π. Βασίλειος Θερμός
Αναπληρωτής Καθηγητής
Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
Ψυχίατρος παιδιών και εφήβων
Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο.
(Τάσος Λειβαδίτης)
Η πανδημία την οποία ζούμε προβλέπεται να εξελιχθή σε Bing Bang εξελίξεων. Κοινωνία και Εκκλησία δεν θα είναι πια οι ίδιες όταν τελειώσει.
Η πέραν κάθε προσδοκίας πυκνή συρροή των γεγονότων έφερε, εύλογα, και καταιγισμό κειμένων. Κανονικών κειμένων σε ιστότοπους, όσο και αναρίθμητων σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ας μου συγχωρηθή να προσθέσω και εγώ ένα ακόμη. Προσπάθησα να συμμαζέψω την δική μου ψυχική εμπειρία, πασχίζοντας ούτε οι σκέψεις μου να παγώσουν τα συναισθήματα, ούτε αυτά να θολώσουν τη σκέψη.
Δεν ξέρω πόσο τα κατάφερα. Θεωρώ ότι το κείμενο αυτό γράφεται εν θερμώ μεν ως προς τα συναισθήματα, ψύχραιμο δε ως προς τους στοχασμούς, προφανώς επειδή επί σειρά ετών τούς διατυπώνω σε πολλές παραλλαγές. Εν τω μεταξύ δεν θέλω να αδικήσω κανέναν και προκαταβολικά ζητώ επιείκεια. Καταλαβαίνω πολύ καλά και την έκπληξη και την αφόρητη πίεση την οποία οι περιστάσεις ασκούν.
Λέγεται – και σωστά- ότι κάθε κρίση μάς θέτει σε δοκιμασία η οποία έχει τη δυνατότητα να αποβή πολύτιμη κ.ο.κ Κοινότοπες αλήθειες, με βαρύτητα οπωσδήποτε, που έχουν όμως χάσει την επιδραστικότητά τους επάνω μας λόγω της συχνής επανάληψης. Ε, λοιπόν, για ετούτη την πανδημία θα πω ότι μας κούνησε τόσο δυνατά, σαν αιφνίδιο κόσκινο. Με τετραπλή, μάλιστα, δράση.
1. Για τη σχέση μας με τον νόμο και τη συμμόρφωση.
Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τους κανονισμούς και την πειθαρχία ο Έλληνας- πασίγνωστο. Με ενόχληση και αντιδραστικότητα απαντούσε και απαντά συνήθως. Έλα, όμως, που τώρα αυτές σκοτώνουν!
Αρκετοί πιστοί δεν θέλησαν να το αντιληφθούν. Μέχρι τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές εξακολουθούν να αναρτώνται πύρινα αντιρρητικά σχόλια σε χριστιανικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και ας μαθαίνουν οι συντάκτες τους καθημερινά αδιανόητους αριθμούς νεκρών σε άλλες χώρες!
Και ξέρετε κάτι; Όσο καταστροφικά και αν λειτουργεί αυτή η στάση, δεν είναι το χειρότερο. Η τραγωδία βρίσκεται στην θεολογική και πνευματική τεκμηρίωση της δυσπιστίας και της επαναστατικότητας. Στο κοσμικό πλαίσιο ανθρωπότυποι όπως ο ακροδεξιός-εθνικιστής, ο ξερόλας, ο συνωμοσιολόγος, είναι κατανοητό να εναντιώνονται στις αποφάσεις του κεντρικού κράτους, να αμφισβητούν τους διεθνούς κύρους ειδικούς, να διακηρύσσουν με ηλίθια βεβαιότητα ότι αυτοί δεν παθαίνουν τίποτα. Διαθέτει αρκετούς από δαύτους η κοινωνία μας.
