προτροπών και νουθεσιών να επανέλθουν οι αποπλανηθέντες πιστοί εις την ευθείαν
οδόν. Επισημειώνει δε και την επίσημον πληροφορίαν, ότι «δια της ατόπου και
υποκριτικής διδαχής αυτού (δηλ. του Χριστοφόρου) ότι έσονται σεισμοί και εκ των
σεισμών καταστραφήσεται νήσός τις». Εκείθεν ορμωμένη «γυνή τις εκ Κυνουρίας
ελθούσα εις Αίγιναν εκήρυττε περί αυτού λέγουσα ότι αυτή εστίν η νήσος της
Αιγίνης και τέλος έσεται και συντέλεια του κόσμου. Δια ταύτα συνεταράχθησαν αι
συνειδήσεις των Χριστιανών, οίτινες συνέτρεχον μετά θορύβου εις τας εκκλησίας
και, κρούοντες τούς κώδωνας, ετάραττον την κοινήν ησυχίαν, εν οις και τινες των
ιερωμένων, ασπαζομένων τα υπ’ αυτού κακώς κηρυχθέντα… έψαλλον παρακλήσεις».
Όθεν
χρέος έχουν αι Αρχαί να διασκεδάσουν τας εκ των διαδιδομένων ανησυχίας, διότι
«ουδείς έγνω νουν Κυρίου» και διότι οι ταύτα διαδίδοντες ελαύνονται υπό
πνεύματος δολιότητος και επιβουλής, και εν προσχήματι θρησκευτικώ προσπαθούν να
διαταράξουν την κοινήν του Κράτους ησυχίαν και ασφάλειαν. Τα τελευταία ταύτα
υπομιμνήσκουν και άλλας εποχάς μεταγενεστέρας, ότε υπό το πρόσχημα της
προστασίας κοινής ησυχίας και ασφαλείας οι κρατούντες «ητιολόγουν» τα
αναιτιολόγητα. Ποία ανάκλησις να γίνη της εγκυκλίου αυτής; Ο πρώτος η ο
τελευταίος ήτο ο Χριστοφόρος, όστις, παρενέβαλε εις την διδασκαλίαν του τα περί
σεισμού και συντελείας του κόσμου; Αξίζει μάλιστα να σημειωθή ότι οι επίσημοι
πληροφοριοδόται της Συνόδου ασφαλώς θα ήσαν οι Έπαρχοι, οι Νομάρχαι, οι Έφοροι
και τα άλλα μίσθαρνα και πλήρως αφωσιωμένα εις τούς Βαυαρούς όργανα της
κρατικής εξουσίας, οι προ τινων ετών πρωτοστατήσαντες εις την βιαίαν διάλυσιν
των μονών βία και δυναστεία, εις την διαρπαγήν και διασπάθισιν της περιουσίας
αυτών και εις την απηνή και αμείλικτον δίωξιν του μοναχισμού. Άρα, κατά την
εγκύκλιον, εθεωρείτο αξιολογικώς ανωτέρα η κοινή του Κράτους «ησυχία» της
πατρώας πίστεως, των υγιών δογμάτων και της γνησίας εκκλησιαστικής παραδόσεως,
αι δε ενέργειαι και η δράσις του Χριστοφόρου προς αφύπνισιν του λαού και
προστασίαν αυτών ωδηγούντο «υπό πνεύματος δολιότητος». Αλλ’, ίνα καταδειχθή
ποίος ωδηγείτο «υπό πνεύματος δολιότητος», ο ρακένδυτος Παπουλάκος η μήπως ο
κρατικός μηχανισμός, μετά του οποίου εκούσα άκουσα εν αγαστή συμπνοία και
συνεργασία διετέλει η τότε Ιερά Συνοδος, επάναγκες κρίνομεν να δημοσιεύσωμεν
εμπιστευτικήν επιστολήν του Ιωάννου Κολοκοτρώνη εκ Γυθείου από 17ης Ιουνίου
1852, προς τον Δ. Δούκαν, Νομάρχην Λακωνίας (ΓΑΚ, Φακ. Βακάλογλου 24α): «Αδελφέ
Δούκα. Περιμένω ανυπομόνως ειδήσεις σας, δια να μάθω την ενέργειαν των σχεδίων
