Του Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ.
Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την οσιακή
κοίμηση της πολύ ενάρετης και αγίας γερόντισσας, μοναχής Μακρίνας Μπαλάσκα, η
οποία αναδείχθηκε σε ανακαινίστρια και διετέλεσε επί σειρά ετών καθηγουμένη
(1982-2010) και τέλος προηγουμένη (2010 - 2017) της Ιεράς Μονής Παναγίας
Ελεούσης Πατρών.
I. Η μακαριστή γερόντισσα γεννήθηκε το έτος 1926 στο χωριό
Κλεινδιά της Ηλείας ως το έβδομο κατά σειρά από τα δέκα τέκνα της
υπερπολύτεκνης οικογενείας του Νικολάου και της Αικατερίνης Μπαλάσκα.
Κατά το άγιο βάπτισμα έλαβε όχι τυχαία το όνομα Ευγενία, καθώς
αυτό θα αποτύπωνε εξαιρετικά στο μέλλον την ποιότητα του χαρακτήρα της και θα
σηματοδοτούσε επακριβώς την θαυμαστή πνευματική της πορεία. Η Ευγενία
ανατράφηκε σε ένα περιβάλλον εμποτισμένο βαθιά από την ορθόδοξη πίστη και
παράδοση, στο οποίο κατείχε κεντρική θέση η εν Χριστώ ζωή και η ευσέβεια, αλλά
και διακρινόταν για το έντονο φιλομοναχικό του πνεύμα.
Σ’ αυτό άλλωστε οφείλεται και το γεγονός ότι τα τρία από τα δέκα
τέκνα της οικογένειας αποφάσισαν να ασπαστούν τον μοναχικό βίο και μάλιστα δύο
από αυτά να εγκαταβιώσουν σε μονές του Αγίου Όρους, αρχικά ο π. Βαρλαάμ στη
Μονή Σίμωνος Πέτρας και κατόπιν ο π. Ιωσήφ, που, ενώ ήταν έγγαμος, έλαβε σε
ηλικία 72 ετών το μοναχικό σχήμα και κοιμήθηκε στην Μονή Οσίου Γρηγορίου.
Από την πρώιμη παιδική της ηλικία η Ευγενία καλλιέργησε ένθερμα τη
μοναχική κλίση στο οικογενειακό της περιβάλλον υπό την καθοδήγηση του αδελφού
της Γεωργίου, που διετέλεσε και δάσκαλός της στο Δημοτικό Σχολείο, αλλά και
ερχόμενη σε επικοινωνία με ευλαβείς και ενάρετους μοναχούς και μοναχές που
σύχναζαν στο πατρικό της σπίτι, ώστε να αποφασίσει σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών
να εισέλθει για να μονάσει στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Φραγκοπηδήματος
Ηλείας.
Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για την οριστικοποίηση του
μοναχικού της προσανατολισμού αποτέλεσε το υπερφυσικό σημείο που βίωσε κατά την
επίσκεψη μιας ενάρετης μοναχής, η οποία ήταν όπως έλεγε «άνθρωπος του Θεού» και
έφτασε ρακένδυτη στο χωριό της παρακαλώντας για ενίσχυση με τρόφιμα της μονής
της.
Η συνάντηση της μικρής Ευγενίας με την αγία «καλογριά» στην
Κλεινδιά και ιδιαιτέρως η θεοπτική εμπειρία που την συνόδεψε, επέφερε τρομερό
εσωτερικό συγκλονισμό στην ψυχή της και καθόρισε ενώ ήταν ακόμη οκτώ ετών την
πνευματική της πορεία, εξάπτοντας άσβεστα πλέον στην ψυχή της τον πόθο του
ισάγγελου βίου.
Στην μικρή κοπέλα φάνηκε, πως το πρόσωπο της αγίας μοναχής έλαμπε
όπως ο ήλιος από το άκτιστο φώς της χάριτος του Θεού, γεγονός που την αλλοίωσε
πνευματικά, θέρμανε ακόμη περισσότερο τον φιλέρημο ζήλο της και οπωσδήποτε
αποκρυστάλλωσε την απόφασή της να ακολουθήσει τον υψιπετή αγγελικό βίο.
Στην όλη πνευματική της προετοιμασία για το νέο αυτό στάδιο που
επρόκειτο να εισέλθει η ζωή της, αξιώθηκε να έχει προορισμένο προβλεπτικώς από
τη θεία Πρόνοια θερμό συμπαραστάτη τον αδελφό της, μετέπειτα π. Βαρλαάμ, ο οποίος
μαζί με τον πνευματικό της Αρχιμ. π. Αχίλλειο Παπαθανασόπουλο την εισήγαγαν
μυσταγωγικώς στο μεγάλο πνευματικό άθλημα της εν ασκήσει μοναχικής πολιτείας.