Αλλά οι Χριστιανοί; Πώς γίνεται να τυφλώνονται απέναντι στα συνεχώς και όλο πιο τρομακτικά δεδομένα άνθρωποι με ευφυΐα, με θυσιαστικές δράσεις αλληλεγγύης, με έντονη μυστηριακή ζωή; Μέσα από ποιους μηχανισμούς αναπτύσσουν δήθεν «αντιστασιακό», φρόνημα και προβαίνουν σε ηρωικές διακηρύξεις, πρόσωπα τα οποία κατά τα άλλα υποτίθεται ότι σπουδάζουν την ταπείνωση με κομποσχοίνια και αγρυπνίες;
Αντιλαμβάνομαι πως η απώθηση της σοβαρότητας ενός προβλήματος αποτελεί κίνδυνο στον οποίο υποκείμεθα όλοι. Πρόκειται για έναν ανθρώπινο μηχανισμό ο οποίος χρησιμεύει, κατά τα αρχικά στάδια της έκπληξης, στο να δαμάσει το εκρηγνυόμενο άγχος. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν για πρώτη φορά μάς πληροφορούν για μια σοβαρή πάθηση από την οποία πάσχουμε εμείς ή αγαπημένοι μας άνθρωποι. Μετά, όμως, από ένα εύλογο διάστημα ο ψυχισμός προσαρμόζεται και αποδέχεται την πραγματικότητα, φυσικά ενίοτε με ψυχικό κόστος.
Στο ζήτημα που μάς απασχολεί η απώθηση του πρωτοφανούς κινδύνου δεν είναι μόνο ιδιοσυγκρασιακό ζήτημα. (Πάντοτε θα υπάρχουν χαρακτήρες που αντιδρούν με αυτό το μοτίβο). Η τόσο εκτεταμένη από Χριστιανούς προσφυγή σε πνευματικόμορφες δικαιολογίες ενάντια στα μέτρα αποκαλύπτει α) σοβαρό έλλειμμα νηφάλιας σκέψης, β) προβληματική ερμηνευτική των ιερών κειμένων, γ) «πειρατεία» των θεολογικών αρχών ώστε να υπηρετήσουν ιδιωτικά αυτονόητα. Δεν φαίνεται να τούς διδάσκει τίποτε η συστηματική αποφυγή του μαρτυρίου κατά τους πρώτους αιώνες, ούτε η συμμόρφωση με τις ιατρικές οδηγίες και την φαρμακευτική αγωγή πολλών συγχρόνων αγίων (συμμόρφωση την οποία κάποτε δεν επέδειξε ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, διο και μεταμελείται στο έσχατο γήρας του, όπως γραπτώς μαρτυρείται).
Καθώς ανέκαθεν ο αντινομισμός αποτελούσε ενδημική νόσο στον τόπο μας, για να γίνει χειρότερη η κατάσταση προστέθηκε τώρα και η περιβόητη «αντισυστημική ανυπακοή». Η συγκυρία μιας μακρόχρονης επώδυνης οικονομικής κρίσης «καθαγίασε» τον μύθο της αντισυστημικότητας, διαδίδοντάς τον και μεταξύ των πιστών, οι οποίοι έτσι εμπέδωσαν την πεποίθησή τους ότι παραμένουν οι μόνοι αντιστασιακοί απέναντι στις σκοτεινές δυνάμεις, στην παγκοσμιοποίηση, στον αντίχριστο.
Αν προσπαθήσουμε να επισκοπήσουμε το «δάσος» και δεν εγκλωβιστούμε στα εκάστοτε «δέντρα», θα διακρίνουμε πως η ριζοσπαστικοποίηση μέρους του εκκλησιαστικού πληρώματος άρχισε να ευρύνεται κατά τη δεκαετία του ’90. Ακραίες ολιγομελείς ομάδες υπήρχαν πάντοτε, αλλά η διάχυση του δήθεν αντιστασιακού πνεύματος άρχισε με το «Μακεδονικό» και κλιμακώθηκε επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου με αφορμή διάφορες πρωτοβουλίες και δηλώσεις του.
Έκτοτε ομάδες κληρικών και λαϊκών οργανώθηκαν, απέκτησαν έρεισμα σε λαϊκούς κάθε ηλικίας τους οποίους «κατηχούν» αναλόγως, εισήγαγαν την μέθοδο της συλλογής υπογραφών για διαμαρτυρίες, και γενικά παγίωσαν το αίσθημα διωκόμενου, την παθολογική καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε τούς φαίνεται καινούργιο, την εμμονή σε συνήθειες τις οποίες (ω, της αγνοίας!) ονομάζουν «παράδοση». Έχει σχηματισθή μέτωπο, που αποτελείται από ποικίλα μικρότερα, αλλά συνεργαζόμενα. Βρισκόμαστε πλέον στην δεύτερη γενιά αυτού του κύματος: αυτές τις μέρες αρκετά οργίλα και δηλητηριώδη σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκπορεύονται από Χριστιανούς 20-35 ετών, πολλοί των οποίων ήδη έχουν δικά τους παιδιά…
Ερώτημα για ετούτη τη στιγμή: Με ποιους τρόπους θα συμβάλει ο εκκλησιαστικός οργανισμός στην αντίκρουση παρανοειδών ιδεών σχετικά με την πανδημία, ώστε να μειωθή η διάδοση και επιδραστικότητά τους;
Ερώτημα για το άμεσο μέλλον: Ποιου είδους Ποιμαντική θα καταφέρει να μειώσει την πόλωση και την καχυποψία εντός της Εκκλησίας μας;
2. Για την κοινωνική και πολιτική μας συνείδηση.
