Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Ένας όμορφος παλαιός λαϊκός μύθος για τα Χελιδόνια και την Γέννηση του Χριστού

Ένας παλαιός λαϊκός μύθος διηγείται, πως τα χελιδόνια στις παμπάλαιες εποχές δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά, αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό κάποιος ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε πολύ, και άρχισε να προσπαθεί με ό,τι ήξερε και όπως μπορούσε να κατευθύνει τα χελιδόνια προς το νότο πριν το χειμώνα, στις πιο ζεστές χώρες.

Έδινε σημάδια, τα οποία τα χελιδόνια δεν καταλάβαιναν, τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο, αλλά μάταια· τα φόβιζε και τα έδιωχνε, αλλά τίποτα.Τίποτα δεν κατάφερε. Τότε αυτός προσευχήθηκε στο Θεό να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.

Και ο Θεός έκανε κατά τη θέλησή του, και τον μεταμόρφωσε σε χελιδόνι, το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως και ο άνθρωπος.

Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια, και πριν το χειμώνα τα οδήγησε σε πιο ζεστούς τόπους. Και από τότε όλα τα χελιδόνια συνήθισαν να αποδημούν.

Βέβαια, αυτό είναι μόνο μια ποιητική ιστορία. Όμως, θα σε βοηθήσει, ώστε τουλάχιστον μέχρι κάποιου σημείου να καταλάβεις, πώς η αιώνια Σοφία, γεννημένη από την αιώνια Αγάπη εμφανίστηκε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε τους ανθρώπους, παγωμένους από τις γήινες πίκρες, να οδηγήσει σε καινούργιο δρόμο, στη ζεστή χώρα, στο Βασίλειο του Θεού «όπου δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε αναστεναγμοί».

Ενώ και στο μικρό ανθρώπινο σώμα ο μεγάλος Κύριός μας ήταν και παρέμεινε η Ουσία, ο Ίδιος, ο Αιώνιος. Πάντα τέτοιος όπως είναι από πάντα στο άπειρο του πνευματικού βασιλείου Του και της ανείπωτης δόξας Του».

 Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Ένα παραμύθι "Ο βασιλιάς με το ένα μάτι και το ένα πόδι" - Μπορούμε να κρύβουμε τις ατέλειες των συνανθρώπων μας;


Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που είχε ένα μάτι και ένα πόδι. Ζήτησε από όλους τους ζωγράφους του βασιλείου του, να ζωγραφίσουν ένα όμορφο πορτραίτο του.
Κανένας δεν τα κατάφερε. Πώς να ζωγραφίσεις όμορφο έναν άνθρωπο, όταν του λείπει ένα μάτι και ένα πόδι;...
Τελικά ήρθε ένας ζωγράφος από άλλη περιοχή και ζωγράφισε μια εικόνα που εξέπληξε τους πάντες. Ζωγράφισε τον βασιλιά να στοχεύει με το τόξο του έχοντας το ένα μάτι κλειστό και το ένα πόδι λυγισμένο!...

Όλοι μας μπορούμε να ζωγραφίσουμε αντίστοιχες εικόνες για τους συνανθρώπους μας – κρύβοντας τις αδυναμίες τους και φωτίζοντας τα δυνατά τους σημεία...

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Αυτό που σε κάποιον θα φαινόταν τρελό για σένα είναι ο μοναδικός δρόμος που μπορείς να ακολουθήσεις