II. Έτσι, με τις ευχές και τις προσευχές όλων να την συνοδεύουν,
εισήλθε το 1944 στην μονή της μετανοίας της, όπου έλαβε κατά την μοναχική της
κουρά το όνομα της αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου αγίας μοναχής Μακρίνας και
ξεκίνησε την κοπιώδη ανάβαση και σταυροαναστάσιμη ασκητική της πορεία στη
μοναχική παλαίστρα, επιδιδόμενη μέχρι και το 1981 που παρέμεινε στην μονή σε
ποικίλους και πολύμοχθους πνευματικούς αγώνες, ζώντας με αδιάκριτη υπακοή προς
την κατά πνεύμα μητέρα της ηγουμένη και θυσιαστική, γεμάτη υπομονή, αγάπη προς
τις υπόλοιπες συνασκήτριες και πνευματικές της αδελφές, προσφέροντας με μεγάλη
προθυμία και χωρίς γογγυσμό ολόκληρο το είναι της σε όλα τα διακονήματα που
αναλάμβανε.
Ακολουθώντας επιπλέον τους κανόνες του θεμελιωτή του κοινοβιακού
μοναχισμού Μεγάλου Βασιλείου για έμπρακτη έκφραση της αγάπης του κοινοβιάτη
προς τον συνάνθρωπο και μάλιστα τον πάσχοντα αδελφό, αναδείχθηκε συμπαραστάτιδα
θερμή για τους κατατρεγμένους και δοκιμαζόμενους πένητες κατοίκους των χωριών
πέριξ της μονής, προσπαθώντας να τους ανακουφίσει με όποιο μέσο διέθετε,
αποσκοπώντας να επιτύχει μέσω της ασκητικής της ζωής και της εν αγάπη
θυσιαστικής προσφοράς της την εν Χριστώ τελείωσή της, που είναι η κάθαρση από
τα πάθη και ο στολισμός με τις ποικίλες άγιες αρετές, ο φωτισμός του νου με την
άκτιστη θεία δόξα και η εν χάριτι θέωση ως προσωπική κοινωνία και ένωση με τον
ποθητό της καρδιάς της Νυμφίο Χριστό.
Αποκορύφωμα αυτής της εν ασκήσει πνευματικής της πορείας αποτέλεσε
το έτος 1974, οπότε μέσα σε πλησμονή χαράς αξιώθηκε, αν και «αναξία» όπως
σημειώνει για τον εαυτό της, να λάβει από τον μακαριστό μητροπολίτη Ηλείας Αθανάσιο
το πολυεύθυνο και βαρύτατο Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα, το οποίο θα αποτελούσε
αφορμή για την επίδοσή της σε ακόμη μεγαλύτερους πνευματικούς αγώνες.
III. Το έτος 1981, κατά παραχώρηση Θεού και έπειτα από άδεια και
ευλογία του αοιδίμου μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου του Βαλληνδρά (1974-2005),
μεταφυτεύτηκε και εγκαταβίωσε ώριμη πια πνευματικά σε ηλικία πενήντα τεσσάρων
ετών στην παντελώς εγκαταλειμμένη και ερειπιώδη μονή της Παναγίας Ελεούσης
κοντά στην Πιτίτσα Αχαΐας μαζί με δύο νέες και προσοντούχες ευλαβείς κοπέλες
από την πόλη των Πατρών ως δόκιμες, την νυν ηγουμένη, μοναχή Μακαρία και την
μοναχή Νεκταρία, οι οποίες τέθηκαν εν υπακοή κάτω από την πνευματική της
καθοδήγηση και ποδηγεσία.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1982 που πραγματοποιήθηκε η μοναχική κουρά
των δύο δοκίμων, η μοναχή Μακρίνα ανέλαβε την ηγουμενία της μονής με κύριο
σκοπό να οικοδομήσει τις ψυχές των πνευματικών θυγατέρων που της χάρισε και της
εμπιστεύθηκε ο Θεός, αλλά και να στηρίξει και να αναπαύσει πνευματικά τους
πολλούς κοπιώντας και πεφορτισμένους άνδρες και γυναίκες που είχαν αρχίσει να
προστρέχουν για ανακούφιση και παρηγοριά στο φτωχικό υλικά, αλλά πλούσιο σε
αγάπη, μητρικά φιλόξενο και γεμάτο από πνευματική χαρά μοναστήρι της.
Παράλληλα με τον πνευματικό της αγώνα, η ηγουμένη Μακρίνα ανέλαβε
επίσης το μακροχρόνιο και πολύμοχθο έργο της εκ βάθρων ανακαινίσεως και
αποκαταστάσεως της νέας πνευματικής κοιτίδας της μετανοίας της, επιδιδόμενη με
ένθερμο ζήλο, θυσιαστικό πνεύμα και θαυμαστή επιτυχία στην αναπαλαίωση και
συμπλήρωση των εγκαταστάσεων του συγκροτήματος της εγκαταλειμμένης μονής της
Ελεούσης.