μας. Γνωρίζεις ότι είχα δώσει μυστικάς οδηγίας εις τον υπομοίραρχον Ζωγράφον,
ότι εις περίπτωσιν ανάγκης, ημπορεί να δουλεύση και η πιστόλα
κατά της κεφαλής του Καλογήρου (!), δια να ξεμπερδεύσωμεν
ούτως η άλλως από το μίασμα τούτο. Συνεννόησον με τον υπομοίραρχον και περί
τούτου, ώστε εγκαίρως να γνωστοποιηθή το μυστικόν τούτο και εις τούς
μετεμφιεσμένους οκτώ. Ημπορείτε να λάβητε όσους στρατιώτας χρειασθήτε και είμαι
έτοιμος να σας εγκρίνω ο,τι μέτρον μου προτείνετε, δυνάμενον να συντελέση εις
την επιτυχίαν του σχεδίου. Άλλο δεν έχω να σας ειπώ, περιμένω ενέργειαν, δραστηριότητα
και φρόνησιν. Σας ασπάζομαι, ο αδελφός σου Ιωάννης Κολοκοτρώνης». Αναφορικώς
προς τα γραφόμενα υπό της υμετέρας Σεβασμιότητος περί λήθης του Παπουλάκου, ότι
δηλαδή η «επιζήσασα φήμη του όμως δεν αντέσχεν επί μακρόν… βραδέως αλλ’ ασφαλώς
η λήθη εκάλυψε το πέρασμά του. Έκτοτε η ψύχραιμος σκέψις ετακτοποίησε την
ταραχήν των συνειδήσεων», κατά τον Γριτσόπουλον, επιτρέψατέ μου να υποστηρίξω
ότι δεν έχονται της αληθείας. Ο αιδεσιμ. πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός,
Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής και έγκριτος και αυτός επιστήμων
αντιλέγει: «μορφές, όπως ο Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος) και ο
Κοσμάς Φλαμιάτος, φαίνονται πολύ διαφορετικά σήμερα απ’ ότι στα μαθητικά μας
χρόνια, που μας είχαν μάθει να τούς βλέπουμε «ως αμαθείς» και φανατικούς, «των
οποίων η μνήμη ταχέως εσβήσθη»! Γιατί όπως η σύγχρονη έρευνα αποκαλύπτει,
τίποτε δεν είναι περισσότερο αναληθές από αυτό. Και οι δύο αυτοί αγωνιστές όχι
μόνο δεν λησμονήθηκαν από το Λαο μας, αλλά θα τολμήσουμε να πούμε ότι η
δυναμική, που ανέπτυξαν στη λαϊκή συνείδηση, υπήρξε μεγαλύτερη μετά το θάνατό
τους, απ’ όσο κατά τη διάρκεια του αγώνα τους. Ο άκρατος όμως ρασιοναλισμός
συνετέλεσε παλαιότερα – και αυτό ήταν αμαρτία περισσότερο της εποχής απόσο των
προσώπων – να μη βλέπουμε την αληθινή εικόνα των λαϊκών αυτών ευαγγελιστών,
όπως οι Φαρισαίοι δεν «μπορούσαν» να «ίδουν» τα θαύματα του Χριστού. Σημερα
όμως φθάσαμε στο σημείο να συντάσσονται διδακτορικές διατριβές για τα πρόσωπα
αυτά και τη δράση τους, για να μελετηθούν τα λαϊκά κινήματα του 19ου αιώνα σε
όλες τις διαστάσεις τους, με ευρεία χρήση και των αρχειακών πηγών, που, όπως
αποδεικνύεται, είναι πολύ πλουσιώτερες απόσο μπορούσαμε να φαντασθούμε… Η
αναπροσαρμογή συνεπώς της στάσεώς μας σήμερα απέναντι στον Φλαμιάτο, τον
Παπουλάκο… και οποίον επώνυμο μάρτυρα της παραδόσεώς μας, είναι πολλαπλά