Απόσπασμα από το βιβλίο της Susanna Tamaro 
Ένα πρωί, ενώ ο πάγος στα πιο ψηλά κλαδιά άρχιζε να λιώνει, η πόρτα της Καλύβας άνοιξε και ο Άνθρωπος βγήκε να φτυαρίσει το χιόνι που είχε συσσωρευτεί. Η Τίγρη δεν τον είδε αμέσως – βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα πιο κει –, αλλά μύρισε καθαρά τη μυρωδιά του. Τότε, πολύ προσεκτικά, ακολούθησε τα βήματά του, προσέχοντας να μην την αντιληφθεί. Ακουγόταν μόνο το φτεροκόπημα ενός κορακιού, λίγο πιο μακριά.
Ξαφνικά, μια φωνή αντήχησε μέσα στη σιγαλιά. «Σε περίμενα». Η Τίγρη έμεινε ακίνητη. Από πού ερχόταν αυτή η φωνή; Δίστασε, με το πόδι μετέωρο πάνω απ’ το χιόνι. Να φύγει; Να συνεχίσει; Συνέχισε. Όταν βρέθηκε τόσο κοντά ώστε να μπορεί να ακούει την αναπνοή του Ανθρώπου, την άκουσε ξανά. «Γιατί κρύβεσαι; Ξέρω ότι ζεις δίπλα μου».
Τότε η Τίγρη πήρε θάρρος και βγήκε. Ο Άνθρωπος κρατούσε το φτυάρι στο χέρι του. Κοιτάχτηκαν για πολλή ώρα σιωπηλοί. Το μοναδικό πράγμα που κινούνταν ήταν η ουρά της. «Να θυμάσαι», της είχε πει μια μέρα η Μητέρα, «το βλέμμα του Ανθρώπου κι εκείνο της Τίγρης δεν μπορεί ποτέ να διασταυρωθούν. Δεν είμαστε εμείς που φοβόμαστε, αλλά αυτοί που φεύγουν τρομοκρατημένοι».
Πόση ώρα έμειναν έτσι, ακίνητοι; «Όρμησέ του, καταβρόχθισέ τον, έτσι θα φάω κι εγώ», έκρωζε το κοράκι ανυπόμονο στο κλαδί. Αλλά η Τίγρη δεν κουνήθηκε. Οι ακτίνες του ήλιου άγγιζαν ξυστά τον μανδύα του χιονιού, κάνοντάς τον να ακτινοβολεί φως. Μικρά σύννεφα ατμού έβγαιναν απ’ τα ρουθούνια τους.
«Εσύ είσαι που μου μιλάς;» αποτόλμησε τελικά η Τίγρη. «Ναι», απάντησε ο Άνθρωπος. «Μα οι άνθρωποι και οι τίγρεις δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα». «Δεν τη μιλάνε αν δεν θέλουν. Εγώ εισπνέω, εσύ εκπνέεις. Ολόκληρο το σύμπαν μάς αναπνέει. Γι’ αυτό κάθε φωνή είναι η ίδια φωνή».
Μήπως με κοροϊδεύει; αναρωτήθηκε η Τίγρη, αλλά ο Άνθρωπος έμοιαζε να διαβάζει τη σκέψη της. «Αν είμαι εδώ, είναι ακριβώς για να αποφεύγω όλες τις κοροϊδίες».
Τις επόμενες μέρες η Τίγρη έμαθε να πλησιάζει τον Άνθρωπο. Δεν τη φώναζε εκείνος, η ίδια ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη. Ενώ εκείνος φτυάριζε το χιόνι, επισκεύαζε τα χιονοπέδιλα ή έκοβε ξύλα, εκείνη τον ακολουθούσε.
«Δεν φοβάσαι μη σε κατασπαράξω;» τον ρώτησε μια μέρα. «Αν ήθελες να με καταβροχθίσεις, θα μπορούσες να το είχες ήδη κάνει χίλιες φορές. Κοίτα εκεί πάνω», πρόσθεσε χαμογελώντας, «την απογοήτευση του κορακιού». «Στ’ αλήθεια κανένας φόβος;» βρυχήθηκε αργά η Τίγρη.
Ο Άνθρωπος αναστέναξε. «Ένας ναι, και πάντα ο ίδιος. Όχι του θανάτου, αλλά μήπως δεν καταφέρω να είμαι ο εαυτός μου». Εκείνη τη νύχτα, έχοντας γλαρώσει μπροστά στην πόρτα του, η Τίγρη κοιμήθηκε βαθιά, κάτι που είχε να της συμβεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν πια μόνη. Για ακατανόητους λόγους, κάποιος άλλος συμμεριζόταν τον φόβο της.
«Είσαι Σαμάνος;» τον ρώτησε ένα βράδυ, ενώ ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στους κορμούς της Καλύβας. Ο Άνθρωπος έμεινε για ώρα αμίλητος προτού απαντήσει κι έπειτα, με φωνή που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε: «Ήταν ο πατέρας μου, ο παππούς μου και ο πατέρας του παππού μου. Κι εγώ θα έπρεπε να είμαι».
«Και δεν είσαι;» «Όχι». «Τότε γιατί έρχονται να σε ψάξουν οι άνθρωποι;» «Γιατί νομίζουν πως είμαι». «Τους κοροϊδεύεις;» «Ακριβώς επειδή δεν τους κοροϊδεύω φεύγουν με άδεια χέρια».
«Με άδεια χέρια;» «Καθόλου φυλαχτά, καμία μαγική φόρμουλα». «Και ξανάρχονται;» Ο Άνθρωπος κούνησε το κεφάλι. «Πάνε να αναζητήσουν αλλού αυτό που δεν βρίσκουν εδώ». «Τι δεν βρίσκουν;» «Μια λύση που να τους επιτρέψει να μην αλλάξουν».
Η Τίγρη έμεινε σιωπηλή πολλή ώρα. Έπειτα είπε: «Δεν είσαι ούτε κυνηγός, όμως». «Όχι, δεν είμαι. Κυνηγώ μονάχα ό,τι μου χρειάζεται για να τραφώ». «Γιατί τότε δεν είσαι στο χωριό με όλους τους άλλους ανθρώπους;»
Στο μισοσκόταδο που φωτιζόταν από τις τελευταίες λάμψεις του ηλιοβασιλέματος, η Τίγρη είδε το πρόσωπο του Ανθρώπου να γυρίζει και να την κοιτάζει. Το άσπρο των ματιών του έλαμπε με ασυνήθιστο τρόπο. «Κι εσύ; Εσύ γιατί δεν ζεις όπως οι άλλες τίγρεις;»