Στο έργο αυτό είχε θερμή συμπαραστάτιδα και ακοίμητη βοηθό με
αισθητή ζωντανά και έντονη την παρουσία της στις πολλές δυσκολίες και τους
ποικίλους πειρασμούς την Υπεραγία Θεοτόκο, την ευλογία και την αληθινά πατρική
στήριξη του μακαριστού μητροπολίτου Νικοδήμου, αλλά και την πολλή αγάπη και την
παντοειδή συμπαράσταση των κατά πνεύμα θυγατέρων της, καθώς και του μεγάλου
πλήθους των ευλαβών χριστιανών των Πατρών που είχε σαγηνέψει και προσελκύσει
κοντά της με τη γνήσια μητρική της στοργή και την αφειδώλευτη αγάπη της.
Η ακριβής μοναχική πολιτεία και η μεγάλη αρετή της γερόντισσας
Μακρίνας, σε συνδυασμό με την υποδειγματική εφαρμογή του κοινοβιακού ιδεώδους
και την εύρυθμη λειτουργία της μονής, εκτός από την ευόδωση των εργασιών για
την αποκατάσταση του οικοδομικού της συγκροτήματος, δεν άργησαν επίσης να
προσελκύσουν και άλλες φιλέρημες ψυχές που ήθελαν να ξεδιψάσουν «ως έλαφοι»
στις πλούσιες πνευματικές της πηγές, να ησυχάσουν ως «νοσία» κάτω από τα
στοργικά φτερά της, αλλά και να αναπαυθούν στο ευσκυόφυλλο δέντρο της αγάπης
της, ώστε με την πάροδο του χρόνου να σχηματιστεί και να υφίσταται ευάριθμη και
πνευματικά εκλεκτή αδελφότητα, που συνεχίζει να αγωνίζεται φιλότιμα και να
διακονεί με ταπείνωση και θυσιαστική αγάπη τη σωτηρία του ανθρώπου, υπό την
εμπνευσμένη και εν ταπενώσει διακριτική καθοδήγηση πλέον της μαθήτριάς της στην
πνευματική ζωή, εξίσου ενάρετης καθηγουμένης, γερόντισσας Μακαρίας.
Η σημερινή ευλογημένη αδελφότητα της μονής αποτελεί χωρίς
αμφιβολία τον αγλαό και εύχυμο καρπό του πολύμοχθου έργου, αλλά και την
αυθεντική αποτύπωση των υψηλών μέτρων της πνευματικής στάθμης και της μεγάλης
αρετής της οσίας γερόντισσας Μακρίνας.
Γι’ αυτό και οι πνευματικές της θυγατέρες, συνεχίζοντας την
κοινοβιακή παράδοση που τους δίδαξε με το παράδειγμά της η μητέρα τους, όπως
επίσης και την θαυμαστή πνευματική της εργασία που τους εμπιστεύθηκε ως ιερά
παρακαταθήκη, εξακολουθούν με τον ίδιο ιερό ζήλο να προσφέρουν αδιάκριτα σε
χιλιάδες πονεμένες ψυχές θερμή αγάπη, μεγάλη πνευματική παρηγοριά με την
προσευχή τους, διαρκή συμπαράσταση στις ποικίλες δυσκολίες τόσο με την
πνευματική τους συμβουλή και καθοδήγηση, όσο επίσης και με την αδιάλειπτη
λειτουργία της άγνωστης και κρυφής στους πολλούς, ωστόσο πολύ έντονης, πλούσιας
και μεγάλης σε εύρος κρυφής εργασίας της ελεημοσύνης, ως έμπρακτης έκφρασης της
αγάπης, που ασκούν, η οποία εκφράζεται ποικιλοτρόπως και διαρκώς με παντοειδή
ενίσχυση σε υλικά αγαθά του κάθε ανθρώπου που θα προστρέξει στην αγάπη τους ή
θα πληροφορηθούν από άλλα πρόσωπα ότι έχει ανάγκη.
Με τον τρόπο αυτό η μονή έχει μεταβληθεί σε μια πνευματική όαση
μέσα στην ξηρασία της μοναξιάς του σύγχρονου κόσμου, παρέχοντας μεγάλη αναψυχή
και πνευματική ανάπαυση στους πάμπολλους προσκυνητές που εγκαταλείπουν
καθημερινά την «ερημία των πόλεων» για να αναζητήσουν την θεία παρουσία και
μετοχή, αλλά και την κατά άνθρωπον παρηγορία στην «κοινωνία της ερήμου» της
ιεράς Μάνδρας της Ελεούσης.
Για να καταφέρει όμως η μακαριστή γερόντισσα Μακρίνα να αναδείξει
τη μονή που της εμπιστεύθηκε η Αγία Εκκλησία σε πνευματική κυψέλη, αειλαμπή
φάρο και εργαστήριο για την δική της αλλά και την πνευματική προκοπή ολόκληρης
της αδελφότητας, επιδίωξε να δημιουργήσει, ως «πρωτόνυμφος» και καθηγουμένη της
Μάνδρας αυτής του Χριστού υπό τη σκέπη της Αγίας Μητρός Του, ένα κοινόβιο
συγκροτημένο, το οποίο θα αγωνίζεται για να ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού
και θα ακολουθεί επακριβώς την ασκητική κοινοβιακή παράδοση των Πατέρων.