Έχω αλλού περιγράψει διάφορες πτυχές του σοβαρού ελλείμματος κοινωνικής ευθύνης του λαού μας, αποπειρώμενος ιστορικές και ψυχολογικές εξηγήσεις.[1] Η παθολογία αυτή διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανεξάρτητα από εισόδημα, πολιτική τοποθέτηση, θρησκευτική ζωή.
Η συνεχιζόμενη άρνηση αρκετών μελών της Εκκλησίας να συμμορφωθούν με τα μέτρα προφύλαξης συνιστά μέρος του εν λόγω ελλείμματος. Στις οριακές αυτές συνθήκες δοκιμάζεται η ικανότητα της κοινωνίας (αλλά εδώ μάς ενδιαφέρει πιο πολύ των πιστών) να ενδιαφερθούν για κάτι περισσότερο από την οικογένεια και τους συγγενείς μόνο.
Ναι, η ανικανότητα σφαιρικής μέριμνας για την κοινωνία αποτελεί χρόνιο ελληνικό πρόβλημα, αλλά πόσο αμβλύνεται στην πράξη από την εκκλησιαστική μας συνείδηση; Είμαστε μέρος του κοινωνικού σώματος και το εκκλησιαστικό σώμα αποτελεί υποσύνολό του: πώς λοιπόν θα αγαπήσουμε το τμήμα αν αδιαφορούμε για το όλον; Αυτόν τον καιρό, την ίδια στιγμή που, χωρίς προφυλάξεις, πλησιάζουμε και συζητάμε με άλλα μέλη της Εκκλησίας, είναι πιθανό να ξεκινάμε μια διαδικασία η οποία θα σκοτώσει κάποιον ή κάποιους μετά από λίγες εβδομάδες! Πολλοί δεν φαίνεται να το έχουν συνειδητοποιήσει.
Είναι εύκολο να νοιάζεσαι για τον κοντινό σου, ή έστω για εκείνον που βλέπεις. Το άθλημα του πολίτη συνίσταται στο να νοιάζεται και για εκείνους που δεν βλέπει. Δεν αναφέρομαι καν στο άθλημα του πιστού, εδώ επείγει να γίνουμε σωστοί πολίτες πρώτα.
Η επί δεκαετίες ηγεμονία της ασκητικής και πνευματικής ορολογίας μεταξύ του πληρώματος της Εκκλησίας έχει συχνά ως παρενέργεια να συσκοτίζει το αίσθημα κοινωνικής ηθικής, σε βαθμό ώστε κάποιοι να μην αντιλαμβάνονται πώς και πόσο έχει αλλάξει το σύγχρονο πεδίο δράσης των πιστών. Δεν βρισκόμαστε προ πολλού σε μια παραδοσιακή κοινωνία στην οποία εκ φύσεως ο βαθμός εμπλοκής των ατόμων στα κοινωνικά μεγέθη (οικονομία, πολιτική, περιβάλλον κ.ά.) ήταν ελάχιστος. Στη νεωτερική και μετανεωτερική εποχή κάθε στάση ζωής, πολιτική ενέργεια, αγοραστική απόφαση, επιλογή διαβίωσης κ.ο.κ. έχει τη δυνατότητα να αποκτά πολλαπλασιαστική ισχύ και αόρατο βεληνεκές. Ως συνέπεια η κοινωνική ηθική σήμερα συνίσταται στο κατά πόσο δρα κανείς προς όφελος ανθρώπων που δεν γνωρίζει ούτε θα συναντήσει ποτέ.