Εμμανουήλ Ρουμελιώτης

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Οι λογισμοί μας είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος (ινδικό παραμύθι)



~ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΠΟΥ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ~
Κάποτε ένας άνθρωπος ταξίδευε και μπήκε τυχαία, στον Παράδεισο... Σύμφωνα, με την ινδική αντίληψη του Παραδείσου, υπάρχουν δέντρα που εκπληρώνουν ευχές... Εσύ, το μόνο που κάνεις είναι να καθίσεις, κάτω από ένα τέτοιο δέντρο και να επιθυμήσεις κάτι, κι αυτό αμέσως γίνεται. Δεν μεσολαβεί κενό, ανάμεσα στην επιθυμία και την εκπλήρωση της.
Ο άνθρωπος κουρασμένος αποκοιμήθηκε, κάτω από το δέντρο των ευχών... Όταν ξύπνησε, ένιωσε πολύ πεινασμένος και είπε: «Πώς πεινάω! Αχ και να έβρισκα λίγο φαγητό!»
Αμέσως από το πουθενά, το φαγητό φάνηκε να πετάει στον αέρα. Πολύ νόστιμο φαγητό... Πεινούσε τόσο πολύ, που δεν έδωσε προσοχή, από που ερχόταν το φαγητό. Όταν πεινάς δεν το φιλοσοφείς. Ένιωθε ικανοποιημένος.
Μια άλλη σκέψη, γεννήθηκε μέσα του... «Ας είχα κάτι να πιω…» Αμέσως εμφανίστηκε, ένα θαυμάσιο κρασί. Πίνοντας ήρεμα το κρασί, στη σκιά του δέντρου, άρχισε να αναρωτιέται.
«Μα τι γίνεται; Τι συμβαίνει; Ονειρεύομαι ή μήπως υπάρχουν φαντάσματα, γύρω μου και παίζουν παιχνίδια;»
Και τότε εμφανίστηκαν, τα φαντάσματα... Και ήταν άγρια, τρομερά.
Άρχισε να τρέμει και του γεννήθηκε η σκέψη: «Τώρα θα με σκοτώσουν»... Και τον σκότωσαν.
- ΕΠΙΛΟΓΟΣ -
Το δέντρο που πραγματοποιεί τις ευχές, είναι ο νους... Ότι και να σκεφτείς, αργά ή γρήγορα εκπληρώνεται... Πολλές φορές μεσολαβεί, μεγάλο χρονικό διάστημα, στην επιθυμία και την πραγματοποίησή της, που την έχεις ξεχάσει εντελώς... Έτσι, δεν μπορείς να το συνδέσεις, με την Πηγή.
Αν παρατηρήσεις βαθιά, θα ανακαλύψεις πως όλες οι σκέψεις σου, δημιουργούν εσένα και τη ζωή σου... Αυτές δημιουργούν, την Κόλαση και το Παράδεισό σου...
Κανείς Δεν Σε Βασανίζει, Εκτός Από Τον Εαυτό Σου...
Μόλις το κατανοήσεις αυτό, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν... Τότε, μπορείς να τα αντιστρέψεις… Μπορείς να Κάνεις, την Κόλαση… Παράδεισο.

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Ο σκορπιός και ο μοναχός


Πολλές φορές οι άνθρωποι κάνουμε μια καλή πράξη περιμένοντας την αναγνώριση ή την έκφραση της ευγνωμοσύνης του ευεργετημένου. Και είναι αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές απογοητευόμαστε από αυτή την προσδοκία μας. Και τότε, είναι πολύ πιθανό να σκεφτούμε ότι αφού ο άλλος είναι αχάριστος, δεν αξίζει να κάνουμε τίποτα πια γι αυτόν. Κάποιες φορές μάλιστα οι άνθρωποι αναιρούν και την ίδια την αρχική καλή τους πράξη.

Αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι η πράξη γίνεται με την προσδοκία ενός ανταλλάγματος. Το οποίο φυσικά, δεν είναι καθόλου κακό, αρκεί όμως να υπάρχει η ανάλογη επίγνωση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι, λίγοι στον αριθμό άνθρωποι, οι οποίοι δεν πράττουν το καλό περιμένοντας ένα αντάλλαγμα, αλλά επειδή απλά αυτή είναι η φύση τους. Η όμορφη ιστορία που ακολουθεί, την οποία είδαμε στο Ιαθείην και μας ενέπνευσε, αναφέρεται σε μια τέτοια περίπτωση.

Ένας μοναχός  είδε ένα σκορπιό που είχε πέσει μέσα στο νερό και αποφάσισε να τον σώσει. Όταν τον έπιασε, ο σκορπιός τον τσίμπησε. Εξ αιτίας του πόνου, ο μοναχός άφησε πάλι τον σκορπιό ο οποίος έπεσε πάλι μέσα στο νερό. Ο μοναχός προσπάθησε πάλι να τον βγάλει από το νερό αλλά ο σκορπιός τον τσίμπησε ξανά.