Για το λόγο αυτό και με την εν Χριστώ ζωή της έδινε πρώτη εκείνη
διαρκώς την αίσθηση ότι δεν ζούσε για τον εαυτό της, αλλά πως ζούσε και
αναλωνόταν θυσιαστικά και σε καθημερινή βάση για την πνευματική πρόοδο της
αδελφότητας.
Ωστόσο όμως, ζώντας ως ηγουμένη και μητέρα για την προκοπή των
αγαπημένων της κατά πνεύμα θυγατέρων, η Μακρίνα ζούσε ουσιαστικά μόνο για τον
Θεό και εν τω Θεώ, ώστε να καθοδηγεί μετά συνέσεως «φόβου, πίστεως και αγάπης»
ως πνευματική τους τροφός τις ψυχές που της εμπιστεύθηκε Εκείνος, χωρίς να
ασκεί την ανθρωποπρεπή ανελεύθερη εξουσία, αλλά την εν αγάπη θεοπρεπή και εν
ελευθερία σωτηριώδη διακονία, μυσταγωγώντας τις κατά τρόπο θαυμαστό στην μετοχή
του μυστηρίου του Χριστού.
Η γερόντισσα δηλαδή μιμούνταν ουσιαστικά με τον υποδειγματικό της
ασκητικό βίο και ακολούθησε στην πνευματική ζωή τα μέτρα των παλαιών οσίων
Αμμάδων της Αιγυπτιακής και της Παλαιστινής ερήμου, γι’ αυτό κι ενώ ήταν πολύ
αυστηρή και απαιτητική με τον εαυτό της, ήταν ταυτόχρονα λίαν επιεικής,
φιλόστοργη και συγχωρητική με τους άλλους και ιδιαιτέρως με τις κατά πνεύμα
θυγατέρες της στη μονή, ώστε ο αγωνοθέτης της Θεός να αποδέχεται και να ευλογεί
την αγία της ζωή ως θυσία ευπρόσδεκτη στο θρόνο του, καθώς αυτή χαρακτηριζόταν
από βαθιά ταπείνωση, πλήρη απάρνηση του εαυτού της, αλλά και από την νέκρωση
του προσωπικού της θελήματος ως ηγουμένης, καθώς είχε θέσει ως σκοπό της να
πραγματοποιείται αδιάλειπτα στην Μάνδρα που ποίμαινε το θέλημτ του Θεού «ως εν
ουρανώ και επί της γης».
Για το λόγο αυτό και επέμενε παρακαλώντας παρακλητικά εν αγάπη τις
πνευματικές της θυγατέρες για πλήρη προσήλωση και ακριβή τήρηση της μοναχικής
πολιτείας.
Έτσι, μολονότι η γερόντισσα ήταν ως χαρακτήρας κατά κύριο λόγο
συγκρατημένη και σιωπηλή εξαιτίας της έντονης προσπάθειας που κατέβαλε για
διαρκή βίωση της σωτηριώδους πνευματικής καταστάσεως της χαρμολύπης στη ζωή
της, με την ειρήνη, αλλά και την αληθινότητα που εξέπεμπε το συνήθως σοβαρό,
όμως πάντα χαρούμενο πνευματικά πρόσωπό της, γαλήνευε τις ψυχές όλων, ενώ ο
λιτός και ευσύνοπτος, ωστόσο βαθύς και περιεκτικός της λόγος, λειτουργούσε θεραπευτικά
και αναζωογονητικά στις καρδιές των συνδαιτυμόνων της και ιδίως των μελών της
αδελφότητας.
Η Μακρίνα ως ηγουμένη θεωρούσε πως ο μοναδικός τρόπος
αποτελεσματικής θεραπείας των ψυχών μέσα στην μοναστική κοινωνία είναι η
κατανόηση εκ μέρους της τής αδυναμίας κάθε αδελφής και κατόπιν η εν ταπεινώσει
και αγάπη διόρθωσή της, με σκοπό να βιώσει αληθινά την νήψη και την σταυρική
πορεία της εν ασκήσει μοναχικής ζωής.