ωφέλιμη και αναγκαία. Διότι μπορεί να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε το
ποσοστό της συγχύσεως και αλλοτριώσεως των καιρών μας. Και αυτό είναι ιδιαίτερα
σημαντικό, αφού η γνώση της αρρώστιας είναι – κατά τεκμήριο τουλάχιστον – η
βασική προϋπόθεση για την αναζήτηση της θεραπείας» [Κοσμάς Φλαμιάτος (1786‐1862),
Ένας μάρτυρας της Ορθοδόξου παραδόσεως στο ελληνικό κράτος, Θεολογία, τ. 58,
Απρίλιος‐Ιούνιος 1987, τεύχος 2, σσ. 294‐295 και 321]. Αλλά
και ο ελλογιμ. Χρ. Γιανναράς, Καθηγητής Πανεπιστημίου κι αυτός γράφει σχετικά:
«βλέποντας (ο Χριστοφόρος) στην πράξη τις συνέπειες της ασκούμενης από τη
βαυαροκρατία πολιτικής, στρέφει το κήρυγμά του και στα φλέγοντα θέματα της
εποχής. Στηλιτεύει αμείλικτα το αυτοκέφαλο και την κατάργηση των παραδοσιακών
Μητροπόλεων, που άφησε το λαο αποίμαντο. Καυτηριάζει τη διάλυση των
μοναστηριών, τις ευκολίες που παρέχει το κράτος στούς ξένους μισσιονάριους, τα
αλληλοδιδακτικά σχολεία, που είχαν επιβάλλει στην εκπαίδευση οι μισσιονάριοι,
τον εξοβελισμό των «θεϊκών» γραμμάτων, από τα σχολεία, και εννοεί τον Οκτώηχο
και το Ψαλτήρι…» [Γιανναρά Χρ., Ορθοδοξία και Δυση στη Νεώτερη
Ελλάδα, εκδ. Δομος, 1999, σσ. 290‐291].
Αξιόλογα
επίσης έργα η άρθρα περί του Παπουλάκου είναι και τα ακόλουθα:
Δαβού Βυρ., Χριστοφόρος
Παπουλάκος, ο καταδιωγμένος καλόγηρος, Αθήνα 1986, σσ. 73.
Δημητρακοπούλου Γ. Σ. (Καθηγ. Φιλοσ. Σχολής Πανεπ.
Αθηνών), Ο ευσεβής λαός δια τον Παπουλάκον, Ορθόδοξος Τυπος 23ης Σεπτ. 1988,
αρ. 33.
Θεοδωρόπουλος Φ. Ν., Μοναχός Χριστόφορος
Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος), Αθήνα 1994.
Καψιώτη Αθ. , Ο όσιος Χριστόφορος ο Παπουλάκος,
Αθήναι 1992.
Κοτταδάκη Αθ., Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο ,Κοσμάς
Φλιαμιάτος, Χ. Παναγιωτόπουλος η Παπουλάκος, Ιγνάτ. Λαμπρόπουλος, Ιερόθ.
Μητρόπουλος, Ευσ. Ματθόπουλος, εκδ. Τηνος, Αθήναι
1976. Ο Κοτταδάκης μάλιστα εις το αξιόλογο αυτό πόνημά του ομιλεί περί των
πέντε εκείνων μορφών, των «ιερομένων με το μυστικό του αποστολικού αγωνισμού,
που έφερε τη νεοελληνική χριστιανική άνοιξη».
Μεταλληνού Δ. Γ. πρωτοπρ., Παράδοση και αλλοτρίωση.
Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή
περίοδο, εκδ. Δομος, Αθήνα 2001.
Μουλατσιώτη Νεκτ. αρχιμ. (επιμ.), Παπουλάκος, Ο
Άγιος της Πελοποννήσου, εκδ. Ιεράς Μονής Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ Σαρωφ
Τρικόρφου Φωκίδος, χ.τ., 2006.
Μπατιστάτου Δ. (Θεολόγου), Χριστοφόρος
Παναγιωτόπουλος η Παπουλάκος (κραυγή πόνου και απόγνωσεως), Σαλπιγξ Ορθοδοξίας
Μαρτιος‐Απρίλιος 1969, τεύχος 15‐16, σσ. 50‐51 και Μαϊος‐Ιούνιος 1969, σσ.