Ένας περαστικός που έβλεπε τη σκηνή, πλησίασε τον μοναχό και τον ρώτησε: «Αφού κάθε φορά που προσπαθείτε να σώσετε τον σκορπιό, εκείνος σας τσιμπάει, γιατί συνεχίζετε;»

Ο μοναχός απάντησε: «Η φύση του σκορπιού είναι να τσιμπάει αλλά αυτό δεν θα αλλάξει την δική μου που θέλει να τον βοηθήσω.»

Πήρε, λοιπόν ένα φύλλο και έβγαλε έξω τον σκορπιό από το νερό και έτσι του έσωσε την ζωή…στην συνέχεια γύρισε προς τον μαθητή και του είπε: «Μην αλλάξεις ποτέ την φύση σου εάν κάποιος σου κάνει κακό, απλά πάρε προφυλάξεις. Οι άνθρωποι είναι σχεδόν πάντα αχάριστοι για τα οφέλη που τους προσφέρετε, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να σταματήσετε να κάνετε το καλό, ούτε να εγκαταλείψετε την αγάπη που έχετε μέσα σας. Οι μεν επιδιώκουν την ευτυχία, οι δε την δημιουργούν.


Να ανησυχείς περισσότερο για την δική σου συνείδηση παρά για την υπόληψη σου. Γιατί η συνείδηση δείχνει εκείνο που είσαι και η υπόληψη δείχνει εκείνο που οι άλλοι σκέφτονται για σένα. Όταν η ζωή σου παρουσιάζει χίλιους λόγους για να κλάψεις, εσύ δείξε πως έχεις χίλιους λόγους για να γελάσεις.»

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Ένα όμορφο παραμύθι για την ΕΛΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.
Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.
Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.
Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.
Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.
- Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.
Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.
Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
- Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.
Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
- Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
- Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
- Και τι θέλεις, δηλαδή;
- θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.
-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;
- Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;
- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες.
Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.
Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.
Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.
Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ' την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.


Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν να 'ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ' τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Το παραμύθι με το καρότο, το αυγό και το τσάι


«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς.
 «Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει.
“Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος.
“Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα.
“Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει.
 “Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα.
“Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια.
 Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί.

Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά. Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα "και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.»

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Βασιλιάς και...

     


(Ένα παραμύθι για προβληματισμό...)

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα Παραδεισένιο από ομορφιά Βασίλειο, ζούσε ένας Βασιλιάς με μια καλοσυνάτη Βασίλισσα.
Σύντομα το βασιλικό ζευγάρι απέκτησε δύο δίδυμους γιους, τα πριγκιπόπουλα του Βασιλείου τους!
Δυστυχώς, όμως, για λόγους υγείας, η Βασίλισσα δεν είχε αρκετό γάλα να θρέψει και τα δύο μωρά της. Έτσι, αναγκάστηκε να τα δώσει σε παραμάνες, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, για να τα θρέψουν με το δικό τους γάλα και μαζί να τα αναθρέψουν με βασιλικές αρχές, ωσότου να έρθουν σε ηλικία να δυναμώσουν και να καταλαβαίνουν. Ότι χρειαζόταν τα παιδιά και οι παραμάνες θα τα οικονομούσε το παλάτι ώστε τίποτα να μην τους λείψει μέχρι να επιστρέψουν πίσω ξανά οι μονάκριβοι γιοι τους, για να συγκυβερνήσουν στο Βασίλειο του πατέρα τους.

Ο καιρός κυλούσε και οι δύο παραμάνες έθρεφαν με το γάλα τους και με πολύ αγάπη τα βασιλικά μωρά.

Μα, η μια παραμάνα, δέθηκε υπερβολικά με το μωρό που ανέλαβε. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να το οικειοποιηθεί τόσο, που να του αποκρύψει τους πραγματικούς γονείς του!
Άφησε το παιδί να πιστεύει ότι εκείνη ήταν η αληθινή μητέρα του και δεν έφτανε αυτό, αλλά έθρεψε και στο παιδί μίσος για τον Βασιλιά και την Βασίλισσα. Του έλεγε ότι αυτοί ήταν τύραννοι που τιμωρούν και βασανίζουν τον λαό και δεν χρειάζεται να τους εμπιστεύεται, ούτε να τους υπακούει. Εκείνην έπρεπε μόνο να ακούει γιατί μόνο εκείνη τον αγαπούσε και ενδιαφερόταν πραγματικά!
Μεγαλώνοντας το παιδί μαζί της έγινε καχύποπτο, άρχισε να μιλάει άσχημα και με αναίδεια σε όλους, όπως και η ίδια η παραμάνα του, να μην σέβεται τους άλλους, να μην βοηθάει και να μην εμπιστεύεται κανέναν…

Φανταστείτε την έκπληξη του Βασιλιά και της Βασίλισσας, όταν έφτασε η στιγμή να χτυπήσουν την πόρτα αυτής της πρώτης παραμάνας, για να συναντήσουν αυτόν τον γιο και να τον πάρουν πίσω στο παλάτι τους!