Έτσι, για την επιτυχή καθοδήγηση των θυγατέρων της χρησιμοποιούσε
την σπουδαία αρετή της διακρίσεως, καθώς επίσης και την με μητρική πνευματική
στοργή εκφραζόμενη αληθινή αγάπη, θεωρώντας ως πρωταρχικό στοιχείο για την
προσέγγιση των ψυχών των τέκνων της την αμοιβαία εμπιστοσύνη, ώστε η κάθε
αδελφή να αισθάνεται σιγουριά και ασφάλεια προκειμένου να της αποκαλύπτει
ελεύθερα τους λογισμούς και τις πνευματικές της πληγές, ευελπιστώντας στην εν αγάπη
θεραπεία τους, χωρίς να φοβάται ή να ντρέπεται καλύπτοντας ή αποκρύπτοντας
οτιδήποτε, καθώς θα αισθανόταν πως, με το να καταθέτει καθαρά «τα άδηλα και
κρύφια της καρδίας της», εκμυστηρεύεται τον πόνο της ψυχής της στην «τελεία
αγάπη» της μητέρας της ηγουμένης, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον».
Στον πνευματικό αυτόν αγώνα των αδελφών, η γερόντισσα ως
πραγματική μητέρα λειτουργούσε συμπληρωματικά και θεραπευτικά στις ελλείψεις
της κάθε ψυχής και, με αλείπτη σταθερό την χάρη του Θεού, επινοούσε ποικίλους τρόπους,
πλήρεις σοφίας και συνέσεως πνευματικής, για την υπέρβαση των δυσκολιών και την
αποτελεσματική θεραπεία των πνευματικών ασθενειών των θυγατέρων της,
ενισχύοντάς τις αποτελεσματικά προκειμένου να διατηρούν έντονο τον θείο ζήλο
και να μην φοβούνται να επιλέξουν την δυσκολία του πνευματικού αγώνα αντί για
τον εφησυχασμό της ακηδίας, τον κόπο της ασκήσεως αντί για την άνεση της
οιήσεως, αλλά και την θυσιαστική προσφορά αντί για την απαίτηση και το δικαίωμα
της υπερηφανείας.
Γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε έναν πολύ διακριτικό και ευέλικτο
τρόπο παιδαγωγίας των ψυχών, προσπαθώντας να εφεύρει για την καθεμία από τις
αδελφές το αποτελεσματικότερο πνευματικό φάρμακο για την υπέρβαση των διαφόρων
δυσκολιών που αντιμετώπιζε.
Έτσι, για την οσία γερόντισσα το υψηλό και επίζηλο αξίωμα της
ηγουμένης δεν αποτελούσε πεδίο άσκησης κοσμικής εξουσίας ή εφαλτήριο
δημοσιότητας, ούτε σήμαινε επίσης αφορμή ή ευκαιρία για εγκόσμια καταξίωση,
αλλά ως επί το πλείστον μια εν κρυπτώ σταυρική και κοπιώδη μέριμνα για την
εύρυθμη λειτουργία του κοινοβίου, καθώς επίσης και βαριά ποτισμένη με πολλά
δάκρυα ευθύνη για την ορθή πνευματική καθοδήγηση των πνευματικών της θυγατέρων.
Η γερόντισσα δηλαδή, κατάφερνε να επιβάλλεται ως ηγουμένη
στηριζόμενη όχι στα δικαιώματα ή τις εξουσίες που της προσέδιδε το αξίωμά της,
αλλά επιδεικνύοντας εκείνη προς όλους, και πρώτιστα προς τις ευαίσθητες ψυχές
των κατά πνεύμα τέκνων που της είχε εμπιστευθεί ο Θεός να καθοδηγήσει
πνευματικά, απεριόριστη θυσιαστική αγάπη, μητρική διάκριση, ύφος συγκαταβατικό,
επιεικές και διδακτικό, στολισμένο με εκκλησιαστικό ήθος και πνευματική
ωριμότητα.
Αυτό το κατόρθωνε καλλιεργώντας και εφαρμόζοντας έμπρακτα και
αδιάλειπτα τις θείες αρετές, ώστε να αποτελεί η ίδια το πρότυπο για ό,τι
ζητούσε, φροντίζοντας παράλληλα οι απαιτήσεις της από τις αδελφές να μην
ξεπερνούν ποτέ τις δυνάμεις τους, ασκώντας με λεπτότητα και φιλάνθρωπο μέτρο
την ηγουμενική της εργασία για την πνευματική πρόοδο της αδελφότητας,
εξατομικεύοντας και εφαρμόζοντας την καθοδήγησή της όχι υποταγμένη στις επιθυμίες,
αλλά προσαρμοσμένη στις δυνατότητες και τις ανάγκες κάθε πνευματικής της
θυγατέρας με κύριο σκοπό τη σωτηρία της.
Επειδή μάλιστα την διέκρινε η απλότητα και την χαρακτήριζε η
υψοποιός ταπείνωση, φέροντας το αξίωμά της και παρά την επιβλητικά εντυπωσιακή
της παρουσία, δεν καταργούσε ποτέ την αμεσότητα στη σχέση της με την κάθε
αδελφή, αλλά ούτε και μείωνε την εν αγάπη στοργική και παρακλητική επικοινωνία
που διατηρούσε με ολόκληρη την αδελφότητα ή τους κάθε ηλικίας προσκυνητές στην
μονή, καθώς η πολιτεία της ως μητέρας του κοινοβίου υπήρξε τέτοια που τις
περισσότερες φορές χωρίς να υποδεικνύει, να συμβουλεύει ή να επιβάλλει τις
εντολές της, προσέφερε με το βλέμμα, την κίνηση και κυρίως το παράδειγμά της
βιωματική και αδιάψευστη μαρτυρία για το ορθώς πρακτέο.