72‐73 και 96.
Μωϋσέως Μοναχού του Αγιορείτου, Ο Παπουλάκος, 200
έτη από την γέννησή του, Ορθόδοξος Τυπος 21ης Νοεμβρίου 1986 σσ. 1 και 3.
Νασιόπουλου Α. Α., Ο Αληθινός Παπουλάκος, εκδ.
πρώτη, Αθήνα 1984.
Πεττα Ν. Ν. αρχιμ., Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος
ο Παπουλάκος στη Θηρα (1854) και στην Άνδρο (1854‐1861), Αθήνα 2009.
Πεττας Ν. Ν. αρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλάκος, ο
σύγχρονος απόστολος της Πιστεως και του Γενους, εκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης,
Θεσσαλονίκη 2009.
Τσάκωνα Γρ. Δ. (Καθηγητού της Κοινωνιολογίας), Ο
Κοινωνικός Παπουλάκος, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά Γ‐Δ
(1959‐60) 26‐28.
Σακκέτου Αγγ., Παπουλάκος (Άγνωστες προφητείες και
θαύματα), Η επαλήθευση των προφητειών και ο παγκόσμιος θρίαμβος του ανθρώπου,
εκδ. Σακκέτου, Αθήναι 2008.
Σαρδελή Κ. (ιστορικού και λογοτέχνου), Η προδομένη
παράδοση, τα ψευδώνυμα φώτα, τ. Α , εκδ. Τήνος, Αθήνα 1991.
Του αυτού, Χριστόφορος Παπουλάκος και Κοσμάς
Φλαμιάτος, Οι πρωτομάρτυρες και θύματα του Ελλαδικού Κράτους, Αθήνα 1988.
Σταθοπούλου Θ., Το κίνημα του Παπουλάκου, οι
πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαστάσεις του (διδακτ. διατριβή), Αθήνα
1991, σσ. 726.
Ο Χριστός και η Αλήθεια, ΣΤ Δημοτικοῦ,
ΟΕΔΒ, Αθήνα 2003, σσ. 197‐198 (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο). Παπουλάκος, ο καλός
σπορέας. Στη σ. 198 αναφέρεται «Ο Παπουλάκος με τα λόγια του συνέπαιρνε τα
πλήθη… Μιλούσε απλά, με στοργή και αγάπη για τη ζωή και τα προβλήματά
τους. Καλούσε τούς ανθρώπους να αλλάξουν τη ζωη τους και να ζουν με το λόγο του
Θεού. Τούς έλεγε να προσεύχονται και να τηρούν την αργία της Κυριακής και των
εορτών, να βοηθούν τούς φτωχούς και ανήμπορους και να νηστεύουν… Η δράση όπως
και το λόγια του Παπουλάκου δεν άρεσαν στούς ισχυρούς της εποχής (στο βασιλιά,
στούς άρχοντες, στούς δεσποτάδες), γιατί ο δυνατός λόγος τούς έλεγχε».
Ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα είναι και τα υπό έκδοσιν
Πρακτικά της Επιστημονικής Ημερίδος που επραγματοποιήθη υπό της Ιεράς Μονής
Προφήτου Ηλιού Θηρας και υπό την αιγίδα της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, εν
Θηρα, τον Ιούλιον του παρελθόντος έτους με θέμα: «Ο Οσιώτατος Μοναχός
Χριστοφόρος Παπουλάκος στη Θηρα και στην Άνδρο» ως και του Επιστημονικού
Συνέδριου πραγματοποιηθέντος εν Κλειτορία των Καλαβρύτων τον Σεπτέμβριον του
2009 με θέμα: «Ο Όσιος Χριστοφόρος Παπουλάκος».
Εις αυτά, λίαν διαφωτιστικαί του βίου και της
δράσεως του Χριστοφόρου Παπουλάκου είναι αι εισηγήσεις των:
• Ομ. Καθηγητού της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και
Τεχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Αθανασίου Παλιούρα με θέματα: «Η
απεικόνιση και η τιμή του οσιωτάτου Χριστοφόρου Παπουλάκου» και «Η πραγματική
φωτογραφία και η εικονογράφηση του οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
• Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας,
Καθηγητού Χημικού του ΤΕΙ Πειραιώς κ. Χαραλάμπους Μπούσια με θέματα:
«Υμνογραφικά οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου» και «Κινημα Κολλυβάδων‐Κινημα
Παπουλάκου. Παράλληλα ρεύματα».
• Λεκτορος Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Άννης Καραμανίδου με θέμα: «Το
περιεχόμενο των Διδαχών του Παπουλάκου».
• Αρχιμ. Νεκταρίου Ν. Πεττα με θέμα: «Ο Χριστοφόρος
Παπουλάκος στη Θηρα και στην Άνδρο».
• Καθηγητού Βυζαντινής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φωτίου Δημητρακοπούλου με θέμα: «Ο Γερων
Διονύσιος Επιφανιάδης, ο Κολλυβάς, και ο Χριστοφόρος Παπουλάκος».
• Καθηγητού στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αποστόλου Νικολαΐδου με θέμα: «Η
πολιτική θεολογία του Παπουλάκου».
• Καθηγητού Πληροφορικής των ΤΕΙ Αθηνών κ.
Αθανασίου Νασιοπούλου με θέμα: «Η μορφη του Παπουλάκου μέσα από μαρτυρίες και
κείμενα».
• Πρωτοπρεσβ. π. Νικολάου Ι. Σιγάλα, Αρχαιολόγου,
Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Ιεράς Μητροπόλεως Θηρας, Αμοργού & Νησων με
θέμα: «Η διαχρονική τιμή και μνήμη του οσίου Χριστοφόρου Παπουλάκου».
• Λεκτορος στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου
Πατρών κ. Χρίστου Μαρκοπούλου με θέμα: «Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του
Παπουλάκου».
Ο Παπουλάκος, Σεβασμιώτατε, δεν είναι αμφιλεγόμενον
πρόσωπον ούτε ιστορικώς ούτε θεολογικώς. Ιστορικώς μεν, διότι τα πάντα περί
αυτού είναι δεόντως εληλεγμένα. Ούτε με τον κατά το 1826, θανατωθέντα επί
Ιμπραήμ αργυρολόγον και αγύρτην Ευγένιον συγχέεται ούτε με τον Ιωακείμ τον
Ιθακήσιον, όστις κατατάχτηκε μεταξύ των αγίων και εορτάζει την ημέρα της
κοιμήσεώς του, στις 2 Μαρτίου 1868 (βλ. Κανέλλου Κ., Ο όσιος Ιωακείμ ο
Ιθακήσιος, 1786‐1868, Ιθάκη 2000). Αλλά και το θεολογικόν
περιεχόμενον των διδαχών του Παπουλάκου είναι σαφές και με ψυχωφελή
και σωτηριολογικόν προσανατολισμόν. Λιαν διαφωτιστική επί του προκειμένου
υπήρξεν η ανωτέρω αναφερθείσα και συνημμένη ώδε εισήγησις της Καθηγητρίας της
Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Άννης
Καραμανίδου. Η υπ’ αριθ. 1643 και από 14 Μαρτίου 1852, επίσης, αναφορά του τότε
ιεροκήρυκος αρχιμ. Ιωσήφ Κωνσταντινίδου εκ Ναυπλίου, δεν αναφέρει «απλώς
κάποιες συγκεντρώσεις λαού, δια να ακούσουν το κήρυγμα του Χριστοφόρου
Παπουλάκου» αλλά διαφωτιστικώτατα λέγει:
• ότι προσεκαλείτο «πανταχόθεν να μεταβή και εις τα
μέρη των»
• ότι ο ακροατής του «δεν δύναται να αμφιβάλη εις
την θείαν έμπενυσιν, με θείον ζήλον και με σκοπόν ωφελείας ψυχικής
• ότι παρευρίσκοντο αι Διοικητικαί και στρατιωτικαί
Αρχαί, οι καθηγηταί, οι διδάσκαλοι, όλοι οι δικαστικοί και ο κόσμος όλος
• ότι έμειναν άπαντες ευχαριστημένοι και «ήρχισαν
οι πάντες η οι πλείονες να συναισθάνονται την εαυτών διαγωγήν»
• ότι εκτός των άλλων εκήρυττε και περί τελείας
υπακοής εις τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, εις τας Διοικητικάς και
Στρατιωτικάς Αρχάς, ως και εις τα παρ’ αυτών διαταττόμενα, μέχρι θυσίας και
αυτής της ζωής… Περί αληθείας, ακριβούς τηρήσεως των θείων εντολών, ζήλου και
διαφυλάξεως της Πιστεως, προσευχής, νηστείας, ελεημοσύνης, όρκου, μετανοίας,
επιστροφής εις τον Θεόν…
• ότι ο καρπός της διδασκαλίας του ανδρός εκείνου
είναι τόσον τελεσφόρος…, ώστε αυθωρεί μεταβάλλει και μεταφέρει ψυχάς
απολλυμένας εις μετάνοιαν…
Και ταύτα πάντα και αυτή η τότε Ιερά Συνοδος
ομολογεί επισήμως (βλ. φακ. Παπουλάκου εν ΓΑΚ) ασχέτως αν εκ των υστέρων, δια
πολλούς και ποικίλους λόγους παλινωδούσα, μετέβαλε γνώμην περί αυτού.
Επομένως τα περί Παπουλάκου ως αμφιλεγομένου
προσώπου είναι προφάσεις ανθρώπων περί των οποίων ο Θουκυδίδης προσφυέστατα
είπεν ότι «ούτως αταλαίπωρός εστιν η ζήτησις της αληθείας και επί τα ετοίμα
μάλιστα τρέπονται». Αι πρωτογενείς πηγαί αποτελούν αψευδείς μαρτυρίας και όχι
αι εγκυκλοπαιδείαι αι αντιγράφουσαι η μία την άλλην, αν και όλων τα σχετικά
άρθρα ομολογούν ότι υπό του λαού ο Χριστοφόρος εθεωρείτο ως άγιος.
Είναι άράγε τυχαία η δολίως κινουμένη η θετική
άποψη η η αποδοχή του Χριστοφόρου υπό τοιούτων και τοσούτων προσωπικοτήτων,
οίοι:
• Ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας
• Ο Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος
• Ο Αρχιεπ. Αμερικής Μιχαήλ
• Ο Αρχιεπ. Αμερικής Ιακωβος
• Οι Μητροπολίται: Αργολίδος Χρυσόστομος, Ύδρας
Ιερόθεος, Νικαίας Γεώργιος, Λαρίσης Σεραφείμ, Λαμπης και Σφακίων Θεόδωρος,
Νικοπόλεως Μελέτιος, Μυτιλήνης Ιακωβος, Κυθήρων Ιακωβος, Μαρωνείας και
Κομοτινής Δαμασκηνός, Ξανθης Αντώνιος, Άρτης Ιγνάτιος, Ροδου Σπυρίδων, Φλωρίνης
Αυγουστίνος, Γρεβενών Σεργιος, Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίος, Ν. Ιωνίας και
Φιλαδελφείας Τιμόθεος, Ελασσώνος Σεβαστιανός, Εδέσσης Καλλίνικος, Ζιχνών και
Νευροκοπίου Σπυρίδων, Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος
• Ο Οσιολ. Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
• Ο Καθηγ. Πανεπιστημίου Παν. Τρεμπέλας
Είναι τυχαία η δολίως κινουμένη η θετική άποψη η η
αποδοχή του Χριστοφόρου υπό του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πασης
Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου ο οποίος:
• Στις 02.04.2000 μιλώντας στον Ρ/Σ της Εκκλησίας
της Ελλάδος ‐με αφορμή τη «συγγνώμη» που εκείνο τον καιρό
είχε ζητήσει ο πάπας δια τα λάθη των ρωμαιοκαθολικών‐ ανεφέρθη στην άδικο
καταδίωξιν του Παπουλάκου, στα μέσα του 19ου αιώνος, από την επίσημον Εκκλησίαν
της μετεπαναστατικής μικράς Ελλάδος.
• Και στις 30 Ιανουαρίου 2001, των Τριών Ιεραρχών,
απευθυνόμενος προς τούς Έλληνας εκπαιδευτικούς, εξήγησε την σημασίαν των
προφητειών του Παπουλάκου, συνδέοντάς τον με τον Άγιον Κοσμά τον Αιτωλόν:
«Η άθρησκη
η και η αντιχριστιανική παιδεία, αυτή που ορισμένοι θα ήθελαν να επιβάλουν
σήμερα στο έθνος, εύρισκε τον Άγιο Κοσμά ανένδοτα αντίθετο.
Είχεν
άλλωστε διακηρύξει επιγραμματικά σε μία προφητεία του ʺΤο
κακό θα σας έρθει από τούς διαβασμένουςʺ, υπονοώντας το νεωτεριστικό
πνεύμα της Εσπερίας, που επρόκειτο μετά την απελευθέρωση να μεταφέρουν στον
ελληνικό χώρο οι σπουδασμένοι σʹ αυτήν, ένα πνεύμα αντιθρησκευτικό και
αντιορθόδοξο, που ήθελε τάχα την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις προλήψεις
και που μιλώντας στο όνομα της δημοκρατίας, απαρνιόταν τα χριστιανικά
δόγματα σαν δήθεν καταπιεστικά της ανθρώπινης ελευθερίας. Κατά σύμπτωση την
ίδια, σχεδόν αυτολεξεί, φράση θα επανελάμβανε κι ένας άλλος, παρεξηγημένος
αυτός, Διδάχος, ο Παπουλάκος, ζώντας ήδη το κλίμα του άθεου διαφωτισμού μέσα
στην μόλις απελευθερωμένη Ελλαδίτσα. Κι αυτός θα διεκήρυσσε τότε με έμφαση: ʺΤα
άθεα γράμματα θα καταστρέψουν τον κόσμοʺ». Είναι τέλος τυχαία η δολίως κινουμένη η επ’
εσχάτως (24.12.’09) θετική άποψις περί του Χριστοφόρου της Α.Θ.Π. του
Οικουμενικού Πατριαρχου κ.κ. Βαρθολομαίου όστις χαρακτηρίζει τον Παπουλάκον του
οποίου «η μνήμη επεβίωσε μέχρι σήμερον αγαθή εν τω εκκλησιαστικώ πληρώματι» ως
«θερμουργόν κήρυκα του ευαγγελικού λόγου» και αναφέρει ότι: «Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστόφορος, ο
επικληθείς «Παπουλάκος», απεστάλη υπό
του Θεού εν ζήλω Ηλιού δια να κηρύξη τα θεία δικαιώματα, να διδάξη την πατρώαν
πίστιν και να ελέγξη οθνείας επιδράσεις εις την λειτουργίαν του εκκλησιαστικού
και κοινωνικού σώματος. Ηγαπήθη μεν σφόδρα υπό του ευσεβούς λαού του Θεού,
όστις ανεγνώρισεν εν τω προσώπω αυτού τον εκφραστήν της γνησίας εκκλησιαστικής
παραδόσεως και ευσεβείας, εδιώχθη δε υπό των κρατούντων, δι’ ους εγένετο κατά
το ψαλμικόν «βαρύς και βλεπόμενος» ως δήθεν υποκινητής στάσεως κατά του πολιτεύματος,
και εκοιμήθη οσιακώς εν τη Ιερά Μονή Παναχράντου της Άνδρου, διανύων εν αυτή
την επιβληθείσαν αυτώ εκκλησιαστικήν ποινήν εγκλεισμού.
Και
ασφαλώς, Σεβασμιώτατε, δύναμεθα να απαριθμήσωμεν και συγχρόνους Ιεράρχας της
Εκκλησίας της Ελλάδος οι οποίοι έχουσι θετικήν άποψιν περί του Χριστοφόρου, δεν
προβαίνομεν όμως εις καταγραφήν τους εδώ διότι η άποψίς τους αύτη είναι
εκπεφρασμένη προς ημάς προφορικώς και δεν διαθέτομεν εισέτι γραπτάς μαρτυρίας. Περί
δε της ενασχολήσεως με τα του βίου και των διδαχών του ότι έχει ως αποτέλεσμα
την «πνευματικήν οικοδομήν, εμμονήν εις την πίστην και καλλιέργειαν υγιούς
εκκλησιαστικής συνειδήσεως». Δια ταύτα αρνούμαι να αποδεχθώ, Σεβασμιώτατε, ότι
άπαντες εκείνοι ων τα ονόματα κατεγράφησαν ανωτέρω υπέπεσαν εις οικτράν πλάνην
η εκ τινός δολιότητος κινούμενοι εξεφράσθησαν ευμενώς περί του Παπουλάκου.
Μάλλον αναγνωρίζουν την προσφοράν αυτού εις την Εκκλησίαν και εις το Ένθος και
αποδέχονται και προσυπογράφουν τα περί αγιότητος αυτού. Τελος, είμαι
υποχρεωμένος, Σεβασμιώτατε, δεδομένου ότι προσφάτως διεπίστωσα ότι η υμετέρα
επιστολή εδημοσιεύθη εις την εφημ. «Νεοι
Άνθρωποι» (αριθμ. φύλλου 1776/ 26.02.’10) αλλά και γενικώτερον αι καθ’ όλα
σεβασταί υμέτεραι προσωπικαί απόψεις περί του Χριστοφόρου κυκλοφορούν εις το
διαδύκτιον, την εμήν απάντησιν να την κοινοποιήσω και εις το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον και εις την Ιεράν Συνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, και να δώσω
αυτήν εις το διαδίκτυον και εις τα έντυπα Μ.Μ.Ε., εις επήκοον πάντων, διότι τα
ζητήματα αυτά δεν αποτελούν εσωτερικόν μόνον θέμα της Εκκλησίας. Τοιουτρόπως θα
λάβουν γνώσιν όχι μόνον οι οικείοι επίσκοποι, εις τας παροικίας των οποίων
ανέπτυξεν δράσιν η περιωρίσθη ο αοίδιμος Χριστοφόρος, αλλά και οι πιστοί, και
ούτω να μορφώσουν επί του προκειμένου γνώμην, αν δηλ. και κατά πόσον
κινδυνεύουν τα πνευματικά συμφέροντα και η προσδοκωμένη θέωσις αυτών, η κατά
πόσον απειλείται η του Χριστού Εκκλησία εκ της αληθείας και εκ της προβολής
προτύπων, οίος ο Χριστορόρος. Και ταύτα διότι ως και εις το εκδοθέν υπό της
καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Ημερολόγιον ‐το οποίον έχει τύχει των συγχαρητηρίων
προσρήσεων «δια την αξιόλογον και διδακτικήν αφιέρωσιν» αυτού ακόμη και υπό του
Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου ‐ θα
ανεγνώσατε, δεδομένου ότι ο Χριστοφόρος «εξόριστος ων στην
Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού, είχε κηρυκτική δράση στη Θηρα και τιμάται από το
χριστεπώνυμο πλήρωμα σε όλη τη Μητροπολιτική Περιφέρεια, έχουν προχωρήσει όλες
οι απαραίτητες ενέργειες και έχουν συγκεντρωθεί τα απαραίτητα στοιχεία για τη
διαμόρφωση του σχετικού φακέλλου και την κατάθεσή του στην αρμόδια Επιτροπή της
Αγίας και Ιεράς Συνόδου και κατόπιν στο σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο,
προκειμένου ο Όσιος Μοναχός Χριστοφόρος όχι να «αναδειχθεί» η να «ανακηρυχθεί»
ως άγιος ούτε να «αγιοποιηθεί»· απλώς και μόνον να μετουσιωθεί το ήδη εδώ και
150 έτη υπάρχον βίωμα των πιστών σε επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη».
Μετ’
αδελφικών ασπασμών & της εν Κυρίω αγάπης,
† Ο Μητροπολίτης Θήρας, Αμοργού & Νήσων
Επιφάνιος