Η παραμάνα τους ανοίγει αλλά… τρομάζει στην παρουσία τους και με αμηχανία τους βάζει μέσα.
Όλο αγωνία ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα ψάχνουν να δουν γύρω το παιδί τους...

- Εδώ είσαι; Έλα κοντά μας παιδί μου, λέει με γλυκύτητα η Βασίλισσα. Και με χαρά πρώτοι άνοιξαν την αγκαλιά τους οι βασιλικοί γονείς, να το σφίξουν τρυφερά…

Μα, εκείνο το παιδί, φοβισμένο τους χτύπησε βίαια και απομακρύνθηκε. Έτρεξε να βρει την παραμάνα του.

- Μαμά, ήρθαν οι κακοί… Διώξε τους, θέλουν να με πάρουν, να μας χωρίσουν! Φύγετε, δεν σας ξέρω… Είστε πονηροί άνθρωποι, τους είπε κι έπειτα τους έβρισε.

- Μα τι έγινε; Γιατί το παιδί δεν μας αναγνωρίζει; Ρώτησε ο Βασιλιάς την παραμάνα. Γιατί δεν του εξήγησες του παιδιού ποιοι είναι οι πραγματικοί του γονείς; Γιατί δεν το ανέθρεψες με ευγένεια και βασιλικές αρχές; Το παιδί αυτό προοριζόταν για πρίγκιπας του Βασιλείου μας. Εσύ γιατί του στέρησες, με την εγωιστική αγάπη σου και την κακή ανατροφή που του έδωσες, την χαρά να γίνει κληρονόμος του Βασιλείου μας και να συγκυβερνήσει εκεί μαζί μας με δικαιοσύνη και καλοσύνη; Μπορεί να πέτυχες να το θρέψεις σαν μάνα αλλά απέτυχες να το αναθρέψεις ως πνευματική του μάνα και δική μας εντεταλμένη παραμάνα... Στο εξής, και οι δυο σας θα μείνετε όπως το επιλέξατε, μαζί, αλλά έξω πλέον από την βασιλική προστασία. Οι κόποι και οι κακουχίες της ζωής εύχομαι παραμάνα κάποτε να σε συνετίσουν για να καταλάβεις τι ζιζάνια έσπειρες, τι ευκαιρίες στέρησες από το παιδί που σου εμπιστευτήκαμε και τι μελλοντικές τιμές έχασες κι εσύ η ίδια…
* * *
Μετά απ’ αυτά τα λόγια, με πολύ λύπη και δάκρυα στα μάτια, αποχώρησε το βασιλικό ζευγάρι από την πόρτα εκείνου του σπιτιού... Τώρα, δίνουν αμέσως διαταγή να τους οδηγήσουν στο σπίτι της άλλης παραμάνας που μεγάλωσε ο δεύτερος τους γιος. Ευχόντουσαν στον δρόμο να μην ξαναγευτούν την πίκρα που πήραν από την συνάντηση με την πρώτη παραμάνα.

Πλησίασαν την εξώπορτα του δεύτερου σπιτιού. Δειλά – δειλά απλώνουν το χέρι να χτυπήσουν κι αυτήν την πόρτα… Μα, το άκουσμα ενός γρήγορου βηματισμού από το πλάι τους διακόπτει. Γυρίζουν και βλέπουν ένα πανέμορφο καλοσυνάτο παιδί που έτρεχε με λαχτάρα από την πίσω αυλή για να τους συναντήσει.

- Μανούλα μου, πατερούλη μου, εσείς είστε; Καλωσορίσατε στο σπίτι μας! Και πέφτει χωρίς άλλα λόγια στην αγκαλιά τους!

- Παιδί μας αγαπημένο, ναι, εμείς είμαστε! Ήρθαμε να σε πάρουμε κοντά μας πριγκιπόπουλο μας!

Η συγκίνηση εκείνης της στιγμής ήταν απερίγραπτη. Με δάκρυα στα μάτια η μανούλα βασίλισσα ρωτάει το παιδί της:

- Θέλεις παιδί μου να έρθεις μαζί μας στο παλάτι;

- Μα και βέβαια μανούλα… Η καλή μου παραμάνα μου είπε τόσα για σας και το παλάτι που με λαχτάρα περίμενα να έρθει αυτή η στιγμή να συναντήσω από κοντά τους πολυαγαπημένους μου γονείς, που τόσο καιρό μου έστελναν τόσα όμορφα δώρα και με φρόντιζαν με τόση αγάπη για να μην μου λείψει τίποτα… Μόνο… θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη!

- Ότι θέλεις καλό μας παιδί! Πες μου το, και εγώ χατίρι δεν θα σου χαλάσω, είπε ο Βασιλιάς.

- Να, η παραμάνα μου, δεν θέλω να μείνει εδώ μόνη της. Είναι πολύ καλή... Την αγαπάω… Έχει χώρο το παλάτι μας και γι΄ αυτήν;

- Μα και βέβαια πολυαγαπημένο μου παιδί. Φώναξε γρήγορα την παραμάνα σου, είπε ο Βασιλιάς όλο καλοσύνη.