Με τον τρόπο αυτό αναζωπύρωνε το φιλότιμο και προσέλκυε
φυσιολογικά τις κατά πνεύμα θυγατέρες της κυρίως, αλλά και τους
παρευρισκομένους στο χώρο της μονής να την μιμηθούν και να εφαρμόσουν
οικειοθελώς και για την δική τους πνευματική ωφέλεια τις εντολές της, εφόσον με
τον εύστοχο, λιτό και βραχύ της λόγο, όπως επίσης και την φρόνιμη στάση της,
αποκάλυπτε φυσικά και χωρίς να το επιδιώκει τον αγώνα της για να καταστεί
πρώτιστα εκείνη υπόδειγμα και κανόνας ζωής, ασκώντας έμπρακτα και με πολλή επιμέλεια
τις αρετές της αγάπης, της παρθενίας, της ακτημοσύνης, της υπακοής, της
προσευχής, της ταπεινώσεως και της ελεημοσύνης, τις οποίες δίδασκε με απλότητα
και μετέδιδε εποπτικά στα πνευματικά της τέκνα.
Η γερόντισσα Μακρίνα αποτελούσε πράγματι υπόδειγμα ψυχοσωματικού
παρθενικού ήθους, το οποίο βίωνε ως καθημερινή νυμφική συνοδοιπορία με τον
Χριστό. Ήταν μάλιστα τέτοια η ακτινοβολία της καθαρότητας και της πνευματικής
της διαύγειας μέχρι τέλους, ώστε για τους έμπειρους στα πνευματικά πιστούς που
επικοινωνούσαν μαζί της, η παρουσία της και μόνο τους δημιουργούσε αίσθηση
κατανύξεως, μεταρσιώσεως και χαρμόσυνης πνευματικής χαράς.
Γι’ αυτό και η καθοδήγησή της τόσο προς τις αδελφές όσο και προς
τις πολλές άλλες ψυχές που παρηγορούσε και ενίσχυε στον πνευματικό τους αγώνα
δεν ασκούνταν καταπιεστικά, αλλά κινούμενη εντός της αγάπης προσπαθούσε
ελεύθερα να οδηγήσει όσους της εμπιστεύονταν την πνευματική τους πορεία στην
υπέρβαση των παθών με την μετατροπή τους σε σωτηριώδεις αρετές, ώστε με την
αδιάλειπτη μυστηριακή ζωή, κυρίως με την προτροπή για συχνή συμμετοχή στα
μυστήρια της Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας, να τους εισαγάγει κατόπιν
στο μυστήριο της μακαρίας και αδιαλείπτου χαρμολύπης, που είναι το μέτρο της εν
Χριστώ ζωής και οπωσδήποτε για τις κατά πνεύμα θυγατέρες της στην μονή, ο
σκοπός της εν ασκήσει αγγελικής μοναχικής τους πολιτείας ως πνευματικής
τελειώσεως.
Έχοντας η γερόντισσα ως πρότυπο αφιερώσεως και θυσίας την Υπεραγία
Θεοτόκο, μιμούνταν επακριβώς την υπακοή της και δίδασκε ως ηγουμένη με το
παράδειγμά της τις θυγατέρες της την αγία υπακοή, με χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα την ανυπόκριτη και αδιάκριτη υπακοή στους επισκόπους της, αλλά και
στους κατά καιρούς πνευματικούς της πατέρες και οδηγούς.
Με τον τρόπο αυτό ενέπνεε και δίδασκε σιωπηρώς στα μέλη της
αδελφότητας την έμπρακτη υπακοή που είναι το θεμέλιο του αληθούς μοναχικού βίου
και το κυριότερο στοιχείο για την καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, όπως και το
βασικότερο συστατικό της σωτηρίας τους.
Η υπακοή για την γερόντισσα ήταν εκείνη η αρετή που έδινε
πραγματικό νόημα στη ζωή όταν η μοναχή επιδιώκει την υπέρβαση του θελήματός
της, όχι όμως αναγκαστικά αλλά εν ελευθερία, στοχεύοντας ήδη από αυτήν την ζωή
στην πρόγευση της μέλλουσας θείας Βασιλείας.
Αν αυτό γίνει κατορθωτό, τότε η παραίτηση από την αυτονόμηση και η
νέκρωση του θελήματός της πραγματώνεται αβίαστα ως αγαπητική προσφορά προς τον
Κύριο και εν προκειμένω η ζωή των αδελφών στην μονή γίνεται αληθινός παράδεισος
στη γη.
Γι’ αυτό και θεωρούσε πως η πνευματική προκοπή των θυγατέρων της
θα μπορούσε να επιτευχθεί όχι με την καταπιεστική και τυπική βία ως άσκηση στην
υπακοή, αλλά με την πρόθυμη και χαρούμενη εκούσια αγωνιστική διάθεση χωρίς
υπόκριση, προκειμένου η καθεμιά από τις αδελφές να εφαρμόσει αβίαστα την
πνευματική βία στην άσκησή της από αγάπη ως νύμφη και ως θυσία από «έρωτα
μανικόν» προς τον ουράνιο Νυμφίο Χριστό, αναφωνώντας διαρκώς με ταπείνωση εντός
της καρδιάς της το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Η γερόντισσα ήταν επίσης άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής και
της θείας λατρείας, στην οποία έδινε ύψιστη βαρύτητα θεωρώντας την ως ευκαιρία
πρόγευσης από την παρούσα της μέλλουσας και ατελεύτητης ζωής, αλλά και ως
διαρκή βίωση της Δευτέρας Παρουσίας, ώστε να πρωτοστατεί ως ηγουμένη στην
τέλεση των καθορισμένων ιερών ακολουθιών στην μονή, αλλά και να μεριμνά για την
όσο το δυνατόν συχνότερη τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
Σκοπός της ήταν να μυήσει τις αδελφές, αλλά και να διδάξει στους
προσκυνητές την αδιάλειπτη προσευχή και την ανελλιπή ενεργό συμμετοχή στη θεία
λατρεία.
Ως ηγουμένη όμως και μητέρα της μονής θεωρούσε πολύ σημαντική
επίσης και την δική της προσευχή για την κάθε αδελφή ξεχωριστά, γι’ αυτό και
εκτός από τις ανάγκες του πολύωρου κανόνα της, προσευχόταν μυστικά επίσης και
για την πνευματική τους προκοπή, καθώς γνώριζε πως η εργασία της προσευχής της
ως μητέρας του κοινοβίου ενισχύει, ενώνει και χαριτώνει ολόκληρη την
αδελφότητα.
Από την όλη ηγουμενική της διακονία προκύπτει σαφώς νομίζουμε, ότι
η γερόντισσα είχε στέρεα την πεποίθηση πως ο κοινός βίος στην μονή συνίσταται
στην συναντίληψη, στην συνοδοιπορία και στην διαρκή συναίσθηση της πνευματικής
οικειότητας μεταξύ των μοναζουσών, που ως κοινό και ακατάλυτο σύνδεσμο έχουν
την πυρακτωμένη αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό.
Γι’ αυτό και προσπαθούσε ακατάπαυστα να ενσταλάξει στις ψυχές των
πνευματικών της θυγατέρων την βεβαιότητα ότι η ζωή στη μονή αποτελεί συνένωση
σε ένα σώμα προσώπων δεμένων μεταξύ τους με ακατάλυτο αδελφικό σύνδεσμο, που,
με την δική της πνευματική καθοδήγηση ως προεστώσας μητέρας στην αγάπη,
συν-αγωνίζονται χωρίς να ανταγωνίζονται και συν-οδοιπορούν χωρίς να απορούν, να
ολιγωρούν ή να αργοπορούν, αλλά ως φρόνιμες παρθένες και νύμφες του Χριστού να
γρηγορούν και να προσεύχονται αλληλοβασταζόμενες και αλληλοϋποστηριζόμενες ως
ένα σώμα στον πνευματικό αγώνα της ασκήσεως, προκειμένου, σηκώνοντας και
φέροντας με υπομονή τον σταυρό της η καθεμιά, να ακολουθούν πρόθυμα τον φωτεινό
συγκυρηναίο Νυμφίο εν τω μέσω της σκοτεινής νυκτός της αμαρτίας στον ανηφορικό
δρόμο για τον Γολγοθά, με σκοπό να υποστούν την επίπονη συσταύρωση των παθών
και να οδηγηθούν στην αναστάσιμη κάθαρση που θα φωτίσει με το λαμπρό της φώς
την προσωπική τους οδό προς Εμμαούς συνοδεύοντας τον αναστάντα πια Νυμφίο, για
να βαδίσουν κατόπιν σταθερά και ακλόνητα προς την θεοποιό κατάσταση της
πνευματικής εν Χριστώ τελειώσεως ως προεισόδου στον παράδεισο της τρυφής και
προγεύσεως της Βασιλείας του Θεού επί της γης.
IV. Η γερόντισσα δίδασκε διαρκώς με το ζωντανό της παράδειγμα και
μετέδιδε σιωπηρώς με την αγία της βιωτή τόσο στις πνευματικές της θυγατέρες,
όσο και στις πολλές ψυχές που καθοδηγούσε την πνοή της αιωνιότητας και τον
εκούσιο και υγιή ζήλο του μαρτυρίου της συνειδήσεως σε ολόκληρη τη ζωή της,
γεγονός που κορυφώθηκε κατά τα τελευταία και δύσκολα έτη που η υγεία της
δοκιμάστηκε σοβαρά, ώστε να μην μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της και να
παραδώσει την ηγουμενία στην νέα γερόντισσα Μακαρία το 2010.
Η αγάπη, ο άπειρος σεβασμός και η ευγνωμοσύνη της αδελφότητας εκφράστηκε
μέχρι την αναχώρησή της για τον Ουρανό με συγκινητικό τρόπο, καθώς η οσιώτατη
και ενάρετη προηγουμένη δέχθηκε την ανύστακτη, διαρκή και αρχοντική πνευματικά
φροντίδα των θυγατέρων της, οι οποίες αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα από την κατά
θεία παραχώρηση βίωση πολλών παράδοξων γεγονότων που συνέβαιναν στην πνευματική
τους μητέρα.
Και αυτό διότι, παρά την βαριά δοκιμασία που υπέστη η γερόντισσα,
δεν της έλειψε ούτε για μια στιγμή η αληθινή πνευματική χαρά, την οποία βίωνε
έντονα καθημερινά με σιωπή, ταπείνωση, υπακοή και υποταγή στο θείο θέλημα «ως
στρουθίον μονάζον επί δώματος» στο απέριττο κελί της, ωστόσο γεμάτο με την
παρουσία, μέσα από τις εικόνες τους, των Αγίων.
Με τον τρόπο αυτό, αν και ευρισκόμενη σχεδόν εν απολύτω σιωπή λόγω
της ασθένειας, δίδασκε εύγλωττα και κραυγαλέα στις νύμφες του Χριστού που την
φρόντιζαν την αγία υπομονή και την υψοποιό και θεοποιό ταπείνωση, εφαρμόζοντας
επακριβώς το πρόσταγμα του αγαπημένου της Νυμφίου ότι «εν τη υπομονή υμών
κτήσασθε τας ψυχάς υμών», αλλά και παράλληλα φανερώνοντας, όπως ορθά
παρατηρείται, «τον [απύθμενο] πλούτο της ψυχής της και την εσωτερική της
[πνευματική] καλλιέργεια».
Εκτός αυτού όμως και το πρόσωπο της γερόντισσας, κατά τα χρόνια
της δοκιμασίας ιδίως, ήταν πάντοτε λαμπερό και παράξενα φωτεινό, στραμμένο κατά
το τελευταίο διάστημα του επίγειου βίου της σχεδόν διαρκώς στις πολλές εικόνες
του κελιού της, που γινόταν καθημερινά τα ανοικτά εκείνα παράθυρα για να
ατενίζει την δόξα του Ουρανού.
Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες των θυγατέρων της, ενώ είχε τα
χοϊκά της μάτια προσηλωμένα στα χαριτωμένα πρόσωπα των Αγίων ως αληθινών
εικόνων και φίλων του Θεού, τα έστρεφε φυσιολογικά κατόπιν προς τον Ουρανό για
να μελετήσει το δρόμο των Αγίων και να απολαύσει έστω και δι’ εσόπτρου εν
αινίγματι την θέα του Θεού.
Για το λόγο αυτό τόσο στις αδελφές, όσο και σε πολλούς από τους
κατά καιρούς λειτουργούς ιερείς της μονής που της μετέδιδαν συχνότατα το Σώμα
και το Αίμα του Κυρίου ήταν έντονα έκδηλη η αίσθηση, ότι η προηγουμένη Μακρίνα
προγεύονταν την Βασιλεία του Θεού και ζούσε μέσα στο φώς της θείας χάριτος.
Έτσι, από τον Φεβρουάριο του 2017 που η γερόντισσα κοιμήθηκε
οσιακά, δοκιμασμένη σκληρά, ώριμη πνευματικά και προετοιμασμένη κατάλληλα, να
υπάρχει έντονη η προσδοκία αλλά και η κρυφή βεβαιότητα στις πνευματικές της
θυγατέρες και τους κληρικούς και λαϊκούς που γεύθηκαν έστω και αναξίως τον
πνευματικό της πλούτο, ότι έχουν αποκτήσει άλλον έναν ευάρεστο πρέσβη στο θρόνο
του Ουράνιου Πατέρα, ώστε ο τάφος της να αποτελεί έκτοτε γι’ αυτούς καθημερινό
καταφύγιο προσευχής και τόπο επίγειας παρηγορίας, ενώ η αγιασμένη της ψυχή, που
απολαμβάνει τα θεία μυστήρια στον γνόφο της αγνωσίας του Θεού ενωμένη κατά
χάριν με τον ποθητό της ψυχής της Νυμφίο Χριστό, αλλά και συναυλίζεται με την
προστάτιδά της Υπεραγία Θεοτόκο και συνεορτάζει φαιδρώς συν πάσι τοις Αγίοις
στις σκηνές τους, να δέεται μητρικώς για τη σωτηρία τους, προσμένουσα
«ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Αμήν !