Εν ολίγοις, όσοι φωνασκούν και συμπεριφέρονται σαν να «κατοικούν» ψυχολογικά σε χωριό, ας έχουν στο νου τους ότι πολλοί άλλοι κλείστηκαν εκούσια στα σπίτια τους για να μείνουν αυτοί ζωντανοί και να βρίζουν! Ίσως να συνέλθουν αν σκεφθούν ότι αρκετοί απ’ αυτούς τους «ξύπνιους» αντιρρησίες (που δεν θα το μάθουν ποτέ, όμως) θα οφείλουν τη ζωή τους στα «συμβιβασμένα κορόϊδα».
Ερώτημα για ετούτη τη στιγμή: Πώς θα συμμαζευτούν τώρα, όχι αργότερα, οι αυτόκλητοι «ήρωες» για να μην σκοτώσουν άθελά τους περισσότερους συνανθρώπους μας;
Ερώτημα για το άμεσο μέλλον: Πώς θα συντελέσει η εκκλησιαστική μας ιδιότητα στην δημιουργία ανάλογης κοινωνικής ευθύνης, και μάλιστα κατάλληλης για το σύγχρονο πολιτικό και πολιτισμικό σκηνικό;
3. Για το εκκλησιολογικό μας φρόνημα.
Η ΔΙΣ παρακάλεσε και επέτυχε να τελεσθούν οι ακολουθίες με ελάχιστο αριθμό παρόντων. Υπονόησε δηλαδή, ορισμένοι δε Μητροπολίτες το δήλωσαν ευθέως, πως η Εκκλησία έχει την ικανότητα να εγγυηθή την περιορισμένη συμμετοχή και τη ρύθμιση της τάξης. Ίσως καλώς πράττουν να το δηλώνουν προς την Πολιτεία.
Μιλώντας για το εσωτερικό της Εκκλησίας, όμως, ας μου συγχωρηθή να εκφράσω μιαν αμφιβολία εδώ. Θεωρώ ανέφικτο να περιφρουρήσουν επαρκώς τα μέτρα οι 10.000 ενορίες και μοναστήρια της χώρας. Είτε από υποτίμηση της πανδημίας, είτε από γνήσια δίψα για συμμετοχή, είτε από αντίδραση προς τους επισκόπους ή τους ιερείς τους, είτε από οποιονδήποτε άλλο λόγο ελαυνόμενοι, δεν θα είναι λίγοι οι πιστοί που θα αποπειραθούν λεκτικά να διεκδικήσουν μια θέση ανάμεσα στους λίγους προνομιούχους, ή ακόμη και θα επιχειρήσουν δυναμικά να εισέλθουν.
Ποιος θα ελέγξει την κατάσταση τότε; Πώς θα αντιμετωπίσουμε περιστατικά διαπληκτισμών μεταξύ εφημερίων και ενοριτών, όταν οι πρώτοι αρνούνται την είσοδο και οι δεύτεροι τούς κατηγορούν σαν προδότες; Ποιος μπορεί να αναμετρήσει τις ψυχικές συνέπειες αν αυτά διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια παιδιών; Πώς θα χειρισθούμε τυχόν άφιξη αστυνομικών για να επιβάλουν την τάξη, καθώς και τη δημοσιότητα που τέτοια περιστατικά θα λάβουν;
Ίσως κάποιος μου προσάψει ότι κινδυνολογώ και ότι τελικά το πλήρωμα της Εκκλησίας θα υπακούσει. Κατ’ αρχήν, δεν το θέτω αριθμητικά. Και λίγοι σε κάθε ενορία είναι ικανοί να δημιουργήσουν ένταση και σκηνές που όλοι θα θέλαμε να ξεχαστούν. Και δεν χρειάζεται να συμβούν επεισόδια σε κάθε ενορία, αρκούν σε λίγες για να μετατραπούν σε πανελλήνιο θέαμα.
Δεύτερον, οι πληροφορίες που έχω κατά τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι για αρκετούς πιστούς οι αντιδράσεις τους πηγάζουν από ένα προσβεβλημένο θυμικό και διέπονται από τη νοοτροπία «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ερωτήσεις «πού κάνουν Λειτουργία για να πάμε;», πιέσεις σε εφημερίους να λειτουργήσουν κεκλεισμένων των θυρών ώστε να εκκλησιασθούν οι ίδιοι με τις οικογένειές τους, συνεννόηση ώστε να μεταβούν να κοινωνήσουν μια οικογένεια κατ’ οίκον, σκόπιμη απόκρυψη από άλλους ώστε να μη διαδοθή ευρέως κ.ά., μαρτυρούν ατομιστική αντίληψη περί Εκκλησίας και Μυστηρίων.
Αλλά και εμείς οι κληρικοί δεν υστερούμε, ανεξάρτητα από την προσωπική μας ευλάβεια. Υπήρξαν κάποιοι που ετέλεσαν Λειτουργίες σε ώρα που δεν έγινε αντιληπτό και κατόπιν μετέβησαν για κατ’ οίκον μετάδοση στις οικογένειές τους, καθώς και σε οικογένειες ενδιαφερομένων. Άλλοι γνωστοποίησαν την τελούμενη ακολουθία σε επιλεγμένους ενορίτες. Μπορεί κανείς να σταθμίσει τι επιπτώσεις θα έχουν αυτές οι μεροληπτικές πρακτικές μακροπρόθεσμα σε μια ενορία; Εξαιτίας της πικρίας και του θυμού που γεννούν οι διακρίσεις κάποιοι ενδέχεται να χαθούν οριστικά από τη Λατρεία.
Η Συνοδική απόφαση, ειλημμένη με τις καλύτερες προθέσεις, δεν ασχολείται με το συγκεκριμένο πρόβλημα. Χωρίς τέτοιο σκοπό αφού αποφασίστηκε ως λύση ανάγκης, μια Λατρεία που διεξάγεται με κλειστές πόρτες και με τους ελάχιστους αναγκαίους παρόντες μεταδίδει σαφώς μήνυμα κληρικαλισμού: η Λατρεία είναι υπόθεση λίγων ειδικών, οι δε υπόλοιποι την «καταναλώνουν». Θα μου αντιταχθή ότι δεν υπήρχε καλύτερη λύση διαθέσιμη. Θα συμφωνήσω, αφού η μετά τη Λειτουργία Θεία Κοινωνία των πιστών, έξω ή μέσα από το ναό, δεν θα μπορούσε να περιφρουρηθή με τα αναγκαία μέτρα. Όμως η νοοτροπία κληρικαλισμού για τους ιερωμένους και κατανάλωσης θεάματος για τους λαϊκούς προϋπήρχε και τώρα κινδυνεύει να εμπεδωθή.
Τι θα πρότεινα; Να είχε ορίσει η Ιερά Σύνοδος (τώρα πια μόνο οι Μητροπολίτες μπορούν να το κάνουν, προλαβαίνουν) τον μέγιστο αριθμό παρόντων πιστών (βάσει εμβαδού, εντελώς ενδεικτικά π.χ. 15 για μεγάλους ναούς, 10 για μεσαίου μεγέθους, 5 ή και λιγότερους για μικρούς) και στη συνέχεια να δώσει εντολή αυτοί να επιλέγονται, για κάθε ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας, με κλήρωση μεταξύ όσων ενοριτών έχουν δηλώσει ότι επιθυμούν. Θα εξαιρούνται από την συμμετοχή τα μέλη της οικογένειας του κληρικού, ώστε να δοθή ένα καλό παράδειγμα και να τον αισθανθούν οι ενορίτες κοντά τους και αμερόληπτο. Πιθανόν να υπάρχουν και καλύτερες προτάσεις.
Το μήνυμα που θα περνούσε με μια τέτοια απόφαση θα ήταν πολλαπλό: α) Η Λατρεία είναι υπόθεση του όλου Σώματος, όχι των λίγων «επαγγελματιών» που είναι επιφορτισμένοι με τα του ναού, β) Για τον κληρικό δεν υπάρχουν πιστοί 1ης και 2ης κατηγορίας, γ) Ο πιστός εκπαιδεύεται να «κάνει χώρο» και για κάποιον άλλον, ανεξάρτητα αν τού είναι γνωστός ή συμπαθής. Τρία κέρδη που διασώζουν το εκκλησιαστικό γεγονός.
Επιπλέον, για εμάς τους κληρικούς οι πρακτικές που πρόλαβαν να εμφανισθούν κατά το μικρό διάστημα της απαγόρευσης αποκαλύπτουν και ένα άλλο έλλειμμα εκκλησιολογίας, βάσει του οποίου ο ιερέας συνιστά εξαίρεση. Με άλλα λόγια, συνεχίζοντας να λειτουργεί ο κληρικός αυτοεξαιρείται από το βαρύ καθολικό επιτίμιο στο οποίο απότομα και απροσδόκητα υποβληθήκαμε όλοι, απανταχού της γης, και το οποίο μάς δωρήθηκε για να μάς εξασκήσει στην ταπείνωση και στη μετάνοια. Πώς αντέχουμε, λοιπόν, να δείχνουμε στους αδελφούς μας ότι εμείς εξαιρούμαστε του επιτιμίου;
Λέγεται ότι κατά την μακρά πορεία του σε έρημο ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου δίψασε. Κάποιοι στρατιώτες κατάφεραν να βρουν κάπου ελάχιστο νερό και το έφεραν στον αρχηγό τους. Εκείνος ρώτησε αν υπάρχει για όλους και όταν τού απάντησαν αρνητικά το έχυσε στη γη! Δεν θέλησε να βρεθή σε προνομιακή θέση ως προς τους στρατιώτες του.
Αλήθεια ή όχι, η αφήγηση υποδεικνύει το ηγετικό ήθος. Η παράδοσή μας το εμπλουτίζει με το θεολογικό περιεχόμενο της Ενανθρώπησης. Ο Χριστός αποτελεί τον Μέγα Αρχιερέα μας, «πεπειρασμένον κατά πάντα καθ’ ομοιότητα, χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4: 15). Πώς θα Τον εικονίσουμε στο εκκλησιαστικό σώμα αν δεν μετέχουμε και στην εκούσια ταύτισή Του με τις κακουχίες μας;
Φυσικά, η συγκεκριμένη πτυχή του ζητήματος εκλείπει τώρα που οι ακολουθίες μάλλον θα νομιμοποιηθούν. Παραμένει, όμως, σαν αγκάθι ως προς το διάστημα κατά το οποίο ήταν μυστικές και έκνομες. Πρόλαβε, έστω και για λίγο, να μας δείξει πού έχει να γίνει δουλειά. Έχουμε λησμονήσει ότι κατά την Αναφορά ικετεύουμε να κατέλθει το Άγιο Πνεύμα και σε εμάς και στα Δώρα. Ή ότι μετά τον καθαγιασμό παρακαλούμε τον Θεό Πατέρα να μας ενώσει μεταξύ μας (Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι αξιέπαινη η λαχτάρα των πιστών να κοινωνούν συχνά. Ακόμη, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως η κατάσταση μεταβλήθηκε ραγδαία και τα μέτρα υπήρξαν πρωτοφανή και βαρύτατα. Οι παράγοντες αυτοί εξηγούν την έντονη αντίδραση κληρικών και λαϊκών, δεν την δικαιολογούν όμως. Και ο λόγος είναι ότι με αφορμή τα μέτρα ξεσκεπάστηκε η προβληματική ευχαριστιακή μας αγωγή. Πόσοι έχουμε υπόψη την ευρύτητα των Πατέρων οι οποίοι βλέπουν ευχαριστιακή βαρύτητα στην προσευχή, στην προσωπική άσκηση, στην προσφορά αγάπης, στην συγχώρηση και αλλού;[2] Με την άσκηση των αρετών αυτών ο άνθρωπος λειτουργεί ως ιερέας και κοινωνεί Χριστό! Ο μονισμός της λειτουργικής μόνο Ευχαριστίας, ο οποίος τονίσθηκε πρόσφατα, δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες, όπως και κάθε μονισμός. Η Εκκλησία συγκροτείται όπου και οσάκις μαρτυρείται και σαρκώνεται στον κόσμο Χριστός.
Ερώτημα για ετούτη τη στιγμή: Πώς θα μεθοδεύσουμε πρακτικά (και επειγόντως!) μια ορθή διαχείριση της αντιπροσώπευσης των λαϊκών στις ενορίες κατά τις πολλές ακολουθίες που έρχονται;
Ερώτημα για το άμεσο μέλλον: Πώς θα αντιμετωπισθή η λαίλαπα του κληρικαλισμού η οποία ξαφνικά αποκαλύφθηκε απερίφραστα, και η οποία βολεύει κληρικούς και λαϊκούς;
4. Για την αντίληψή μας περί Ορθοδοξίας.
Έχουν ήδη αρχίσει να εκφράζονται διαμαρτυρίες, ότι εφέτος δεν θα γιορτάσουμε Μεγάλη Εβδομάδα και Πάσχα κατά τον καθιερωμένο τρόπο, και από μια άλλη μερίδα της κοινωνίας. Ποιους νομίζετε; Συνανθρώπους μας που δεν εκκλησιάζονται τον άλλο καιρό, που μετέχουν στη Θεία Κοινωνία 2-3 φορές τον χρόνο, που ενδιαφέρονται κυρίως για περιφορά Επιταφίου, πυροτεχνήματα κατά το «Χριστός Ανέστη», συνευωχία μετά συγγενών, χορούς, κόκκινα αυγά, και σουβλιστό αρνί. Αυτοί άρχισαν να υποφέρουν και να παραπονούνται επειδή οι απαγορεύσεις (υποκινούμενες από σκοτεινά κέντρα που φθονούν το έθνος μας) δεν θα μας επιτρέψουν να γιορτάσουμε «ελληνικό Πάσχα» όπως πρέπει. Αυτοί όλοι που συγκροτούν το φαινόμενο το οποίο ονομάζεται «πολιτισμική Ορθοδοξία».
Γέννημα νοτίων και ανατολικών χωρών της Ευρώπης η «πολιτισμική Ορθοδοξία» απαιτεί ξεχωριστή σπουδή, ως πρόβλημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Στην παρούσα συγκυρία κρατάμε το γεγονός ότι εξεγείρονται πολλοί που διατηρούν χαλαρή σύνδεση με το Σώμα του Χριστού και σχεδόν ανύπαρκτη σχέση με τον Ίδιο τον Χριστό. Διαμαρτύρονται επειδή τους λείπουν τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα, όχι η βίωση και εμβάθυνση στο νόημα της γιορτής.
Ερώτημα για ετούτη τη στιγμή: Πώς θα καταφέρουμε να επωφεληθούμε από τη φετινή απουσία εξωτερικών εορταστικών σημείων «κατά κόσμον», για να στρέψουμε την προσοχή μας στο κατ’ έτος κρυπτόμενο, μάλλον δε και διωκόμενο, νόημα;
Ερώτημα για το άμεσο μέλλον: Υπάρχουν τρόποι να μην επιστρέψουμε στα ίδια φολκλορικά και ανεξέλεγκτα όταν η πανδημία παρέλθει, αλλά να την μετατρέψουμε σε αφορμή εκκλησιαστικής ανανέωσης;
Θα είναι λάθος, φρονώ, να εκλάβουμε την αναγκαστική λατρευτική σιγή ως απλή οικονομία, ως διάλειμμα που ανυπομονούμε να τελειώσει για να επανέλθει η ρουτίνα που γνωρίζαμε. Η εκκλησιαστική οικονομία εκπληρώνει τον σκοπό ύπαρξής της ακόμη πιο ολοκληρωμένα στον βαθμό που γεννά έμπνευση, την οποία εμπόδιζε η μέχρι τότε «κανονικότητα».
Ένας σύγχρονος φωτισμένος ποιμένας γράφει: «Οι αξίες που ενσωματώνονται μέσα στην τέχνη της ιερωσύνης δεν είναι ηθικά μνημεία, σκαλισμένα χιλιετίες πριν, καθηλωμένα και αδρανή. Φρεσκάρονται σε κάθε γενιά από ιερείς που ψάχνουν να διατηρήσουν την πράξη τους συντονισμένη με την ‘γνώμην Χριστού’[3] και με τις επικρατούσες υπαρξιακές ανάγκες. Μια νέα προσέγγιση της ποιμαντικής τέχνης θα μπορούσε να προσφέρει μια ριζική επανερμηνεία εκείνου που θα ονομάζαμε ‘η ποιμαντική διακονία ως έκπληξη’».[4]
Μερικές φορές το κενό είναι καλό. Όταν τα στολίδια και ο θόρυβος το έχουν παρακάνει. Ή όταν το κενό αποτελεί προϋπόθεση για τον πλούτο, για να ανατείλει η ποιμαντική έκπληξη.
Άλλωστε από έναν κενό τάφο επήγασε η σωτηρία. Και αυτός έκτοτε γεμίζει διαρκώς με «προσθήκη σωζομένων».
Καθώς αιφνιδιαστήκαμε από το καθολικό και βαρύ κενό των ναών και των ψυχών μας, ίσως ήλθε η στιγμή να αξιοποιηθή το βίωμα της οδύνης και της στέρησης για να αυξήσουμε τον πόθο της Κοινωνίας με τον Χριστό και μεταξύ μας, να εργασθούμε για πιο ενεργή συμμετοχή των πιστών στη Λατρεία, να προχωρήσουμε πιο τολμηρά την λειτουργική αγωγή κληρικών και λαϊκών. Να γεμίσει άνθη «το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός».
Οι ευκαιρίες είναι σαν το ξαφνικό κύμα που πρέπει να καβαλήσεις. Δεν έρχονται κάθε μέρα.
Επί σειρά ετών δεν έπαυε να με συγκλονίζει η απαισιοδοξία πολλών κληρικών. Τους άκουγα να λένε, άλλοτε με πόνο και άλλοτε με απελπισία: «Είμαστε στον κόσμο μας», «Υπάρχει ελπίδα πλέον;», «Δεν συνέρχεται με τίποτε η Εκκλησία μας», «Πώς θα γίνουμε Εκκλησία;», «Δεν λέμε τίποτα στον σημερινό άνθρωπο», «Θα χρειαστούμε άραγε κάποια κρίση για να ξυπνήσουμε;» και άλλες συναφείς αγωνίες της καρδιάς. Οι περισσότεροι συνομιλητές μου συνήθως συνέκλιναν στο συμπέρασμα ότι με ομαλό τρόπο δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Ότι χρειαζόμαστε ένα σοκ.
Καθώς βιώνουμε ένα απροσδόκητο πένθος μέσα στην άδεια εκκλησιά, τόσο κληρικοί και ψάλτες που βρίσκονται εκεί όσο και πιστοί που την βλέπουν από τις τηλεοράσεις τους, μακάρι τα δάκρυά μας να μάς ξεπλύνουν τα μάτια. Έτσι ώστε καλύτερα να διακρίνουμε την πατρίδα από την οποία εξοριστήκαμε. Μια εξορία, τη δική του ο καθένας, που δεν είχαμε πάρει είδηση. Αλλά και μια συλλογική εξορία της Εκκλησίας μας, ως σώματος.
Για τον Χριστιανό πάντοτε πατρίδα είναι ένας τρόπος. «Οι δυσκολίες και τα εμπόδια στην πνευματική ζωή μάς φέρνουν στο χώρο της αφθαρσίας… Όλα, αντιπράττοντα ή συνεργούντα, θέλοντας και μη, εμμέσως ή αμέσως συμβάλλουν στον ερχομό του Ενός, του Αληθινού… Γι’ αυτό το Αληθινό είναι ήρεμο και ατάραχο… Δουλεύει έως άρτι και κάνει τα πάντα να δουλεύουν θετικά, έστω και αν φαίνεται με την πρώτη ματιά πως γκρεμίζουν… Ο Θεός γνωρίζεται σαν ελεύθερη ζωή. Σαν επέκεινα κάθε διαμάχης… Το αληθινό ουσιαστικά μόνο ανατέλλει, βλαστάνει. Το ψεύτικο μόνο δύει, μαραζώνει».[5]
Καιρός να κινηθούμε έτσι που τα παιδιά μας να έλθει στιγμή που θα θεωρήσουν ετούτη την πανδημία ευεργεσία.
Αδελφές και αδελφοί, ειρηνεύετε αλλά γρηγορείτε! «Όταν δεχθής φλόγα, τρέχα. Δεν ξέρεις πότε θα σβήσει και θα σε αφήσει στο σκοτάδι».[6]
Αδελφές και αδελφοί, γρηγορείτε αλλά ειρηνεύετε! «Όλα είναι Χάρις».[7]
[1] Στο βιβλίο μου Φυγή προς τα εμπρός, εκδ. Αρμός, 2017.
[2] Βλ. π. Βασιλείου Θερμού, Το ξεχασμένο Μυστήριο: εκκλησιολογικές συνέπειες του Αγίου Χρίσματος, εκδ. Γρηγόρη, 2003, σ. 315-336.
[3] Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου, Προς Εφεσίους 3.2.
[4] Επισκόπου Δυτικής Αμερικής Μαξίμου Βασίλιεβιτς, The art of priesthood. Στο: Theology as surprise. Saint Vladimir’s Seminary Press, 2018, σ. 227. Οι εμφάσεις είναι δικές μου.
[5] Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, Εισοδικόν, 1974, σ. 178-183.
[6] Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, λόγος γ΄, 4.
[7] Ζώρζ Μπερνανός, Το ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου, εκδ. Πόλις, 2017, σ. 338.