Το παιδί τρέχει και την ειδοποιεί.
Εκείνη βγαίνει έξω και όλο χαρά και σεβασμό γονατίζει αμέσως μπροστά τους να ασπαστεί τα βασιλικά χέρια του Βασιλιά και της Βασίλισσας!

- Σας ευχαριστώ, μέσα από την καρδιά μου, για την εμπιστοσύνη που μου δείξατε… Ήταν τιμή μου να μεγαλώσω το παιδί σας στο σπιτικό μου!

- Στο εξής, λέει ο βασιλιάς, για τον σεβασμό, την ευγένεια και την υπακοή σου, ανακηρύσσεσαι ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΡΑΜΑΝΑ! Άξια και βασιλικά ανέθρεψες τον μικρό μου πρίγκιπα και γι΄ αυτήν σου την πράξη, θα μοιράζεσαι μαζί μας αιώνια και την βασιλική στέγη του παλατιού! Η αγαπημένη παραμάνα του αγαπημένου μου παιδιού είναι και δική μου αγαπημένη αδελφή… Να το ξέρεις! Χάρη στην τωρινή σου αφοσίωση στον αγγελικό ρόλο της παραμάνας, στο μέλλον θα σου ανατεθούν και άλλες τέτοιες βασιλικές αποστολές μητρικής αγάπης!
Έλα μαζί μας τώρα στο παλάτι, να χαρείς και να γιορτάσεις με την χαρά μας!
…ΚΙ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΕΖΗΣΑΝ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!

ΚΙ ΕΜΕΙΣ, ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΑΝΟΥΛΕΣ, ΖΗΣΑΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ;


ΑΡΑΓΕ ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΑΡΑΜΑΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΝΑ ΜΟΙΑΖΟΥΜΕ;

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Το φίδι και η πυγολαμπίδα


     Ο  θρύλος  λέει  ότι  κάποτε   το   φίδι   κυνηγούσε   την   πυγολαμπίδα   για  να   την   φάει. Αυτή   έτρεχε    για  μια   δύο  μέρες, ώσπου   την   τρίτη   εξουθενωμένη   σταμάτησε. Τότε   η   πυγολαμπίδα   ρώτησε: Μπορώ  να  σου  κάνω       τρία   ερωτήματα;        
     Αν  και   δεν    συνηθίζω  να   απαντώ  σε  τέτοια    ερωτήματα, θα   σου   απαντήσω, μια   και  σε  λίγο  θα   σε  καταβροχθίσω.
     Ανήκω    στην  τροφική   σου   αλυσίδα; ρώτησε   η  πυγολαμπίδα. Όχι  απάντησε   το   φίδι.
     Σε  έχω    ενοχλήσει  σε  κάτι; Όχι   είπε  ξανά   το  φίδι.
     Τότε  γιατί  θέλεις  να  με   σκοτώσεις;
     Γιατί    δεν  αντέχω  να  σε  βλέπω  να λάμπεις.
     Το  ίδιο   συμβαίνει  και   στη   ζωή    των  ανθρώπων. Πολλοί   είναι    εκείνοι  που   βρίσκουν   ανυπόφορες   την  καλοσύνη  και   την   αρετή   και   τις  πολεμούν   μόνο  και  μόνο   επειδή   δεν  μπορούν  να   τις   φθάσουν.


(Περιοδικό: «η   ζωή  του  παιδιού»   στις    20-2-2016)

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Το γέρικο λιοντάρι


Ένα   λιοντάρι, όταν   γέρασε, διηγείται  ο   σοφός  Αίσωπος,  δεν  μπορούσε  να   τρέξει  και  να    βρει    την    τροφή   του   και  έτσι   σκέφτηκε   το  παρακάτω   τέχνασμα. Προσποιήθηκε    τον  βαρειά  άρρωστο  και  έμενε    στην  σπηλιά   του. Τα    ζώα  που  πλησίαζαν και έμπαιναν  μέσα για  να   δουν   τι  έχει,  τα  άρπαζε  και   τα  καταβρόχθιζε.

Όμως   το  πανούργο  λιοντάρι   βρήκε   τον  μάστορά   του   από   την  αλεπού. Πήγε  λοιπόν  η   αλεπού   και    στεκόταν  έξω   από   την   είσοδο  της   σπηλιάς. Γεια   σου   τι  κάνεις; ρώτησε   το  λιοντάρι. Είμαι   άρρωστος, γιατί    δεν  έρχεσαι  μέσα να  με  δεις; Βλέπω   απάντησε  η   παμπόνηρη   αλεπού   τα  ίχνη   από   τα   ζώα   που  ήρθαν   εδώ, να   είναι  μόνο   από   έξω  προς   τα  μέσα  και  όχι   το  αντίθετο. Έτσι  η  πανέξυπνη  αλεπού δεν  έπεσε    στη   παγίδα   του  λιονταριού.
Μα έδωσε και σε μας ένα μάθημα, πως πρέπει να έχουμε φρονιμάδα και σύνεση στο μυαλό και έτσι να αντιλαμβανόμαστε τους κινδύνους που προέρχονται από τους πονηρούς και επικίνδυνους ανθρώπους. Σίγουρα αυτοί μας στήνουν παγίδες, αλλά αφήνουν και ίχνη- σημάδια που με τη σύνεσή μας τα καταλαβαίνουμε και τους αποφεύγουμε.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Τα δύο αδέλφια και ο φράχτης (παραμύθι)



Μια φορά κι έναν καιρό, μάλωσαν δύο αδέλφια που ζούσαν σε γειτονικές φάρμες. Ήταν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη σχέση τους. Για 40 χρόνια, εργάζονταν μαζί ως γεωργοί, μοιράζονταν χωρίς κανένα πρόβλημα τα γεωργικά μηχανήματα, και συνεργάζονταν αρμονικά για την εμπορία των προϊόντων τους.
Όμως, η μακρά συνεργασία τους διεκόπη απότομα. Η διένεξη ξεκίνησε από μια μικρή παρεξήγηση, εξελίχθηκε σε μια σημαντική διαφορά, και τελικά κατέληξε σε ανταλλαγή πικρών λόγων.
Ένα πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του μεγαλύτερου αδελφού. Εκείνος άνοιξε και αντίκρισε έναν άνθρωπο με την εργαλειοθήκη ενός ξυλουργού.
«Ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών» είπε. «Ίσως έχετε ανάγκη για κάποιες μικροεργασίες και θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος».
"Πράγματι" αναφώνησε ο μεγαλύτερος αδελφός. "Έχω μια δουλειά για σένα. Κοίταξε σε εκείνο τον κολπίσκο στο απέναντι αγρόκτημα. Αυτός είναι ο γείτονάς μου. Στην πραγματικότητα, είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα υπήρχε ένα χωράφι ανάμεσα μας. Όμως, έσκαψε με την μπουλντόζα του μέχρι το ανάχωμα του ποταμού και τώρα υπάρχει ένα ποταμάκι ανάμεσα μας. Λοιπόν, μπορεί να κατάφερε να μ' εκνευρίσει, αλλά εγώ θα κάνω κάτι χειρότερο. Βλέπεις αυτή τον σωρό με ξύλα στο στάβλο; Θέλω να φτιάξεις ένα ψηλό φράχτη. Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπο του!".
Ο ξυλουργός απάντησε: «Νομίζω ότι καταλαβαίνω την κατάσταση. Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και ότι στο τέλος θα ευχαριστηθείς με τη δουλειά μου".
Ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη γα να τελειώσει κάποιες δουλειές. Έτσι, βοήθησε τον ξυλουργό να μεταφέρει τα ξύλα, και έφυγε για την πόλη.
Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της μέρας. Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο γεωργός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του.
Τα μάτια του αγρότη γούρλωσαν από αυτό που αντίκρισε. Δεν είχε κατασκευαστεί ο φράχτης που είχε ζητήσει. Αντί για τον φράχτη, υπήρχε μια γέφυρα από την μια μεριά του ρέματος μέχρι την άλλη.
Εκείνη την ώρα, είδε από την άλλη μεριά της γέφυρας να έρχεται προς το μέρος του ο γείτονας, ο νεώτερος αδελφός του. Όταν τον πλησίασε, άπλωσε τα χέρια του και είπε: "Είσαι ο καλύτερος αδελφός που θα μπορούσα να έχω. Μετά από όλα όσα έχω κάνει και έχω πει εναντίον σου, έχτισες μια γέφυρα ανάμεσα μας".
Τα δύο αδέλφια αγκαλιάστηκαν, μετανιωμένα για ότι είχε συμβεί ανάμεσα τους. Γύρισαν και είδαν τον ξυλουργό να σηκώνει την εργαλειοθήκη και να την κρεμάει στον ώμο του.
"Όχι, μην φεύγεις, περίμενε! Μείνε λίγες ημέρες. Έχω κι άλλες εργασίες για σένα», είπε ο μεγαλύτερος αδελφός.




"Θα ήθελα πολύ να μείνω, είπε ο ξυλουργός, αλλά έχω να χτίσω κι άλλες γέφυρες..."!

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ένα παραμύθι από την μακρινή Ινδία...


Στην μακρινή μας Ινδία διηγούνται ένα παραμύθι, απ' αυτά που σου αφήνουν κάποιο χαμόγελο, γιατί έχουν ένα αναπάντεχα διδακτικό τέλος.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αυτοκράτορας , που είχε διαλέξει σαν προσωπικό του σύμβουλο ένα πολύ σοφό γέροντα που όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, συνεχώς  επαναλάμβανε, "ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου...ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου"...
Ο αυτοκράτορας όμως παρόλο που το "ελάττωμα" του σοφού τον εκνεύριζε, τον κρατούσε κοντά του γιατί οι συμβουλές και η σοφία του, τού ήταν πολύ χρήσιμα και γι΄ αυτό το λόγο, τον έπαιρνε πάντα μαζί του, ειδικά όταν απομακρυνόταν από το παλάτι.
 Μια βροχερή μέρα, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να καλλωπιστεί και αφού τον έπλυναν οι γυναίκες της αυλής, ζήτησε από τον κουρέα να τον ξυρίσει και να του κάνει μανικιούρ. Την ώρα όμως που ο κουρέας του έκοβε τα νύχια, ακούστηκε ένας κεραυνός τόσο δυνατός που ο αυτοκράτορας και ο κουρέας τρόμαξαν τόσο πολύ που ο κουρέας έκοψε το μικρό δαχτυλάκι του αυτοκράτορα...
Κραυγές, πόνου και θυμού κυρίευσαν τον αυτοκράτορα που έπεσε πάνω στον κουρέα με μεγάλη οργή :  "Γρήγορα στην φυλακή, ανάξιε, έκοψες το δάχτυλο του αυτοκράτορα, θα σαπίσεις μέσα στην φυλακή για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου!"
Τότε επενέβη ο σοφός γέρος και άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει :"ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου..., ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου"...
Ο αυτοκράτορας γεμάτος οργή, φώναξε: "Φτάνει πια, με αυτές τις ανοησίες, σε βαρέθηκα όλα αυτά τα χρόνια και εσύ στην φυλακή, έτσι θα μπορείς ν' ακούς μόνος σου τις βλακείες σου μέχρι το τέλος της ζωής σου!"
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας, για να ξεθυμώσει και να χαλαρώσει, αποφάσισε να πάει κυνήγι στο δάσος, βέβαια μόνος του, μια και είχε φυλακίσει τον γέροντα σοφό που συνήθως τον ακολουθούσε παντού.
Ενώ βρισκόταν στο δάσος , ξαφνικά τον περικύκλωσαν οι πολεμιστές-αιρετικοί της θεάς Κάλι, τον συνέλαβαν και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που βρήκαν ένα θύμα για να το θυσιάσουν στην θεά τους.
Ο αυτοκράτορας, φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Εκείνοι είχαν αποφασίσει να τον θυσιάσουν στη θεά Κάλι που ήταν η θεά του κακού και γιόρταζε εκείνη τη μέρα. Τον έντυσαν λοιπόν με το ειδικό ράσο, τον άλειψαν με το ιερό τους λάδι, τον έδεσαν στον βωμό και ενώ ο αρχηγός ήταν έτοιμος να του μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά, είδε, με τρόμο, πως από το θύμα έλλειπε ένα μέλος- το μικρό του δαχτυλάκι, βρίζοντας και φτύνοντας τον έλυσε, γιατί δεν επιτρεπόταν να θυσιάσουν κάποιον που δεν ήταν αρτιμελής και έτσι τον άφησαν να φύγει...
Ακόμα ζαλισμένος, ο αυτοκράτορας γρήγορα έτρεξε στο παλάτι του και στο δρόμο κατάλαβε τι είχε γίνει, ο σοφός γέροντας είχε δίκιο και ευτυχώς που σε εκείνο το ατύχημα τού έκοψε ο κουρέας το δάχτυλο και έτσι σώθηκε η ζωή του. Τι σημασία είχε ένα δαχτυλάκι λιγότερο μπροστά στον κίνδυνο που είχε διατρέξει;
Καλύτερα ζωντανός και με ένα δάχτυλο λιγότερο παρά νεκρός!
Φτάνοντας στο παλάτι ο αυτοκράτορας, πήγε αμέσως στις φυλακές και ελευθέρωσε τον κουρέα και μετά πήγε στον σοφό γέροντα, μπήκε στο κελί τον αγκάλιασε και του είπε: "Φίλε μου, συγχώρεσε με, για το κακό που σου έκανα, τι τυφλός που ήμουνα. Με συνέλαβαν οι αιρετικοί της θεάς Κάλι και ενώ ήταν έτοιμοι να με θυσιάσουν, είδαν πως μου έλειπε το μικρό μου δαχτυλάκι και με άφησαν να φύγω, είχες δίκιο φίλε μου,
"ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας!"
Συγχώρεσε με φίλε μου, θα είσαι πάντοτε κοντά μου και όλο το βασίλειο σου ανήκει...
Αλλά τώρα πες μου σε παρακαλώ πολύ, εσύ, που σε έβαλα φυλακή, "που είναι το καλό που συνέβηκε σε σένα;"
Με ηρεμία ο γέροντας κοίταξε τον αυτοκράτορα και του απάντησε :
"Βλέπετε εξοχότατε, εάν δεν με είχατε φυλακίσει θα σας είχα συνοδέψει, όπως πάντα, στο κυνήγι σας στο δάσος και σε εμένα δεν λείπει κανένα δάχτυλο...!

"Ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας".